1821

1821: ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Το 1821 δεν συμπίπτει μόνο με μια συμβολική, μυθική ή ιστορική χρονολογία που είναι και το έτος της έναρξη του εθνικού απελευθερωτικού αγώνα. Παραμένει ως ερώτημα που ταυτίζεται με την ίδια την ιστορική γνώση και επίγνωση, με τη συνείδηση του παρελθόντος ενός λαού ιδιαίτερου που έχει τη δική του φυσιογνωμία και αποτύπωμα από το οποίο αντλεί την ιδιοπροσωπία του, με την ίδια του τη ‘’μοίρα’’. Αν και όχι μόνο για τον ελληνικό λαό αλλά ιδιαίτερα για αυτόν, η ιστορία του είναι το βασικό θεμέλιο για την επαναδιατύπωση του κεντρικού ζητήματος της ελευθερίας στο σήμερα. Άρα και η αναζήτηση προτύπων για την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική, την οικολογία και την ανεξαρτησία, έχοντας συνείδηση των συνεχειών και των ασυνεχειών της ιστορίας του. Ο ελληνισμός σήμερα αντιμετωπίζει διαρκείς προκλήσεις όσον αφορά την σχεδόν απόλυτη εξάρτησή του από τη Δύση στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό μοντέλο ως αποικία χρέους αλλά και τις διαρκείς απειλές της Τουρκίας. Ο συσχετισμός των δυο αυτών παραγόντων σήμερα για τη χρήση του ελληνικού κράτους σε μια διαπραγμάτευση όρων κυριαρχίας μεταξύ Δύσης και Τουρκίας στο χώρο της Μέσης Ανατολής όπως και η εμπλοκή άλλων δυνάμεων σε ένα πεδίο ρευστότητας κάνει το 21 να μοιάζει ακόμα πιο κοντινό.

Το 1821 είναι η πιο σημαντική τομή της νεότερης ιστορίας μας και η εμβάθυνση στη μελέτη της είναι απαραίτητη προκειμένου να γνωρίζουμε την καταγωγή του σημερινού μας βίου σε βάθος χρόνου και χώρου: για ό,τι προηγήθηκε και για ό,τι έπεται μετά απ’ αυτό. Είναι μια ιστορία αιματηρών αγώνων με έμβλημα το «ελευθερία ή θάνατος» σε μια συγκυρία που το πρώτο ταυτίζεται με τη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους και το δεύτερο με την αυτοθυσία για αυτό. Σ’ αυτήν την πολυτάραχη διαδρομή ξεχωρίζουν κυρίως τέσσερα στοιχεία που απεικονίζουν αυτήν την εξέλιξη. Α)Θρησκευτική ταυτότητα: Το πρώτο είναι η σύμφυση ελληνισμού και ορθοδοξίας ως μιας ιδεολογίας ανταγωνιστικής προς το δυτικό καθολικισμό και την ισλαμική κατάκτηση ήδη από την πρώιμη ελληνική αναγέννηση στο Βυζάντιο, τον 11ο αιώνα μέχρι και το 1453. Πάνω σε αυτές θα στηριχθεί και η επόμενη φάση του ελληνικού διαφωτισμού τον 18ο αιώνα, η ελληνική ιδεολογία, με στοιχεία από τις ευρωπαϊκές επιρροές. Στο ίδιο διάστημα φαινόμενα όπως η εμφάνιση προφητών, η ανακήρυξη των νεομαρτύρων και το κρυφό σχολειό είναι η άλλη όψη αυτής της εκδήλωσης. Β)Λαϊκός πολιτισμός: Το δεύτερο είναι η νεοελληνική παράδοση, η δημώδης γλώσσα και το δημοτικό τραγούδι που συνοψίζει όλες σχεδόν τις ιδιαίτερες πτυχές του βίου των ελλήνων διαχρονικά. Στο ύστερο Βυζάντιο η καλλιέργεια μιας νέας κουλτούρας που τέθηκε στο πλαίσιο όσμωσης μεταξύ του λόγιου και του δημώδους στοιχείου αποτελεί συνέχεια των σκλαβωμένων Ελλήνων. Γ)Ιστορική συνείδηση: Το τρίτο αφορά τους ένοπλους αγώνες των Ελλήνων μέχρι και την ολοκλήρωση της κατάκτησης του ελληνικού χώρου από τους Οθωμανούς αλλά και μετά από αυτήν σε διάφορες συμμαχίες με δυτικές δυνάμεις ή ανεξάρτητα από αυτές που ανταγωνίζονταν την τουρκική επέκταση. Πάνω από μια εκατοντάδα εξεγέρσεων τοπικής εμβέλειας αλλά εθνικής σημασίας σημασιοδοτούν την συνείδηση του ιστορικού χώρους της Αυτοκρατορίας. Δ)Η Δύση και ο μεταπρατικός καπιταλισμός: Το τέταρτο στοιχείο είναι οι σοβαρές και ποικίλες συνθέσεις με τους πολύ σοβαρούς μετασχηματισμούς στη Δυτική Ευρώπη. Τόσο η ιδεολογία που παίζει ένα σημαίνοντα ρόλο για την ιδεολογία των υπόδουλων όσο και η ίδια η θέση νέων τάξεων όπως των εμπόρων, των εφοπλιστών κλπ. που πραγματοποιούν επισταμένως τις ενδιάμεσες λειτουργίες του κεφαλαίου δίνουν ένα επιπλέον χαρακτηριστικό στην ίδια την εξέλιξη μέχρι το ’21.

Αυτές οι τέσσερις πτυχές συνοψίζουν και ερμηνεύουν το 1821 ως ξεκίνημα για έναν αγώνα που τελειώνει το 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή. Αργότερα με άλλους όρους, συνθήκες και διεθνείς συγκυρίες: αναβιώνει το 1940 και ηττάται το 1944 ή το 1949 οριστικά, επαναπροσδιορίζεται το 1955 στην Κύπρο και κλείνει τον κύκλο του με την τουρκική εισβολή και κατοχή το 1974. Σήμερα επανέρχεται ένας νέος κύκλος: αποικία χρέους της Δύσης, δευτερεύων στρατιωτικός-πολιτικός βραχίονας του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και χώρος επιβουλών της νέο-οθωμανικής Τουρκίας.

Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα από το 1821 μέχρι και σήμερα σημαντικό ρόλο παίζουν η θολή ταξική διαστρωμάτωση και ανακατατάξεις, οι θολές ιδεολογίες που δεν αντιστοιχούν κατ’ ανάγκη σε συγκεκριμένα στρώματα καθώς και ο βασικός ρόλος της ελληνικής επικράτειας ως ένα τμήμα της περιφέρειας του καπιταλισμού. Έτσι, δίπλα στη γενικότερη αποτίμηση της ιδιαιτερότητας του ελληνικού λαού υπό το πρίσμα μιας εμβάθυνσης στην ιδιαίτερη ιστορική του φυσιογνωμία και η οποία αποκτά μορφή και νόημα ανάμεσα σε δίπολα, διχασμούς και εμφυλίους πολέμους οφείλουμε να συμπεριλάβουμε γενικότερα συμπεράσματα για την απόδοση ρόλων στην περιφέρεια του καπιταλιστικού παραδείγματος, στην οποία επιβιώνει ακόμα ο ελληνισμός. Η οικονομική ενοποίηση του τοπικού φεουδαλικού κατακερματισμού σε σύνδεση με την εθνική ιδέα σε ένα εθνικό κράτος από μια επαναστατημένη αστική τάξη αφενός, κι από την άλλη η κατάκτηση, η προσάρτηση η εξάρτηση και η -σε διαφόρων βαθμών- εκμετάλλευση χωρών της περιφέρειας είναι η γενεσιουργός αιτία του εθνικού ζητήματος στη Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή.

Ενταγμένο σε αυτήν την ακολουθία το εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα πριν απ’ το 1821, και μετά από αυτό, είναι ένα υπαρκτό ζήτημα ή ζητήματα που αναζητούν τη λύση τους στο ακόλουθο πλαίσιο: α)της σύγκρουσης διεθνών ηγεμονιών για τον έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας και τη στρατιωτική κυριαρχία σε ένα χώρο όπου ημιανεξάρτητα κρατίδια βρίσκονται σε μια διαρκή αποσταθεροποίηση και βαθμιαία έκλειψη δίπλα στην τοπική ηγεμονία της Τουρκίας β)στις εσωτερικές τους κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανισότητες, συμπτώματα ενός νέου κράτους με βασικό μοχλό την ιθύνουσα τάξη που νέμεται τον κοινωνικό πλούτο και κανοναρχεί στις αποφάσεις. Ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας και της Συρίας, οι τρεις κατοχές της Κύπρου, της Παλαιστίνης και του Κουρδιστάν είναι τα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Από κει και πέρα, διεργασίες που αφορούν την αστάθεια στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή καθιστούν παραπέρα το χώρο αυτό ως μια εύφλεκτη βόμβα.

Συνεπώς το 1821 όχι μόνο ως μια εθνική επανάσταση αλλά ως ένα πρότυπο διάδοσης ενός αγώνα για την ελευθερία τη δικαιοσύνη και την ισότητα είναι το λίκνο για μια συνειδητοποίηση σε όλες τις διαστάσεις, μιας εγχώριας κατάστασης που μοιάζει με πολλές άλλες. Ιδιαίτερα μετά την κουρδική αναγέννηση στη Ροζάβα και στο Μπακούρ, αναγέννηση που έχει μεταδώσει σε όλον τον κόσμο την επαναστατική αντίληψη για την πίστη και την πατρίδα, έχουμε την απτή δυνατότητα να οραματιζόμαστε μια πατρίδα χωρίς κράτος, ένα έθνος χωρίς καπιταλισμό και μια θρησκεία χωρίς εκμετάλλευση.

Ο ρόλος της ιστορίας

Ό,τι είναι να γραφτεί έχει γραφτεί. Είτε για λογαριασμό της ιθύνουσας τάξης στη βάση ενός ρομαντισμού για τις αδιάλειπτες συνέχειες των εθνών, είτε για το παγκόσμιο έθνος των προλεταρίων η ιστορία απέτυχε στους στόχους της: ένας ειρηνικός και δίκαιος κόσμος. Οι μεν παρέβλεψαν τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ανισότητες εξιδανικεύοντας το παρελθόν ως μια απόλυτη βάση σταθερότητας και ασφάλειας για το παρόν και οι δε υποβάθμισαν ή εκμηδένισαν τις ιστορικές αντιθέσεις των λαών, σχετικοποίησαν ή αφάνισαν από τον χάρτη τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί με άλλες ιδεολογικές συνοχές και προσπέρασαν τις ιδιαιτερότητες κάθε λαού στο όνομα της ταξικής συμμαχίας και επανάστασης για ένα σοσιαλιστικό μέλλον χωρίς έθνη.

Τέλος, στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας και κατανάλωσης μια νέα φλυαρία ως αφήγημα ή –ακόμα- αφηγήματα δηλαδή στενόμυαλες επιδόσεις στη μικροϊστορία θα επέφερε ένα νέο αδιέξοδο μπροστά στην πρόκληση μιας σύνθεσης που δεν είναι απλά επιστήμη αλλά η πάλη για τα ιδανικά. Η λογική αυτή περιορισμένη στη μεγέθυνση όψεων της Ιστορίας και τερματισμού των μεγάλων αφηγημάτων κάνει τους δυο πόλους να συναντηθούν τα τελευταία χρόνια και ύστερα από πολύ σοβαρούς οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς στην κατεύθυνση του νέου εξατομικευμένου υποκειμένου απαλλαγμένου πλήρως από τη μνήμη και τις συλλογικές αξίες. Η, για διαφορετικούς λόγους, συνάντηση ωστόσο αποκαλύπτει τις ιδιαίτερες πτυχές της βασικής ύλης τόσο της μιας όσο και της άλλης πλευράς για την αποτίναξη κάθε συλλογικού-ταυτοτικού προσκόμματος είτε για το τέλος της Ιστορίας είτε για την ιδεολογική ανακατασκευή της στο Επέκεινα, στο Αύριο. Ο Νεοφιλελευθερισμός και η Αριστερά συγκλίνουν στο τέλος των μεγάλων αφηγήσεων. Ο ανταγωνισμός τους για το μέλλον φέρει την αμοιβαία συμφωνία για το Παρελθόν.

Συνεπώς, το να επιδιώξουμε να διατυπώσουμε μια σειρά προβλημάτων και προβληματισμών ανιχνεύοντας στο υλικό που ήδη έχει κατατεθεί για να μπορέσουνε να σχεδιάζουμε λύσεις όλο και πιο στέρεες και γήινες είναι αναγκαίο. Ο χώρος της ιστορίας δεν είναι παρά ο χώρος ενατένισης του πραγματικού με το οραματικό, του μύθου με το στοιχείο της ζωής. Κι αυτό δεν μπορεί να προκύψει παντού και πάντα με τον ίδιο τρόπο. Οι επαναστατικές υπερβάσεις είναι η κορύφωση όλων των κοινωνικών διαδικασιών στον τόπο και στο χρόνο που επιδιώκουν να τελειοποιήσουν τη ζωή. Στην προκειμένη την εθνική ζωή ως βάση για την οικουμενική της εξάπλωση.

Τα επίμονα ερωτήματα είναι: γιατί αυτός ο ιστορικός χώρος, όπου η Ελλάδα όπως και οι άλλες χώρες αποτελούν σταυροδρόμια, τεμαχίστηκε και δεν μπόρεσε να αυτοπροσδιοριστεί παρά την κοινή ιστορική διαδρομή των μερών του; Γιατί οι λαοί της περιοχής δεν μπόρεσαν κι ακόμα δεν μπορούν μέχρι και σήμερα να συνεργαστούν στην προοπτική μιας συνολικής απελευθέρωσης; Αυτή είναι η αιτία για αυτήν την προσπάθεια από την πλευρά μιας ιστορικής αναζήτησης, αποτίμησης και η οποία δεν μπορεί να έχει ένα τέλος, αλλά να συνθέτει σε αυτήν την κατεύθυνση ενισχύοντας τις προσπάθειες κατανόησης το γιατί και του πώς σε αυτόν τον τόπο ιδιαίτερα.

 

Συνεπώς στην προσπάθεια διατύπωσης ερωτήσεων και ερωτημάτων που προκύπτουν από αυτές έχει σημασία να ιεραρχήσουμε σε προτεραιότητες τους πολλαπλούς παράγοντες που καθορίζουν το ιστορικό γίγνεσθαι. Η ελευθεριακή προσέγγιση μπορεί να είναι αυτή που επεκτείνει τον παράγοντα ελευθερίας και εξάπλωσης της κοινοτικής ζωής διαλεκτικά με την πραγματικότητα και την ιστορία. Αν η επιθυμία για την εξέλιξη αυτή εκλάβει τον προβληματισμό και την έρευνα για την οργάνωση της ζωής και της εξέλιξής της τόσο σε κάθε χώρα όσο και στις μεταξύ των χωρών αλληλεπιδράσεις ως βάση για την υπέρβαση, τότε ίσως αναδυθούν και νέες μορφές σκέψης και δράσης που ικανοποιητικά ανταποκρίνονται. Η πολιτική οργάνωση, η οικονομία, οι ιδεολογίες και τα ρεύματα με τις κοινωνικές αξίες που προκύπτουν ή αποτελούν προϋποθέσεις πάντα σε σχέση με τις εξελίξεις στις διεθνείς σχέσεις οφείλουν να είναι οι βασικές αφετηρίες. Υπό το βάρος της επαναστατικής παράδοσης των αγώνων για την κοινωνική χειραφέτηση σε όλον τον κόσμο τα ιστορικά φαινόμενα πρέπει να αποκτούν κεντρική σημασία για τη διερεύνηση σημερινών δυνατοτήτων προς την απελευθέρωση. Κεντρικό στοιχείο είναι ο ίδιος ο Άνθρωπος ως συλλογικό υποκείμενο και οι δομές που δημιουργεί μέσα στο υπάρχον, τα ερωτήματα για την αποτυχία του ή την επιτυχία του στην εξέλιξη των αναζητήσεων για την κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και μέσα στο ίδιο το ιστορικό και φυσικό περιβάλλον που του προκαθορίζει σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό τα όριά του.

