Για την κυπριακή εναλλακτική
Αναρχική προσέγγιση του κυπριακού ζητήματος
Αναρχική πολεμική κατά της διζωνικής νομενκλατούρας και της «κινηματικής» της ουράς
«Φοβούμαι να μιλάω μ’ επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δικαιωματικά διαθέτει…» Οδυσσέας Ελύτης
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ ΙΙΙ, Ο Μικρός Ναυτίλος
έκδοση «ελευθεριακό γυρολόι»
———————————————————
Ένα κεράκι για το Σταύρο Κούβαρη
-Δείτε πως στης Κρήτης τα βουνά και στις μαδάρες ποιοι πορεύονταν.
-Ήτανε δυο δέντρα με ποδάρια, μες στα αγκάθια που ονειρεύονταν.
-Μάθατε τι εγίνηκε στου Πάρνωνα τα μέρη ποιον σταυρώσανε;
-Πάνω σε μια πόρτα, για να μπει στον άλλο κόσμο, τον καρφώσανε.
-Δείτε στων Τρικάλων την πλατεία, ποια κεφάλια τα κρεμάσανε.
-Κρέμονται ακόμα διακονιάρικες ιδέες, που δεν χάσανε.
Κάθομαι, σκυλιάζω, αναμετρώ αλήθειες, ψέματα, παραβολές.
Μες στου χρόνου τ’ άσωτο το σώμα, μες στη σκόνη, μες στις προσβολές.
Σε θυμάμαι να ‘σαι της μικρής μας ιστορίας προβοκάτορας.
Να σαρκάζεις, να γελάς στις πέτρες, στο γεφύρι πρωτομάστορας.
———————————————————————-
«…δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη».
Γιώργος Σεφέρης, «Ελένη», Ποιήματα,
«Ναι ρε, Ομοσπονδία» διατυμπανίζει στους τοίχους της Λευκωσίας η κινηματική ουρά του επίσημου πολιτικού συστήματος στην Κύπρο. Μετά το απορίας άξιον της διαπίστωσης πως ο antifa-αντιεξουσιαστικός-αναρχικός χώρος της Κύπρου υποστηρίζει το σχέδιο της ιμπεριαλιστικής διχοτόμησης του νησιού, μετά το απορίας άξιον της μονολιθικής προώθησης του «ΝΑΙ στη ΔΔΟ» από αναρχικές ομάδες και συγκροτήσεις στην Ελλάδα που συν-εκδηλώνονται με την πιο ξετσίπωτη «λύση», φαίνεται πως ήρθε ο χρόνος έστω και πολύ αργά για να δοθούν απαντήσεις. Αυτό επιχειρεί με λάθη, ελλείψεις, επαναλήψεις και στο πόδι γραμμένη, μπροσούρα. Το γεγονός ότι δεν φέρει υπογραφή συλλογικών ζυμώσεων δείχνει και την αμηχανία του «χώρου» απέναντι στα εθνικά ζητήματα, ζητήματα που στην καλύτερη των περιπτώσεων προσπερνιόνται με μια διεθνιστική φρασεολογία. Αμηχανία που αδυνατεί να ξεπεραστεί ύστερα από την ανιστόρητη δημιουργία φιλολογίας περί σύγκρουσης των δυο εθνικισμών και η οποία ακροβατεί μέχρι και στη διατύπωση για την «ιμπεριαλιστική περικύκλωση» της Τουρκίας. Ο αλλοεθνικισμός, η υποστήριξη δηλαδή της άλλης πλευράς και μάλιστα της πλέον επεκτατικής αναδύεται ως ένα επικίνδυνο φαινόμενο που συντάσσει την προοδευτική αντίληψη με τον ιμπεριαλισμό.
Η διάψευση όμως δεν έρχεται ούτε από την ιστορία, ούτε από την λογική, ούτε από την αναρχική αντίληψη που οφείλει να εναντιώνεται στο κράτος και μάλιστα σε ένα ρατσιστικό κράτος που θα χωρίζει, αν εφαρμοστεί η ΔΔΟ, δυο εθνότητες που ζούσαν για αιώνες μαζί. Έρχεται από την πραγματικότητα της νεο-οθωμανικής Τουρκίας που επιμένει να διατηρεί τον πολυπληθή στρατό της στα κατεχόμενα, που επιμένει να νομιμοποιεί την παράνομη κατάληψη σπιτιών των Ε/Κ προσφύγων, που επιμένει στη διχοτόμηση του νησιού μέσω της ΔΔΟ απειλώντας με ενσωμάτωση των κατεχομένων, που επιμένει να γιορτάζει την επέτειο της εισβολής ή την επέτειο του μακελλειού στην Τηλλυρία, που επιμένει να αναθεωρεί τις διεθνείς συνθήκες αμφισβητώντας την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, που επιμένει να κατέχει μέρος του Κουρδιστάν και να πλημμυρίζει στο αίμα την ΝΑ της πλευρά, που επιμένει να στέλνει στο Αιγαίο τα πολεμικά της αεροπλάνα, που επιμένει να διεκδικεί την τουρκοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, που να εισβάλει στο κουρδικό Άφριν της Συρίας, που επιμένει στην επιβολή μιας ισλαμοφασιστικής κουλτούρας στην καθημερινότητα, που επιμένει σε ένα αυταρχικό καθεστώς διώξεων κάθε αντίθετης άποψης με αυτήν του σουλτάνου Ερντογάν. Αυτή είναι μέσες-άκρες η αδήριτη πραγματικότητα που προσγειώνει όλες τις ιδεοληψίες και παραθεωρήσεις.
Απέναντι στην ίδια την πραγματικότητα που διαρκώς επιβεβαιώνεται από την τουρκική πλευρά έχει καθιερωθεί η επίσημη γραμμή της διζωνικής: όποιος δεν είναι με τη ΔΔΟ είναι εθνικιστής, είναι φασίστας. Η έλλειψη επιχειρηματολογίας, ή έλλειψη συζήτησης, η έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας συναντά την στοχευμένη μεθόδευση ανθρώπων που από το παρελθόν έπαιξαν ρόλους για τη διάσπαση της εναλλακτικής κοινότητας στην Κύπρο. Η προ 25ετίας έκδοση του περιοδικού «Το τρένο» που διατύπωσε για πρώτη φορά το «κι αν δεν υπήρχε Ομοσπονδία θα έπρεπε να την εφεύρουμε» και που ο εκδότης του βρήκε τη θέση του σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο αλλά και σε χρηματοδοτούμενο ινστιτούτο έθεσε το θεμέλιο λίθο των νέων σημασιών σε κινηματικό επίπεδο. Η στοχοποίηση των εκδόσεων «Αιγαίο», της εφημερίδας «Ένωσις» ως μιας εθνικιστικής σύμπραξης με τον ελλαδικό «εθνικισμό» ήταν η αρχή για να πληχθεί αυτό το πατριωτικό τμήμα της εναλλακτικής κοινότητας. Η συνέχεια είχε κι άλλους που πρωταγωνίστησαν με την ίδια ακριβώς τακτική, την περίοδο του δημοψηφίσματος επί του σχεδίου Ανάν, οι οποίοι ξεκίνησαν τον ίδιο ακριβώς πόλεμο στη σημερινή συντακτική ομάδα του cyprus indymedia. «Ο αντι-ομοσπονδιακός λόγος δεν μπορεί παρά να είναι εθνικιστικός» διατείνονται κηλιδώνοντας κάθε υποψία αντίστασης στη διζωνική νομιμοποίηση της εισβολής, της κατοχής και του εποικισμού. Οι ίδιοι και οι επίγονοί τους πλέον, με την κατηγορία του «φασίστα» εξαπολύουν κυνηγητό κάθε άποψης που εναντιώνεται στη διζωνική: απ’ το cyprus.indymedia μέχρι το εναλλακτικό «γαλατικό χωριό» κι από το ΚΙΝ.ΑΜΕ μέχρι και την αναρχική-κομμουνιστική συλλογικότητα bandiera, η εναντίωση στη ΔΔΟ συνιστά εθνικισμό. Απέναντι σε αυτόν το εσμό που κανοναρχείται από ειδήμονες του δήθεν ταξικού αγώνα σε μια μελλοντική ΔΔΟ και φυτρώνει σε ένα «χρήσιμο» έδαφος οπαδών που με αντιφασιστικό φερετζέ καλύπτουν τη συναίνεσή τους στο σχέδιο διχοτόμησης της Κύπρου, απέναντι στο τέχνασμα μιας νέας εθνικής ταυτότητας, της «κυπριακής» που απέτυχε να δημιουργήσει η αγγλική αποικιοκρατία και εκ νέου επιδιώκεται, ένα τείχος πρέπει να ορθωθεί και ένας δρόμος πρέπει να ανοιχτεί περπατώντας τον. Ένα τείχος αντίστασης στο νέο σχέδιο διχοτόμησης της Κύπρου και ένας δρόμος που θα περπατήσουμε σ’ αυτόν τον πολύπαθο χώρο της Μέσης Ανατολής. Η ευτυχής πανουργία της ιστορίας που επαναφέρει την αναρχική πράξη-χωρίς αναρχικούς, στα κουρδικά εδάφη της Συρίας και της Τουρκίας, δίπλα μας σχεδόν, μας δίνει δυνάμεις για να συνεχίσουμε να ωθούμε τη δημοκρατική αυτονομία και το συνομοσπονδισμό ως μια ικανή συνθήκη ειρήνευσης και ευημερίας. Απ’ την άλλη, η τραγική συνάφεια τριών κατοχών: στο έδαφος του Κουρδιστάν, της Παλαιστίνης και της Κύπρου κάνει τη Μέση Ανατολή ένα κοινό χώρο αγώνα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη.
Έτσι, σκόρπια κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο αθηναϊκό ιντιμέντια, διορθωμένα από τα βιαστικά σαρδάμ και ασάφειες, κάπως επεξεργασμένα και συμπληρωμένα, αναδημοσιεύονται σε αυτήν τη μπροσούρα που δεν καλύπτει κάποιο κενό. Το κενό που υπάρχει θα ξεκινήσει να καλύπτεται από την ειλικρινή και σοβαρή προσπάθεια διαλόγου για τα εθνικά ζητήματα μέσα στον ίδιο τον αναρχικό-ελευθεριακό χώρο, από ανθρώπους που προβληματίζονται για την ιδεολογική ένδεια και ανυπαρξία εναλλακτικής πρότασης ασφυκτιώντας από την παρακμή στην οποία έχει ο ίδιος περιπέσει. Αυτήν την αγωνία έρχεται να υποστηρίξει αυτή η έκδοση. Ματαίως; Θα δείξει.
Γιώργος Κυριακού
pikosapikos12@yahoo.gr
Χειμώνας 2017-18
Το κυπριακό στη μεταπολίτευση (athens indymedia 19/07/2015)
Η παρούσα, αποτελεί τμήμα μιας ανολοκλήρωτης εργασίας σχετικής με το κυπριακό ζήτημα, ενταγμένης σε μια γενική με θέμα την ελλαδική μεταπολίτευση. Παρουσιάστηκε σε μικρό κύκλο το φθινόπωρο του 2013 ως τμήμα αναζήτησης μιας, διαλυμένης σήμερα, «ομάδας για την Ιστορία» στο (πρώην) «ευτοπικό εργαστήρι», στον Κεραμικό.
