οι “μικροί” λαοί των Βαλκανίων

Παρ’ όλο που το κείμενο σιγεί για την ακέραια συμβολή της δυτικής αποικιοκρατίας εν τούτοις αναφέρεται στους μικρούς λαούς και έχει ενδιαφέρον.

Δώδεκα χρόνια πριν, στα τέλη Ιουνίου του 1991, η κίνηση της Κροατίας και της Σλοβενίας να ανακηρύξουν την ανεξαρτησία τους σηματοδοτούσε τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και την έναρξη δέκα χρόνων πολέμου στα Βαλκάνια. Μολονότι η επέμβαση του Βελιγραδίου στη Σλοβενία δεν διήρκεσε παρά δέκα ημέρες, η απόσχιση των Σέρβων της κροατικής Κράινα πυροδότησε αιματηρές συγκρούσεις αρκετών μηνών. Από το 1992, η σύγκρουση επεκτάθηκε στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου οι Σέρβοι πολιόρκησαν πρώτα το Σεράγεβο και, στη συνέχεια, τις -ελλιπώς- προστατευόμενες από τους « κυανόκρανους » των Ηνωμένων Εθνών ζώνες. Χρειάστηκε η κροατική αντεπίθεση του καλοκαιριού του 1995 για να φθάσουμε, το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, στην υπογραφή των συμφωνιών του Ντέιτον, οι οποίες αποκατέστησαν την ειρήνη, όχι, όμως, και τους πρόσφυγες. Αργότερα, το Κόσοβο πήρε φωτιά : η μαζική εκδίωξη των Αλβανών θα δώσει τη θέση της, μετά την επέμβαση του ΝΑΤΟ, την άνοιξη του 1999, σε διωγμό των Σέρβων και των Τσιγγάνων. Η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) γλίτωσε παρά τρίχα τον εμφύλιο πόλεμο.

 

Μετά το τεράστιο κύμα σφαγών και εκτοπίσεων, τι έχει απομείνει από τους λαούς της περιοχής ; Ποιος κέρδισε ; Ποιος έχασε ; Θύματα των μεγάλων « Τι θα πει να είσαι Κροάτης ; », αναρωτιόταν πριν από δέκα χρόνια ο Αλέν Φίνκελκροτ [1]. Μάλλον θα ταίριαζε να αναρωτηθεί κανείς : τι θα πει να είσαι Γκοράντσι, Τορμπές, Βλάχος, Ρουθήνος ή Τσιγγάνος ; Η δεκαετία των γιουγκοσλαβικών πολέμων είχε ως αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, εκατομμύρια πρόσφυγες και εκτοπισμένους. Και, πάντα, από τον πόλεμο στην Κροατία μέχρι τις συγκρούσεις στην ΠΓΔΜ, οι « μικροί λαοί » γίνονται τα ξεχασμένα, συνθλιμμένα θύματα στις συγκρούσεις των « μεγάλων » εθνικισμών.

Ο πρώτος πόλεμος σε γιουγκοσλαβικό έδαφος, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1991, κατέληξε σε μια τρομακτική σφαγή στην κροατική Σλαβονία. Η σύγκρουση έφερε αντιμέτωπους τους Κροάτες με τους Σέρβους της Κροατίας, που αποσχίστηκαν όταν η Κροατία άρχισε να οδεύει προς την ανεξαρτησία της. Οι Σέρβοι είχαν την αποφασιστική υποστήριξη του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού (JNA), που έγινε εργαλείο στα χέρια του σερβικού εθνικισμού. Ωστόσο, τα θύματα των συγκρούσεων δεν ήταν μόνο Σέρβοι και Κροάτες. Περίπου δέκα χιλιόμετρα έξω από το Βούκοβαρ, το Πέτροβτσι ήταν ένα πλούσιο χωριό της υπαίθρου. Εκεί, πριν από τον πόλεμο, 200 ώς 300 Σέρβοι ζούσαν ειρηνικά μαζί με περίπου άλλους τόσους Κροάτες και σχεδόν χίλιους Ρουθήνιους και Ουκρανούς. Οι Ρουθήνιοι κατάγονται από τη Δυτική Ουκρανία, δηλαδή από περιοχές που αποτέλεσαν τμήμα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, και όχι από ρωσικές κτήσεις, όπως η Μπουκοβίνα ή η υποκαρπάθια Ρουθηνία. Ρουθήνιοι και Ουκρανοί έφθασαν στα Βαλκάνια στα μέσα του 18ου αιώνα, την εποχή της αυτοκράτειρας Μαρίας-Τερέζας της Αυστρίας, ως αγρότες-έποικοι, με αποστολή να κατοικήσουν και να αξιοποιήσουν τα απελευθερωμένα από τους Τούρκους εδάφη. Θρησκευτικά, οι Ρουθήνιοι είναι ουνίτες ή « ελληνο-καθολικοί », δηλαδή μνημονεύουν τον πάπα, διατηρώντας, όμως, το ορθόδοξο τελετουργικό.