Έτσι, η σύνθεση των τάξεων, των στρωμάτων και των συσσωματώσεων και η πάλη που διεξάγεται ανάμεσά τους, οι εξελίξεις στις ιδεολογίες και στις μετατοπίσεις ή συνθέσεις που πραγματοποιούνται, η ποιότητά τους και τα περιεχόμενα που έχουν, οι ιδεολογίες και η πάλη τους, οι θεσμοί που δημιουργούνται σε σύγκρουση με άλλους θεσμούς, οι κοινωνικές κατηγορίες που διαπλέκονται καθώς και οι γεωγραφικές διαστάσεις που λαμβάνουν όλα αυτά υπό το πρίσμα των τεχνολογικών ανακαλύψεων είναι το βασικό υλικό για τα κατάλληλά ερωτήματα.

Πιο ξεχωριστά για τον ελληνισμό προκύπτουν ερωτήματα βασανιστικά και τα οποία αφορούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τον κάθε λαό της περιφέρειας του παγκόσμιου συστήματος μέχρι και σήμερα:

-Γιατί δεν υπήρξε στρατιωτική, πολιτική και κοινωνική σύμπραξη η οποία να επιτύχει μαζί με άλλους λαούς μια ενότητα στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;

-Γιατί δεν μπόρεσε να δημιουργήσει θεσμούς δημοκρατικούς, θεσμούς εξισωτικούς στην οικονομία και στην πολιτική;

-Γιατί δεν μπόρεσε να δημιουργήσει μια οικονομία αρκούντως παραγωγική;

-Για ποιο λόγο οι μεγάλες δυνάμεις στάθηκαν εμπόδιο στη διαδικασία της απελευθέρωσης του ελληνισμού και των γύρω λαών;

Αυτά είναι τα αγωνιώδη ερωτήματα που θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο μιας διαρκούς απελευθερωτικής διαδικασίας αυτής που θέτει όλα τα στοιχεία της ζωής ως σημαντικά για την παρά πέρα εξέλιξή της και αναγνωρίζει στα συλλογικά υποκείμενα που υπάρχουν μέσα από θρησκευτικές και εθνικές ταυτότητες μια καλύτερη μοίρα.

Οι ιδιαιτερότητες…

Ο ελληνισμός επί αιώνες ήταν, άλλες φορές ηγεμονικό κι άλλες φορές υποταγμένο στοιχείο αλλά, πάντα οικονομικά και πολιτισμικά σημαντικό και διακριτό. Ήταν σχεδόν πάντα σκορπισμένος σε ενότητες άλλοτε λιγότερο συμπαγείς κι άλλοτε περισσότερο και με δυσκολίες για τον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων της εθνικής του βάσης. Σπαρμένος στη Νότια Ευρώπη, στα Βαλκάνια και στην Ανατολή της Μικράς Ασίας κυρίως, πιο αραιά στη Μέση Ανατολή ή στη Μαύρη Θάλασσα, ο ελληνισμός αυτός δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του τμήμα της Ελλάδας. Ο Ελληνική Χερσόνησος και η Μικρά Ασία είτε σε συνθήκες κατάκτησης είτε σε συνθήκες ανάπτυξης αποτελούν τους δυο πνεύμονες του ελληνισμού. Αυτό που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη συνέχεια για τη δημιουργία μιας ελληνικής ιδεολογίας είναι η συρρίκνωση από δυτικά και ανατολικά μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας. Πλέον ο εθνικός καθορισμός είναι επιτακτική ανάγκη σωτηρίας. Έτσι ο ελληνισμός που διακρίνεται για την αντίσταση και την προσαρμογή του πριν και μετά την κατάκτηση από τους Οθωμανούς επιβιώνει χάρη στην διατήρηση της θρησκευτικής ταυτότητας που καλύπτει κι άλλες εθνότητες συνδυάζοντας την εθνική επιβίωση με το ένδοξο παρελθόν.

Το δεύτερο στοιχείο είναι η απουσία καθαρών γραμμών στη διάρθρωση των κοινωνικών και των πολιτικών δομών μετά το 1821. Οι ηγετικές ομάδες που έχουν διαφορετικές λειτουργίες στην οικονομία παρουσιάζουν μια συγκεχυμένη ιδεολογία. Η βίαιη ανακοπή των τάσεων της αστικής τάξης από την κατάκτηση, τάσης που ήδη είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στο Βυζάντιο του 11ου αιώνα σε μια περίοδο αναζήτησης του κλασικού παρελθόντος χάνει την αυτόνομη πορεία της και μετατρέπεται σε μοχλό της αποικιοκρατίας στη Μεσόγειο. Χάνει λοιπόν ή δεν έχει ένα συμπαγή ριζοσπαστικό ιδεολογικό πυρήνα ή τέλος πάντων μια συνεπτυγμένη οικονομική και πολιτική ιδεολογία και επισύρεται στον μεταπρατισμό και στην μεταφορά εμπορευμάτων κυρίως. Η έλλειψη συνοχής των ιθυνουσών ομάδων τις κάνει να χάνουν διαρκώς και ειδικά μετά την απελευθέρωση τις ιδεολογικές τους βάσεις και να μεταπηδούν από τη μια ιδεολογία στην άλλη.

Το τρίτο στοιχείο είναι η δυσκολία στην αποκρυστάλλωση των ιδεολογιών που είναι η έκφραση της πνευματικής ζωής. Ενώ ο ελληνισμός είναι αυτό που απομένει στην ιστορική του κοιτίδα μετά το 1204 και εκείνη την περίοδο γεφυρώνεται ο επίσημος με το λαϊκό πολιτισμό, η κατάκτηση φέρνει το Πατριαρχείο σε μια νέα φάση όπου γίνεται ηγέτης ενός έθνους με προεκτάσεις που αφορούν την κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας, την κληρονομία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και όλη την ορθόδοξη χριστιανοσύνη, επεκτείνοντας τις αρμοδιότητές τους και σε άλλες υπόδουλες εθνότητες και λαούς. Εχθρικό προς την κλασική αρχαιότητα και τη δυτική αναγέννηση μπαίνει τείχος σε κάθε περίσταση που αναιρεί την επιβλητική του παρουσία. Έτσι η σύγχυση ανάμεσα στην κλασική Ελλάδα και το Βυζάντιο γίνεται ακόμα πιο έντονη όσο πλησιάζει η ώρα της εξέγερσης και της αναζήτησης της νέας ταυτότητας των Ελλήνων.

Αυτά είναι τα προβλήματα μιας αναζήτησης για το 1821 αφού οι βασικές του αναφορές  φαίνεται ότι είναι επίκαιρες στο σήμερα:

Α)Ο μονόδρομος ενός κατά μίμηση αστικού κράτους που ελέγχεται από τις ιθύνουσες τάξεις χωρίς ένα αντίπαλο δέος ανάπτυξης μιας σοβαρής αντιπρότασης για την κοινωνική οργάνωση.

Β)Η σχεδόν υποχρεωτική υπαγωγή του ελληνικού κράτους και της αστικής τάξης στις οδηγίες των διεθνών οργανισμών που είναι υποχείρια των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη σχέση τους με την Τουρκία.

Γ)Ο πάντα απειλητικός τουρκικός παράγοντας που αποσταθεροποιεί τη γύρω περιοχή του έχοντας το κληρονομήσει το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας κι έχοντας κομβικό ρόλο στην περιοχή για την περεταίρω ανάπτυξη των διεθνών οργανισμών.

Δ)Η εξαρτημένη παρασιτική οικονομική δραστηριότητα είναι μια εξέχουσα πτυχή της ελληνικής κοινωνίας αλλά και της ίδια της περιφέρειας που εγκλωβίζει τη δημιουργικότητα των λαών.

Σήμερα σε ένα διεθνές περιβάλλον το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του αδυνατεί προς το παρόν να συμπεριλάβει στις ιδεολογικές του αποσκευές, τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, πέρα από τη συνέχιση του καπιταλισμού και της αναπτυξιακής του θρησκείας που οδηγούν σε περεταίρω καταστροφές (πόλεμος, οικολογικές καταστροφές, φτώχεια κλπ.) δείχνουν την αναγκαιότητα της εμβάθυνσης στην Ιστορία. Κι εκεί οφείλουμε να δούμε τη σύνδεση με το σήμερα. Ο ασίγαστος πόθος αναρχικών θεωρητικών όπως ο Μάρεϊ Μπούκτσιν που επιδίωξε να μας δώσει ένα φανάρι για να βαδίσουμε σε ένα σκοτεινό και τραγικό κόσμο, σε ένα κόσμο αλλεπάλληλων διαψεύσεων και ανατροπών έδωσε τη σκυτάλη στον Αμπντουλάχ Οτζαλάν. Μετά την μετακένωση της δημοκρατικής αυτονομίας-συνομοσπονδισμού στη Μέση Ανατολή, ο Οτζαλάν θέτει τα εθνικά θρησκευτικά ζητήματα σε πρώτη παράταξη υπό την έννοια όχι μιας άλλης ταξινόμησης με υλικά που έχουν αποτύχει αλλά στη στην κατεύθυνση της δημοκρατίας χωρίς κράτος. Ο εξισωτικός κοινοτισμός, η γυναικεία ισότητα και η κοινωνική οικολογία βασικά συστατικά ενός νέου πατριωτισμού που χωρά πολλές πατρίδες και μιας θρησκείας που χωρά πολλές θρησκείες απολήγει στον συνομοσπονδισμό και στο ξεπέρασμα του εθνικισμού και του συνομολογούντος ιμπεριαλισμού. Παράλληλα όμως η επιβίωση των Κούρδων έχει και τις οδυνηρές όψεις της που αφορούν στρατηγικές συμμαχίες σε ένα τεντωμένο σκοινί ισορροπώντας ενάντια κυρίως στον τουρκικό επεκτατισμό όπως και στις δολοφονικές επιχειρήσεις ενός αναβιώσαντος οπισθοδρομικού και κατακτητικού Ισλάμ. Το κουρδικό μεγάλο αφήγημα που τελειώνει κυρίως με την τουρκική κατοχή αλλά και των άλλων 3 χωρών στις οποίες μοιράζεται το ιστορικό Κουρδιστάν, επανέρχεται με τον αγώνα ενός κουρδικού Πεδεμοντίου για τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους και σήμερα επιμένει στη διασπορά ενός οικουμενικού οράματος μπροστά στη διαρκή απειλή για την επιβίωσή του. Η κουρδική διαλεκτική δίνει νόημα στην αναζήτησή μας ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ανάμεσα στον μύθο και την ουσιαστική του λειτουργία.

 

ΤΟ 1821, ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Φαίνεται ότι είναι ένα οξύμωρο σχήμα ακόμα και μια απλή συσχέτιση της εθνικής επανάστασης που ίδρυσε το πρώτο εθνικό κράτος στα Βαλκάνια με την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος το οποίο, από τις πιο μεταρρυθμιστικές μέχρι τις πιο ριζοσπαστικές του εκδοχές, την αρνείται κατηγορηματικά.

Αν αρνηθούμε το κράτος όμως μαζί με τις δυνατότητες που μας δίνει το 1821 από την πλευρά των συνεχειών του μέχρι σήμερα για την ανάγνωση της σημερινής συνθήκης, τότε με ποιες δυνατότητες ανάλυσης και σύνθεσης θα μπορέσει εδώ και σήμερα να αναπτυχθεί το κίνημα; Με ποια ‘’εργαλειοθήκη’’ θα ερμηνεύσει τις διαδοχικές συνέχειες και συνέπειες μέχρι και σήμερα που ταλανίζουν τη χώρα από το 1821; Πώς θα αντιληφθούμε το αποτύπωμα που έχει αφήσει αυτή η σπουδαία επανάσταση; Πώς θα μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο βαθμό τις αντιφάσεις που ζούμε από τότε και πώς θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε το πρωτεύον από το δευτερεύον; Πώς θα μπορέσει να ξεπεραστεί ως απόλυτο κακό το ‘’απόλυτα αναγκαίο’’ κράτος που βρίσκεται κακήν κακώς στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων αλλά και πώς θα αποκαλύψουμε την ιδιαίτερη αντίληψη για το ίδιο το κράτος που κρύβει η συλλογική συνείδηση του λαού μας;

Εν τέλει όσοι επιθυμούν την επανάσταση εδώ και τώρα: ή πρέπει να αλλάξουν λαό ή να αντιληφθούν το ιστορικό βάθος αυτής της χώρας για να μπορέσουν να το ξεπεράσουν και να γράψουν οι ίδιοι ιστορία. Διότι ιστορία δεν γράφεις ούτε με μικροϊστορίες ούτε με διακηρύξεις Α4, με διαδικτυακές εκτροπές ή με προκλητικά γεγονότα που σβήνουν το ένα μετά το άλλο χωρίς να αφήνουν καμιά προοπτική. Το 1821 προσφέρεται όσο κανένα άλλο γεγονός για αυτήν την απαραίτητη συμπερίληψη της ιδιαιτερότητας της ιστορίας στις κινηματικές αποφάνσεις. Και σε αυτό το Γολγοθά οφείλουμε να βρούμε τις 4 διαχρονίες του.

-Από το 1821 μέχρι και σήμερα η ύπαρξη της χώρας και αυτού του συλλογικού υποκειμένου που ονομάζεται Έλληνες και ταυτίζεται με την επίσημη χωρική επικράτεια αναγνωρισμένη διεθνώς και με διεθνείς συνθήκες στηρίζεται στην ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Δεν υπάρχουν ή δεν αναφαίνονται μέχρι και σήμερα ισχυρότερα πρότυπα μιας οριζόντιας οργάνωσης των συλλογικών αναγκών.

-Το ελληνικό κράτος διαχρονικά στηρίζει την ύπαρξή του –και την επέκτασή του μέχρι το ’22- κυρίως στις ξένες ηγεμονίες. Αυτές είναι που το ωθούν ή το σταματούν ή του υπόσχονται προτρέποντας το, εκβιάζοντάς το ή υποχρεώνοντάς το σε υποχωρήσεις ακόμα και από νόμιμα δικαιώματά του ως τα σήμερα. Είναι αυτές που χρησιμοποιούν ως μοχλούς της επέκτασής τους ή της επιρροής τους στην ευρύτερη περιοχή την ιθύνουσα,  εγχώρια αστική τάξη

-Ο τουρκικός παράγοντας από το 1821 και ιδιαίτερα μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους το 1924 στη θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κι ακόμα πιο συγκεκριμένα ενόψει κυπριακού ζητήματος το 1955, είναι ένας ξεχωριστός παράγοντας διασάλευσης και αποσταθεροποίησης της χώρας. Σε αντίθεση με το ίδιο το ελληνικό κράτος που αποτελεί ένα μόνο μικρό τμήμα της παλιάς αυτοκρατορίας, το παλαιό δόγμα διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αργότερα ο τουρκικός και σήμερα ο νέο-οθωμανικός παράγοντας είναι ενδείξεις μιας εξέλιξης ιδιαίτερα αρνητικής εφόσον αναδεικνύεται από τοπική σε διεθνή ηγεμονία με κομβική σημασία για το ρόλο των διεθνών ηγεμονιών.

-Κομβικό στοιχείο της συνέχειας αυτής είναι η εξαρτημένη οικονομική ανάπτυξη. Από το 1821 και μετά, σχεδόν κάθε παραγωγική δραστηριότητα είναι ελεγχόμενη ή υπαγορευμένη σε συγκεκριμένα πλαίσια εξάρτησης. Η σημερινή Ελλάδα όπως και η παλιά Ελλάδα κι αργότερα οι Νέες χώρες ήταν χώρος όπου το εύρος, η ποιότητα, το περιεχόμενο και ένταση της οικονομικής δραστηριότητας συνδεόταν με τις επιλογές των διεθνών οικονομικών διευθυντηρίων.