Η ανάληψη του του θέματος για το κυπριακό ζήτημα κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης και του πολύπλευρου ρόλου του –τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς- τονίζει γενικά το ρόλο των εθνικών ζητημάτων, ζητημάτων απότοκων της αποικιοκρατίας και του Ανατολικού Ζητήματος. Τα εθνικά ζητήματα εντάσσονται στο ευρύτερο κοινωνικό ζήτημα των ανισοτήτων, της καταπίεσης-εκμετάλλευσης ανθρώπου σε άνθρωπο και της καταστροφής της Φύσης. Μια σύγχρονη ολοκληρωμένη αντίληψη για την κοινωνική επανάσταση που εργάζεται για την υπέρβαση των πολιτικών, ταξικών και κοινωνικών ανισοτήτων, οφείλει να συμπεριλάβει στο αναλυτικό της πεδίο τον αγώνα εναντίον των εξαρτήσεων ή κατοχών από τις υπερπόντιες ή τοπικές ηγεμονίες, τον αγώνα ενάντια στη σύγχρονη αποικιοκρατία. Η εθνική ολοκλήρωση ή λύτρωση των καταπιεσμένων εθνών είναι θεμέλιο για μια διεθνή επανάσταση, εφόσον κατανοηθεί πληρέστερα ο ρόλος της αποικιοκρατίας και εμπεριστατωθεί ένα νέο νόημα της απελευθέρωσης με στόχο την οριζόντια οργάνωση και τη συνομόσπονδη δικτύωση των λαών.
Η αναγνώριση του εθνικού αυτοκαθορισμού για όλους τους λαούς της γης είναι απαραίτητος όρος για τη συνεργασία τους αφού υπάρχουν άλυτα ζητήματα που προέκυψαν και συνεχίζουν να προκύπτουν από κάθε λογής επεκτατισμούς μέχρι και σήμερα. Το ίδιο το έθνος-κράτος αυτή την εποχή τείνει να ξεπερνιέται από τους διεθνείς οργανισμούς που συγκροτούνται σε νέες αυτοκρατορίες ή συμμαχίες στο πλαίσιο της επέκτασης του καπιταλισμού και από την άλλη, γίνεται έρμαιο μιας αντίρροπης τάσης τυχοδιωκτών, εθνικιστών που επενδύουν στα εθνικά δίκαια. Αυτά αποτελούν το βασικό υλικό χειρισμού από την πλευρά της κρατικής γραφειοκρατίας και της αγοράς υπό το βάρος και την οδύνη μιας επίπλαστης σταθερότητας γεωπολιτικών συσχετισμών που –τι ειρωνεία- αλλάζουν. Οι υπαρκτοί εθνικοί ανταγωνισμοί κάτω από το βάρος της γλώσσας, της θρησκείας, της ιστορίας και της γεωγραφίας που αποτελούν τους βασικούς πυλώνες του έθνους-κράτους θα δημιουργούν τέρατα και νέους πολέμους.
Το Κυπριακό ζήτημα είναι κατά το Ν. Ψυρούκη «η συμπυκνωμένη έκφραση του προβλήματος της ξενοκρατίας σ’ ολόκληρο τον ελληνικό εθνικό χώρο» και αποτελεί ένα από τα κομβικά σημεία της διεθνοποιημένης αγοράς και των επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας. Αντίστοιχα, στην Ασία, στην Αφρική, στην Νότια Αμερική και στη Βαλκανική χερσόνησο, το εθνικό ζήτημα δίπλα στα προαναφερόμενα των ταξικών, πολιτικών και κοινωνικών ανισοτήτων είναι αδιαπραγμάτευτα ισχυρό λόγω των εφαρμογών συμφωνιών που αδικούσαν πολλαπλώς το σύνολο των χωρών της περιφέρειας. Επομένως ο «πόλεμος στον πόλεμο των αφεντικών» και η διεθνιστική αλληλεγγύη ως «όπλο των λαών» οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν την απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών, είτε αυτή η καταπίεση αφορά την οικονομική εξάρτηση, την πολιτισμική διείσδυση και εν τέλει αλλοτρίωση, τις πολιτικές επεμβάσεις και τέλος την ωμή στρατιωτική επέμβαση που είναι ο ιστορικός τρόπος επιβολής με τις ευλογίες των ντόπιων κατεστημένων. Τα εθνικά ζητήματα είτε θα βρεθούν στα χέρια μιας αντιδραστικής και αντεπαναστατικής δυναμικής αποτελώντας την πρωταρχική μαγιά ενός σύγχρονου εθνικισμού και θρησκευτικού ολοκληρωτισμού σε ένα λαβυρινθώδες τοπίο πολέμων και προσφυγιάς ή θα τεθούν αδιάσπαστα μέσα στην συνολική ελευθεριακή διεργασία αναδεικνύοντας σημαντικά πεδία ανάλυσης και πρακτικής.
Η Κύπρος, ιστορικό και αλύτρωτο τμήμα του ελληνισμού, πεδίο επεκτατικών εφαρμογών από μέρους του διεθνούς ιμπεριαλισμού και του γειτονικού επεκτατισμού είναι εκτεθειμένη σε δυνάμεις οι οποίες υπερτονίζοντας το εθνικό ζήτημα το αποκόπτουν από τις ρίζες μιας συνολικής οικουμενικής απελευθέρωσης, οδηγώντας το στην γεωπολιτική διαπραγμάτευση και υποτέλεια ή στον εθνικισμό και την μετεξέλιξη του εθνοκράτους. Χρέος είναι, η εξέταση του κυπριακού ζητήματος υπό το πρίσμα της παγκόσμιας ανάλυσης της αποικιοκρατίας και των αποτελεσμάτων της, ειδικά την περίοδο της ελλαδικής μεταπολίτευσης όταν επιγραμματικά μέσω της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου επιχειρείται η εκ νέου επέλαση της αποικιοκρατίας και της νεο-οθωμανικής Τουρκίας. Το κυπριακό ζήτημα περισσότερο από κάθε άλλο «καθ’ ημάς» ζήτημα, υπογραμμίζει:
1)το αδιέξοδο των εφαρμογών της εθνοκρατικής ολοκλήρωσης από πλευράς ενός υποδουλωμένου έθνους όπως, ιστορικά, το ελληνικό: το κράτος ως πολιτικογεωγραφικός προσδιορισμός καταστρέφει ριζικά κάθε δυνατότητα αυτορρύθμισης και συνεργασίας εφόσον α)αποτελεί τον τοποτηρητή συστημάτων οικονομικής ανισότητας της καπιταλιστικής περιφέρειας και των κληρονομημένων κοινωνικών διακρίσεων β)προσαρτά βίαια κοινότητες που διαφέρουν τα χαρακτηριστικά τους από το κυρίαρχο πρότυπο, γ)εκδιώκει κοινότητες από τον ιστορικό τους τόπο, δ)απομακρύνει κάθε δυνατότητα συνεργασιών και γεφύρωσης των εθνικών-θρησκευτικών-πολιτισμικών διαφορών. Έτσι, ενώ είναι ιστορικά ταυτόσημο με την διάλυση ενός αποικιοκρατικού/δεσποτικού πολιτικού συστήματος, το εθνοκράτος το υποκαθιστά μέσω της αποδοχής μετάβασης των λειτουργιών του σε μια νέα ιεραρχία στην πλέον φαεινή εκδοχή του αστικού κοινοβουλευτισμού ή άλλων πολιτικών εκδοχών.
2)το αδιέξοδο της καταστροφικής διευθέτησης από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού: οι λύσεις από πλευράς μεγάλων δυνάμεων είναι προσαρμοσμένες στη λογική της διείσδυσης μέσω του «διαίρει και βασίλευε» εκμεταλλευόμενες τις όποιες αντιφάσεις και διαφορές. Έτσι ένας μονόπλευρα αντικατοχικός εθνικός αγώνας μετατρέπεται μέσω διευθετήσεων σε εμφύλιο ή δικοινοτικό. Η συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου το επιβεβαιώνει. Η σύγχρονη αποικιοκρατία υπό τη μορφή υπερθενικών σχηματισμών και στρατιωτικο-οικονομικών συμφώνων δεν στερείται αυτής της λογικής. Στην περίπτωση των ελληνο-τουρκικών διαφορών υπό την επίβλεψη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καθιστά το ελεγχόμενο έδαφος ένα πεδίο γεωπολιτικής αναπαραγωγής υπερδυνάμεων και σε θέατρο συγκρούσεων ή απειλών εισβολής. Η περεταίρω αυτονόμηση της Τουρκίας και η μετατροπή της σε μια επεκτατική τοπική υπερδύναμη εντείνει αυτές τις αντιφάσεις. Έτσι, βαθαίνει η εξάρτηση, ως αντίδοτο, απέναντι στην απειλή της Τουρκίας.
3)το αδιέξοδο της ετεροκαθορισμένης λογικής του συμψηφισμού της βίας μεταξύ εθνικών κοινοτήτων: παραγνωρίζοντας τους εξωτερικούς παράγοντες και δίνοντας έμφαση και απόλυτη ευθύνη στις εσωτερικές αντιφάσεις περιορίζονται οι δυνατότητες μιας συνθετικής ανασκόπησης. Χαρακτηριστικός είναι ο συμψηφισμός της «σύγκρουσης των δυο εθνικισμών» με την χαρακτηριστική νεοκυπριακή απόφανση «εκάνέν μας τζιαι κάναμέν τους» που ακυρώνει το βασικό υλικό ενός ανταγωνισμού και κάνει αδύναμη κάθε σύγκριση: το ένα έθνος-κράτος είναι παράγωγο ενός απελευθερωτικού πολέμου και το άλλο έθνος-κράτος είναι κληρονόμος μιας αυτοκρατορίας.
Η μεταπολίτευση στην Ελλάδα από τη μια και το Κυπριακό απ’ την άλλη, αν και καθυστερημένα εν σχέση με το Δύση, αποτελούν σημεία καμπής σε ένα διεθνές περιβάλλον που υποχωρεί το ταξικό ζήτημα με τη βελτίωση των συνθηκών των εργαζομένων στο παρόν σύστημα εκμετάλλευσης, που υποχωρεί το πολιτικό ζήτημα εν μέσω ισχυροποίησης του διαμεσολαβητικού κοινοβουλευτισμού και της δήθεν «κοινωνίας των πολιτών», που υποχωρεί το κοινωνικό ζήτημα εν μέσω τακτοποίησης και διεύρυνσης της κοινωνίας των «ατομικών δικαιωμάτων». Όλες αυτές οι υποσχέσεις στις μέρες μας διαψεύδονται εν μέσω κήρυξης της κρίσης και της υπαγωγής της Ελλάδας-Κύπρου κάτω από τους επαχθείς όρους της τρόικας σε ένα διεθνές πλαίσιο ανακατανομής του πλούτου και της στρατιωτικής δύναμης. Σήμερα διενεργείται μια ταξική επίθεση ενάντια στην εργασία, ο κοινοβουλευτισμός πετάει το «δημοκρατικό» του μανδύα και μεταβάλλεται σε ολοκληρωτισμό ενώ τα κοινωνικά δικαιώματα κινδυνεύουν από τις δυνάμεις της επιθετικής οπισθοδρόμησης και του ανορθολογισμού. Σ’ αυτήν την εποχή που το εθνικό ζήτημα είναι πεδίο εφαρμογών κατανομής της δύναμης σε μια ισορροπία τρόμου για την επέκταση της οικονομίας, σ’ αυτήν εποχή που το κοινωνικό κίνημα ιστορικά απέχει από ένα σοβαρό πεδίο πάλης, το εθνικό, το Κυπριακό ζήτημα «ως συμπύκνωση του καθ’ ημάς εθνικού» αλλά και ως σοβαρή παράμετρος του διεθνιστικού ζητήματος, είναι απαραίτητο κεφάλαιο στην ιστορική έρευνα και Γνώση.
ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
Η γεωγραφική θέση της Κύπρου ως θαλασσίου περάσματος τριών ηπείρων, ο πλούτος της σε κοιτάσματα χαλκού αλλά και άλλων μεταλλευμάτων, τα εύφορα εδάφη της, την κατέστησαν από την αρχαιότητα σε έναν ελκυστικό στρατηγικό χώρο από δυνάμεις που αναδύθηκαν ιστορικά, μέχρι και σήμερα. Από πριν την ελληνιστική περίοδο η Κύπρος παραμένει μέχρι και σήμερα, ένα τμήμα του ελληνισμού. Μέχρι και τότε χαρακτηρίστηκε από τις εγκαταστάσεις Αχαιών-Μυκηναίων, Δωριέων, αλλά και άλλων λαών της Μ. Ανατολής, ενώ ήταν για αιώνες υποτελής στους Πέρσες και αργότερα στο ελληνιστικό βασίλειο της Αιγύπτου. Η συμμετοχή της στον πόλεμο κατά των Περσών της προσέδωσε την ελληνική ταυτότητα όπως και αργότερα η συμμετοχή της στις στρατιές του Αλεξάνδρου, την περίοδο του οικουμενικού ελληνισμού. Με την αναχώρηση των Φοινίκων από το νησί της εποχής των Πτολεμαίων-επιγόνων του Αλέξανδρου, οριστικά κλείνει το ζήτημα της εθνικής ταυτότητάς της. Από τη ρωμαϊκή κατάκτηση μέχρι την διάδοση του Χριστιανισμού και την υπαγωγή της στο Ανατολικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, το «Κοινό Κυπρίων» θεσμός θρησκευτικής και οικονομικής συνεργασίας τοπικών ηγεμονιών, αποτελεί θεσμό διαδεδομένο όπως και σε άλλες περιοχές του ελληνισμού που συγκροτήθηκαν μετά την κλασική εποχή (π.χ. Απειρωτάν). Σημαντικός σταθμός στη βυζαντινή περίοδο είναι η ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της εκκλησίας της Κύπρου τον 5ο αιώνα. Οι επιδρομές των Αράβων τον 7ο αιώνα άλλαξαν τους πολιτικούς συσχετισμούς. Η κατά περιόδους «ουδέτερη συγκυριαρχία» Βυζαντινών-Αράβων προσδιόριζε την πολιτική ταυτότητα της Κύπρου μέχρι και την οριστική απαλλαγή από τους Άραβες στα τέλη του 10ου αιώνα. Από τότε και μέχρι την λεηλασία και κατάληψη του νησιού το 1191 κατά τη διάρκεια της 3ης σταυροφορίας, από τον Άγγλο ηγεμόνα Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο, την πώλησή του στους Ναΐτες Ιππότες και από αυτούς στους Λουιζινιανούς, περνά μια περίοδο σταθερότητας αν συμπεριλάβουμε και τις επιθέσεις που υφίσταται από τα βασίλεια της Μέσης Ανατολής που ιδρύθηκαν μετά την 1η και 2η σταυροφορία. Από τον 13ο αιώνα και ύστερα εγκαθίσταται ένα αποικιοκρατικό καθεστώς απομύζησης του πλούτου του νησιού, ένα πεδίο σύγκρουσης αλλά και συνεργασίας αποικιοκρατικών οικογενειών Βενετών, Γενουατών, Καταλανών. Μέχρι και το 1571, με τη δεδομένη Λατινική κυριαρχία σε οικονομικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό επίπεδο, έτος που κατακτιέται από τους Τούρκους, η Κύπρος θεωρείται ένα από τα πεδία στα οποία για πρώτη φορά στην ιστορία δοκιμάζονται αποικιοκρατικές εφαρμογές οι οποίες θα λάβουν χώρα στην Αμερική μετά το 1492 καθώς και εθνικές-κοινωνικές εξεγέρσεις με κορυφαία αυτήν του «Ρε Αλέξη».
Μέχρι και το 1821, έτος της ελληνικής επανάστασης, στο νησί συμβαίνουν εθνικές και κοινωνικές εξεγέρσεις που καταστέλλονται ενώ σε κάποιες συμμετέχουν και μουσουλμανικοί πληθυσμοί, μια επιδημία πανώλης που στοίχισε το 1/3 του πληθυσμού, μαζικοί εξισλαμισμοί, επιδρομές ακρίδας κλπ. Τα επαναστατικά κινήματα από το 1821 μέχρι το 1878, έτος εκμίσθωσης της Κύπρου στους Άγγλους, στο πλαίσιο κοινού αμυντικού δόγματος-ακεραιότητας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πνίγονται πριν την έκφρασή τους στο αίμα. Το 1821 με αφορμή επαναστατικές κινήσεις που σχετίζονται άμεσα με τη Φιλική Εταιρία, σφαγές πραγματοποιούνται από τους Τούρκους. Το 1833 τρεις εξεγέρσεις (του Νικόλαου Θησέα στη Λάρνακα, του καλόγερου Ιωαννίκιου στην Καρπασία και του Γκιαούρ Ιμάμ στην Πάφο) ξεσπούν στο νησί με αφορμή τη δυσβάστακτη φορολογία αλλά και με εθνικές αναφορές οι οποίες καταστέλλονται. Η Κύπρος στη συνέχεια ακόμα και με την κυριαρχία των εγγλέζων συμμετέχει σε όλους τους αγώνες για την απελευθέρωση εθνικών εδαφών (Κρήτη, Κεντρική Ελλάδα, Κρήτη, Ήπειρος κλπ) μέχρι και στους βαλκανικούς πολέμους, στέλνοντας σώματα εθελοντών. Η Αγγλοκρατία είναι μια νέα περίοδος αφαίμαξης για τους κύπριους, εφόσον είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν το επαχθές νοίκι των Άγγλων στην Πύλη.
Από το 1878 ξεκινάει με άλλους όρους το κυπριακό ζήτημα εφόσον τόσο η εκκλησιαστική εθναρχία, οι κύκλοι διανοουμένων, η πλούσια τάξη γαιοκτημόνων και το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων με την βεβαιότητα ότι η Αγγλική κυβέρνηση ως μια κυβέρνηση χριστιανών που παραχώρησε στην Ελλάδα τα Επτάνησα το 1864 θα πράξει το αντίστοιχο. Τόσο στο Νομοθετικό Συμβούλιο, όσο και με διεθνή υπομνήματα μέσω της αναγνωρισμένης μέχρι το 1933 εθναρχίας, αν εξαιρέσουμε το σχεδόν μόνιμο βέτο από πλευράς Τ/Κ, η Κύπρος επιζητούσε την Ένωση με την Ελλάδα δίπλα στις θετικές διακηρύξεις του Εργατικού Κόμματος της Μ. Βρετανίας που από το 1880 απέκτησε την κυβερνητική πλειοψηφία. Το ενωτικό αίτημα δίπλα στα αιτήματα για την κατάργηση της επαχθούς φορολόγησης των Κυπρίων οι οποίοι όφειλαν να ξεπληρώνουν τις οικονομικές υποχρεώσεις της Αγγλίας προς την Πύλη για την εκμίσθωση, ξέσπασε, όμως προσέκρουε τόσο στην κοινή αμυντική συμφωνία Οθωμανών-Άγγλων όσο και στην εξωτερική πολιτική της Αγγλίας η οποία χρησιμοποιούσε το νησί στρατηγικά για την Αφρική (Αίγυπτος) και τη Μέση Ανατολή (Ιράκ). Η Αγγλία εκμεταλλευόταν στυγνά τους εργάτες και τους αγρότες της Κύπρου ενώ στο εσωτερικό της διοίκησης δημιουργήθηκε μια μειοψηφική τάξη ελλήνων φερμένη από αλλού που ανάλαβε τη συλλογή των φόρων ή ρόλους εξουσίας. Από την άλλη, το ελλαδικό κράτος αδύναμο και άμεσα εξαρτημένο από την Αγγλία είχε απεμπολήσει πρακτικά αυτό το ενδεχόμενο βασίζοντας την πολιτική του στην καλή θέλησή της.
Αργότερα συγκροτείται στη δεκαετία του 1920 το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (μεταγενέστερα ΑΚΕΛ), το οποίο σε συνδυασμό με την προβολή των ταξικών-πολιτικών αγώνων τέθηκε βαθμιαία στην υπηρεσία της Ένωσης με την Ελλάδα. Το 1914 η Κύπρος προσαρτάται οριστικά στην Αγγλία με δεδομένη την συμπαράταξη της Τουρκίας στο Γερμανικό παράγοντα κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ενώ υπάρχει έντονη διπλωματία -φιλική για την υπό όρους ένωση με την Ελλάδα- η οποία προσκρούει στην ουδετερότητα του βασιλιά. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και τη συνθήκη της Λοζάνης, η Τουρκία κι όχι πλέον η Οθωμανική Αυτοκρατορία, παραιτείται κάθε δικαιώματος στην Κύπρο. Έτσι, το 1925 κηρύσσεται αποικία του Στέμματος, με αποτέλεσμα την άρση κάθε προσχήματος για τα δικαιώματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα οποία απαντούσε η Αγγλική κυβέρνηση σε κάθε ενωτικό διάβημα και ξεκινούν οι πρώτες αποικιοκρατικές εφαρμογές για την προώθηση της κυπριακής «εθνικής» συνείδησης. Στα 1931, με αιτήματα κοινωνικά-οικονομικά, η εθνική εξέγερση στην Κύπρο καταστέλλεται με μεγάλη στρατιωτική επέμβαση αιματηρά, εξορίζονται οι ηγέτες της και φυλακίζονται 2.500 χιλιάδες εξεγερμένοι με την ανοχή της κυβέρνησης Βενιζέλου η οποία αποδοκίμασε την εξέγερση. Το ΚΚΚ κηρύσσεται παράνομο όπως και η ανάρτηση της ελληνικής σημαίας, η ανάρτηση μορφών ηρώων του ‘21 και εγκαινιάζεται η αποικιακή τρομοκρατία ως «Παλμεροκρατία» από το όνομα του νέου διοικητή Πάλμερ.