Όταν ο πόλεμος έφθασε στο Βούκοβαρ, ορισμένοι Ρουθήνιοι του Πέτροβτσι προσχώρησαν στις κροατικές δυνάμεις. Άλλοι περνούσαν λαθραία τρόφιμα στην πόλη που πολιορκείτο από τους Σέρβους. Όταν οι Σέρβοι κατέλαβαν την περιοχή, οι Ρουθήνιοι που είχαν υποστηρίξει τους Κροάτες πήραν, μαζί τους, το δρόμο της εξορίας. Για περισσότερα από έξι χρόνια, το Πέτροβτσι αποτελούσε μέρος της Σερβικής Δημοκρατίας της Ανατολικής Σλαβονίας, του Σρεμ και της Μπαράνια. Μάλιστα, δεκάδες νεαροί Ρουθήνιοι του χωριού υπηρέτησαν την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία τους στο σερβικό στρατό. Τον Ιανουάριο του 1998, οι συμπληρωματικές συμφωνίες του Ερντούτ επικύρωσαν τη σταδιακή αποκατάσταση της κροατικής κυριαρχίας στην περιοχή [2]. Ήταν η σειρά των Ρουθηνίων που είχαν συμβιβαστεί με τη σερβική εξουσία να πάρουν το δρόμο της εξορίας, με κύριο προορισμό τη σερβική Βοϊβοδίνα, όπου κατοικούσαν εξίσου σημαντικές κοινότητες Ρουθήνιων. Οι φιλοκροάτες Ρουθήνιοι επέστρεψαν και πήραν περίοπτες θέσεις στο Πέτροβτσι. Ο ουνίτης εφημέριος του Βίνκοβτσι δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει τις τρομακτικές πληγές στο εσωτερικό της κοινότητας των Ρουθηνίων του χωριού, η οποία σπαράσσεται από εθνικιστικές συγκρούσεις που, στην ουσία, δεν την αφορούσαν καθόλου.

Όλοι οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι θα μπορούσαν να προσφέρουν δεκάδες παρόμοιες ιστορίες. Το ξέσπασμα των εθνικισμών υποχρεώνει τις μικρές κοινότητες να « διαλέξουν στρατόπεδο ». Άλλωστε, οι πρώτες πιέσεις ασκούνται στους πολίτες που δεν θέλουν να πάρουν μέρος στους αντιμέτωπους εθνικισμούς, είτε λόγω προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας είτε λόγω ιδεολογικής αντίθεσης. Οι βόσνιοι πολίτες που κατάγονταν από μεικτές οικογένειες, δηλαδή είχαν γονείς διαφορετικών εθνικοτήτων, υπήρξαν μεταξύ των πρώτων θυμάτων του πολέμου. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, στα εδάφη που ήλεγχε η κυβέρνηση του Σεράγεβο απολάμβαναν λίγη περισσότερη ασφάλεια, αφού η υπεράσπιση της Βοσνίας γινόταν στο όνομα του πολυεθνικού χαρακτήρα της. Ωστόσο, ακόμη και στο Σεράγεβο, οι λογικές της εθνικής ομογενοποίησης, τις οποίες ενθάρρυνε το κυβερνών Μουσουλμανικό Εθνικιστικό Κόμμα (SDA) και υιοθετούσε σε μεγάλο βαθμό μια κοινωνία τραυματισμένη από τον πόλεμο, αποδείχτηκαν δυνατότερες από το όνειρο για πολυεθνική συνύπαρξη.

Ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο προσφέρει κι άλλα τραγικά παραδείγματα της λογικής της ομογενοποίησης. Ο αλβανικός εθνικισμός επεδίωκε να παρουσιάσει την κατάσταση στο Κόσοβο ως σύγκρουση ανάμεσα στη σερβική εξουσία και την αλβανική κοινωνία των πολιτών. Η παρουσίαση αυτή παρέκαμπτε το γεγονός ότι στο Κοσσυφοπέδιο υπήρχαν, επίσης, σέρβοι πολίτες, καθώς και πολλές μικρότερες κοινότητες. Σύμφωνα με την απογραφή του 1981, οι Τούρκοι, οι Τσιγγάνοι, οι Γκοράντσι, οι Βόσνιοι και οι Κροάτες αντιπροσώπευαν, αθροιστικά, πάνω από το 10% του συνολικού πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου [3].