Αυτές οι 4 πτυχές είναι βασικές για την κατανόηση, ερμηνεία, ανάλυση και συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν για την ελληνική ιδιαιτερότητα και να είναι πολύτιμα το σύγχρονο οριζόντιο κίνημα. Αυτές οι 4 πτυχές μπορούν να επιμερίζονται σε άλλες δευτερεύουσες διαχρονίες που εντάσσονται σε αυτές ή εξάγονται από αυτές. Ενδεικτικά:

Α)Η έλλειψη δομών της πολιτικής κοινωνίας τέτοιες που να ωθούν στη δημοκρατική κουλτούρα του διαλόγου και της επιχειρηματολογίας υποκαθίσταται από την κομματοκρατία. Η τελευταία που ξεκίνησε από τα τρία κόμματα που αντιστοιχούσαν σε στοχεύσεις των τριών ηγεμονικών δυνάμεων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας έχει ως αναφορά της διακεκριμένα πρόσωπα τα οποία προέρχονται από τα «τζάκια»-ούτε καν από τις τυπικές διαδικασίες που προβλέπουν τα καταστατικά των κομμάτων. Έτσι οι έντονες διαμάχες που φτάνουν σε έντονους διχασμούς εξυπηρετούν -σχεδόν ξεκάθαρα- φιλοδοξίες των ελληνικών ηγετικών ομάδων σε ένα περιβάλλον όπου το ένστικτο της επιβίωσης στα λαϊκά στρώματα κυριαρχεί δημιουργώντας στρατιές οπαδών. Άλλωστε η σημερινή κρίση αξιοπιστίας στην πολιτική δεν έχει δημιουργήσει παρά ομοιώματα των προηγούμενων πολιτικών οργανισμών και νέοι ή παλιοί δημαγωγοί παραπλανούν διαρκώς το εκλογικό σώμα με υποσχέσεις που γνωρίζουν ότι δεν θα τηρηθούν. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα η κοινωνική παθολογία έχει διαμορφώσει συμπτώματα που αφορούν: 1)την ιδιωτική κουλτούρα αποδοχής του κράτους 2)τη διεύρυνση της διαφθοράς στα λαϊκά στρώματα 3)τη συναίνεση της διεύρυνσης του κράτους για την προσφορά σίγουρης εργασίας.

Β)Σε γενικές γραμμές κυριαρχεί η ρευστότητα στην πολιτική. Οι κυβιστήσεις των πολιτικών προσώπων είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του πολιτικού βίου της χώρας πέρα από εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. Τρικούπης, Ίων Δραγούμης, Ε. Βενιζέλος). Είτε με εξαγορά είτε με ‘’ρεαλιστική’’ προσαρμογή στις ξένες δυνάμεις που κυριαρχούν κατά καιρούς στην Ελλάδα, η ιθύνουσα τάξη ως μοχλός των ηγεμονικών δυνάμεων είναι συνήθως συντεταγμένη με τις οδηγίες τους που ευνοούν την περεταίρω στρατιωτική και οικονομική διείσδυσή τους στην ευρύτερη περιοχή (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή) με σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Το ψέμα στην πολιτική, η υπόσχεση που θα μετατραπεί στο ακριβώς αντίθετό της είναι ο κανόνα συμπεριφοράς των πολιτικών προσώπων. Όλη αυτή η συνέχεια κατά καιρούς επιφέρει σοβαρή διάσταση μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και του λαού, διάσταση η οποία αποκτά ακόμα πιο έντονο χαρακτήρα στα εθνικά ζητήματα. Σ’ αυτά τα ζητήματα το δόγμα της ακεραιότητας της Αυτοκρατορίας ή το ζήτημα μιας νέας ισορροπίας με το νέο κράτος του 1924, ως και σήμερα, διαπιστώνεται μια τεράστια διάσταση μεταξύ της ρητορείας και της πραγματικής πολιτικής. Από τη μια λεονταρισμοί κι από την άλλη κατευνασμός του τουρκικού παράγοντα ο οποίος επιτυγχάνεται μόνο δια του βαθέματος της εξάρτησης από τους διεθνείς οργανισμούς και ιδιαίτερα από την αμερικανοκρατία.

Γ)Η γνώση ή και η μοιρολατρική διάθεση για τη λαμπρή θέση μιας παλιάς ένδοξης Ελλάδας απέναντι στις κατά καιρούς τοποθετήσεις της σε κατώτερες ή μεσαίες βαθμίδες του διεθνούς στερεώματος έχει δημιουργήσει μια συμπλεγματική σχέση απέναντι στον μητροπολιτικό καπιταλισμό και γενικά στις ‘’ανεπτυγμένες χώρες’’. Από κει ξεπηδά και η λαϊκή αντίδραση κυρίως των πληβειακών στρωμάτων ενάντια στον επιβαλλόμενο εκσυγχρονισμό έχοντας καταφύγιο στις συλλογικές ταυτότητες  της Εκκλησίας και της γενικά των δυνάμεων της συντήρησης. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκράτησης της ταυτότητας σε ένα μεταβαλλόμενο κόσμο στο ηθικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο που ξεπερνάει πολλές φορές και τα οικονομικά προβλήματα τα οποία είναι συνέπεια της εξαρτημένης και χωρίς ενδογενές πρόγραμμα ανάπτυξης. Η μυστικιστική προσέγγιση της Ιστορίας εκ μέρους των λαϊκών στρωμάτων είναι ένα ανάχωμα στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας όταν αυτός επιχειρείται με βάση το δυτικό πρότυπο και κυρίως ό,τι συνεπάγεται την παγκοσμιοποίηση.

Δ)Τα εθνικά ζητήματα είναι τα πιο σημαντικά ζητήματα τα οποία και διαπερνούν κάθετα όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού. Είμαστε σε μια χώρα της περιφέρειας του καπιταλισμού –όχι αποικία- η οποία έχει στερηθεί μαζί με άλλες την εθνική της λύτρωση, δηλαδή την απόλυτη ενοποίηση των τριών πτυχών: εθνικού κράτους-ιστορικού εδάφους-εθνικής κοινότητας. Τόσο οι βαλκανικοί ανταγωνισμοί όσο και η επεκτατική διάθεση της Τουρκίας, κι όλα αυτά σε συνδυασμό με τις προωθήσεις ή ματαιώσεις από τις μεγάλες δυνάμεις είναι διαχρονικά δεδομένα από το 1821 που διατηρούν τα εθνικά ζητήματα σε έναν πολυδιάστατο αναβρασμό. Οι δυνάμεις αυτές που ιστορικά συνέθεσαν το εθνικό ζήτημα με την κοινωνική αλλαγή ήταν αυτές που εξέφρασαν την ελληνική ιδιοπροσωπία για τη διεκδίκηση ενός επαναστατικού μέλλοντος για την Ελλάδα και τους γύρω λαούς, όπως την περίοδο του 1941-44 από το ΕΑΜ.

Ε)Η εξαρτημένη οικονομία είναι αυτή που ενέτεινε δίπλα σε άλλα γεγονότα καθοριστικής σημασίας τον υπέρμετρο συγκεντρωτισμό του πληθυσμού στην πρωτεύουσα κι αργότερα στις μεγάλες πόλεις. Η παρασιτική φύση των άστεων είναι πλέον η κυρίαρχη συνείδηση και προσανατολισμός στην οικονομία, στην εκπαίδευση καθώς και στους άλλους τομείς της διοίκησης και οικονομίας. Τούτο βέβαια συνάδει με την καταστροφή των χωριών, των γειτονιών δίπλα στην καταστροφή της μικροϊδιοκτητικής ιδιαιτερότητας ενός λαού: του αγρότη, του μάστορα, του ψαρά, του μικροεπαγγελματία. Και μαζί με αυτά συνεπάγεται και η καταστροφή κάθε έννοιας συνοχής μέσω της μετοίκησης σε μεγαλουπόλεις που ελέγχονται άμεσα από τους μηχανισμούς του κράτους και της οικονομίας.

Όλα αυτά είναι φαινόμενα και επιφαινόμενα όπου η μια διαπίστωση διαπερνά την άλλη κι όπου το ένα φαινόμενο διαδέχεται το άλλο που δείχνουν σε ένα μεγάλο βαθμό το ποια είναι η ταυτότητα αυτού του λαού από το 1821 μέχρι και σήμερα. Αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ανήκουμε και που οφείλουμε να διερευνήσουμε αν βεβαίως δεχθούμε ότι σε αυτόν τον κόσμο θα παρεμβαίνουμε κι όχι σε κάποιον άλλον. Σ’ αυτόν τον κόσμο «τον μικρό τον μέγα» όπου η οποιαδήποτε διάθεση αλλαγής του και σε οποιοδήποτε κοινωνικό πεδίο πρέπει να προσμετρηθεί ή να συνθέσει με τα εθνικά ζητήματα. Κι αυτό διότι η ιθύνουσα τάξη των προσώπων και των πραγμάτων είναι ο απαραίτητος μοχλός στήριξης ευρύτερων διεθνών συμφερόντων που φέρουν τα εθνικά ζητήματα σε πρώτο πλάνο από το 1821 μέχρι και σήμερα. Η όποια διάθεση για κοινωνικές αλλαγές μόνο εκεί προσκρούει ή μπορεί να βασιστεί. Το 1821 προσφέρεται ως μοναδική δυνατότητα να αποτυπώσουμε το στίγμα αυτού του κόσμου βρίσκοντας όλα αυτά που μέχρι σήμερα κάνουν μια επανάσταση δυνατή και αδύνατη ταυτόχρονα. Από κει θα αναζητήσουμε όχι τα πολιτικά και κοινωνικά πρότυπα για το σήμερα αλλά δυνατότητες για να προβάλουμε εξισωτικά πρότυπα στο βίο και στην πολιτεία μας. Πρέπει να γνωρίσουμε, να χωνέψουμε, να αποδεχτούμε την Ιστορία μας ως τέτοια για εκείνη την περίοδο, με εκείνες τις συνθήκες στις οποίες απουσιάζει κάθε άλλο πρότυπο πέρα από το κράτος και της κηδεμονευόμενης ιθύνουσας τάξης που νομιμοποιούν την αποβολή της φεουδαρχίας και της αβάσταχτης τυραννίας, εθνικής και κοινωνικής.

Είναι ένα κράτος για το οποίο μάχεται το σύνολο του ελληνισμού μέχρι και το ’22 και αργότερα το ’55 στην Κύπρο είτε βρίσκεται μέσα σε αυτό είτε βρίσκεται εκτός, για να μην αναφερθούμε στις μειονότητες και στους πρόσφυγες που επιδιώκουν να κρατήσουν την ταυτότητά τους σε όλο και πιο δυσχερείς συνθήκες (π.χ αποδεκατισμός των ελλήνων  της Πόλης το ’55 και το ’64 ή η τύχη της μειονότητας στην Αλβανία). Μέσα στην επικράτεια επιβιώνει ένας κατακερματισμένος αστικός κόσμος που σε συνθήκες διχασμού ή εμφυλίων πολέμων αλλά και μεγάλης διάστασης πολιτικής και λαού επιδιώκει με διαφορετικά διεθνή στηρίγματα από τις ηγεμονίες την επέκτασή του. Αυτή η διαρκής ματαίωση είναι αυτό το παθολογικό φαινόμενο που μέχρι και σήμερα έχει αφήσει το αποτύπωμά της που εκφράζεται κυρίως ανοργάνωτα στα εθνικά θέματα.

(Σημείωση για την ελλαδική μεταπολίτευση)

Η μεταπολίτευση συνιστά μια σημαντική τομή διότι εδώ και μισό αιώνα δεν έχει υπάρξει πόλεμος ή κοινωνική-ανθρωπιστική καταστροφή. Κι ενώ οι κοινωνικές αλλαγές-αλλαγές ηθών συνιστούν ένα απαραίτητο συμπλήρωμα μιας νέας τάσης οικουμενικού καπιταλισμού και εκσυγχρονισμού της αγοράς κάθε άλλη αλλαγή στην οικονομία, στην πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις προσκρούει σε ένα διαχρονικό τείχος. Οι απαραίτητες, έτσι κι αλλιώς, κοινωνικές αλλαγές οι οποίες επιβλήθηκαν από τα πάνω ως οδηγίες ενσωμάτωσης στο σύγχρονο ευρωπαϊκό ιδεώδες και για ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος και συναντούν αντιδράσεις από ένα «καθυστερημένο πληθυσμό» αποτέλεσαν και την ελκυστική πλευρά μιας οικουμενικής τάσης εξάπλωσης του κεφαλαίου που έθιγε αβανταδόρικα βασικές παρακαταθήκες: την πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια. Αυτό ήταν το τρίπτυχο που επιβλήθηκε ως η πλέον κακοποιημένη εκδοχή της ελληνικής παράδοσης από το 1949 ως το 1974, μια σχεδόν 30ετία και με τις ύστερές του εκλάμψεις μέχρι το 1981 ή τη δεκαετία του 1990 -που αποδομήθηκε συστηματικά- χάνοντας και τα όποια δημιουργικά του ερείσματα που αναδύθηκαν στην ελληνική αντίσταση του 1941-44 στον ελλαδικό χώρο.

Άλλωστε, οι διεθνείς κυρίαρχες ελίτ, μεταπολεμικά μέχρι την εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν ενδιαφέρονται για τις κοινωνικές αλλαγές στην ελεγχόμενη από αυτές περιφέρεια. Αν και εκπροσωπούν κοσμικές κοινωνίες που στο εσωτερικό τους έχουν προχωρήσει πολύ στα ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έχουν πραγματοποιήσει μεγάλες τομές στον κοινωνικό τομέα, αδιαφορούν για το ιδεολογικό υπόστρωμα της ελεγχόμενης περιφέρειας-αρκεί να τους είναι χρήσιμο. Για την Ελλάδα το παλαιόθεν και επισήμως χουντικό «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» είναι το χρήσιμο τρίπτυχο για την αμερικανοκρατία, για την παράταση της εξάρτησης από το τέλος του εμφυλίου πολέμου μέχρι και το 1974.  (Αντίστοιχα, στην Ανατολή εκ μέρους της Δύσης, η χρήση του ισλαμικού παράγοντα σε διάφορες εποχές βοήθησε στην καταστολή αντι-ιμπεριαλιστικών κοσμικών τάσεων).

Έτσι η μεταπολίτευση ενώ προχωρά σε κοινωνικές αλλαγές άλλοτε με το σταγονόμετρο και άλλοτε κατακλυσμικά, στην οικονομική, πολιτική και γεωπολιτική της πλευρά εμβάθυνε τις παρακαταθήκες του 1821. Και σ’ αυτό δεν βρήκε αντιμέτωπους τους Έλληνες σε ένα συμπαγές πρόταγμα, σε μια συνθετική πρόταση για την ολοκλήρωση της επανάστασης του τότε. Βρήκε την προθυμία των ελίτ να κερδοσκοπήσουν και το λαό να προσμετρά την οικονομική του τύχη ως ατομικό δημιούργημα και αφήγημα βασισμένο στη νομιμοποίηση της καταναλωτικής ευδαιμονίας. Έτσι ξαναγυρίζουμε στις παρακαταθήκες του 1821 και βλέπουμε ότι:

-Εγκαθιδρύεται έστω και διαρκώς αμφισβητούμενο ένα αλλότριο πρότυπο για την οργάνωση των συλλογικών αναγκών όλο και πιο σύνθετων με σαφείς αναφορές στον εκδημοκρατισμό του και στα ατομικά δικαιώματα. Αδύναμες προσπάθειες συγκρότησης ενός άλλου εξισωτικού φαντασιακού ακολουθούν ανερμάτιστες και κατακερματισμένες.

-Βαθαίνουν οι σχέσεις εξάρτησης από τις ξένες δυνάμεις που αλωνίζουν τη χώρα καθιστώντας την έδαφος για την σταθερή τους ανάπτυξη στη γύρω περιοχή της Μέσης Ανατολής και περιορισμού του σοβιετικού κι αργότερα ρωσικού παράγοντα.