Στο Β.Π. Πόλεμο, αργότερα, αλλάζουν πάλι οι συσχετισμοί αφού οι κύπριοι και με την προτροπή του ΚΚΚ συμμετέχουν στην αντίσταση κατά των Ναζί με τους Συμμάχους (30-35.000 οπλίτες στο συμμαχικό στρατό) ενώ νομιμοποιείται την ίδια περίοδο το ΚΚΚ με την ονομασία ΑΚΕΛ. Η συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα ενισχύει τη μεταπολεμική επιχειρηματολογία για την Αυτοδιάθεση-Ένωση η οποία προσκρούει στις νέες συνθήκες μοιράσματος του κόσμου από τη συμφωνία της Γιάλτας και την παραχώρηση στις ΗΠΑ, εκ μέρους της Αγγλίας, της ευθύνης της Ελλάδας. Η ενωτική διάθεση των Ε/Κ προσέκρουε στην αυστηρώς διακείμενη πολιτική του ελλαδικού κράτους το οποίο τέθηκε υπό την αμερικανική κηδεμονία. Η ανακοίνωση του δόγματος Τρούμαν εμμέσως διακανόνιζε και το ρόλο της Κύπρου στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ του εξαρτημένου ελληνικού κράτους και του τουρκικού ως προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης σε ένα περιβάλλοντα χώρο διακανονισμού υποθέσεων στην Ασία και στην Αφρική. Κατόπιν παλινωδιών, με την αρχική συμμετοχή του στην οργανωμένη από τους Άγγλους «διασκεπτική» το ’47, υπό την άμεση και αυστηρή προτροπή του Ζαχαριάδη, το ΑΚΕΛ, περνά σε μια ανένδοτη λογική Αυτοδιάθεσης-Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το 1950 με αποτέλεσμα 97% υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα, δημοψηφίσματος οργανωμένου από την εθναρχία η οποία υποσκέλισε την πρόθεση του ΑΚΕΛ να το διοργανώσει, ο ελληνισμός της Κύπρου (και με αρκετές συμμετοχές Τ/Κ) τάσσεται υπέρ, γεγονός που η ελληνική κυβέρνηση αναγκαστικά αναγνώρισε υπό την απειλή του διασυρμού της και υπό την στόχευση μιας διπλοπρόσωπης πολιτικής. Από κει και μέχρι το τέλος της δικτατορίας οι ελληνικές κυβερνήσεις με βάση το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσην» θα παίζουν ένα ρόλο διπλό: της μερικής συγκάλυψης του αγώνα με στόχο τη διευθέτηση του ζητήματος από τη δυτική ηγεμονία. Στο μεσοδιάστημα 1946-1950 επίσης οξύνεται το ταξικό ζήτημα και παρουσιάζονται για πρώτη φορά συνδικαλιστικές συνεργασίες, από πλευράς Ε/Κ και Τ/Κ, σε μια προσπάθεια προσέγγισης μέσω της ταξικής ενότητας. Πραγματοποιείται εκδήλωση εργατικής πρωτομαγιάς Τ/Κ και Ε/Κ συνδικαλιστικών οργανώσεων το 1948 και πολύ σημαντικές απεργίες στα μεταλλεία. Από το 1950 μέχρι και το 1955 με μυστικές διαβουλεύσεις μεταξύ Μακαρίου-Γρίβα αλλά και παραγόντων της ελληνικής κυβέρνησης αποφασίζεται η ίδρυση ένοπλης οργάνωσης η οποία θα είχε στρατιωτικούς στόχους τους Άγγλους και τους Ε/Κ συνεργάτες τους με πολιτικό στόχο την αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα.
Το 1955 και ένα χρόνο πριν τη μεταφορά του γενικού Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής στην Κύπρο, ύστερα από την ήττα που υπέστη διεθνώς η Αγγλία στην υπόθεση διώρυγας Σουέζ υπάρχουν σοβαρές εξελίξεις. Υπό τον κυπριακής καταγωγής αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού Γεώργιο Γρίβα, γνωστό αρχηγό της αντικομουνιστικής, μοναρχοφασιστικής οργάνωσης Χ και με ρόλο πρωταγωνιστικό στα Δεκεμβριανά και αργότερα στον εμφύλιο του 1946-49, ξεκινά ένας 4ετής αντιαποικιακός αγώνας. Με την πολιτική σύμπραξη του Μακαρίου και τη σιωπηρή συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης ο αγώνας αυτός κατέληξε στη συμφωνία της Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959-60. Αυτή δέσμευε την νεοσύστατη κυπριακή δημοκρατία σε ένα σύνταγμα (με δικαίωμα βέτο της μειοψηφίας, με χωριστές εθνικές διοικήσεις και δημοτικές αρχές) που απαγορευόταν η αναθεώρησή του αποδίδοντας σε τρεις εγγυήτριες δυνάμεις την ασφάλειά του οι οποίες είχαν το δικαίωμα της μονομερούς επεμβάσεως: την Αγγλία που κρατά ένα τμήμα του εδάφους για τις στρατιωτικές της βάσεις, την Τουρκία και την Ελλάδα. Ο αγώνας αγκαλιάζεται από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας καθώς και τις συντηρητικές δομές ελεγχόμενες από την εθναρχία, (αλλά και μεμονωμένα μέλη ή στελέχη του ΑΚΕΛ) με μαχητικές διαδηλώσεις αλλά και μυστική συνδρομή στο στρατιωτικό έργο. Κατά τη διάρκειά του οι Άγγλοι τοποθετούν σκόπιμα Τ/Κ σε καίριες θέσεις-στόχους του Γρίβα με αποτέλεσμα να χρησιμοποιούν τις εκτελέσεις ως δείγμα εχθρότητας προς τους Τ/Κ κι έτσι ξεσπούν τα πρώτα γεγονότα που έχουν δικοινοτική χροιά με την υπόθαλψη των Άγγλων. Εξορίζεται ο Μακάριος και εγκαθίσταται ένα σκληρό κατασταλτικό καθεστώς από τον διοικητή Χάρτινγκ ανάλογο με την εποχή της Παλμεροκρατίας. Η συστηματική ατιμωρησία εκ μέρους των Αγγλικών αρχών για σκηνοθετημένες ταραχές και δολοφονίες που προκαλούν εντεταλμένοι Τ/Κ ενισχύει τη διχοτομική λογική με τη δημιουργία άτυπων θυλάκων και ένοπλων ομάδων με τη συνδρομή της Τουρκίας και την ανοχή της Αγγλίας που χτυπούν Ε/Κ ενισχύοντας το διχασμό. Από την άλλη εκτελέσεις κάποιων μελών της αριστεράς ή άλλων για «προδοσία» όπως έχει συμβεί σε κάθε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα και ύστερα μάλιστα από το διεθνές μήνυμα του Ν. Ζαχαριάδη για την αποκάλυψη της ταυτότητας του Διγενή-Γρίβα μεγαλώνουν την ένταση μεταξύ αριστεράς και ένοπλης ΕΟΚΑτζίδικης δράσης αποκόπτοντας την αριστερά από τον ενωτικό αγώνα με εξαιρέσεις όπως την ομάδα Β. Λυσσαρίδη (μελλοντικά ΕΔΕΚ). Στην ίδια χρονιά ξεσπάσματος του αντικατοχικού αγώνα, η Κύπρος προσχωρεί στο Κίνημα των Αδεσμεύτων της συνδιάσκεψης στο Μπαντούγκ της Ινδονησίας κι αργότερα στο Βελιγράδι της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ενώ η Τουρκία ήδη έχει εκδηλώσει τις προθέσεις ενεργούς ανάμιξής της από τα μέσα του ’50 με τη συστηματική παρότρυνση των Άγγλων. Είναι η εποχή της διατύπωσης του δόγματος Νιχάτ Ερίμ για την κατάληψη ή διχοτόμηση της Κύπρου, οδηγός για την μετέπειτα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας.
Ο Μακάριος από το 1960 και μετά βρίσκεται στα ηνία του κράτους ενός κράτους που είναι αδύνατον να λειτουργήσει καθότι αυτό που λειτουργεί είναι μόνο η αρνησικυρία της τουρκικής μειοψηφίας που υπονομεύει συστηματικά κάθε πρόταση της προεδρίας. Ο ίδιος μετατρέπεται σε «Φιντέλ Κάστρο» της Ανατολής και η Κύπρος σε «Κούβα» της Μεσογείου κάνοντας και κινήσεις προς χώρες που ανήκαν στο σύμφωνο της Βαρσοβίας (αγορά όπλων από την Τσεχοσλοβακία). Στο μεταξύ με αγγλική ανοχή και τουρκική παρέμβαση απέναντι στην προσπάθεια του Μακαρίου να αλλάξει τους όρους της συνθήκης-συντάγματος έχουν ξεκινήσει συγκρούσεις μεταξύ Τ/Κ-Ε/Κ στο πλαίσιο του αγγλικού «διαίρει και βασίλευε» ενώ δημιουργούνται οι πρώτοι Τ/Κ θύλακες απέναντι στην πρωθύστερη συμβίωση στα μικτά χωριά αλλά και με την ενεργό ανάμιξη διαφόρων οπλαρχηγών και των ομάδων τους. Η αποχώρηση των Τ/Κ, η γνωστή ως «τουρκανταρσία», από την κυβέρνηση είναι το πρώτο πολιτικό μέτρο της διχοτόμησης του νησιού με πρόσχημα την καταπίεση των Τ/Κ από τους Ε/Κ. Η πολιτική αυτή στόχευε στην ανάμιξη της Τουρκίας προκειμένου η προσπάθεια για μια «εφικτή» ανεξαρτησία και «ευκταία» ένωση να μετατραπεί σε ελληνοτουρκική διαμάχη και διχοτόμηση. Από την άλλη, στελέχη της κυβέρνησης Μακαρίου αλλά και ανεξάρτητοι παράγοντες στο όνομα της άμυνας από την Τουρκία η οποία έχει ήδη ξεκινήσει συστηματικά να εξοπλίζει Τ/Κ από την περίοδο του αγώνα, επιδίδονται σε δραστηριότητες ενός παρακράτους που εξασφάλιζε τον έλεγχο της παραοικονομίας, τη στρατηγική της έντασης με τους Τ/Κ και για κάποιους τα διαπιστευτήρια προς την υπερδύναμη.
Έτσι και μετά τις ενστάσεις των 13 σημείων ξεσπούν οι δικοινοτικές ένοπλες διαμάχες του 1963-64 με δράσεις της ΤΜΤ, Τ/Κ οργάνωσης που δημιουργήθηκε από το τουρκικό κράτος με ηγέτη τον Ρ. Ντεκτάς, πρώην επίσημο δικηγόρο και βοηθό γενικού εισαγγελέα του Στέμματος ενώ η ξεκινά η δημιουργία και ενίσχυση των Τ/Κ θυλάκων. Με θύματα Τ/Κ από την πλευρά Ε/Κ ενόπλων, η Τουρκία και οι συνεργάτες της επιχειρούν να παρουσιάσουν την Τ/Κ κοινότητα ως διωκόμενη εκμεταλλευόμενοι κινήσεις από την πλευρά της Ε/Κ άκρας δεξιάς. Επιχειρείται επέμβαση το 1964 εκ μέρους της Τουρκίας (βομβαρδισμοί στην Τηλλυρία-Αύγουστος 1964) η οποία σταμάτησε από την Αμερικανική Κυβέρνηση Τζόνσον στο πλαίσιο μιας ισορροπίας δυνάμεων με την ΕΣΣΔ η οποία στήριζε την κυβέρνηση του Μακάριου. Από τότε το πλαίσιο των προτάσεων Άτσεσον που οδηγούσε αν και δεν προέβλεπε τη διχοτόμηση του νησιού αποτελεί τον κυρίαρχο στόχο των αμερικάνων και των συνεργατών τους. Επεμβαίνει ο ΟΗΕ με στρατό και βάζει συρματοπλέγματα ανάμεσα σε Ε/Κ και Τ/Κ γειτονιές στη Λευκωσία. Οι δολοφονικές ενέργειες της ΤΜΤ μετά από επίσημες απειλές της προς τους Τ/Κ που συνεργάζονται συνδικαλιστικά στην ΠΕΟ με Ε/Κ, φτάνουν στην παραδειγματική δολοφονία των στελεχών της ΠΕΟ-ΑΚΕΛ του Τ/Κ Καβάζογλου και του Ε/Κ Μισιαούλη οι οποίοι αγωνίστηκαν ενάντια στην πρώτη διχοτόμηση. Η ένταση στις σχέσεις Ε/Κ-Τ/Κ συνεχίστηκε και η κυβέρνηση Παπανδρέου, υποταγμένη στο δόγμα της Δύσης αλλά και με τάσεις ανεξαρτητοποίησης (ομάδα Α. Παπανδρέου), απέστειλε μυστική μεραρχία 10.000 ανδρών με επικεφαλής τον Γρίβα. Ήταν και ο επιθανάτιος βρόγχος μιας τάσης ανεξαρτητοποίησης της ελλαδικής πολιτικής που εκφράστηκε κινηματικά στους αγώνες του 1965-66, με το κυπριακό να είναι σχεδόν το αποκλειστικό πεδίο για την εφαρμογή των υπερατλαντικών αποφάνσεων πριν την αμερικανοκίνητη χούντα. Το πραξικόπημα του 1967 στη συνέχεια αυτόν τον προσανατολισμό επιβεβαίωνε. Έτσι, η παραμονή της μεραρχίας κράτησε μέχρι τα επεισόδια της Κοφίνου και την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για τα ελληνοτουρκικά του 1967 στην Κεσσάνη του Έβρου. Εκεί, η κυβέρνηση της χούντας ανερμάτιστη, υποταγμένη στον αμερικανικό σχεδιασμό και χωρίς κανένα συγκεκριμένο στόχο εξευτελίζεται.