Μετά την εγκαθίδρυση διεθνούς προτεκτοράτου στο Κόσοβο, τον Ιούνιο του 1999, όλες αυτές οι κοινότητες βρέθηκαν στο στόχαστρο του αλβανικού εθνικισμού. Οι Τσιγγάνοι και οι « Αιγυπτιώτες » [4] κατηγορήθηκαν συλλήβδην για συνεργασία με το σερβικό καθεστώς και, με τη δικαιολογία αυτή, έπεσαν θύματα μιας συστηματικής « εθνικής εκκαθάρισης ». Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους, αναγκάστηκαν να εξαλβανιστούν. Οι συνήθως τρίγλωσσοι Τούρκοι του Κοσσυφοπεδίου γνωρίζουν τουρκικά, αλβανικά και σερβικά. Για να μπορέσουν να παραμείνουν στο Κόσοβο, συχνά χρειάστηκε να απαρνηθούν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους και να δηλώσουν Αλβανοί.

Ακριβώς όπως και οι Τούρκοι, μια άλλη κοινότητα, συγγενική προς τους Τσιγγάνους, οι αλβανόφωνοι Ασκάλι, προσπάθησαν να πλειοδοτήσουν σε αλβανικό πατριωτισμό με σκοπό να γίνουν ανεκτοί από την αλβανική κοινωνία. Κάτι που δεν τους έκανε να αποφύγουν πάρα πολλά περιστατικά βίας εις βάρος τους. Οι Βόσνιοι και οι Κροάτες, που μιλούσαν σερβικά και κροατικά, εξομοιώθηκαν με τους Σέρβους για γλωσσικούς λόγους, όπως και οι Γκοράντσι, ένας μικρός λαός που ζει στα βουνά του νότιου Κοσόβου, με μουσουλμανική θρησκεία και μια σλαβική γλώσσα που μοιάζει με τα μακεδονικά. Μέχρι τώρα, το διεθνές προτεκτοράτο αποδείχθηκε ανίκανο να εγγυηθεί το στοιχειώδη σεβασμό των δικαιωμάτων αυτών των κοινοτήτων, κυρίως των γλωσσικών, πολιτιστικών και εκπαιδευτικών δικαιωμάτων τους [5].

Οι « μικροί λαοί » του Κοσόβου νιώθουν δικαιολογημένα ότι χρησιμοποιήθηκαν από όλες τις πλευρές. Στις διαπραγματεύσεις του Ραμπουγιέ, το Φεβρουάριο του 1999, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς είχε την επιδεξιότητα να συμπεριλάβει στη γιουγκοσλαβική αντιπροσωπεία αρκετούς εκπροσώπους των μικρών αυτών κοινοτήτων, οι οποίες απαξιώθηκαν, έτσι, στα μάτια όχι μόνο των Αλβανών, αλλά και της διεθνούς κοινότητας. Η λογική που επικράτησε στο Κόσοβο εφαρμόστηκε και στην ΠΓΔΜ, όπου το εθνικό, θρησκευτικό και γλωσσικό μωσαϊκό είναι ιδιαίτερα περίπλοκο. Από τις πρώτες ήδη συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων της ΠΓΔΜ και των αλβανών ανταρτών, το Φεβρουάριο του 2001, ο πολιτικός διάλογος που προωθούσε η διεθνής κοινότητα περιορίστηκε σε συναντήσεις μεταξύ Σλαβομακεδόνων και Αλβανών, « ξεχνώντας » τους Τούρκους, τους Τσιγγάνους, τους Σέρβους, τους Βλάχους και τους μουσουλμάνους Σλαβομακεδόνες, που ονομάζονται Τορμπές [6]. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, τέθηκαν σε λειτουργία μηχανισμοί αναγωγής της κοινωνικής πολυπλοκότητας σε μια αντιπαράθεση μεταξύ δύο « μεγάλων » εθνικισμών, καθώς και ενσωμάτωσης των μικρών κοινοτήτων στους εθνικισμούς αυτούς. Οι Σέρβοι και οι ορθόδοξοι Βλάχοι [7] τάχθηκαν φυσιολογικά με την πλευρά των Μακεδόνων, ενώ η περίπτωση των Τορμπές είναι πιο περίπλοκη. Οι Τορμπές, που μιλούν τη μακεδονική γλώσσα, απορρίπτονται από τον αλβανικό εθνικισμό, ενώ οι ακραίες εκδηλώσεις του μακεδονικού εθνικισμού θέτουν στο στόχαστρο ό,τι έχει σχέση με το ισλάμ. Ετσι, τον Ιούνιο του 2001, στο Πρίλεπ, διαδηλωτές κατέστρεψαν τζαμιά, στα οποία σύχναζαν κυρίως Τούρκοι και Τορμπές.