-Ενδυναμώνεται ο ρόλος της Τουρκίας σε σημείο που να αμφισβητεί τη διεθνή νομιμότητα εφόσον και η ίδια έχει καταστεί ένας τοπικός ηγεμόνας όλο και πιο σεβαστός από το δυτικό και ανατολικό μπλοκ. Απέναντι σε αυτή τη διαρκή εκτροπή το ελληνικό κράτος επιδιώκει να κατευνάζει τον τουρκικό παράγοντα βαθαίνοντας τις σχέσεις εξάρτησης από τη Δύση ως μέτρο αυτοπροστασίας.

-Περεταίρω τριτογενοποίηση της οικονομίας σε σημείο που μέτρα έναντι μέτρων και άνωθεν οδηγιών και ιδιαίτερα μετά τα μνημόνια να αναιρούν ακόμα και υπάρχουσες ή επιτρεπόμενες δυνατότητες της χώρας.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η ήττα των βυζαντινών στο Μάτζικερτ το 1071, η άλωση της Πόλης και η κατοχή της από τους δυτικούς σταυροφόρους το 1204 είναι δυο καθοριστικής σημασίας γεγονότα απολύτως ενδεικτικά των προθέσεων δυο ηγεμονικών δυνάμεων που εν τέλει επικρατούν στην περιοχή. Από τη μια η Ανατολή με την τουρκική κατάκτηση που αποκτάει κατακλυσμικές διαστάσεις και από τη άλλη η Δύση που μετατρέπει τις ελληνικές χώρες σε εργαστήρια αποικιοκρατίας και πολιτισμικής αφομοίωσης μέσω του καθολικού δόγματος, προσδιορίζουν μια νέα συνείδηση για το Βυζάντιο γεωγραφικά, εθνικά και πολιτισμικά με κύριο στοιχείο το ελληνικό.

Η ελληνική αναγέννηση που ανακόπτεται από την Οθωμανική κατάκτηση αργότερα υπογραμμίζει το είδος και την ποιότητα μια νέας αφετηρίας για τον ελληνισμό. Βαθμιαία λοιπόν και από μια συγχρονική εθνογένεση των Βαλκανίων γειτόνων με αντιπροσωπευτικό γεγονός τη βραχύχρονη κατάκτηση μεγάλου μέρους του ελλαδικού χώρου από τους Σέρβους, η ελληνική συνείδηση σε έναν πληθυσμό περιορισμένο στην ιστορική του χερσόνησο μοιάζει να είναι το έσχατο καταφύγιο των Ελλήνων Ρωμαίων σε μια υπό κατάρρευσιν αυτοκρατορία. Άλλωστε, ο μεγάλος διχασμός κι εν τέλει η επιλογή ανάμεσα στην «τιάρα και το σαρίκι» αυτό επισημαίνουν, τη μελλοντική σωτηρία των Ελλήνων μέσα από την ‘’ουρανόσταλτη’’ υποταγή στους Οθωμανούς.

Έτσι στον 15ο αιώνα όλη αυτή η κίνηση ανακόπτεται από την τουρκική κατάκτηση του ελληνικού χώρου η οποία ολοκληρώνεται στις αρχές του 18ου αιώνα. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα γεγονότα που κάνουν την εμφάνισή τους ανταποκρίνονται στις ιδεολογικές τάσεις του ελληνισμού. Οι συχνές εξεγέρσεις, η συστράτευση Ελλήνων με δυτικές δυνάμεις εναντίον της τουρκικής επέκτασης που φτάνουν μέχρι και τη ναυμαχία του Ναυαρίνο στα 1571, η παράλληλη ανάπτυξη ενός αντάρτικου χώρου, το διανοούμενο στοιχείο που αυτοεξορίζεται συμβάλλοντας στην Ιταλική Αναγέννηση και το ίδιο το Πατριαρχείο που αποτελεί κράτος εν κράτει με τη συνάλληλη ανάπτυξη του Φαναριώτικου στοιχείου υποδηλώνουν τη συνέχεια διατήρησης του ελληνικού έθνους από διαφορετικές πλευρές. Όταν δε και μετά τις συνθήκες ειρήνης Κάρλοβιτς και Πασάροβιτς δόθηκε η δυνατότητα στο χριστιανικό στοιχείο το δικαίωμα της εμπορίας με ξένη διαπίστευση σταθεροποιείται η τάση προσαρμογής.

Όμως η Οθωμανική πολιτεία και οικονομία κάθε άλλο παρά ενάρετες ήταν. Οι τακτικές και οι έκτακτες φορολογικές επιβαρύνσεις, ο συνεχής χρηματισμός των τοπικών αρχόντων για κάποιες νόμιμες δραστηριότητες όπως το χτίσιμο μιας εκκλησίας, ενός σχολείου ή για την αποφυγή τιμωριών ή ακόμα για την αναρρίχηση σε κάποια θέση στη διοίκηση κάνουν το χριστιανικό στοιχείο να υποφέρει. Η συσσώρευση πλούτου δια της αρπαγής προορίζεται μόνο για την καταναλωτική ευμάρεια και την αίγλη των τοπικών Οθωμανών αξιωματούχων αλλά και της ελληνικής νομενκλατούρας στην Πύλη ή στις τοπικές κοινωνίες όπου αυτή μπορούσε να υπάρχει. Το κυρίαρχο στοιχείο στη Βαλκανική, το μουσουλμανικό-τουρκικό, βρίσκεται κυρίως στην κορυφή της διοικητικής, στρατιωτικής και φοροεισπρακτικής γραφειοκρατίας που παρασιτεί από την εργασία και την παραγωγή των ραγιάδων. Η διείσδυση της Δύσης μέσω διπλωματικών εκπροσώπων και των συν αυτώ οικονομικών αντιπροσώπων αναβαθμίζουν την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα ενώ οι διομολογήσεις μετατρέπουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε οικονομικό προτεκτοράτο της Δύσης. Έτσι η τάξη των εμπόρων-βιοτεχνών βαθμιαία καθίσταται ένα ανταγωνιστικός αρωγός για την πνευματική ανάπτυξη δίπλα στις εκπαιδευτικές δομές του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών. Από την άλλη η έλλειψη ελέγχου στην ύπαιθρο δίνει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ένα άλλο στοιχείο, που τυπικά χρησιμοποιεί η οθωμανική εξουσία για την ευταξία στα ορεινά περάσματα, οι αρματολοί, οι οποίοι μεταπηδούν στις τάξεις των κλεφτών, μιας άλλης κοινωνικής ομάδας που στα ορεινά αντιστέκεται σθεναρά στους τούρκους δυναμώνοντας την παράδοση ανταρσίας.

Η Ρωσία είναι ξένος παράγοντας αλλά χριστιανικός-ορθόδοξος, χωρίς αντιπαραθέσεις από το παρελθόν που αποβλέπει στην κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το όνειρο των Ρώσων αυτοκρατόρων που συνεργάζονται με τους Έλληνες εφοπλιστές, τους εμπόρους, τους βιοτέχνες αλλά και τους ‘Έλληνες της διασποράς στη Ρωσία είναι η αναδημιουργία μιας Μεγάλης Αυτοκρατορίας χριστιανικής στα Βαλκάνια. Οι δυο αυτόνομες περιοχές, της Μολδαβίας και της Βλαχίας, όταν ξεκινούν να διοικούνται από τους Φαναριώτες αποτελούν το έδαφος για την περεταίρω διείσδυση της ρωσικής πολιτικής. Πράκτορες Ρώσοι γυροφέρνουν την περιοχή και παρακινούν οπλαρχηγούς που ξεσηκώνονται στα Ορλωφικά το 1769-1770. Παρ’ όλη την αποτυχημένη και βιαστική κίνηση, κίνηση που θα μοιάζει με μελλοντικές αποτυχημένες κινήσεις μετά το ’21 και η οποία οδηγεί σε μια απίστευτη καταστροφή από τις τουρκαλβανικές συμμορίες ήταν αυτή που οδήγησε στη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή για την ανάπτυξη του ελληνικού στόλου με την προστασία της ρωσικής σημαίας αλλά και της δυνατότητας απολογισμού μετά την ειρήνευση και την σχετική ηρεμία που επικράτησε.

Η περίοδος από το 1770 μέχρι και το 1821 είναι μια 50ετία δημιουργική για τον ελληνισμό. Η ανάπτυξη του ναυπηγικού-εφοπλιστικού κλάδου και της ναυτοσύνης, η έκρηξη παραγωγικότητας και συνεργατισμού στις ορεινές περιοχές, η ανάπτυξη των γραμμάτων μέσω της σύνδεσης παροικιακού ελληνισμού και ελλαδικού χώρου είναι φαινόμενα που δίνουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τους έλληνες που αναπτύσσονται και δίνουν μια πιο σαφή εικόνα της ύπαρξής τους και της ταυτότητάς τους σε συνθήκες δουλείας. Παράλληλα όλα τα συμπτώματα παρακμής της Αυτοκρατορίας εμφανίζονται σε διάφορες πλευρές: φυγόκεντρες τάσεις εξουσίας, διαφθορά του σώματος των γενιτσάρων, σκληρές φορολογικές επιθέσεις για τον πλουτισμό ενός ληστρικού στρατοδιοικητικού σώματος, φαινόμενα που είναι κυρίαρχα παρά τις προσπάθειες αποτυχημένων μεταρρυθμίσεων όπως αυτές του Σελίμ του Γ΄. Από την άλλη έχουμε τις αυτοδιοικούμενες κοινότητες στα νησιά αλλά και σε διάφορες περιοχές που οργανώνουν τους Έλληνες, τα επανδρωμένα με όπλα πλοία, την τεράστια εμπόλεμη εμπειρία από τον αγγλικό αποκλεισμό της Γαλλίας, την ανάπτυξη του κλεφταρματολικού στοιχείου αλλά και τη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά η οποία λειτούργησε εν τέλει για την τελειοποίηση της ελληνικής στρατιωτικής ικανότητας. Τη ίδια περίοδο αναπτύσσεται με όλο και πολύ σαφήνεια η ιδέα της απελευθέρωσης. Ο Ρήγας με πρόγραμμα αλλά αποτυχημένα και η Φιλική Εταιρία αργότερα με επιτυχία αλλά χωρίς πρόγραμμα, διατυπώνουν εναργώς το ζήτημα της απελευθέρωσης ενώ οι έλληνες της διασποράς κινητοποιούν τους φιλέλληνες οι οποίοι προσπαθούν να αποσπάσουν την υποστήριξη των χωρών τους για την απελευθέρωση των χριστιανών από τα δεσμά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όλες αυτές οι εξελίξεις, δίπλα στις χωριστές εθνογενέσεις στα Βαλκάνια και υπό την επίβλεψη των Ρωσοαγγλογάλλων όπως θα έλεγε για τις συμπρωταγωνίστριες και συνάμα ανταγωνιστικές Μεγάλες Δυνάμεις ο ανώνυμος ποιητής, συνιστούν εν τέλει την πλήρη ρήξη με την Αυτοκρατορία το 1821.

Από την ελληνική αναγέννηση μέχρι και την οθωμανική κατάκτηση

Δίπλα στις χωριστικές τάσεις που ανέπτυξαν οι γαιοκτήμονες, οι αποκαλούμενοι «δυνατοί», δίπλα στην στρατιωτική αριστοκρατία, χωριστικές τάσεις ανέπτυξαν και οι βιοτέχνες και έμποροι οι οποίοι ξεκίνησαν γύρω στον 11ο αιώνα να έχουν μια διακριτή παρουσία στην αυτοκρατορία συγκρουόμενοι με τους γενοβέζους και τους βενετούς εμπόρους που είχαν αποκτήσει ήδη προνόμια από το λεγόμενο «κομέρκιον», μια διομολόγηση της εποχής. Η ίδρυση, από την άλλη, των βαλκανικών κρατών (Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ούγγροι) αλλά και στην ανατολή οι Αρμένιοι που διεκδικούσαν την ανεξαρτησία τους, ξεπερνούν την πολυεθνική συνθήκη της αυτοκρατορίας η οποία μετά την απώλεια των ανατολικών και δυτικών κτήσεων απέκτησε ελληνικό χαρακτήρα όντας περιορισμένη σχεδόν στην ιστορική της χερσόνησο. Αυτές οι εξελίξεις, και ειδικά μετά την άλωση του 1204, έφεραν πολύ κοντά τον επίσημο κόσμο της αυτοκρατορίας με τη λαϊκή παράδοση η οποία δεν είχε σταματήσει να υπάρχει και ιδιαίτερα στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας. Η επιστροφή στην αρχαιότητα παρά τις μεγάλες θεολογικές διχοτομήσεις της ησυχαστικής έριδας νομιμοποίησε το ελληνικό στοιχείο που μέχρι τότε ήταν περιθωριοποιημένο ως ειδωλολατρικό, χρήσιμο πάντα, μόνο ως θύραθεν-έξωθεν παιδεία. Η Αυτοκρατορία, αν εξαιρεθούν η αυτοκρατορία της Νίκαιας που είχε αρχίσει να λέγεται ελληνική, το δεσποτάτο της Ηπείρου και αυτό του Μιστρά, ήταν κατεχόμενη από τους Γενοβέζους, τους Βενετούς και τους Ιωαννίτες και η Μικρά Ασία σχεδόν στα χέρια των Σελτζούκων κι αργότερα των επιγόνων τους Οθωμανών. Αντίθετα όμως από αυτήν την εξέλιξη μια νέα πολιτισμική ανάπτυξη δημιούργησε εμβρυώδεις μορφές αυτοδιοίκησης και ενός κοινοτισμού με μια ελληνική ιδεολογία για ένα εθνικό κράτος. Η μορφή του νεοπλατωνιστή Πλήθωνα του Γεμιστού που εξέφρασε όσο κανείς άλλος αυτόν τον πνευματικό μετασχηματισμό ο οποίος πρέσβευε ένα νέο εθνικό κράτος με μια μεσαία τάξη παραγωγών που θα αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του, ήδη βρέθηκε στη δίνη γύρω από το ζήτημα της ένωσης των Εκκλησιών, ένα ζήτημα που δίχασε τον, πλέον, ελληνικό κόσμο ο οποίος βρέθηκε σε μια στρατιωτική και πολιτική αδυναμία να αντιμετωπίσει την οθωμανική επέλαση. Ο μοιρολατρικός κόσμος του ησυχασμού απέναντι στην καθοριστική θέση της θύραθεν παιδείας για τους οπαδούς του αντι-ησυχασμού που πέρασαν με την πλευρά της Καθολικής Εκκλησίας κατέστη συγκολλητική ουσία του απολογητισμού του Πατριαρχείου αλλά και η επιτομή της αποκοπής του ελληνικού κόσμου από τη Δύση.

Είτε ενάντια στη φραγκοκρατία είτε ενάντια στην Τουρκοκρατία οι έλληνες αντιστάθηκαν: στην Κρήτη και στα Επτάνησα οι κοινωνικές εξεγέρσεις αποκτούν εθνικό χαρακτήρα ενώ οι Βενετοί λίγο πιο διπλωμάτες αποκλείοντας την Ιερά Εξέταση συνέπλευσαν με τους ντόπιους άρχοντες σε σημείο που να μην ξεχωρίζουν ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα. Οι τουρκοβενετικοί πόλεμοι του 1463-1502 καθώς και οι άλλες εκστρατείες από την πλευρά του Πάπα, της Ισπανίας ή της Νεάπολης που κρατούν από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα ξεσηκώνουν ένα σημαντικό μέρος των Ελλήνων. Οι βυζαντινοί άρχοντες, οι ανθρωπιστές-ουμανιστές όπως τους ονόμαζαν στη Δύση, οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας, οι αρχηγοί στρατιωτικών δυνάμεων στην υπηρεσία της Δύσης από περιοχές που δεν έχουν ακόμα κατακτηθεί αποτελούν τις ιθύνουσες δυνάμεις ή οργανώσεις των ελλήνων που σε συνεργασία ή και αντίθεση με τη Δύση ξεσηκώνουν ολόκληρες περιοχές. Η Χιμάρα, η Ρόδος, η Πελοπόννησος, η Βλαχία, η Θεσσαλία, η Ήπειρος όλο αυτό το χρονικό διάστημα βρίσκονται σε αναβρασμό. Εξεγέρσεις που καταστέλλονται, ορισμένες φορές κάτω από την παρελκυστική πολιτική της Βενετίας, αφήνουν πίσω τους γεγονότα με δημοτικούς θρήνους για όσα χάθηκαν. Η ολοκλήρωση της κατάκτησης στο τέλος του 17ου αιώνα με τη συμφωνία Κάρλοβιτς και Πασάροβιτς στις αρχές του 18ου, δημιουργεί μια νέα ισορροπία στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Οι έλληνες ξεκινάνε σε συνθήκες δουλείας να οργανώνουν τη ζωή τους. Η οργάνωση αυτή πραγματοποιείται από διάφορα κέντρα που είναι ουσιαστικά τα υγιή απομεινάρια της προηγούμενης κατάστασης, κέντρα που μετατοπίζονται σε όλο και πιο ορεινές περιοχές.