Ένταση στις σχέσεις καλύπτει όλη τη διάρκεια της επταετίας της ελληνικής Χούντας με την εθναρχία Μακαρίου Γ΄ ενώ η πρώτη συνομιλεί με την κυβέρνηση Ινονού περί «Ελληνοτουρκικής Ομοσπονδίας» και της «Κύπρου» ως «γυναίκας» που δεν μπορεί να μπει «ανάμεσα στη φιλία» συνεχίζοντας την πολιτική του ελληνικού κράτους από τη δεκαετία του 30. Ένας πολύ σοβαρός εμφύλιος με κύρια ευθύνη του Μακαρίου εκτυλίσσεται μεταξύ 1971-74 και με συμπρωταγωνιστή τη γριβική ΕΟΚΑ β’. Μετά το θάνατο του Γρίβα, ο διάδοχός του Καρούσσος επιδιώκει την πολιτική διαπραγμάτευση, συλλαμβάνεται από τη χούντα και η ΕΟΚΑ β’ σχεδόν διαλύεται ή παραχωρεί τη θέση της σε τυχοδιώκτες που με τις οπλισμένες ομάδες τους «αυτενεργούν». Στην τελευταία φάση της η ελληνική χούντα υπό την ηγεσία πλέον του Ιωαννίδη ο οποίος έχει ανατρέψει την προηγούμενη «φρουρά» δίνει το πράσινο φως στην εθνοφρουρά και στους αντιμακαριακούς οπαδούς για την ανατροπή του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974, τοποθετώντας επικεφαλής του κυπριακού κράτους έναν φανατικό αντικομουνιστή, αντιτούρκο και κατά περίπτωση αντιμακαριακό, εκδότη και ηγέτη μικρο-ομάδας Ν. Σαμψών.
Ακριβώς μετά το πραξικόπημα, η Τουρκία εισβάλει 2 φορές τον Ιούλιο και τον Αύγουστο (Αττίλας Ι και ΙΙ) με 40.000 στρατό με την ανοχή-απραξία των ΗΠΑ-Αγγλίας και την αδράνεια της Διεθνούς κοινότητας η οποία περιορίζεται σε ανακοινώσεις για «συνεννόηση» και «συνεργασία», έχοντας απέναντί της έναν ανέτοιμο στρατό και ένα σχέδιο διχοτομικό της διπλής ένωσης του νησιού με την Ελλάδα και την Τουρκία. Η εισβολή είχε απέναντί της 1.000 περίπου στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ και της Εθνοφρουράς όπως και 8.000 εφέδρους που δεν εξοπλίστηκαν λόγω της σύγχυσης που επικράτησε. Δίπλα στην αντίσταση συνεχίστηκε ο εμφύλιος αλλά και η δολοφονική επέμβαση σε Τ/Κ, γεγονός που συμψηφίζεται, σήμερα, τόσο από την τουρκική εξωτερική πολιτική όσο και από αριστερούς και αντιεξουσιαστές διζωνιστές. Η στρατιωτική κατάληψη ξεκίνησε από το 1974 με την Τουρκία που κατέλαβε το 38% της βόρειας μεριάς χρησιμοποιώντας άρθρο της συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960 περί «μονομερούς επεμβάσεως». Η κοινή σύσκεψη του ‘74 της ελληνικής και κυπριακής κυβέρνησης υπό την απειλή μιας τρίτης εισβολής σταθεροποίησε την διπλωματική της πολιτική σε μια συγκυρία αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ στο πλαίσιο μιας ήττας που έγινε κανόνας πολιτικής. Αυτή η πολιτική περιορίστηκε στην ανεξαρτησία του νησιού διαμέσου προώθησης της δικοινοτικής ομοσπονδίας Ε/Κ-Τ/Κ που πρότεινε ο Μακάριος το 1977 και υπό την επίβλεψη της μεγάλης δύναμης των ΗΠΑ και του ευρωπαϊκού δορυφόρου της, σε ένα πλαίσιο βαθμιαίας εκμηδένισης του ρόλου του του ΟΗΕ. Δηλαδή μιας νέας περιόδου διπλοπρόσωπης πολιτικής μέχρι και σήμερα που ρητορικά καταγγέλλει την εισβολή αλλά πρακτικά την αναγνωρίζει βαθαίνοντας την εξάρτηση. Το δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει-η Ελλάδα στηρίζει» αποτέλεσε και αποτελεί την επιτομή της υποκρισίας στην Κύπρο και στην Ελλάδα στο πλαίσιο προώθησης της ΔΔΟ.
Η Τουρκία προέβη το 1983 στην μονομερή ανακήρυξη κράτους στο έδαφος των κατεχομένων, με την ονομασία: Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ), κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Μέχρι και το 2004, και τη διενέργεια του δημοψηφίσματος του σχεδίου Ανάν, το οποίο απέρριψε ο Ε/Κ λαός με συντριπτική πλειοψηφία, 67%, το κυπριακό ήταν με κάθε ευκαιρία στην παγκόσμια σκακιέρα. Αποφάσεις του ΟΗΕ, των Διεθνών Δικαστηρίων και Οργανώσεων Δικαιωμάτων, κατοχύρωσαν ρητορικά τα επιχειρήματα της Κυπριακής κυβέρνησης περί εισβολής και παράνομης κατοχής, ενώ υπήρξαν πολλές διαπραγματεύσεις και προσεγγίσεις διαφόρων αποχρώσεων. Με κινητοποιήσεις εντός και εκτός της Κύπρου, το ζήτημα διεθνοποιήθηκε από το 1987 με τα κινήματα γυναικών, φοιτητών-μαθητών. Αργότερα, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Αυγούστου 1996 και τη διεθνή κινητοποίηση λεσχών μοτοσικλετιστών δολοφονήθηκαν οι Ε/Κ διαδηλωτές Ισαάκ και Σολομού με άμεση ευθύνη της Τουρκιάς και της παράνομης Τ/Κ διοίκησης. Τέλος, λιγότερο από μια δεκαετία πριν το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, σχέδιο που ρητά αναγνώριζε την εισβολή, την παράνομη κατοχή εδάφους από την Τουρκία και τον παράνομο εποικισμό, μέχρι και σήμερα με την κήρυξη της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο το 2012-2013, η Κύπρος βρέθηκε σε καθεστώς οικονομικής ανάπτυξης που στηρίχτηκε στο τραπεζικό σύστημα καθώς και στην τερατώδη ανάπτυξη των υπηρεσιών, εμπορίου κλπ. λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος κεφαλαιούχων από το εξωτερικό. Κάποια μικρή περίοδος διαμαρτυρίας αγανακτισμένων μετά την έκρηξη στο Μαρί έκλεισε τον κύκλο κινητοποιήσεων από πλευράς κοινωνικού κινήματος.
ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ-ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο υπό το πρόσχημα της προστασίας της Τ/Κ μειονότητας εφαρμόζοντας όρο της συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου περί μονομερούς επέμβασης ταυτίζεται και με το τέλος της χούντας και την αρχή της ελλαδικής μεταπολίτευσης. Εκτός από την εξόντωση 4.000 Ελλήνων και Ε/Κ, την προσφυγιά 200.000 από τα κατεχόμενα και την εξαφάνιση 1600 αγνοουμένων, η καταστροφή περιγράφεται και με την υφαρπαγή της οικονομίας της κατεχόμενης ζώνης την οποία νομιμοποίησε το 1983 με την μονόπλευρη ανακήρυξη του Τ/Κ Κράτους: 70% των πλουτοπαραγωγικών της πόρων, 65% των ξενοδοχείων της, 83% της διακίνησης γεωργοκτηνοτροφικών εξαγωγικών προϊόντων, 40% των σχολικών κτηρίων, 41% των γεωργοκτηνοτροφικών μονάδων, 48% των εξαγωγών γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων, 56% των εξαγωγών μεταλλεύματος, 46% της βιομηχανικής παραγωγής, 20% των κρατικών δασικών περιοχών χάθηκαν. Αυτό συνεπάγεται από το γεγονός ότι στις κατεχόμενες σήμερα περιοχές βρίσκονταν πριν το 1974: 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, 70% του ορυκτού πλούτου, 70% της βιομηχανίας, 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων του νησιού. Με την απώλεια γης, βιομηχανιών, τουριστικών μονάδων κ.λπ., η ανεργία έφθασε το 1975 το 16,9%.
Έτσι, το κυπριακό ζήτημα, ταυτίζεται με τη μεταπολίτευση ως το εναρκτήριο γεγονός της πτώσης της Χούντας αλλά και ως το κορυφαίο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, δίπλα στο ζήτημα του Αιγαίου και της αναλογίας οπλισμού Ελλάδας-Τουρκίας ως μελών του ΝΑΤΟ. Γεγονότα που έχουν συμβεί στην Πόλη το 1955, στην Κύπρο το ‘64 και η εισβολή της Τουρκίας το 1974 είναι οι ιστορικοί σταθμοί που προαναγγέλλουν τον κυρίαρχο ρόλο του Κυπριακού ζητήματος την περίοδο της μεταπολίτευσης. Οι πρώτες από κοινού συνδιασκέψεις καθορίζουν μέχρι και το 2004 την πολιτική για το κυπριακό και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Αντίθετα με ένα ισχυρό κίνημα που διαδήλωνε από τη δεκαετία του ‘50 για την Κύπρο και συνέχισε να διαδηλώνει μέσα στη μεταπολίτευση ενάντια στον ιμπεριαλισμό αποδίδοντας σ’ αυτόν την ευθύνη για τον επεκτατικό ρόλο της Τουρκίας, το ελληνικό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο συνέχισε την ίδια διαδρομή της συνθήκης του Λονδίνου-Ζυρίχης. Βασικό και κοινό στοιχείο της διπλωματίας του είναι η -εκ των πραγμάτων- αποδοχή ως τετελεσμένου της εισβολής εφόσον αυτή περιορίζεται σε κάποιες βελτιωτικές προτάσεις απέναντι στις προκλητικές απαιτήσεις της Τουρκίας.