Στην ΠΓΔΜ, από παλιά, οι επίσημες δομές του Ισλάμ, που ελέγχονται από τους Αλβανούς, είχαν ξεκινήσει μια εκστρατεία εξαλβανισμού των μη αλβανικών μουσουλμανικών κοινοτήτων, κυρίως των Τούρκων και των Τορμπές, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν, αντίστοιχα, το 4% και το 3% του πληθυσμού της χώρας [8]. Η πόλωση της πολιτικής κατάστασης θα υποχρεώσει τις κοινότητες αυτές όχι μόνο να διαλέξουν στρατόπεδο, αλλά και να απαρνηθούν σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητά τους. Οι πολιτικοί σπαραγμοί και οι πόλεμοι που αιματοκύλισαν τα Βαλκάνια την τελευταία δεκαετία καταλήγουν, λοιπόν, παντού σε ένα εγχείρημα εθνικής ομογενοποίησης. Για να δανειστούμε μια παρομοίωση που χρησιμοποιήθηκε συχνά για να περιγράψει την κατάσταση στην κεντρική Ευρώπη μετά το 1918, περνάμε από ένα πολύπλοκο μωσαϊκό όπου αναμειγνύονται χίλια χρώματα σε μια τοιχογραφία με μεγάλες μονόχρωμες επιφάνειες. Είναι, όμως, η εθνική ομογενοποίηση αναπόφευκτη ; Ήταν απαραίτητο οι γιουγκοσλαβικοί πόλεμοι να καταλήξουν στην ανάδυση μονοεθνοτικών εθνικών κρατών, όπου δεν υπάρχουν πια παρά ελάχιστες εθνικές μειονότητες, των οποίων τα δικαιώματα εγγυώνται και διασφαλίζουν διεθνείς οργανισμοί ;

Ήδη οι διατυπώσεις πολλαπλασιάζουν τις παγίδες. Είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί το νόημα των λέξεων. Λαοί, έθνη, μειονότητες, εθνικά κράτη : για τι πράγμα μιλάμε ; Για το δυτικό κοινό νου, που λυπάται για τις συγκρούσεις « μεταξύ εθνοτήτων », οι εθνότητες αντιπροσωπεύουν κάτι κατώτερο ή προγενέστερο των εθνών, στο πλαίσιο ενός σχήματος γραμμικής, υποτίθεται, κοινωνικής εξέλιξης. Το 1992, ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν είχε ανοίξει τις εργασίες διάσκεψης με τίτλο « Η Ευρώπη και οι φυλές ». Εθνότητες, φυλές : αυτό το λεξιλόγιο σίγουρα κατατάσσει τα Βαλκάνια στην κατηγορία μιας « άγριας κατάστασης » ή ενός « πρωτογονισμού » που δεν θα μπορούσαν να έχουν σχέση με την Ευρώπη. Το γιουγκοσλαβικό σύστημα έκανε διάκριση ανάμεσα στα « ιδρυτικά έθνη » της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας και των ομόσπονδων δημοκρατιών της -Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Μακεδόνες, Μαυροβούνιοι και, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, Μουσουλμάνοι, με την εθνική έννοια των Μουσουλμάνων της Βοσνίας και του Σαντζάκ του Νόβι Παζάρ- και τις εθνικές μειονότητες ή εθνότητες, που δεν είχαν « εθνική εστία » σε μία από τις ομόσπονδες δημοκρατίες. Οι αλλογενείς λαοί -δηλαδή, όσες εθνότητες διέθεταν ένα κράτος αναφοράς εκτός Γιουγκοσλαβίας- θεωρούνταν, επίσης, « εθνικές μειονότητες », ανεξάρτητα από την αριθμητική τους σημασία, είτε επρόκειτο για τους Ιταλούς της Ίστριας είτε για τους Ούγγρους της Βοϊβοδίνας είτε για τους Αλβανούς. Ο ορισμός του όρου « μειονότητα » ήταν, λοιπόν, καθαρά νομικός και όχι δημογραφικός. Μέσα σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές -πόλη, επαρχία-, η μία ή η άλλη μειονότητα θα μπορούσε να αποτελεί δημογραφικά την πλειοψηφία, χωρίς αυτό να επηρεάζει το καθεστώς της.