Κι ενώ από τον 16ο αιώνα η Ιταλική Αναγέννηση πραγματοποιεί προόδους σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής, ενώ η τεχνολογία στη Δύση οδεύει προς τη βιομηχανική επανάσταση, η Ελληνική Αναγέννηση διακόπτεται βιαίως. Όλη η πνευματική παραγωγή από τον 11ο αιώνα η οποία επανάφερε τους αρχαίους στο προσκήνιο, η αισθητική και η τέχνη που απομυστικοποιείται και αναδεικνύει τον άνθρωπο στο επίκεντρο αλλά και η προσέγγιση της ελληνικής συνείδησης δείχνουν να τερματίζονται στις υποδουλωμένες ελληνικές χώρες. Η ελληνική αναγέννηση επιβιώνει και μεγαλουργεί στις Βενετοκρατούμενες περιοχές στις οποίες πραγματοποιούνται συνθέσεις με τη Δύση (Κρήτη) που κι αυτές με τη σειρά τους υποδουλώνονται. Μόνο τα Επτάνησα μένουν ‘’ελληνικά’’ υπό Βενετική κατοχή.

Από την κατάκτηση μέχρι και το 1821

Το Πατριαρχείο από το 1453 είναι η εθναρχία, ο κληρονόμος του ιστορικού Βυζαντίου, η συνέχεια του ελληνισμού και ταυτοχρόνως η ηγεσία της απανταχού ορθοδοξίας. Πρόκειται για ένα τρίπτυχο αντιφάσεων που θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη συνέχεια. Οι Φαναριώτες, πλούσιες οικογένειες της κατεχόμενης Πόλης που προσκολλώνται στο Πατριαρχείο αναλαμβάνοντας το εμπόριο με τη Γένοβα και τη Βενετία, γίνονται εκμισθωτές φόρων, προμηθευτές της Πύλης και έχουν σχέσεις με τις Παραδουνάβιες χώρες. Στη συνέχεια αποκτούν το αξίωμα του δραγουμάνου του στόλου και της Πύλης, την εκπροσωπούν στις ειρηνευτικές συμφωνίες με τη Δύση και από τις αρχές του 18ου αιώνα γίνονται οι ηγεμόνες στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Οι έλληνες έμποροι ειδικά μετά τις συμφωνίες που επιφέρουν μια σχετική ισορροπία στην Ευρώπη αποκτούν δικαιώματα με ξένα διαβατήρια και διεισδύουν στο εμπόριο της Βαλκανικής όντας εταίροι μεγαλεμπόρων της Δύσης. Πρώτες ύλες όπως βαμβάκι, μαλλί, δέρμα, σιτηρά εξάγονται πλουτίζοντας αυτήν την τάξη και αναπτύσσοντας την ντόπια παραγωγή η οποία ως επί το πλείστον βρίσκεται στα χέρια της τουρκικής στρατιωτικής και διοικητικής αριστοκρατίας. Οι διομολογήσεις που επιβάλουν οι δυτικοί έμποροι στην Οθωμανική αυτοκρατορία την μετατρέπουν σε ένα προτεκτοράτο της Δύσης. Από τον 17ο αιώνα εμπορικοί οίκοι στη Θεσσαλονίκη, στο Δυρράχιο, στη Ραγούζα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Μαύρη Θάλασσα δίνουν το προβάδισμα στους έλληνες εμπόρους της διασποράς. Τέλος προεστοί, οι τοπικοί αγιάννηδες, είναι οι κληρονόμοι μιας γεροντοκρατίας που όμως σε συνθήκες δουλείας αποτελούν την αποκλειστική δυνατότητα των υπόδουλων ελλήνων να οργανωθούν στις τοπικές κοινότητες. Οι κοτζαμπάσηδες, με άλλα λόγια, είναι οι εκμισθωτές φόρων και έχουν σε ένα βαθμό στα χέρια τους το αστικό δίκαιο. Η κατάσταση όμως είναι σύνθετη γύρω από το ζήτημα της οργάνωσης των Ελλήνων αφού υπάρχουν προνομιακές περιοχές οι οποίες διατηρούν αυτοτέλεια όπως τα Αμπελάκια, η Χίος και τα Μαδεμοχώρια αλλά και η Αθήνα, η Ρόδος, τα Ιωάννινα, η Χιμάρα, το Σούλι, τα Σφακιά και η Μάνη. Οι αρματολοί τέλος είναι αυτοί που μπορούν ως οπλισμένες νόμιμα ομάδες να τηρούν την τάξη και την ασφάλεια στην ύπαιθρο όπου συνεργαζόμενες πολλές φορές με τους αντάρτες των βουνών, τους κλέφτες, αλλάζουν ρόλους και μεταπηδούν από τη μια ομάδα στην άλλη και ιδιαίτερα μετά τα Ορλωφικά. Το ανυπότακτο αυτό στοιχείο είναι και η βασική αναφορά μιας ζωντανής αντίστασης σε έναν κατακτητή αλλόδοξο και αλλόγλωσσο. Έτσι η λαϊκή δημοτική παράδοση που συνεχίζει με το κλέφτικο τραγούδι το έπος των Ακριτών, δίπλα στους λόγιους που συνεχίζουν τις προσπάθειες τους στη Δύση μαζί με το Πατριαρχείο αποτελούν τους πυλώνες όπου αναπτύσσεται η ελληνική ταυτότητα. Λίγο πιο αναλυτικά:

Το Πατριαρχείο με απολογητικά και πολεμικά έργα καταδικάζει τον ανθρωπισμό αλλά ασκεί όλη του την επιρροή στην Πύλη και βάζει και φρένο στον εξισλαμισμό και στο παιδομάζωμα που αποτελεί τεράστια πληγή για τους υπόδουλους. Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Σεραφείμ Τρίκκης ή ο Διονύσιος Φιλόσοφος (Σκυλόσοφος αποκλήθηκε από τους διώκτες του) ηγούνται σε εξεγέρσεις. Η Μεγάλη του Γένους Σχολή επεκτείνεται από τον Κύριλλο Λούκαρη σε πολλές εκπαιδευτικές δομές που συνεργάζονται με προτεστάντες, ανταγωνιστές των καθολικών ταγμάτων. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας αναγνωρίζει το αυτοκέφαλο της ρωσικής Εκκλησίας και έτσι ανοίγονται νέες αγορές με στη Μαύρη Θάλασσα και στα εδάφη της Ρωσίας. Πολλοί έλληνες λόγιοι πολλοί γίνονται καθηγητές πανεπιστημίων, ιδρύουν σχολές μαζί με δυτικούς ομολόγους τους και συνεργάζονται με τους λόγιους της Δύσης και της Ιταλικής Αναγέννησης. Πολλά έργα της αρχαιότητας αλλά και το ευαγγέλιο μεταφράζονται στη δημώδη γλώσσα. Η λαϊκή παράδοση, το δημοτικό τραγούδι και η λογοτεχνία εξυψώνονται δίπλα σε θλιβερά γεγονότα της κατάκτησης και ιδιαίτερα της άλωσης της Πόλης. Πολλοί νεομάρτυρες χριστιανοί είναι παράλληλα και εθνικοί ήρωες. Περισσότερο από ποτέ η ορθόδοξη ταυτότητα γίνεται στοιχείο εθνικής ενοποίησης μέσα σε συνθήκες δουλείας. Η ανανέωση της λαϊκής παράδοσης με στοιχεία δυτικά ευνοούν νέες συνοχές και συνθέσεις μέσα στη Φραγκοκρατία. Αυτό κυρίως δοκιμάζεται στην Κρήτη όπου απογειώνεται η νέα σχολή αγιογραφίας, ζωγραφικής και λογοτεχνίας.

Η άνοδος του εμπορίου των Αγγλογάλλων που εμφανίζονται ως νέες ηγεμονικές δυνάμεις εγκαινιάζουν το εμπόριο στα Βαλκάνια. Οι έλληνες έμποροι συνεργάζονται και επεκτείνονται στη ΝΑ Μεσόγειο, στη Μικρασία και στη Μαύρη Θάλασσα. Μοναδικοί ανταγωνιστές τους είναι οι εβραίοι της Σαλονίκης και οι αρμένιοι της Μικρασίας. Οι νέες παροικίες εμπόρων και τραπεζιτών δεν είναι μόνο από πρόσφυγες πια αλλά και από εμπόρους που έρχονται να εγκατασταθούν για λόγους οικονομικούς και πολιτιστικούς. Μέσω των διομολογήσεων οι έλληνες έμποροι προστατεύονται από τη Δύση και αποτελούν τους εγχώριους συνεργάτες της. Αργότερα με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή οι έλληνες εφοπλιστές που έμπαιναν σφήνα στον Αγγλογαλλικό ανταγωνισμό κυκλοφορούν ελεύθερα με τη ρωσική σημαία. Η αύξηση του εμπορίου σηματοδοτεί και την αύξηση της παραγωγής αφού επενδύονται κεφάλαια σε αυτήν μέσω προσόδων και εισπράξεων και επωφελούνται οι μεγαλοκτηματίες, ενώ ταυτόχρονα η οικοτεχνία μετατρέπεται σε βιοτεχνική παράγωγή με συνεργασία κεφαλαίου και εργασίας (Μαδεμοχώρια,, Αμπελάκια, Μοσχόπολη, κλπ).

Μετά την ολοκλήρωσης της κατάκτησης, μια διαρκής μορφοποίηση του ελληνικού στοιχείου, της ελληνικής ταυτότητας είναι γεγονός μέσω των βασικών δομών οργάνωσής του ελληνισμού: Το Πατριαρχείο το οποίο το 1766 καταργεί το αυτοκέφαλο των εκκλησιών Ιππεκίου και Αχρίδας ασκώντας ένα είδος επεκτατικής πολιτικής στα Βαλκάνια και ενισχύοντας τον ελληνικό εθνικισμό. Οι Φαναριώτες από το 1716 είναι ηγεμόνες στις Παραδουνάβειες ηγεμονίες εκτοπίζοντας τους Βογιάρους φεουδάρχες, επιτείνοντας το δράμα των Ρουμάνων χωρικών.

Συντεχνίες στην Πόλη παίρνουν πλέον μέρος στο συμβούλιο του Πατριαρχείου ενώ παράλληλα συμβαίνουν κι άλλα: Ομοσπονδίες χωριών-αυτοδιοίκηση στην Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες (στα νησιά εφοπλιστές και στα χωριά οι πρόκριτοι.) Έχουμε τους στρατιωτικούς αρχηγούς των αρματολών που εναλλάσσονται στις τάξεις των κλεφτών. Έτσι μια ανάμικτη ιθύνουσα τάξη σχηματίζεται από τον 18ο ως το 19ο αιώνα.

Ωστόσο οι διαφορετικές τάσεις στην εθνική ιδεολογία αποκτούν διαστάσεις σύγκρουσης. Το φιλελεύθερο προοδευτικό στοιχείο που βρίσκεται κυρίως στις παροικίες και στους εμπορικούς οίκους στο εξωτερικό και στα πανεπιστήμια, εισάγει τις θετικές επιστήμες. Οι ανθρωπιστές εισάγουν τον ουμανισμό της Δύσης, αυτόν που διασταυρώθηκε με την ελληνική αναγέννηση της οποίας είναι κληρονόμοι, που ξεκινάει να αναιρεί την ίδια τη Θεολογία και φέρνει στο κέντρο της ζωής τον άνθρωπο. Αυτές οι τάσεις συγκρούονται με το Πατριαρχείο όπως και με τις τάσεις προσπαθειών για πεφωτισμένη δεσποτεία εκ μέρους των Φαναριωτών στη Μολδοβλαχία που επιδιώκουν να προσεγγίσουν νέα πρότυπα από μεταρρυθμίσεις για μια «πεφωτισμένη δεσποτεία». Οι αναθεματισμοί του Πατριαρχείου για έλληνες λόγιους όπως του Ανθρακίτη, του Καταρτζή και του Μοισιόδακα είναι χαρακτηριστικοί για το πώς αντιλαμβάνεται την πνευματική ανάπτυξη η Εκκλησία. Ακόμα και αργότερα η προσπάθεια του Κοραή για μια ανάμικτη γλώσσα, ένα είδος καθαρεύουσας αποτυγχάνει. Έτσι παράλληλες τάσεις θα δημιουργήσουν παράλληλες αναπτύξεις πνευματικές για την ιδέα του έθνους που αργότερα μοιραία θα έλθουν σε σύγκρουση.

Οι Έλληνες διασκορπισμένοι ή σε συμπαγείς πληθυσμούς αλλού, θα έχουν την ευκαιρία να μετατραπούν σε μια διαβαλκανική τάξη εμπόρων της Αυτοκρατορίας δίνοντας και το πρότυπο σε άλλους λαούς και παρασύροντάς τους στην οικονομική άνοδο πολλές φορές αντιδρώντας στην πολιτική των Φαναριωτών. Οι έλληνες γίνονται γνωστοί ως ο απαραίτητος κρίκος των ευρωπαϊκών ιδεών με τους άλλους λαούς συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της εθνικής τους συνείδησης.

Έτσι και μέχρι το 1821 υπήρξε μια αξιοθαύμαστη αλληλεγγύη μεταξύ των χριστιανικών λαών η οποία αποτυπώθηκε στο Θούριο του Ρήγα Βελεστινλή. Σημαντικό γεγονός που έχει ένα αποφασιστικό χαρακτήρα για την εξέγερση των Ελλήνων είναι οι προσπάθειες της Ρωσίας για την επέκταση κι επιρροή της στα Βαλκάνια και τη θαλάσσια έξοδο στη Μεσόγειο χρησιμοποιώντας τη Βυζαντινή Ιστορία. Από την άλλη, η εσωτερική ανομία, η συσσώρευση πλούτου μέσω λεηλασίας των ραγιάδων, οι φυγόκεντρες τάσεις πασάδων όπως του Αλή ή του Πασβανόγλου έδειχναν την αποσύνθεση της αυτοκρατορίας. Οι ελληνικές εξεγέρσεις υπό την επιρροή της Ρωσίας είναι μαζικές όπως αυτή των Ορλωφικών, η συνεχής δραστηριότητα του Λάμπρου Κατσώνη ή των Σουλιωτών και προαναγγέλλουν μια γενικότερη εξέγερση. Έτσι οι ιθύνουσες ομάδες γύρω από τις οποίες συγκροτείται ο ελληνισμός ξεκινούν να δίνουν όλο και πιο σαφή χαρακτηριστικά στους σκοπούς τους. Οι τάσεις διαφαίνονται στον Α΄ και Β΄ Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792). Στον πρώτο πόλεμο οι πρόκριτοι και οι ιερείς δίνουν το προβάδισμα σε μια φεουδαρχική Ρωσία που τους μοιάζει πολύ στις ιδέες και στο δεύτερο οι αστοί και οι έμποροι ωθούν προς τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Έτσι στο χορό μπαίνει η Γαλλία η οποία στη Ναπολεόντεια εκδοχή της παρουσιάζει μια Ελλάδα ανεξάρτητη υπό την προστασία της. Η Γαλλία και ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Κάμποφόρμιο βρίσκεται σε άνθηση ιδεών και επεκτάσεων. Η γαλλική κατοχή των Επτανήσων είναι μια αρχή για τους Γάλλους όσον αφορά μια σοβαρή επιρροή της στους Έλληνες αλλά και για τους τελευταίους είναι η ωρίμανση μιας φιλελεύθερης προοπτικής απελευθέρωσης. Αποτελεσματικά λειτούργησε στην πρόσδεση του Ρήγα στη Γαλλική Επανάσταση αλλά και στην αγροτική-εθνική εξέγερση του Ευθυμίου Βλαχάβα. Ο Ρήγας συλλαμβάνει την ιδέα της απελευθέρωσης των Βαλκανικών λαών και των τούρκων συνάμα, διατηρώντας σχέσεις με οργανώσεις στην Ελλάδα και στη διασπορά έχοντας κι ο ίδιος σχέσεις με το Γαλλικό Διευθυντήριο.