Η προσωρινή απομάκρυνση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ με εντολή της Κυβέρνησης Καραμανλή, η οποία είχε να αναμετρηθεί με έναν έντονο αντιαμερικανισμό της αντιπολίτευσης ταυτισμένο με το αίτημα της απομάκρυνσης κάθε χουντικού κατάλοιπου στους θεσμούς, είχε ως προμετωπίδα του το Κυπριακό δίπλα στις καταγγελίες για τις διεθνείς επεμβάσεις της Αμερικής στον κόσμο. Το «έξω αι ΗΠΑ» της πύλης του Πολυτεχνείου, τροφοδότησε το «δώστε τη χούντα στο λαό» και το «λευτεριά στην Κύπρο», συνθήματα που δίπλα στην έκρηξη του εργατικού ζητήματος, των νεολαιίστικων ελευθεριών, της απελευθέρωσης της γυναίκας, των ευρύτερων κοινωνικών προβλημάτων της υγείας, της εκπαίδευσης και των κοινωνικών υποδομών, ακόμα και του περιβάλλοντος, ήταν στην προμετωπίδα. Η κυβέρνηση Καραμανλή κρατικοποιώντας την εταιρία τηλεφωνίας, ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και αστικών μετακινήσεων έκανε τις απαραίτητες οικονομικές μεταρρυθμίσεις διενεργώντας μια περίοδο λιτότητας για την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους ενώ σύναψε σκανδαλώδεις συμβάσεις με πολυεθνικές εταιρίες. Ο φιλοευρωπαϊκός του προσανατολισμός και όπως αποδείχθηκε μετά το ‘81 σχεδόν σύσσωμου του πολιτικού κατεστημένου που απέβλεπε σε μια Ευρώπη μακρύ χέρι της Αμερικής, ήταν αυτός που προέβλεπε τους αντίστοιχους χειρισμούς και για το κυπριακό ζήτημα. Στην πραγματικότητα ήταν συνεχιστής της ίδιας της πολιτικής που είχε ήδη χαραχθεί από τη δεκαετία του ‘50-‘60 με απούσα όμως την επίσημη αντικομουνιστική ρητορεία η οποία αντικαταστάθηκε από τη ρητορεία για την επικινδυνότητα του «αριστεροχουντισμού» σε μια περίοδο που ένα ακηδεμόνευτο κίνημα ήταν σε έξαρση.
Το Κυπριακό μέχρι και το ‘90 ήταν υπόθεση της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς η οποία αν και δεν απαιτούσε την Ένωση με την Ελλάδα κρατούσε μια σαφή γραμμή εναντίον του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, πάντα ενάντια στο «ανήκομεν εις την Δύσιν» που εξέφραζε το δεξιό, αστικό κατεστημένο. Το τελευταίο επαιτούσε για λύσεις «εφικτές» στην Κύπρο απέναντι στην επιθετικότητα του τούρκικου κατεστημένου, τέτοιες που όμως να μη θίγονται τα συμφέροντα του ξένου κεφαλαίου βαθαίνοντας την εξάρτησή του από τις δυνάμεις που το εκπροσωπούν. Από κει και η στήριξη σε μια δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία ακολουθώντας το δόγμα, «η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα στηρίζει», πρόταγμα της διεθνούς ηγεμονίας για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής. Με τη σύμμαχο Τουρκία στο ΝΑΤΟ, το ελληνικό κράτος με ήπια διπλωματικά μέσα χρησιμοποιούσε την Κυπριακή Τραγωδία για να βελτιώνει τη δική του θέση αποτρέποντας τις απειλές της Τουρκίας.
Από την άλλη το να ανοίξει «ο φάκελος της Κύπρου» ήταν το πάγιο αίτημα της καθεστωτικής αντιδεξιάς πολιτικής, μόνιμη προεκλογική υπόσχεση, γεγονός που το 1987 ακυρώθηκε στην πράξη από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η κυβέρνηση Παπανδρέου συνεχίζοντας την πολιτική διεύρυνσης του κράτους όπως και τον εμποροπαρασιτικό οικονομικό προσανατολισμό είχε να αναμετρηθεί με την αντιιμπεριαλιστική συνθηματολογία του και ρητορική του για την Κύπρο. Η κρίση, με το ερευνητικό σκάφος «ΧΟΡΑ» στα 1976, που έμεινε γνωστή από την προτροπή του Α. Παπανδρέου «βυθίσατε το ΧΟΡΑ» ήταν ένα ενδεικτικό γεγονός όπως και οι μετά από ένα χρόνο διαμαρτυρίες του Κ. Καραμανλή όταν άρθηκε το εμπάρκο των στρατιωτικών εξοπλισμών προς την Τουρκία από την προεδρία των ΗΠΑ. Ωστόσο είναι γεγονός ότι το κυπριακό ζήτημα ως ζήτημα κατοχής, μέσα από το πέρασμα του χρόνου και ειδικά μετά το 1981 και την υπερψήφιση του ΠΑΣΟΚ, με κεντρικά συνθήματα για «Εθνική Ανεξαρτησία», εναντίωσης στην «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ» υποβαθμίστηκε και ιδιαίτερα όταν ήδη η κυβέρνηση της ΝΔ επανάφερε τη χώρα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Οι συναντήσεις στο Νταβός του Παπανδρέου και Οζάλ έδωσαν μια εικόνα η οποία θα τεκμηρίωνε την συνέχιση αυτής της διττής πολιτικής των λεκτικών λεονταρισμών και παραχωρήσεων. Η παραπομπή στη Χάγη με αίτημα μόνο για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας δίνει στο Κυπριακό τη θέση ενός δευτερεύοντος χαρτιού εσωτερικής κατανάλωσης. Η δεύτερη κρίση στο Αιγαίο με την παρουσία του «ΣΙΣΜΙΚ» την απειλή πολέμου και μια δυναμική διπλωματία, πέρασε κάπως ανώδυνα μετά την προαναφερόμενη συνάντηση με τον Οζάλ. Η τρίτη κρίση, στα Ίμια, είναι και η πιο χαρακτηριστική. Πέρα από το «ευχαριστούμε» του Σημίτη στους Αμερικανούς, πέρα από τους 3 νεκρούς στρατιωτικούς που χάθηκαν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, πέρα από την παγιοποίηση της αμφισβήτησης των εθνικών κυριαρχικών ορίων από πλευράς Τουρκίας, πέρα από τις κτηνώδεις δολοφονίες δυο Ε/Κ διαδηλωτών στα 1996, μια νέα εποχή ξεπροβάλει. Αυτή της ελληνοτουρκικής φιλίας. Μιας φιλίας εκσυγχρονισμένης από την εποχή του δόγματος Τρούμαν, που σχετίζεται με την καλή πίστη για την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ αφού στόχος είναι να απομειωθεί η επιθετικότητα και η απειλή της εισβολής. Απέναντι σε ένα αναδυόμενο Νεοοθωμανισμό που ξεκίνησε το 1998 με την άνοδο ενός ήπιου Ισλάμ, το Κυπριακό βρέθηκε στη δίνη της ΕΕ για την «κατευνασμό του θηρίου» και μιας άλλης διευθέτησης δικαίου. Πρόκειται για μια φερέλπιδα εποχή όπου ο Ερντογάν από τα ίδια σχεδόν εκσυγχρονιστικά επιτελεία θεωρείται ένα δείγμα ευρωπαίου ηγέτη. Ο ίδιος βέβαια σε ανύποπτο χρόνο είχε δηλώσει: «H δημοκρατία είναι για μένα σαν ένα δρομολόγιο λεωφορείου· όταν φτάσω στον προορισμό μου, θα κατέβω…»
Έτσι το Κυπριακό από την αρχή της μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα (αν εξαιρέσουμε την περίοδο του δημοψηφίσματος το 2004) τέθηκε μεταξύ πολλών ζητημάτων που αφορούσαν τις σχέσεις των δυο χωρών σηματοδοτώντας τη μετατόπισή του από μείζον σε ελάσσων. Από την άλλη, στην Κύπρο, μπροστά στην απειλή μιας νέας εισβολής, τουλάχιστον μέχρι και το 1976, μπροστά στην ανάγκη της σίτισης και της στέγασης χιλιάδων προσφύγων, μπροστά στο διμερές παζάρεμα που έφτασε μέχρι και στην πιθανή επιστροφή της Αμμοχώστου γεγονός που δημιούργησε ένα διχασμό στους προσφυγομαχαλάδες, μπροστά στην κοινή μεταπολιτευτική πολιτική κατευνασμού των εισβολέων και στην παράλληλη εμπιστοσύνη στη διεθνή κοινότητα που απλά ήταν αδρανής, κυριάρχησε η επιβίωση και η προσαρμογή. Έτσι συστηματικά αναπτύχθηκε ο αναγκαίος κατασκευαστικός τομέας με την παράλληλη ανάπτυξη του πιστωτικού συστήματος. Υποβαθμίζοντας τον αγροτικό τομέα προς όφελος της τουριστικής ανάπτυξης και του εμπορίου αναπτύχθηκε μια οικονομία πλουτισμού αλλά και μια νεοκυπριακή «εθνική» συνείδηση ειδικά από την περίοδο της προεδρίας Βασιλείου, απεμπλεκόμενη από το ιστορικό όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης ή της στόχευσης για ένα ενιαίο, ανεξάρτητο κράτος. Παράλληλα όλες αυτές οι τομές οδήγησαν σε ένα κοινωνικό μοντέλο καταναλωτικό, απαξίωσης των κοινών, υποστήριξης της πολιτικής δημαγωγίας που έταζε χρήμα και θέσεις. Αυτή ήταν η μέθοδος «επούλωσης» του κυπριακού τραύματος. Ήταν η «ευτυχής» κατάληξη της νίκης του «εφικτού» απέναντι στο «ευκταίο» με τη συνδρομή της Δύσης και του ελληνικού κράτους για να φτάσουμε στο απευκταίο. Ένα συγκροτημένο σχήμα από Κύπριους πανεπιστημιακούς αλλά και ελλαδίτες (Βερεμής, Κόκκινος, Λιάκος, Αναγνωστοπούλου κλπ.), η ηγεσία των ΑΚΕΛ-ΔΗΣΥ, δημοσιογράφους όπως ο Δρουσιώτης, η εφημερίδα «Πολίτης» αλλά και «κινηματικά» έντυπα όπως το «αντιεξουσιαστικό» ΤΡΕΝΟ κι αργότερα το σύνολο των αντίφα, δημιούργησαν το έδαφος για μια κυπριακή συνείδηση ως εθνική και το υπέδαφος για την αποδοχή της ΔΔΟ.