Έτσι, οι Αλβανοί του Κοσόβου διαμαρτύρονταν για το καθεστώς τους ως μειονότητας, λόγω της συντριπτικής πλειοψηφίας τους στο εσωτερικό της αυτόνομης επαρχίας του Κοσόβου, αποτελούσαν, ωστόσο, σίγουρα μειοψηφία στο επίπεδο της Δημοκρατίας της Σερβίας, τμήμα της οποίας αποτελούσε το Κόσοβο. Μετά την εγκαθίδρυση διεθνούς προτεκτοράτου στο Κόσοβο, ήρθε η σειρά των Σέρβων να απορρίψουν κατηγορηματικά τον χαρακτηρισμό τους ως μειονότητας. Εκτός από το πρόβλημα της κλίμακας -ποια να υιοθετηθεί ; Το Κόσοβο, όπως θέλουν οι Αλβανοί ; Η Σερβία ή η Γιουγκοσλαβία, όπως επιθυμούν οι Σέρβοι ;-, η λέξη « μειονότητα » ηχεί άσχημα στα αφτιά των Βαλκάνιων, παρ’ όλες τις υποσχέσεις για διεθνείς εγγυήσεις. Οι μειονότητες δεν θα απολάμβαναν παρά δικαιώματα που θα τους έχουν « παραχωρηθεί » από την πλειοψηφία και θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να καταργηθούν. Έτσι, η έννοια της μειονότητας γίνεται αντιληπτή ως συνέχεια του « μιλετιού », της προστατευόμενης θρησκευτικής κοινότητας στην οθωμανική εποχή. Επιπλέον, οι μειονότητες δεν διαθέτουν κρατική νομιμοποίηση. Αντίθετα, ο στόχος όλων των εθνικισμών στα Βαλκάνια συνίσταται στη δημιουργία ή την υπεράσπιση ενός κράτους, που ορίζεται με « εθνικά » ή « εθνοτικά » κριτήρια, δηλαδή του οποίου η νομιμοποίηση θα βασίζεται σε ένα αίσθημα του λαού του ότι ανήκει σε μια κοινή γεωγραφική, πολιτική και πολιτιστική οντότητα. Τι είναι, όμως, ένα έθνος, τι είναι ένας λαός, στα Βαλκάνια ; Τα κοινά αναγνωρισμένα « αντικειμενικά » κριτήρια -η γλώσσα, η θρησκευτική ένταξη, κ.τ.λ.- περιπλέκονται σε διαρκώς μεταβαλλόμενους συνδυασμούς. Εάν οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αντιπροσωπεύουν την εμφανέστερη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των ορθόδοξων Σέρβων και των καθολικών Κροατών, οι Αλβανοί, αντίθετα, αποτελούν έναν και μόνο λαό, που περιλαμβάνει μουσουλμάνους, ορθόδοξους και καθολικούς.

Είναι σημαντικό να ανατρέξει κανείς στο οθωμανικό παρελθόν. Η Υψηλή Πύλη δεν αναγνώριζε την ύπαρξη εθνικών ομάδων, παρά μόνο θρησκευτικών ομάδων, οι οποίες βρίσκονταν « υπό την προστασία » του σουλτάνου και διέθεταν δομές αυτοδιοίκησης στο πλαίσιο κάθε μιλετιού. Τα σύγχρονα έθνη έχουν συγκροτηθεί σε μια τέτοια βάση. Η θρησκευτική αγκύρωση των κοινοτήτων εξηγεί τον εθνικό ρόλο των ορθόδοξων εκκλησιών. Ωστόσο, η εθνοκεντρική παρέκκλιση των ορθόδοξων εκκλησιών καταδικάστηκε ως εθνοφυλετική αίρεση από την ορθόδοξη θεολογία στη δεύτερη σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, το 1872 [9]. Μπορούσαν τα οθωμανικά μιλέτια να θεωρηθούν πρώιμες εθνικές δομές ; Για πολλούς αιώνες, οι πληθυσμοί των Βαλκανίων έζησαν σε ετερόκλητες κοινωνίες και η ταυτότητα κάθε ανθρώπου προσδιοριζόταν από ένα φάσμα ποικίλων παραμέτρων. Η θρησκευτική πίστη ήταν παντού ένα σημαντικό κριτήριο, καθώς, επίσης, και η κοινωνική ή η επαγγελματική θέση. Οι γλώσσες που χρησιμοποιούνταν ήταν πολλές : σε μια λατρευτή γλώσσα, τα αραβικά για τους μουσουλμάνους, τα ελληνικά ή τα σλάβικα για τους ορθόδοξους, έρχονταν να προστεθούν η γλώσσα της διοίκησης, τα τουρκικά, μία ή περισσότερες γλώσσες του εμπορίου, συνήθως τα ελληνικά, και, τέλος, η μητρική γλώσσα, που συχνά διέφερε από τη μια πόλη ή περιοχή στην άλλη. Σε αυτή την πολυγλωσσία επιτέθηκαν ευθέως οι σύγχρονοι εθνικισμοί, οι οποίοι κωδικοποίησαν και επέβαλαν τη χρήση γλωσσών που έγιναν εθνικές.

Σε γενικές γραμμές, το φάσμα διαφορετικών ταυτοτήτων συρρικνώθηκε στο μέτρο που αναδύθηκαν οι σύγχρονοι εθνικισμοί, φορείς ενός σχεδίου κρατικής συγκρότησης και εδαφικών διεκδικήσεων. Τα νέα κράτη, των οποίων οι ελίτ συχνά σχηματίζονται στο Παρίσι, τη Βιέννη ή το Βερολίνο, θα χρησιμοποιήσουν συνειδητά ως πρότυπο τα δυτικά έθνη-κράτη, υιοθετώντας έναν ορισμό του έθνους με στενά εθνοτικά κριτήρια, που προϋποθέτει κοινότητα κοινών θρησκευτικών πεποιθήσεων και την ομογενοποίηση της γλώσσας σε εθνική κλίμακα. Αυτά τα νεοπαγή κράτη, λοιπόν, θα δημιουργήσουν με το ζόρι έθνη, θα περιορίσουν το πολύπλοκο φάσμα της ταυτότητας σε μερικές μόνο παραμέτρους που θα προσδιορίζουν την « εθνική ταυτότητα ». Έτσι, οι πληθυσμοί που δεν συμμορφώνονται με το νέο μοντέλο, συνήθως οι μουσουλμάνοι, εξαιτίας της θρησκευτικής τους διαφορετικότητας, μετατρέπονται σε εθνικές μειονότητες.