Έτσι η πάλη μεταξύ του προοδευτικού-φιλελεύθερου στοιχείου με τη συντηρητική παράταξη του Πατριαρχείου-Φαναριώτων γίνεται ακόμα πιο σαφής. Οι πρώτες ταξικές, πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις ξεκινούν. Δημοκρατικά κόμματα στη Σάμο, στην Κοζάνη και στην Κέα, διεξαγωγή πάλης μεταξύ μαστόρων και καλφάδων στα Αμπελάκια, πάλη μεταξύ συντεχνιών και μεγαλεμπόρων όπου συμβαίνει η παραγωγή να ανθίζει. Στα 1815 η Επτάνησος Πολιτεία περνά στα χέρια των Άγγλων όπου για 30 χρόνια συνεχείς εξεγέρσεις αποκτούν εθνικό χαρακτήρα. Το εθνικό κίνημα αποκτά ταξικούς εχθρούς που βλέπουν με άλλα μάτια την απελευθέρωση από τους Τούρκους: είναι το Πατριαρχείο, οι Φαναριώτες και οι κοτζαμπάσηδες. Αντίθετα με αυτούς ιδρύονται εταιρίες μυστικές στο πρότυπο του τεκτονισμού («Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», «Φιλόμουσος Εταιρία») για την πολιτισμική ανάπτυξη του Ελληνισμού. Σημαντικός σταθμός είναι η ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας στην Οδησσό το 1814. Η Φιλική Εταιρία συνεχίζοντας το έργο και την προσπάθεια του Ρήγα, χωρίς πολιτικό πρόγραμμα προσεταιρίστηκε όλες τις κοινωνικές ομάδες για τον ίδιο εθνικό σκοπό αν και η κάθε ομάδα λειτουργεί για λογαριασμό των ιδιαίτερων στόχων της. Ιδιαίτερος είναι ο ρόλος των ιθυνουσών ομάδων που κωλυσιεργούσαν στο όνομα της απαραίτητης βοήθειας από μια μεγάλη δύναμη. Η ηγεσία όταν βρέθηκε στα χέρια του Υψηλάντη ξέσπασε συμπτωματικά η επανάσταση των πασάδων της Ασίας, η εξέγερση του Αλή, οι εξεγέρσεις στην Ιταλία και στην Ισπανία με αποτέλεσμα να ξεπεραστούν οι όποιοι δισταγμοί. Ο Ελληνικός πληθυσμός ξεπερνούσε τα 3.000.000, οι τραπεζίτες και οι εφοπλιστές θα μπορούσαν να διαθέσουν κεφάλαια για τον αγώνα, τα πλοία ήταν πλήρως επανδρωμένα και εξοπλισμένα, οι κλέφτες και οι αρματολοί ήταν ετοιμοπόλεμοι και άλλοι πλήρως εκπαιδευμένοι στην αυλή του Αλή Πασά και από τον τουρκικό στόλο είχαν αποχωρήσει οι έλληνες γαλιοντζήδες, μαριόληδες, κολαούζοι, λεβέντες, κιουρεκτσήδες, μαρινάροι, γαμπιέρηδες και γεντεκλήδες.

Από το 1821 μέχρι και την ίδρυση του ελληνικού κράτους

Κι ενώ ξεκίνησε η Επανάσταση με πολλές στρατιωτικές επιτυχίες, εν τούτοις φάνηκε να επικρατεί μόνο στην Πελοπόννησο, στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά της όπως και στις Κυκλάδες. Οι έριδες μεταξύ των ιθυνουσών ομάδων για την αρχηγία της επανάστασης και κατόπιν επί της ελληνικής επικράτειας μετατράπηκαν μετά από δυο χρόνια σε εμφύλιο πόλεμο. Στην εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου οι πρόκριτοι σχημάτισαν τοπική κυβέρνηση απομακρύνοντας το λαϊκό στοιχείο. Αργότερα μια συμμαχία προκρίτων στην εθνοσυνέλευση του Άστρους ανάγκασε τους «στρατιωτικούς» οι οποίοι ήταν αγαπητοί στα λαϊκά στρώματα να απομακρυνθούν και ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος του 1823-24 με αφάνταστες συνέπειες. Στην αρχή ο Κουντουριώτης απ’ την πλευρά των νησιωτών κι Μαυροκορδάτος από την πλευρά των Φαναριωτών επικράτησαν. Έτσι με τακτικά στρατεύματα ο Ιμπραήμ, γιος του Μοχάμεντ Αλή της Αιγύπτου, κατέπνιξαν την επανάσταση στην Κρήτη και μπήκαν στην Πελοπόννησο στο χρονικό διάστημα 1825-27. Οι εκλεγμένες κυβερνήσεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την απειλή διότι είχαν εμπιστευτεί εξολοκλήρου τις ελπίδες τους στις ξένες δυνάμεις και ο ελληνικός κόσμος ήταν διχασμένος. Η έξοδος του Μεσολογγίου και η κατάληψη της Ακρόπολης των Αθηνών αναζωπύρωσαν τον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό και ο Καραϊσκάκης, ο Μιαούλης και ο Σαχτούρης συνέχιζαν και πολεμάνε. Αποφασιστικής σημασίας ήταν και η συμμετοχή του Κολοκοτρώνη που αποφυλακίστηκε εσπευσμένα, ύστερα από την έκφραση της λαϊκής οργής για να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ. Έτσι η Γαλλία-Αγγλία-Ρωσία σε ένα άδηλο για αυτές μέλλον για τα συμφέροντά τους στην περιοχή, μετά την ελληνική αυτή ανάκαμψη υποχρεώθηκαν για το μέλλον της Ελλάδας σε ένα διακανονισμό. Μια σταθεροποιημένη οικονομική αποικία στο έδαφος της Αυτοκρατορίας καθώς και ένα εξαρτημένο κράτος υπό την κηδεμονία τους θα ήταν μια χρήσιμη εξέλιξη στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς για την κυριαρχία στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης και Κεντρικής Ανατολής.

Στο φόντο της εξέγερσης στη Νότια Αμερική στις ισπανικές κτήσεις και της αντιβουρβωνικής εξέγερσης της Ισπανίας, της επανάστασης του Πεδεμοντίου και της Νεάπολης, η Ιερά Συμμαχία άρχισε να κλονίζεται. Η Αυστρία και η Αγγλία έβλεπαν με κακό μάτι την εξάπλωση της Ρωσίας στα Βαλκάνια και στον Εύξεινο Πόντο. Έτσι και οι τρεις δυνάμεις που κυριάρχησαν στην μετεπαναστατική Ελλάδα, Αγγλία-Γαλλία-Ρωσία αποφάσισαν να τεθεί η Ελλάδα ως αυτόνομη υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Όταν η Πύλη δεν το δέχτηκε το ζήτημα το έλυσε η ναυμαχία στο Ναυαρίνο στα 1927 όπου καταστράφηκε ολοσχερώς ο Οθωμανικός στόλος. Όμως, όταν η Ρωσία σε μια προσπάθεια να υπερκεράσει τις άλλες δυνάμεις κήρυξε τον πόλεμο στην Αυτοκρατορία 1828-29 επιτυχώς και ανάγκασε τον Πύλη να αποδεχτεί τη συνθήκη της Ανδριανούπολης το 1829 και να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδας, η Αγγλία μονομερώς διακήρυξε στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδας με κληρονομική μοναρχία. Αυτή διελκυστίνδα θα διαρκέσει για πάρα πολλά χρόνια μέχρι τον οριστικό προσανατολισμό της Ρωσίας στον πανσλαβισμό και της πρόσδεσης της ελληνικής πολιτικής στη γραμμή της Αγγλίας περίπου στα μέσα του ίδιου αιώνα.

Η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας σε ένα πλαίσιο που οι Έλληνες είχαν αηδιάσει με τις εμφύλιες συγκρούσεις εξέλεξε τον Καποδίστρια ως ηγέτη, ένα πρόσωπο ανιδιοτελές και με διεθνή ακτινοβολία. Ο ίδιος, παρ’ όλη την πατριωτική του διαδρομή από τη Ρωσία μέχρι και τη διοίκηση της Επτανήσου Πολιτείας, παρ’ όλες τις αληθείς προθέσεις του να λύσει τα προβλήματα δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει λαϊκά αιτήματα όπως αυτό του αναδασμού και της ανάπτυξης της αγροτιάς. Η εξωτερική του πολιτική ήταν φιλορωσική κι αυτό είχε αντίκτυπο στην Αγγλία που χρησιμοποίησε εντέχνως την αντιπολίτευση που τον επέκρινε για τις –όντως- απολυταρχικές του μεθόδους στη διακυβέρνηση. Η προσπάθειά του να θέσει τέλος στις φυγόκεντρες τοπικές δυνάμεις που διασπούσαν την ενότητα του κρατιδίου και διεκδικούσαν πρωτεία για τις περιοχές τους (Μάνη, Ύδρα κλπ.) καθώς και ιδιαίτερα προνόμια για τις τοπικές ελίτ, είχε σαν αποτέλεσμα τη δολοφονία του από μέλη μιας ισχυρής οικογένειας της Μάνης των Μαυρομιχαλαίων που αισθάνθηκε αδικημένη από την πολιτική του. Μετά από μια μικρή περίοδο χάους η χώρα οδηγήθηκε από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις στη λύση του Όθωνα, ανήλικου πρίγκιπα της Βαυαρίας και το 1932 αναγνωρίστηκε επίσημα από την Πύλη. Έτσι μια φιλελεύθερη, λαϊκή επανάσταση χωρίς πολιτικό πρόγραμμα κατέληξε στην ελέω Θεού μοναρχία με την επικράτεια να είναι στη γραμμή Άρτας-Βόλου.

Από τον Όθωνα μέχρι και την έξωσή του

Το αυστηρά συγκεντρωτικό σύστημα με την αντιβασιλεία των Άρμανσμπερκ εμπεδώθηκε στη χώρα. Με ένα πνεύμα στρατιωτικής κατοχής στην Ελλάδα εξαπλώθηκε αφού χιλιάδες Βαυαροί με καλό μισθό, που εξαντλούσε τα χρήματα του δανείου από την Αγγλία, κυριαρχούσαν κατασταλτικά στην καθημερινότητα ενώ χιλιάδες αγωνιστές που προέρχονταν από τα Οθωμανικά εδάφη έμειναν άνεργοι και ανέστιοι. Οι δυο φόροι της δεκάτης και της επικαρπίας όξυναν το πρόβλημα της φτώχειας στις αγροτικές μάζες και οι υπέρογκοι τελωνιακοί δασμοί 10% στις εξαγωγές και 6% στις εισαγωγές καθήλωσαν την επιχειρηματική δραστηριότητα που γινόταν ακόμα χειρότερη από τους εκμισθωτές φόρων που ανέβαζαν τις οικονομικές υποχρεώσεις. Το 1/3 από τα 60.000.000 φράγκα του δανείου εξαντλήθηκαν στη γραφειοκρατία, στους μισθούς των Βαυαρών στρατιωτών και στις πολυτελείς ανάγκες των Ανακτόρων και της Αυλής τους. Επίσης η κήρυξη του Αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας δημιούργησε πολλές τριβές σε σημείο που να θεωρηθεί ως η επέμβαση ενός αλλόδοξου μονάρχη. Τα τρία κόμματα, το αγγλικό, το γαλλικό και το ρωσικό αντανακλούσαν την πολιτική των αντίστοιχων δυνάμεων διαιρώντας τους Έλληνες και τροφοδοτώντας τους με υποσχέσεις μελλοντικές. Έτσι, συνεχείς διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις ξεσπούν σε όλη της διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα τόσο για τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα όσο και για θεσμικές αλλαγές που πιστευόταν ότι αλλοίωναν την ελληνική ταυτότητα. Από το 60% του πληθυσμού που ήταν αγρότες, το 80% δεν είχε καμιά ιδιοκτησία. Οι τεχνίτες και οι έμποροί διαμαρτυρόντουσαν για τη φορολογία. Όταν ο Όθωνας προσανατολίστηκε προς την Αυστριακή και Ρωσική πολιτική τότε ξεκίνησαν και οι επεμβάσεις από πλευράς Άγγλων.

Τα προγράμματα των τριών κομμάτων, με σχετικές αποκλίσεις, προσανατολίζονταν στη Μεγάλη Ιδέα, ιδέα που προσέκρουε και στις Μεγάλες Ιδέες και των άλλων γειτονικών λαών αλλά και στο δόγμα διατήρησης της Αυτοκρατορίας, τουλάχιστον από πλευράς Αγγλίας. Μυστικές εταιρίες όπως Ο «Φοίνιξ», η «Φιλορθόδοξος Εταιρία» κρατούσαν την κοινή γνώμη σε εγρήγορση για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, περιοχές που εξεγέρθηκαν το 1821 αλλά δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν τον αγώνα. Το γαλλικό κόμμα με την επανόρθωση του Ναπολέοντα ενθάρρυνε τη Μεγάλη Ιδέα στο κόμμα του Κωλέττη, το αγγλικό κόμμα συμφωνούσε αλλά ήταν στο «περίμενε και θα δούμε» αφού αυτός ο συμβιβασμός ήταν ευνοϊκός για το εμπόριο της Αγγλίας με την Αυτοκρατορία. Έτσι η Μεγάλη Ιδέα συντηρούμενη από όλες τις εσωτερικές δυνάμεις έστω και με διαφορετικό προσανατολισμό κατέστη το φάρμακο για την αποκοπή του λαού από τα έντονα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Το ζήτημα της Σάμου και της Κρήτης που επαναστάτησε το 1841 αναθέρμαιναν τα εθνικά ζητήματα μπροστά σε έναν τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο που ξέσπασε εκείνη την περίοδο. Το πάγωμα των πιστώσεων από το 1/3 του δανείου των 60.000.000 φράγκων ήταν ένα άλλο ζήτημα επέμβασης στα εσωτερικά που μαζί με άλλα βοήθησαν να χαθεί η αξιοπιστία του βασιλιά και να ξεσπάσει στρατιωτικό πραξικόπημα με στόχο τη διατύπωση Συντάγματος.