Με ένα μικρό διάλλειμα λεονταρισμών επί προεδρίας Κληρίδη για την επιφαινόμενη απόκτηση των SS-300, στο πλαίσιο του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος, η πολιτική στην Κύπρο στιγματίστηκε από την πολιτική του «απευκταίου», δηλαδή της συστηματικής υποχώρησης σε όλα όσα συγκροτούν το κυπριακό ζήτημα μπροστά στις απειλές. Όλα αυτά έγιναν μέχρι και το Μάρτιο του 2004 που καταψηφίστηκε το σχέδιο Ανάν το οποίο προέβλεπε την προνομιακή θέση της Τουρκίας και της Τ/Κ κοινότητας στο νέο ομόσπονδο κυπριακό κράτος -ως μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της συμφωνίας του Λονδίνου- αλλά και παράλληλα την είσοδο της Κύπρου στην ΕΕ με βασικό όρο την έναρξη σύνδεσης της Τουρκίας με τον υπερεθνικό οργανισμό. Από την άλλη, η αριστερή εκδοχή της υποστήριξης στη ΔΔΟ με όχημα το ιδεολόγημα της «επαναπροσέγγισης» έγινε, και κυρίως επί προέδρου Χριστόφια, κρατικός προσανατολισμός, σε ένα διεθνές πλαίσιο παγκοσμιοποίησης των αγορών. Η κρατική πλέον αριστερά της Κύπρου αφομοιώθηκε από τον εφικτό καπιταλισμό, δείγμα της φθοράς της αριστεράς διεθνώς. Αυτό φάνηκε ιδιαίτερα την περίοδο του δημοψηφίσματος ως υπέρ του «ΟΧΙ για να τσιμεντώσουμε το ΝΑΙ» και πιο καλύτερα την περίοδο που ως κυβέρνηση δέχτηκε την υπαγωγή της Κύπρου στην Τρόικα παρά τα δάκρυα του Χριστόφια. Από κει και μετά ξεκινάει μια νέα περίοδος στην Κύπρο και ιδιαίτερα μετά την υπερψήφιση Αναν-στασιάδη ο οποίος ξεκινάει τις επίπλαστες συμμαχίες με τους ανταγωνιστές της Τουρκίας (Αίγυπτος-Ισραήλ) στον εμπορικό, στρατιωτικό, ενεργειακό τομέα των ΑΟΖ και παράλληλα επενδύει στις διεθνείς διασκέψεις για το ζήτημα της «λύσης». Οι συνεχείς διαψεύσεις από πλευράς τουρκικού παράγοντα ο οποίος δείχνει διαρκώς τις επεκτατικές του προθέσεις, η διάψευση για την εκλογή Ακκιντζί το 2015 ο οποίος παραμένει ενεργούμενο της Άγκυρας είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν προώθησε το πολιτικό δικομματικό σύστημα του ΔΗΣΑΚΕΛ τις ήδη ενδοτικές του προτάσεις για την υπογραφή συμφωνίας με στόχο τη ΔΔΟ. Οι τελευταίες συναντήσεις στην Ελβετία αποκάλυψαν ότι ο μοναδικός λόγος για την οποίο δε έχουν ακόμα δρομολογηθεί διαδικασίες για την υπογραφή συμφωνίας δεν είναι άλλος από τις υπερβολικές απαιτήσεις της Τουρκίας η οποία καταπατά κάθε προσυμφωνία. Σήμερα, η υποσχεσιολογία για τη μετατροπή της Κύπρου σε ένα πλωτό Κουβέιτ επενδύει ξεκάθαρα στη ΔΔΟ. Από πλευράς κοινωνικού, οριζόντιου κινήματος μια απόλυτη σιγή για το ζήτημα (αν δεν πρόκειται για υποστήριξη προς τη ΔΔΟ) έχει δώσει τη δυνατότητα σε ακροδεξιές δυνάμεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο να δημαγωγούν συμπληρώνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
Ο φασισμός και η χρήση του κυπριακού-το κυπριακό και η χρήση του φασισμού (athens indymedia 17/08/2014)
Η ανάπτυξη του φασισμού στην Ελλάδα και στην Κύπρο οφείλεται στην κοινή ιστορική τους διαδρομή, παρά τις διαφορές. Η ξένη εξάρτηση, η αντικομμουνιστική της προσήλωση και το κενό των επαναστατικών δυνάμεων στα εθνικά ζητήματα αποτελούν την αρχική μαγιά. Σήμερα, η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και στις δυο χώρες δίπλα στην παρακμή των κινημάτων δίνουν το έδαφος για την ανάπτυξη ενός ιδιόμορφου φασισμού. Κι ενώ ο ίδιος ο φασιστικός παράγοντας διατείνεται πως έχει αντισυστημικό πρόγραμμα εν τούτοις είναι ενεργούμενος και βασίζεται στο πολιτικό κενό.
Ο φασισμός, αυτός ο χαμαιλέοντας-φρουρός της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην Κύπρο, παρουσιάστηκε, με διαφορά μεγέθους, χροιάς και χρόνου. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, το κοινό μέτωπο αντικομουνισμού και ΝΑΤΟϊκού ολοκληρωτισμού απέναντι στη σοβιετική ισχύ αλλά και του πλαισίου της εφαρμογής του δόγματος Τρούμαν στις ελληνοτουρκικές διενέξεις, ήταν οι βασικές του θερμοκοιτίδες. Η διαφορά, μάλιστα, χρόνου μεταξύ Δεκεμβριανών του ‘44 και αντιαποικιακού αγώνα 1955-59 έδωσε και στην Αγγλία έναν ιδιαίτερο ρόλο: αφού η ίδια ενίσχυσε τον ελλαδικό φασισμό προκειμένου να παλινορθώσει τη μοναρχία και την οριστική ένταξή της στη Δύση, μέρος του ελλαδικού φασισμού όπως της οργάνωσης Χ αλλά και ενός μέρους της ελλαδο-κυπριακής αστικής τάξης ήρθε σε συμμαχία με το λαϊκό κυπριακό στοιχείο για την ένοπλη αντιπαράθεση μαζί της στην Κύπρο μια δεκαετία αργότερα. Αυτά σε ένα χρονικό πλαίσιο κληρονομικής μεταβίβασης των ευθυνών της προς τις ΗΠΑ, με προεξάρχουσα αυτήν της οριστικής λύσης του «κομουνιστικού κινδύνου» εν μέσω εμφυλίου πολέμου, το 1947, αλλά και μιας κυπριακής αριστεράς που αντί -ως όφειλε- να αναλάβει επ’ ώμου τον αντιαποικιακό αγώνα συμμετείχε στη Διασκεπτική των Άγγλων αποικιοκρατών.
Από το 1958 παρατηρούνται οι πρώτες διπλωματικές κινήσεις-προσπάθειες για τη λύση του κυπριακού υπό τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και αποδυνάμωσης του ΟΗΕ (ο οποίος είχε ένα κύρος λόγω της συμμετοχής των χωρών του Ανατολικού συνασπισμού και των Αδεσμεύτων της διάσκεψης στο Μπαντούγκ), με την αποδυναμωμένη Αγγλία να υπακούει στην αμερικανική προτροπή για την παύση της επίθεσης του 1956 στην Αίγυπτο η οποία εθνικοποίησε την διώρυγα του Σουέζ. Ήδη από την περίοδο του μικρασιατικού πολέμου και της επέμβασης ουσιαστικά της Αντάντ (με όχημα τον ελληνικό στρατό) οι ΗΠΑ είχαν ήδη οικονομική-γεωπολιτική επικυριαρχία μέσω της ουδετεροφανούς διπλωματίας περί αυτοδιάθεσης αλλά και της γιγάντωσής τους στον πετρελαϊκό χώρο. Το αγγλογαλλικό δόγμα για τη διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία βαλλόταν τόσο στο εσωτερικό από την εθνικιστική επανάσταση του Κεμάλ όσο και στο εξωτερικό από τις αλυτρωτικές διαθέσεις στα Βαλκάνια όπως και στη Μέση-Κεντρική Ανατολή, απέτυχε. Η εκτίναξη της γεωστρατηγικής δύναμής των ΗΠΑ διαφάνηκε όμως μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού με ελάχιστες απώλειες σ’ αυτόν, είχαν καταφέρει να χτίσουν μια πολεμική βιομηχανία που έφτασε σε δυνατότητες ολοκληρωτικής καταστροφής, είχαν καταφέρει να εξελιχθούν τεχνολογικά σε όλους τους τομείς, είχαν καταφέρει να αποκαταστήσουν την πολιτική συναίνεση στο εσωτερικό και να κυριαρχήσουν απόλυτα στην ίδια την Ευρώπη, θέτοντας εκ νέου και με δικούς τους όρους τη νέα συμμαχία ενάντια στο νέο εχθρό. Έτσι λοιπόν η αντισοβιετική-αντικομουνιστική συμμαχία αλλά και η ειρήνευση στο εσωτερικό της (ελληνοτουρκική συνεργασία) ήταν οι βασικοί στόχοι της νέας γεωπολιτικής των αμερικανικών κυβερνήσεων. Αυτό σήμαινε ότι στο πλαίσιο αυτού του σκοπού είτε θα συμμαχούσαν με τις αστικές τάξεις των χωρών επιρροής ή όταν αυτό δεν ήταν δυνατόν θα ενίσχυαν όλες τις χρήσιμες εξαρτημένες τους φασιστικές εφεδρείες. Αυτό λοιπόν συνέβη και στον ελλαδικό χώρο. Μετά τον εμφύλιο, η έλλειψη συνοχής της αστικής τάξης που αγόταν και φερόταν μεταξύ αμερικανόφιλων-ευρωπαϊστών-φιλοβρετανών/μοναρχοβασιλικών αλλά και «ανεξαρτησιακών» τάσεων στα μέσα της δεκαετίας του ’60, έφερε τους συνταγματάρχες στην εξουσία, μετά από μια περίοδο συνομωσιών που ξεκινούν από το 1944, έτος καταστολής του κινήματος του ναυτικού στην Αίγυπτο. Έτσι, τηρουμένων των αναλογιών με την Ελλάδα, η αμερικανική διείσδυση στην Κύπρο μέσω κάποιων αξιωματικών, ήδη από την περίοδο αποστολής της ελληνικής μεραρχίας το 1964 -χωρίς να αδικούνται οι εκατοντάδες στρατιώτες και αξιωματικοί- μέσω της ίδρυσης της Εθνοφρουράς την ίδια χρονιά στελεχωμένης από στοιχεία φιλικά, μέσω της στελέχωσης της ΕΛΔΥΚ δημιούργησε μια μαγιά. Ιδιαίτερα μετά το 1967 η δημιουργία πολιτικοστρατιωτικών φίλιων ή χρήσιμων οργανώσεων, έφερε το πραξικόπημα του 1974 με στόχο τη διχοτόμηση-διπλή ένωση χωρίς να εκλαμβάνεται υπόψιν ο αστάθμητος τουρκικός παράγοντας. Και στις δυο περιπτώσεις που όμως εντάσσονται σε ένα σαφές πλαίσιο ΝΑΤΟϊκής ή φιλικής προς αυτό διευθέτησης, ο στρατός και οι εσωτερικές έριδες για τη «λύση του κυπριακού» ήταν ο ενιαίος δρόμος για την άνοδο ενός ιδιαίτερου φασισμού, χωρίς προτάγματα, πέρα από μια κενή ρητορεία περί «ένωσης» και ενός αντικομουνισμού. Κι αυτό είχε την αντανάκλασή του στην Ελλάδα αν εξαιρέσουμε την αριστερά.