Η εμφάνιση των εθνικών μειονοτήτων είναι άμεση συνέπεια της ανάδυσης των εθνών-κρατών : όταν η πολιτική νομιμοποίηση του κράτους δεν θεμελιώνεται σε εθνοτικά-εθνικά κριτήρια, η έννοια της « εθνικής μειονότητας » δεν έχει νόημα. Επιπλέον, τα σύνορα των κρατών δεν είναι δυνατό να περικλείουν όλους τους πληθυσμούς των σε μεγάλο βαθμό εξιδανικευμένων νέων εθνών, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται μειονότητες και στις δύο πλευρές των συνόρων. Επομένως, όλοι οι πόλεμοι που ξέσπασαν στα Βαλκάνια εδώ και ενάμιση αιώνα -από την κρίση της Ανατολής το 1878 μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, τους δύο παγκόσμιους πολέμους και τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους του 1991-2001- μπορούν να οριστούν ως προσπάθειες αντιστοίχισης των κρατικών συνόρων στα φαντασιακά εδαφικά δικαιώματα κάθε έθνους, που αντανακλώνται κυρίως στις μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις της Μεγάλης Σερβίας, της Μεγάλης Αλβανίας ή της Μεγάλης Βουλγαρίας.

Άλλωστε, οι εθνικιστές πάντοτε προτιμούν τέτοια σύνορα από τα λεγόμενα φυσικά σύνορα και κάνουν λόγο, για παράδειγμα, για « εθνική Αλβανία » και όχι για Μεγάλη Αλβανία, ξεχνώντας ότι, τα συγκεκριμένα εδάφη, οι Αλβανοί τα μοιράζονται εδώ και αιώνες με άλλες κοινότητες. Στην πραγματικότητα, τα Βαλκάνια αποδεικνύονται πολύ μικρά για να ικανοποιήσουν όλες τις αντικρουόμενες εδαφικές-κρατικές διεκδικήσεις, γεγονός που οδήγησε σε τρομερούς πολέμους, την ίδια στιγμή που οι διαφορετικές ταυτότητες κυνηγήθηκαν ανελέητα στο πλαίσιο του νέου εθνικού μοντέλου. Ωστόσο, θα ήταν δυνατό να υπάρξουν και άλλα μοντέλα, εκτός από τον κρατικό και επεκτατικό εθνικισμό. Η γεωγραφική τους διασπορά εμπόδισε τους Βλάχους (Αρουμούνους) να προβάλλουν οποιεσδήποτε εδαφικές διεκδικήσεις. Στη Μακεδονία, στα τέλη του 19ου αιώνα, ζούσαν από 69.600 (σύμφωνα με τις σερβικές στατιστικές του 1889) ώς 80.700 Βλάχοι (σύμφωνα με τις βουλγαρικές στατιστικές του 1900), μόνο, όμως, 25.100 Βλάχοι, σύμφωνα με τις ελληνικές στατιστικές του 1904 [10].