Έτσι, κακήν κακώς, ένα σύνταγμα θεσμοποιήθηκε αναγνωρίζοντας πολλές εξουσίες στο βασιλιά και με ένα κοινοβούλιο σχεδόν ολιγαρχικό. Η προσωπικότητα του Κωλέττη ήταν αυτή που διακρίθηκε αξιοποιώντας την παρουσία της στην Αυλή, προσωπικότητα που όσο δημοκρατική ήταν στην αντιπολίτευση τόσο αυταρχική και δικτατορική φερόταν στην πρωθυπουργία. Ο Κωλέττης διεφθαρμένος μέχρι το μεδούλι χρησιμοποίησε τα χρήματα του δανείου για ιδίαν χρήση και των φίλων του, ευνόησε τις επεμβάσεις του Όθωνα και εκτίναξε στα ύψη της τη Μεγάλη Ιδέα δημαγωγώντας με αυτήν. Η περίπλοκη διεθνής κατάσταση των επαναστάσεων 1848 και των εθνικών κινημάτων στα Βαλκάνια δίχασαν το ιδεολογικό τοπίο μεταξύ φιλελευθερισμού και απολυταρχισμού. Ο παράγοντας Ρωσία που άμεσα κινητοποιούσε τον ελληνικό πληθυσμό και τις μυστικές εταιρίες σε έγερση για τη Μεγάλη Ιδέα συνέπεσε με την σχεδόν πλήρη ανεξαρτητοποίηση της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο για να μπει και η Ελλάδα στο πλευρό της Ρωσίας ενόψει Κριμαϊκού πολέμου (1854-56) όπου 1.000 έλληνες εθελοντές πήγαν στα μέτωπα. Το 1854 η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η Μακεδονία καταπνίγηκαν στο αίμα ενώ φάνηκε από πλευράς Ελλάδας η έλλειψη προετοιμασίας. Ο Αγγλογαλλικός αποκλεισμός στον Πειραιά επιστέγασε αυτήν την πρώτη ήττα. Η ήττα της Ρωσίας στον Κριμαϊκό πόλεμο, πόλεμος που ξεπέρασε τα ‘’εσκαμμένα’’ των Άγγλων για αυτό και παρέμβηκαν, την αποδυνάμωσε στο ελληνικό ζήτημα, την έκανε να στραφεί στον πανσλαβισμό και σαφώς δημιούργησε νέους προσανατολισμούς για την αστική τάξη της Ελλάδας.

Η νέα κατάσταση ευνοούσε το εμπόριο εκεί όπου υπήρξε επέκταση των συμφερόντων της Αγγλίας και Γαλλίας, στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή και στην Αίγυπτο που ήδη είχε τεθεί άμεσα στην επιρροή των Αγγλογάλλων. Οι έλληνες Οθωμανοί είναι οι πιο πλούσιοι στην Τουρκία, κατέχουν ένα μεγάλο μερίδιο στην οικονομική περιουσία της Αυτοκρατορίας και οι μεταρρυθμίσεις που εξασφαλίζουν κάποια σχετική ελευθερία (Τανζιμάτ-Χάτι Χουμαγιούν 1856) τους ενώνουν ακόμα περισσότερο με τους έλληνες του κρατιδίου. Εφοπλιστές, εταίροι των μεγάλων εμπορικών οίκων, τραπεζίτες και ελλαδίτες έμποροι επωφελούνται από τις επενδύσεις. Από το 1856 ως το 1875 παρατηρείται μια πρόοδος. Σημαντικό πολιτικό γεγονός δεν είναι παρά η έξωση του Όθωνα. Μετά την παντελή απαξίωση των τριών κομμάτων που έδειξαν περισσότερο από ποτέ την αδυναμία τους η νεολαία εξεγέρθηκε κατά της δυναστείας του Όθωνα και πρωταγωνίστησε μέχρι και την έξωσή του δίπλα στον ανοργάνωτο λαό. Όμως κι εκείνη τη φαεινή εξεγερτική περίοδο, παρ’ όλες τις προσπάθειες τοπικών επιτροπών και λαϊκών οργανώσεων για μια διαφορετική πολιτική μετάβαση, αυτές δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν έδαφος και να αντιμετωπίσουν την Αγγλογαλλική επιρροή που ήθελε να αφανίσει τα ρωσικά ερείσματα. Το νέο Σύνταγμα του 1864 εξασφαλίζει τη συνέχεια του αυταρχισμού ενός νέου μονάρχη, του Γεωργίου του Α΄ ενώ παράλληλα η Αγγλία για να προσεταιριστεί τους εθνικούς πόθους της Ελλάδας παραδίδει τα Επτάνησα στο ελληνικό κράτος απομακρύνοντας την σχεδόν οριστικά από την επιρροή της Ρωσίας. Η νέα κατάσταση εκφράζεται με τη συμμετοχή πλέον των ριζοσπαστών βουλευτών στη νέα Βουλή καθώς και με μια νέα άνθιση στην πνευματική ζωή που προέρχεται από την επτανησιακή σχολή που φτάνει στο σημείο να διεκδικήσει, ως επίσημη, τη γλώσσα του λαού που μιλιέται από το λαό.

Από τη μεταοθωνική κατάσταση μέχρι την επανάσταση στο Γουδί

Εκείνη την περίοδο παρατηρείται πρόοδος και η υπόσχεση της ανάκαμψης. Εισάγεται η ατμοπλοΐα και αυξάνεται η χωρητικότητα του ναυτικού, επισκευάζονται λιμάνια, εισάγεται ο τηλέγραφος, ιδρύεται το ταχυδρομείο, ενισχύεται το οδικό δίκτυο και τα εμπορικά μαθήματα εισάγονται στις σχολές της μέσης εκπαίδευσης. Αυξάνεται η αγροτική παραγωγή όπως και εξαγωγικό εμπόριο. Αυξάνεται ο πληθυσμός αφού ένας σημαντικός αριθμός ελλήνων κατοίκων της Αυτοκρατορίας έρχεται στην Ελλάδα ενώ ένα σημαντικό μέρος των πλουσίων ελλήνων της Αυτοκρατορίας επενδύει στην Ελλάδα. Έτσι η οικονομική-πολιτισμική ενότητα είναι ένα γεγονός με προοπτικές. Εντείνεται λοιπόν η ένταση γύρω από τους προσανατολισμούς της ελληνικής ταυτότητας και το γλωσσικό ζήτημα αποκτά όλο και πιο μεγαλύτερες διαστάσεις. Η αποτυχία σύνθεσης του δημώδους με το αρχαίο του Κοραή στρέφει πολλούς διανοούμενους στην Αρχαία Ελλάδα απομακρύνοντάς τους από το «ρυπαρόν Βυζάντιον». Αυτοί στρεφόμενοι προς τη Μεγάλη ιδέα απορρίπτουν ό,τι έρχεται από τη Δύση ενώ αντίθετα φαναριώτικοι κύκλοι μιμούνται τη Γαλλία. Η Επτανησιακή σχολή του Διονυσίου Σολωμού μεταφέρει την εμπειρία της και καταλαμβάνει τη θέση της Αθηναϊκής.

Η όξυνση που δημιουργήθηκε μετά την έκδοση του έργου του Φαλμεράιερ, ο οποίος με φυλετικούς όρους υποστήριζε την ανυπαρξία των Ελλήνων στην ίδια τους τη χώρα, δημιούργησε μια αντίρροπη τάση από τους Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο που αποδίδουν με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο, ως τα τότε, της συνέχειας του ελληνισμού ενώ ο Νικόλαος Πολίτης ως ιδρυτής της ελληνικής λαογραφίας θεμελιώνει μέσα από έρευνες τη συνέχεια του καθημερινού βίου των Ελλήνων. Όλα αυτά ενδυναμώνουν σε παράλληλες διαδρομές τη Μεγάλη ιδέα. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες στα Βαλκάνια αφού και οι άλλοι λαοί διεκδικούν με αντίστοιχες αναπτύξεις την ανεξαρτησία τους στο ίδιο ακριβώς έδαφος και με την ίδια περίπου ‘’εργαλειοθήκη’’. Η χειραφέτηση της Ρουμανικής και ιδιαίτερα της Βουλγαρικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο συνοδεύονται με σοβαρές διακηρύξεις εθνικού περιεχομένου για να αποκτήσει το εκκλησιαστικό ζήτημα χαρακτήρα εθνικού ανταγωνισμού. Ιδιαίτερα το φιρμάνι που αναγνώριζε τη Βουλγαρική Εξαρχία ήταν και η γενεσιουργός αφορμή του μακεδονικού ζητήματος.

Η Αυτοκρατορία παρ’ όλη την ενίσχυση που της δίνει η Αγγλία πνέει τα λοίσθια. Το Χάτι Χουμαγιούν δεν εφαρμόζεται όπως θα έπρεπε και οι εξεγέρσεις στα Βαλκάνια και στην Κρήτη αποκτούν διαστάσεις. Η Αυτοκρατορία είναι υπό διάλυση και η Κρήτη διακηρύττει την πρόθεσή της να ενωθεί με την Ελλάδα στη διάρκεια μιας νέας εξέγερσης μεταξύ 1862-1866 με αφορμή το ανεφάρμοστο διάταγμα που προέβλεπε μεταρρυθμίσεις που έφταναν μέχρι και την απόλυτη εξίσωση όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων. Αυτός ο αναβρασμός δίχασε την Ελλάδα με βάση τη Μεγάλη Ιδέα. Από τη μια ο Κουμουνδούρος διαμόρφωνε τις συμμαχίες ενάντια στην Τουρκία με τη Σερβία, το Μαυροβούνιο και τη Ρουμανία και από την άλλη ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄ συμφωνούσε με την ανάθεση της Κρήτης στο Σουλτάνο ως προνομιούχο επαρχία (Συνδιάσκεψη Παρισίου 1869) σταματώντας τη στρατιωτική προετοιμασία. Οι βάσεις για ένα διχασμό των ιθυνουσών ομάδων ξεκίνησαν με βάση το εθνικό ζήτημα.

Από την εποχή του Τρικούπη αποκρυσταλλώνεται, όσο ποτέ μέχρι τότε, ο χαρακτήρας και το περίγραμμα της αστικής τάξης που ξεκινάει να μοιάζει με αυτήν της Δύσης. Συνεχίζοντας από την προηγούμενη εποχή αναπτύσσεται το οδικό δίκτυο, ο σιδηρόδρομος, αναπτύσσεται το εμπόριο και η ναυτιλία, αυξάνεται η αγροτική παραγωγή και οι εξαγωγές επιτείνουν την οικονομική ανάπτυξη. Τα μεγάλα έργα όπως αυτό της διάνοιξης της διώρυγας στην Κόρινθο αλλά και η προσπάθεια για την ανάπτυξη της Βιομηχανίας δίνουν στον Τρικούπη έναν άλλο ρόλο από αυτόν που πήραν οι κατά καιρούς κυβερνήτες. Σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της εποχής, είναι τα κεφάλαια που εισρέουν στην Ελλάδα από τους έλληνες πλούσιους που αισθάνονται ανασφαλείς από τη ρευστή πολιτική συνθήκη της Αυτοκρατορίας που δέχεται πολλούς εσωτερικούς κραδασμούς λόγω της ανάπτυξης του τουρκικού εθνικισμού. Έτσι παράλληλα σημειώνεται και η τραπεζιτική ανάπτυξη με πολλούς οργανισμούς που χρησιμοποιούνται για τις επενδύσεις. Η διαμάχη ανάμεσα στο παλαιό κατεστημένο των γαιοκτημόνων με τη νέα παραγωγική και εμπορική τάξη γίνεται όλο και πιο δραματική με πολιτικές απολήξεις στις παρατάξεις που υποτίθεται ότι εκπροσωπούνται. Όμως κι εκεί η προσπάθεια Τρικούπη που το όνομά του συνδέεται με την αρχή της δεδηλωμένης, δηλαδή του τερματισμού της επέμβασης του μονάρχη στην πολιτική ζωή, δεν θα έχει ευτυχή κατάληξη. Η ευνοϊκή πολιτική για τις επενδύσεις του μεγάλου κεφαλαίου στη βιομηχανία βρήκε αντιμέτωπους τη μεσαία τάξη και τους αγρότες-εργάτες, στις πλάτες των οποίων στηρίχθηκε η ανάπτυξη, χάνοντας έτσι ερείσματα μέσα στον ίδιο το λαό. Το μεγάλο εξωτερικό χρέος αυξήθηκε μαζί με τις επιπτώσεις ενός άλλου ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-78), στον οποίο οι Έλληνες πήραν μέρος και τιμωρήθηκαν με χρηματική αποζημίωση, ενώ αυξήθηκαν οι δανειακές υποχρεώσεις από υπέρογκα και υπερτοκισμένα δάνεια. Έτσι τα χρήματα κατέληγαν στις τράπεζες και αυξήθηκε η φορολογία για τους εμπόρους και τις λαϊκές τάξεις. Το αδιέξοδο επιγραμματικά εκφράστηκε από τη μυθική ή ιστορική φράση: «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Οι συνεχιζόμενες ταραχές από αγρότες και εργάτες -ανοργάνωτα και τα δυο τα λαϊκά αυτά στρώματα- η δυσαρέσκεια της μεσαίας τάξης σε μια φάση που οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης κατείχαν το 50% της επιφάνειας και το 75% της καλλιεργήσιμης γης, το φάρμακο της Μεγάλης Ιδέας έφερε πιο κοντά την Ελλάδα στις διεθνείς ανακατατάξεις.

Βρισκόμαστε όμως ήδη σε μια πρώτη τομή. Η Αγγλία είναι πλέον η πιο ισχυρή δύναμη και η Ρωσία περνά σε αντιπερισπασμούς. Στόχος της πρώτης είναι η οικονομική διείσδυση στην Ανατολή και η εξασφάλιση των ναυτικών δρόμων προς τις Ινδίες ενώ η δεύτερη επιδιώκει την έξοδό της στη Μεσόγειο Θάλασσα. Έτσι η Αγγλία περιορίζοντας τον ορίζοντα των διεκδικήσεων της Ελλάδας με στόχο μια ισορροπία στα Βαλκάνια κι από την άλλη επιμένοντας στην ακεραιότητα της Αυτοκρατορίας έρχεται σε αντίθεση με τη Ρωσία που υποδαυλίζει τον πανσλαβισμό στα Βαλκάνια θέτοντας ανοιχτά σε αμφισβήτηση το κύρος της Τουρκίας.

Έτσι μπροστά στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 όταν τα Βαλκάνια εξεγέρθηκαν, η Αγγλία ακύρωσε τις προσπάθειες της Ελληνοσερβικής συμμαχίας του 1867. Απέναντι στις σλαβικές διεκδικήσεις πρότεινε τη μεταρρύθμιση των Νεότουρκων. Η απόπειρα στη Θεσσαλία πληρώθηκε πολύ ακριβά και οι αποζημιώσεις ήταν μέρος του οικονομικού αδιεξόδου που έπληξε με το παραπάνω την Ελλάδα. Απ’ τη συνθήκη της Ανδριανούπολης και του Αγίου Στεφάνου, τα άλλα Βαλκάνια βγήκαν ωφελημένα. Ανεξαρτητοποιήθηκαν: η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία και μια Μεγάλη Βουλγαρία έκανε την εμφάνισή της σε διεκδικούμενα ως ελληνικά ή σερβικά εδάφη. Ο διακανονισμός του Βερολίνου εκτός από το γεγονός ότι μετρίασε τις υπέρμετρες φιλοδοξίες της Ρωσίας άρα και των βαλκάνιων συμμάχων της εμφάνισε και τον Γερμανικό παράγοντα που ξεκίνησε να έχει μια διακριτή παρουσία ηγεμόνα δίπλα στην Αυστρία ενισχύοντάς της την οδό για την Ανατολή. Το συνέδριο στο Βερολίνο κατακύρωσε την Κύπρο στην Αγγλία και έδωσε αόριστες υποσχέσεις για τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Κρήτη. Η Ανατολική Ρωμυλία έμεινε κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία. Το 1881 η Ελλάδα πήρε τη Θεσσαλία και την Άρτα έναντι αποζημιώσεων στους τούρκους κτηματίες. Η Αυστρία κράτησε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και είχε τον οικονομικό έλεγχο της Σερβίας. Η Γερμανία διείσδυσε στην Ανατολή και παραμέρισε την Αγγλία και τη Ρωσία. Έτσι το έδαφος της Μακεδονίας που διεκδικείτο από την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία έγινε ο νέος διάδρομος της Γερμανίας. Όταν η Βουλγαρία προσάρτησε και την Ανατολική Ρωμυλία το 1885 η Σερβία κήρυξε τον πόλεμο ενώ μετά την εγκύκλιο του Πατριαρχείου «ενάντια στον εθνοφυλετισμό» ξεκινούν να ενεργοποιούνται οι βούλγαροι «μακεδονιστές».