Οπωσδήποτε, οι Έλληνες είχαν μετρήσει πολλούς Βλάχους για δικούς τους, την ίδια στιγμή που Σέρβοι και Βούλγαροι είχαν προφανές στρατηγικό συμφέρον να παρουσιάζουν περιορισμένο το ελληνικό στοιχείο στη Μακεδονία. Στην αχανή και ακόμη οθωμανική Μακεδονία, οι διάφοροι χριστιανικοί λαοί είχαν εμπλακεί σε έναν ανελέητο πόλεμο για τον επηρεασμό της εθνικής ταυτότητας των πληθυσμών. Το σχολείο και οι ιερείς -Σέρβοι, Έλληνες και Βούλγαροι- συχνά θα καθόριζαν τη ρευστή ακόμη ταυτότητα των πληθυσμών και οι κυβερνήσεις του Βελιγραδίου, της Σόφιας και της Αθήνας χρησιμοποιούσαν όλα τα μέσα για να υποστηρίξουν τη δική τους πλευρά. Ο διαμοιρασμός της Μακεδονίας, που επικυρώθηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου, το 1913, είχε ήδη αρχίσει να διαγράφεται. Το οθωμανικό μοντέλο ήταν, στην ουσία του, αυτοκρατορικό. Το πανίσχυρο κέντρο της εξουσίας εγγυάται τις κοινωνικές ισορροπίες. Αντίθετα, ο εθνικισμός εμφανίζεται σαν φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με την πολιτική δημοκρατία. Μάλιστα, πρόκειται για το ιδρυτικό στοιχείο της πολιτικής δημοκρατίας, αφού το πρώτο μέλημα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων είναι ο προσδιορισμός του πλαισίου αναφοράς μέσα στο οποίο θα λειτουργήσει η δημοκρατία.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Σερβία, της οποίας το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα χρονολογείται από την εξέγερση του 1804 και στην οποία παραχωρείται αυτονομία από το 1830, μπορεί να υπερηφανεύεται πως είναι μία από τις παλαιότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της περιοχής. Στη Σερβία, η δημιουργία εθνικού κράτους, το οποίο αναφέρεται ρητά στο γαλλικό πρότυπο, και η πολιτική δημοκρατία προχωράνε μαζί, αποτελώντας τις δύο κύριες όψεις του πολιτικού εκσυγχρονισμού. Η γιουγκοσλαβική ομοσπονδιακή κουλτούρα κληρονόμησε πολλά στοιχεία από την αυτοκρατορική παράδοση, αναμεμειγμένα με επιρροές από την αυστρο-μαρξιστική θεωρία των εθνικοτήτων, η οποία προσπαθεί να αποσυνδέσει την ταυτότητα του ατόμου από την εδαφική ένταξη [11]. Στο τιτοϊκό μοντέλο, η υπακοή των κοινοτήτων στο καθεστώς εξασφαλιζόταν με αντάλλαγμα κάποιες πραγματικές εγγυήσεις προστασίας. Για δέκα χρόνια, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς κατόρθωσε να διατηρεί τις εσωτερικές ισορροπίες στη Σερβία, στηριζόμενος σε αυτή την παλαιά συνταγή νομιμοποίησης, υποδαυλίζοντας, ταυτόχρονα, έξω από τα σύνορα της Σερβίας τον σερβικό εθνικισμό. Έτσι, και χωρίς να πρόκειται για το μεγαλύτερο παράδοξο των γιουγκοσλαβικών πολέμων, η Σερβία αποτελεί μία από τις πλέον πολυεθνικές χώρες των Βαλκανίων, με την κοινότητα των μουσουλμάνων Βόσνιων στο Σαντζάκ του Νόβι Πάζαρ, τον σημαντικό πληθυσμό των Τσιγγάνων, που είναι διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα και, κυρίως, το μωσαϊκό εθνικοτήτων της Βοϊβοδίνας.

Στη Βοϊβοδίνα, παρά τα κάποια μεμονωμένα περιστατικά βίας που αποδίδονται ευθέως στους σέρβους εξτρεμιστές του Βόισλαβ Σέσελι, η συνύπαρξη μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων κατάφερε να αντέξει, κυρίως επειδή η κεντρική εξουσία δεν επιθυμούσε το διαμελισμό της περιοχής, που αποτελεί τον αγροτικό και οικονομικό πνεύμονα της Σερβίας. Το παράδειγμα της Βοϊβοδίνας αποδεικνύει ότι οι πόλεμοι μεταξύ εθνοτήτων δεν είναι αναπόφευκτοι, καθώς και ότι μια ετερόκλητη κοινωνία δεν είναι εξορισμού πιο εύθραυστη από μια μονοεθνική κοινωνία : η προσφυγή στον πόλεμο είναι αποτέλεσμα της σχέσης που διατηρεί η κεντρική εξουσία με τις διάφορες κοινότητες. Στις πολυεθνικές κοινωνίες, πάντως, ο πολυκομματισμός καταλήγει πολύ συχνά στην εθνικοποίηση του πολιτικού παιχνιδιού. Η Βοσνία αποτελεί κλασικό παράδειγμα του φαινομένου αυτού. Στις πολυκομματικές εκλογές του 1990, τα τρία εθνικιστικά κόμματα, το Κόμμα Δημοκρατικής Δράσης (SDA, Μουσουλμάνοι), το Σερβικό Δημοκρατικό Κόμμα (SDS) και η Κροατική Δημοκρατική Ενωση (HDZ), απέσπασαν ποσοστά ανάλογα με το πληθυσμιακό μερίδιο των εθνοτικών ομάδων που εκπροσωπούσαν, ακόμη κι αν περίπου το ένα τρίτο των ψηφοφόρων επέλεξε μη εθνικά κόμματα [12]. Από τότε, κανένα πολιτικό εγχείρημα δεν κατόρθωσε να υπερβεί τα εθνοτικά εμπόδια. Το τιτοϊκό μοντέλο προστασίας των ταυτοτήτων διαλύθηκε μαζί με τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Τα κράτη που τη διαδέχθηκαν επιδιώκουν να αντλήσουν όλη τους τη νομιμοποίηση από τον εθνικό τους χαρακτήρα. Το εγχείρημα στέφθηκε από σχεδόν απόλυτη επιτυχία στην περίπτωση της Κροατίας, με τίμημα τη φυγή του μεγαλύτερου μέρους του σερβικού πληθυσμού της [13].