Το Μακεδονικό γίνεται το βασικό και παραδειγματικό σημείο της Βαλκανικής σύγκρουσης. Ο αρχικός «μακεδονισμός» δεν είναι παρά το πρόσχημα για την αργότερα προσάρτηση από την πλευρά της Βουλγαρίας. Έτσι το VMRO περνά στην καθοδήγηση της Σόφιας. Η εξέγερση του 1903 καταστέλλεται άγρια από τους Τούρκους και η περιοχή μπαίνει υπό την επιτήρηση της Ρωσίας και της Αυστρίας για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Από κει και μετά η Ρωσία χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο χώρο πολιτικά για την έξοδό της στο Αιγαίο. Στα 1896-97 το κρητικό ζήτημα επανεμφανίστηκε με σοβαρές ταραχές και οι εταιρίες, όπως η Εθνική Εταιρία στην οποία έπαιρναν μέρος στρατιωτικοί, πολιτικοί και υποστηριζόταν από πλήθος λαού, ώθησαν την Κυβέρνηση να ξεκινήσει πόλεμο με την Τουρκία, έναν πόλεμο στον οποίο ήταν αντίθετες οι δυτικές δυνάμεις. Έτσι η κυβέρνηση έστειλε στρατό στην Κρήτη και εξεγέρθηκαν δυνάμεις στην Ήπειρο και στη Μακεδονία. Τα στρατεύματα της Τουρκίας ήταν ήδη οργανωμένα από τους Γερμανούς αξιωματικούς και προέλασαν μέχρι και τη Θεσσαλία. Ένας διακανονισμός ήταν αυτός που έσωσε τη χώρα, συνεπώς η Μεγάλη Ιδέα είχε μια ακόμα ήττα. Μια ακόμα πιο βαριά ήττα που πληρώθηκε με αποζημιώσεις. Έτσι η Κρήτη παρέμενε στην Υψηλή κυριότητα της Πύλης και δόθηκε το δικαίωμα σχηματισμού ελληνικής διοίκησης υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο. Όταν ξανά εξεγέρθηκε η Κρήτη το 1905 υπό τον Βενιζέλο, υπουργό της ελληνικής διοίκησης και όταν παράλληλα το νέο κίνημα εναντιώθηκε στον πρίγκιπα, υπήρχε ήδη ένα οργανωμένο κλίμα εναντίωσης στην Αυλή. Είναι η δεύτερη ένδειξη του διχασμού του πολιτικού κόσμου με τη μοναρχία που σε επόμενη δεκαετία θα προκαλέσει ένα σοβαρό διχασμό ο οποίος θα φτάσει στα όρια ενός εμφυλίου πολέμου. Την ίδια εποχή μεταξύ 1904-1908 ο ελληνοβουλγαρικός πόλεμος στα εδάφη της Μακεδονίας μεταξύ ελλήνων και Βουλγάρων κομιτατζήδων μαινόταν εφόσον υπήρξε μια βίαιη προσπάθεια εκ μέρους των βουλγαρικών ένοπλων ομάδων σε συνεννόηση με τη βουλγαρική διοίκηση να εντάσσουν όσο το δυνατόν με απειλές και δολοφονίες όσες μπορούσαν ενορίες στην Εξαρχία. Όμως η φιλελεύθερη επανάσταση και πολλά υποσχόμενη των Νεότουρκων, του κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος, άλλαξε τα πάντα. Οι ξένες δυνάμεις επενέβησαν στην Κρήτη αφού είχε αποπεμφθεί ο πρίγκιπας και η κρητική επιτροπή κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα ενώ η ελληνοβουλγαρική διαμάχη σταμάτησε. Μια επανάσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909 κήρυξε επανάσταση κατά τα πρότυπα των Νεότουρκων και κάλεσε το Βενιζέλο να αναλάβει τα ηνία του ελληνικού κράτους. Από τότε μέχρι και το 1974 ο στρατιωτικός παράγοντας γίνεται ένας παράγοντας που θα παίζει σοβαρό πολιτικό ρόλο -αν όχι καθοριστικό- στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Τα συνεχή πραξικοπήματα και οι ανακατατάξεις που θα προκαλούν θα είναι πάντα στο όνομα της εναντίωσης της διαφθοράς των πολιτικών και θα χρησιμοποιούν ως στόχο την ευρυθμία της πολιτικής ζωής.

Από το Βενιζέλο μέχρι και το οριστικό τέλος της Μεγάλης Ιδέας στη Μικρά Ασία

Ο Βενιζέλος, αν και ριζοσπαστικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης, αν και ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπός της μετά τον Τρικούπη και με στόχο ‘’να χώσει βαθιά το νυστέρι στην πληγή’’, δεν πραγματοποιεί μεγάλες ανατροπές, δεν πραγματοποιεί τις τομές τις οποίες εξάγγειλε. Αναδιοργάνωσε το κράτος σε όλα τα επίπεδα: στην εκπαίδευση, έθεσε τις βάσεις στο εργατικό δίκαιο, στις κοινωνικές ασφαλίσεις, στις πιστώσεις με την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, στον αναδασμό κατόπιν μιας μεγάλης εξέγερσης στο Κιλελέρ αλλά όλη αυτή η εξέλιξη ανακόπηκε από τη στρατιωτική προετοιμασία για την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης ενώ υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις για το τι συνέβαινε στους ελληνικούς πληθυσμούς στη Μικρά Ασία. Διότι παρά τα φιλελεύθερα συνθήματα των Νεότουρκων και τις διπλωματικές τους λοβιτούρες η θέση των χριστιανικών πληθυσμών ολοένα και χειροτέρευε. Τάσεις εξολόθρευσης των αλλόδοξων πληθυσμών όπως των χριστιανών Ελλήνων και Αρμενίων κι αργότερα των Χαλδαίων Ασσυρίων, γινόταν όλο και πιο έντονες από τον επίσημα οργανωμένο από τους Γερμανούς στρατό αλλά και από τα παραστρατιωτικά σώματα, τους τσέτες. Παράλληλα με την προετοιμασία για την απελευθέρωση των ελληνικών χωρών, μια άλλη προετοιμασία ξεκινούσε μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στη Δύση και στην Ανατολή που άρχιζαν να δημιουργούν στρατόπεδα μαζί με τους δορυφόρους τους: η Αγγλία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Ιταλία που ήταν η ανερχόμενη δύναμη που επέφερε ήττα στην Τουρκία κρατώντας τα ελληνικά Δωδεκάνησα ως ένα σταθμό της για την Ανατολή, από τη μια, μαζί με τη μακρινή Ιαπωνία κι από την άλλη η Γερμανία και η Αυστρία στις Κεντρικές δυνάμεις.

Ο κίνδυνος της Γερμανίας έκανε να υποχωρήσει ο ανταγωνισμός της Δύσης με τη Ρωσία και το δόγμα της ακεραιότητας του «μεγάλου ασθενούς» πλέον διαγράφτηκε από τον γεωπολιτικό ορίζοντα εφόσον η Τουρκία έγινε δορυφόρος των Κεντρικών δυνάμεων. Έτσι ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος με συμμαχία της Σερβίας, Ελλάδας και Βουλγαρίας υπό τη σκέπη της Αγγλίας και χωρίς πρόγραμμα για διανομή εδαφών ήταν νικηφόρος. Μετά από αυτή τη νίκη, η Βουλγαρία συμμάχησε με τη Γερμανία και στο δεύτερο πόλεμο με αντίπαλους του Σέρβους και τους Έλληνες, ηττήθηκε. Η Ελλάδα προσάρτησε την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη δίνοντας μόνο μια διέξοδο προς τη θάλασσα στη Βουλγαρία. Το μακεδονικό έδαφος της Βουλγαρίας κυρώθηκε στη Σερβία και οι μεγάλες δυνάμεις αναγνώρισαν την Αλβανία που στο μεταξύ από το 1912 είχε κηρύξει στην Αυλώνα την ιδέα της Αυτονομίας υπό την Πύλη. Η Ιταλία υποστηρίζοντας την Αλβανία κι έχοντας ένα προηγούμενο που αφορούσε την διείσδυσή της στην Αλβανία την υποστήριξε στρατιωτικά ενάντια στον ελληνικό στρατό αλλά και στους ντόπιους Ηπειρώτες που κήρυξαν την αυτοδιάθεση της Βορείου Ηπείρου το 1914. Ύστερα όμως από ένα χρόνο ο Βενιζέλος υποχρεώθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά του όπως και την υποστήριξή του αφού οι μεγάλες δυνάμεις δρομολόγησαν την αναγνώριση της περιοχής ως εθνικής μειονοτικής ζώνης στο ανεξάρτητο αλβανικό κράτος.

Οι δυνάμεις της Αντάντ επιδιώκοντας τη δημιουργία της Βαλκανικής Αντάντ προκειμένου να εξασφαλίσουν τους βαλκανικούς δορυφόρους τους προσπάθησαν για ανταλλαγές εδαφών μεταξύ Σερβίας-Ελλάδας-Βουλγαρίας χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σοβαρή αιτία, αν και όχι η μοναδική, ήταν ο εσωτερικός διχασμός μεταξύ των δυνάμεων του Κωνσταντίνου και του Βενιζέλου. Ο βασιλιάς υποστήριζε μυστικά τις Κεντρικές δυνάμεις διακηρύσσοντας δήθεν την ουδετερότητα και ο Βενιζέλος παρότρυνε τη συμμετοχή σε έναν πόλεμο που ήδη είχε ξεκινήσει θέτοντας στόχο την απελευθέρωση εδαφών με ελληνικό πληθυσμό, την αναβάθμιση της θέση της Ελλάδας και της αστικής της τάξης που εκπροσωπούσε. Η αποτυχία των Δαρδανελίων όταν έγινε γνωστή ένα μέρος του λαού υποστήριξε το βασιλιά ενώ ένα άλλο πέρασε με το Βενιζέλο υποστηρίζοντας την απελευθέρωση των εδαφών της Μικράς Ασίας. Όμως η κήρυξη του πολέμου της Ρωσίας κατά της Βουλγαρίας και της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας δεν άφηνε περιθώρια για ουδετερότητα και ιδιαίτερα όταν η Βουλγαρία εισέβαλε στη Μακεδονία. Ο διχασμός ήταν παρών, ακόμα πιο επιτακτικός. Η Αντάντ με σύμφωνη τη γνώμη του Βενιζέλου αποβίβασε στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη και ο Στρατός το 1916 κήρυξε την επανάσταση της «Άμυνας». Η Ελλάδα κόπηκε στα δυο με τις κυβερνήσεις Αθήνας και Θεσσαλονίκης να επιδιώκουν να προσαρτήσουν τις ελληνικές περιοχές με το μέρος τους προκαλώντας συγκρούσεις και αψιμαχίες με χαρακτηριστική στην Απείραθο της Νάξου με 17 νεκρούς, χωριάτες που αντιστάθηκαν στα βενιζελικά στρατεύματα. Ο Κωνσταντίνος έφυγε και η Ελλάδα το 1917 τάχτηκε με τις δυνάμεις της Αντάντ. Η επίθεση του ελληνικού στρατού επέφερε ήττα των Βουλγάρων στη Μακεδονία και στην Τουρκία που υπέγραψαν την ανακωχή στο Μούδρο. Με την ανακωχή της Γερμανίας κάτω από βαρύτατους όρους τελείωσε και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι σύμμαχοι στο Παρίσι θέλοντας να μην δυσαρεστήσουν την Ιταλία, που ήταν με το μέρος τους, κατακύρωσαν οριστικά τη Βόρειο Ήπειρο στην Αλβανία και όρισαν ένα αόριστο μέλλον για τα Δωδεκάνησα. Η Κύπρος πέρασε οριστικά στα χέρια της Αγγλικής Αποικιοκρατίας και στις Σεβρές της Γαλλίας σε μια συνθήκη για το ανατολικό ζήτημα η Ελλάδα προσάρτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο, την Τένεδο καθώς και τα άλλα νησιά του Αιγαίου. Μαζί με αυτά έδωσαν το δικαίωμα της ελληνικής διοίκησης στη Δυτική Μικρά Ασία, στο σαντζάκι της Σμύρνης, δίνοντας και επιπλέον το δικαίωμα να προσαρτηθεί στην Ελλάδα μετά από ένα δημοψήφισμα σε βάθος πενταετίας.

Η συνθήκη αυτή δεν έγινε δεκτή από τον Κεμάλ, ήδη στρατιωτικό αρχηγό των δυνάμεων των Νεότουρκων που αναδιοργάνωσαν τη δύναμή τους και ήρθαν σε σύγκρουση με το Σουλτάνο. Η Μεγάλη Συνέλευση της Άγκυρας σχημάτισε εθνική κυβέρνηση ενώ ο ελληνικός στρατός πέρασε στη Σμύρνη ως απελευθερωτής με τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας και με την έντονη διαφωνία της Γαλλίας και Ιταλίας. Στη συνέχεια ο ελληνικός στρατός προέλασε πέρα από τα συμφωνηθέντα στο ρόλο της καταστολής του Κεμάλ με το πρόσχημα και εντολή ότι θα βοηθούσε τις δυνάμεις της Αγγλίας να στηρίξουν τις δυνάμεις του Σουλτάνου. Όμως από τη μια η Μεγάλη Ιδέα αλλά και μπροστά στο φάσμα της εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών στον Πόντο κι έχοντας ως προηγούμενο την ήδη γενοκτονία των Αρμενίων, βάρυνε στις αποφάσεις για μια επιπλέον εκστρατεία κατά του Κεμάλ. Παρ’ όλο που οι «κωνσταντινικοί» στην Ελλάδα χρησιμοποίησαν το δίκαιο αίσθημα του ελληνικού λαού να μην μπει σε αυτήν την περιπέτεια εν τούτοις όταν στις εκλογές του 1920 αποδοκιμάστηκε η πολιτική Βενιζέλου. Η νέα κυβέρνηση Βούλγαρη συνέχισε την εκστρατεία. Η Γαλλία και η Ιταλία εκείνο τον καιρό αποσύρθηκαν και μάλιστα βοήθησαν έμμεσα τον Κεμάλ ενώ η Σοβιετική Ένωση έδωσε μια γενναία οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στο στρατό του Κεμάλ αντιμετωπίζοντάς τον ως ‘’αντι-ιμπεριαλιστή’’ εφόσον τάχθηκε κατά των Άγγλων και των Ελλήνων χωροφυλάκων τους. Η προσπάθεια του Κεμάλ παρουσιάστηκε στο εσωτερικό και στο εξωτερικό ως μια πατριωτική πάλη για την ανεξαρτησία της Τουρκίας. Δίπλα σε αυτή την πραγματική αποδυνάμωση του στρατού, μια καταστροφική στρατηγική που άπλωνε το μέτωπο σε μια γραμμή αδύναμη σχεδόν απ’ άκρη σε άκρη των εδαφών της Τουρκίας ήταν η αιτία για την στρατιωτική και συντριπτική ήττα στο Σαγγάριο, ήττα η οποία ολοκληρώθηκε με την καταστροφή στη Σμύρνη. Η ανακωχή τερμάτισε τον πόλεμο και ένα πραξικόπημα από τους στρατιωτικούς έφερε στην εξουσία το στρατόπεδο του Βενιζέλου που έδιωξε οριστικά το Βασιλιά. Η συμφωνία της Λοζάνης με την ανταλλαγή των πληθυσμών ξεκινούσε μια νέα κατάσταση για την Ελλάδα που είχε να μαζέψει τις πληγές της. Μια νέα σελίδα σταθερότητας μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκινούσε για την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και την Ανατολή. Η Μεγάλη Ιδέα πέρασε οριστικά στο παρελθόν.

Γιώργος Κυριακού

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://eleftheriako-giro-giro.espivblogs.net/1821-2/