Στην ΠΓΔΜ, η βούληση να θεμελιωθεί η νομιμοποίηση του κράτους μέσω μιας εθνικής-εθνοτικής προσέγγισης δεν οδήγησε τη χώρα σε εμφύλια σύρραξη. Στη Σερβία, η δημοκρατική « επανάσταση » του Οκτωβρίου του 2000 επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της συγκρότησης της Σερβίας σε έθνος-κράτος. Μια ενδεχόμενη διάσπαση της ένωσης Σερβίας-Μαυροβουνίου, του τελευταίου προπυργίου της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, θα οδηγούσε τη Σερβία να γίνει ανεξάρτητη. Η ανεξαρτησία θα ωθούσε, άραγε, τη Σερβία να αυτοπροσδιοριστεί ως μονοεθνικό κράτος ή ως πολυεθνική κοινωνία ; Και, γενικότερα, τα βαλκανικά κράτη θα κατορθώσουν να θεμελιώσουν την πολιτική τους νομιμοποίηση σε μη εθνικές-εθνοτικές βάσεις [14] ; Είναι ζωτικής σημασίας να εγκαταλειφθεί η προσέγγιση που παρουσιάζει το εθνικό κράτος ως το μοναδικό βιώσιμο πολιτικό πλαίσιο και λαμβάνει ως δεδομένο ότι η συγκρότηση ενός τέτοιου κράτους είναι εγγεγραμμένη σε ένα είδος καθολικού νόμου ανάπτυξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Εάν κάτι τέτοιο δεν συμβεί, μάλλον θα είναι δύσκολο να αποφευχθούν νέες εδαφικές αναμετρήσεις και οι « μικροί λαοί », οι μειονότητες που έχουν περιθωριοποιηθεί λόγω της σύγκρουσης των εθνικισμών, για μια ακόμη φορά, θα πληρώσουν ακριβά τις συγκρούσεις.

Notes

[1] Alain Finkielkraut, « Comment peut-on être croate ? », Gallimard, Παρίσι, 1992.

[2] Βλ. « Les Conflits yougoslaves de Α a Ζ », L’Atelier, Παρίσι, 2000.

[3] Βλ. Michel Roux, « Le Kosovo. Dix clés pour comprendre », La Découverte, Παρίσι, 1999.

[4] Πρόκειται για μια ομάδα κοντινή στους Τσιγγάνους, η οποία εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα στις στατιστικές εθνικότητας.

[5] Βλ. Stanislav Milojkovic, « De l’enseignement des langues au Kosovo ».

[6] Οι Γκοράντσι του Κοσσυφοπεδίου και οι Τορμπές της ΠΓΔΜ συγγενεύουν πολύ με τους Πομάκους της Ελλάδας και της Βουλγαρίας.

[7] Οι Βλάχοι ή Τσιντσάροι ή Αρουμούνοι (Αρμάν, στα βλάχικα) είναι λαός με λατινογενή γλώσσα, συγγενική με τα ρουμανικά.

[8] Σύμφωνα με την απογραφή του 1994 – τα οριστικά στοιχεία της απογραφής του 2002 δεν είναι ακόμη γνωστά.

[9] Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αντιδρά με τον τρόπο αυτό στην αναγνώριση της εκκλησιαστικής αυτονομίας της βουλγαρικής εκκλησίας, η οποία αναγνωρίστηκε με τη μορφή « Εξαρχίας » με αυτοκρατορικό φιρμάνι του 1870.

[10] Βλ. Georges Castellan, « Histoire des Balkans, XIVe-XIXe siècle », Fayard, Παρίσι, 1991.

[11] Βλ. Otto Bauer, « La Social-Démocratie et la question des nationalités », Παρίσι-Μόντρεαλ, 1989.

[12] Βλ. Xavier Bougarel, « Anatomie d’une poudrière », La Decouverte, Παρίσι, 1996.

[13] Βλ. Diane Masson, « L’Utilisation de la guerre dans la construction des systèmes politiques en Serbie et en Croatie, 1989-1995 », L’ Harmattan, Παρίσι, 2002.

[14] Βλ. Jean-Francois Gossiaux, « Pouvoirs ethniques dans les Balkans », PUF, Παρίσι, 2002.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://eleftheriako-giro-giro.espivblogs.net/2017/05/10/%ce%bf%ce%b9-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%bf%ce%af-%ce%bb%ce%b1%ce%bf%ce%af-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b2%ce%b1%ce%bb%ce%ba%ce%b1%ce%bd%ce%af%cf%89%ce%bd/

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.