Βασικός στόχος ήταν, η με κάποιο τρόπο εφαρμογή του σχεδίου Άτσεσον, το οποίο εκπονήθηκε στα 1964 όταν ήδη η Αγγλία δήλωσε ανέτοιμη να αντιμετωπίσει το χάος που προκλήθηκε εξαιτίας της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε», από το 1954, με τη συστηματική προσπάθεια εισόδου της Τουρκίας ως εταιρικού παράγοντα «λύσης» του κυπριακού. Μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια με διάφορους τρόπους η Αγγλία κατάφερε να ξυπνήσει τον κοιμισμένο από τη συνθήκη της Λωζάνης οθωμανό σουλτάνο και να μετατρέψει τον αντιαγγλικό-αντιαποικιακό αγώνα του κυπριακού λαού σε δικοινοτική σύγκρουση. Στα 1959-60 με τη συμφωνία της Ζυρίχης-Λονδίνου μετέτρεψε την Τουρκία σε εγγυητή της κυπριακής δημοκρατίας, με συνεγγυητές την ίδια και το ελλαδικό κράτος που όντας εξαρτημένο πολιτικά και οικονομικά από τις ΗΠΑ, έφερε βαρύ το ρόλο της ελληνοτουρκικής συνεργασίας του δόγματος Τρούμαν και της αδιάσπαστης γεωπολιτικής συνέχειας του ΝΑΤΟ. Η επιδιωκόμενη διχοτόμηση του νησιού, μέρος της ΝΑΤΟϊκής διευθέτησης του μεσανατολικού και βασικός όρος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, έφερε προηγουμένως το εκρηκτικό πλαίσιο αξεδιάλυτων αντιφάσεων: από τη μια, της βούλησης από πλευράς ελληνικών κυβερνήσεων για την εκχώρηση της Κύπρου στην απόλυτη δικαιοδοσία της δυτικής συμμαχίας και υπερθεματίζοντας απ’ την άλλη στον πατριωτισμό. Αυτό σήμαινε όμως τη σταδιακή έως ραγδαία πολιτική αποκόλληση της Κύπρου από την Ελλάδα προς όφελος της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής-χρήσιμης για τη δυτική συμμαχία, μιας πολιτικής που εξελισσόταν σε νεοθωμανική αφού το μουσουλμανικό στοιχείο ενδυναμωνόταν από τη Δύση. Από την άλλη, ο ασίγαστος πόθος των κυπρίων για την αυτοδιάθεση, είτε των μακαριακών που μιλούσαν για το διαχωρισμό του «ευκταίου» από το «εφικτό»-εφικτό που ωστόσο μετέθετε την ένωση σε ένα αδιόρατο μέλλον, είτε των γριβικών που μιλούσαν για την αυτοδιάθεση-ένωση σε ένα πλαίσιο συγκρουσιακό απέναντι στην «ανεξαρτησία»-πλαίσιο που όμως ήταν ευθυγραμμισμένο με τις διαθέσεις για μια διπλή ένωση-διχοτόμηση, όξυνε τις αντιφάσεις αυτές. Είτε όμως στη μια είτε στην άλλη περίπτωση η προσκόλληση σε πρότυπα οργάνωσης που η κοινωνία δεν ήταν παρά το αδρανές υποστηρικτικό υλικό της πολιτικής, κατάφερε να δημιουργήσει ερείσματα εμφυλίου. Η πιο χειρότερη εκδοχή της έδωσε σε αυτόν τον ιδιότυπο φασισμό τα εθνικά του άλλοθι.
Ο ελλαδικός-Ε/Κ φασισμός ήταν το βασικό ενεργούμενο αυτής της διευθέτησης από πλευράς αμερικανικής «λύσης» στις διάφορες πιθανές εκδοχές της (ομοσπονδία, διπλή ένωση, ένωση με ανταλλάγματα). Και πράγματι, η διείσδυση του αμερικανικού παράγοντα μέσω των βαστάζων του, στο όνομα της δήθεν οχύρωσής της απέναντι στην Τουρκία ήταν ο βασικός πυλώνας που διαμόρφωσε την αφήγηση αυτού του ιδιόμορφου φασισμού. Έτσι, το 1963-64, μετά από μια αιματηρή αφορμή στην Ομορφίτα που απέκτησε δικοινοτικές διαστάσεις και με μια πανέτοιμη διπλωματική ατμομηχανή με διεθνή απήχηση εκδηλώθηκε η «Τ/Κ ανταρσία» ενορχηστρωμένη από την Τουρκική κυβέρνηση και τους μειονοτικούς της αβανταδόρους της ΤΜΤ που ήταν ήδη στους επίσημους ρόλους της αντιπροεδρίας της κυπριακής δημοκρατίας και της προεδρίας στο Τ/Κ Κοινοβούλιο. Η επίθεση της τουρκικής αεροπορίας στην Τυλληρία τον Αύγουστο του 1964 με βόμβες ναπάλμ, ως δείγμα επεκτατισμού και προοίμιο της εισβολής του 74, ανέδειξε τον αστάθμητο παράγοντα για τη «λύση» του κυπριακού. Το σχέδιο Άτσεσον στις πολλαπλές εκδοχές της διχοτόμησης που εκπονήθηκε σε ένα πλαίσιο μεταστροφής από τον ΟΗΕ προς το ΝΑΤΟ, εκ μέρους του ελλαδικού κράτους, είναι αυτό που εμπνεύστηκαν και διεκπεραίωσαν οι ελλαδίτες φασίστες της χούντας καθώς και οι χρήσιμοι συνεργάτες τους στην Κύπρο. Κι αυτό είχε την εκδοχή της «Ένωσης», τόσο για τους ραδιούργους που κανόνιζαν μια ευνοϊκή διχοτόμηση όσο και για χρήσιμους της ΕΟΚΑ β΄ που πίστεψαν με την ψυχή τους σ’ αυτήν. Ο μύχιος στόχος, η ανατροπή του Μακαρίου, ήταν αυτός που τερμάτιζε την ανεξαρτησιακή πολιτική και ωθούσε στην κατεύθυνση της διχοτόμησης.
Ο εμφύλιος στην Κύπρο, ο οποίος έλαβε διαστάσεις ένοπλης αντιπαράθεσης, κυρίως από το 1971 και ύστερα, προσδιορίστηκε τόσο από τη διάψευση των πόθων των ελληνοκυπρίων που εισέπραξαν στα 1961, με ευθύνη του Μακαρίου, ένα νέο προτεκτοράτο, όσο από τις πολλαπλές και ανταγωνιστικές τάσεις στο όνομα του ενωτικού αγώνα. Ο ρόλος της χούντας ήταν στο να μπορέσει να χτυπήσει άμεσα τη μακαριακή εξουσία με στόχο τη διχοτόμηση-διπλή ένωση-ομοσπονδία μην υπολογίζοντας τον τουρκικό σχεδιασμό και σε αυτήν την προσπάθειά της βρήκε τακτικούς συμμάχους, τους ενωτικούς αντιπάλους του Μακαρίου, κάποιοι από τους οποίους ήταν εναντίον της χούντας όπως η ηγεσία της ΕΟΚΑ β΄. Με καθορισμένες και υποστηριζόμενες κινήσεις από στελέχη της χούντας σε αντιπαράθεση με το «εφικτό» της Μακαριακής ανεξαρτησίας που έθιγε τα συμφέροντα των ΗΠΑ, φλερτάροντας ανοιχτά με το ανατολικό μπλοκ ή με καθεστώτα εχθρικά προς την αμερικανική επικυριαρχία μπήκαν τα θεμέλια του εμφυλίου.
Αυτός ήταν ο εμφύλιος ο οποίος πυροδοτήθηκε από την ελλαδική χούντα η οποία κατάφερε να αναπτύξει σχέσεις με τον αντιμακαριακό σχηματισμό στο κύριο πόστο των ενόπλων δυνάμεων αλλά και σε άλλους τομείς που ήλεγχαν οπλαρχηγοί του δήθεν ενωτικού κινήματος. Ο Μακάριος παρότι αντικομουνιστής και συντηρητικός συμμάχησε με το ΑΚΕΛ και το ΕΔΕΚ του Λυσσαρίδη στο όνομα της εφικτής ανεξαρτησίας και της δημοκρατίας, έχοντας ως σύμμαχο μέρος της αστικής τάξης, διανοουμένων και λαού, ελέγχοντας την αστυνομία και υπηρεσίες, αρνούμενοι από κοινού κάθε ΝΑΤΟϊκή διευθέτηση ή άλλη πέραν του ΟΗΕ, ανοίγοντας το κυπριακό προς διάφορες κατευθύνσεις και συνεργασίες διεθνώς. Σ’ αυτές τις περιστάσεις ο λαός της Κύπρου, ένας λαός που αγωνίστηκε σχεδόν σύσσωμος μαζί με την ένοπλη διάσταση της ΕΟΚΑ, διχάστηκε: είτε προς τη μεριά μιας ενωτικής διάθεσης που το μεγαλύτερο μέρος της οργάνωσής της (αν εξαιρέσουμε την ασυνεχή περίπτωση του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος ή αφελείς περιπτώσεις όπως του στρατηγού Γ. Καρρούσου) στηριζόταν έμμεσα από την τυχοδιωκτική πολιτική της χούντας και των αμερικάνων είτε προς τη μεριά του Μακαρίου που κυριαρχούσε σχεδόν απόλυτα στην κοινωνική ζωή της Κύπρου μην επιτρέποντας πολιτική δράση που δεν θα μπορούσε να την ελέγχει. Με έντονη αρχηγική κουλτούρα και μάλιστα διαποτισμένη με θρησκευτικό-λατρευτικό επικάλυμμα, η πολιτική ζωή της Κύπρου γενικότερα, μετά την «ανεξαρτησία» δεν κατάφερε να συγκροτήσει πολιτικές συσσωματώσεις που ευνοούσαν το δημοκρατικό διάλογο, παρά στοιχήθηκε πίσω από πρόσωπα που κυριαρχούσαν στην ζωή μιας ελληνικής επαρχίας. Ο αντικειμενικός ρόλος τους όμως λόγω της γεωστρατηγικής θέσης της Κύπρου ήταν τεράστιος κι όχι απλά τοπικός όπως μιας οποιασδήποτε ελλαδικής επαρχίας π.χ. της Καρδίτσας. Για αυτό και οι επιλογές των προσώπων που διαδραμάτισαν ρόλους αυτήν την περίοδο αποκτούν σημασία μπροστά στο προαναφερθέν έλλειμμα.
Το απόρρητο μνημόνιο Άτσεσον προς την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, κατόπιν της απόρριψης όλων των άλλων εκδοχών του από την ελλαδική και την κυπριακή κυβέρνηση στα 1964, ήταν ο ωθητήρας για την επέκταση του ελλαδικού στρατού (ΕΛΔΥΚ, ελληνική μεραρχία, Εθνοφρουρά) προκειμένου αυτός να καταστεί η βασική δύναμη επιβολής με στόχο την πιο καλή εκδοχή του σχεδίου, αυτήν που προέβλεπε την 50ετή εκμίσθωση της χερσονήσου της Καρπασίας, δηλαδή το περιβόητο τουρκικό «ρετιρέ» της ελληνικής «πολυκατοικίας». Ταυτόχρονα η «μυστική» Μεραρχία ήταν και ένα σημαντικό στρατιωτικό αντιστάθμισμα στις υπαρκτές απειλές της Τουρκίας, ιδίοις εξόδοις και οικεία βουλήσει. Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ανεπιφύλακτα από την Μακαριακή πλευρά η οποία έβλεπε με κακό μάτι την επέκταση του κράτους των Αθηνών αλλά από τη διαλυμένη σε μικροεξουσίες, φιλοδοξίες αλλά και κάποιες με ειλικρινείς προθέσεις τάσεις ενωτική πλευρά που θα την ενίσχυε πολιτικά προκειμένου να ικανοποιήσει τους όρους της συμμαχίας για το ρόλο της Κύπρου ως αεροπλανοφόρου της Μεσογείου. Έτσι ο στρατός, ένας θεσμός πολύ δημοφιλής στην Κύπρο λόγω της θεσμικά δηλωμένης του πρόθεσης για την άμυνα, με όλες του τις δομές καθώς και τις αντίστοιχες πολιτικές προεκτάσεις, κατάφερε να αποτελεί έναν πρώτης τάξεως αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την ανεπιθύμητη μακαριακή «εφικτή» ανεξαρτησία. Από την άλλη η, χρήσιμη για την εφαρμογή του σχεδίου Άτσεσον, εκδοχή της δημοφιλούς «ένωσης» ήταν ο αποφασιστικός ιδεολογικός παράγοντας ενίσχυσης του αντικομουνιστικού-φιλοαμερικανικού παράγοντα, βασικές παραδοχές του ιδιόμορφου αυτού φαινομένου.
Έτσι τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στην Κύπρο, μπορούμε να δούμε, πέρα από τη «γειτονιά μας», το τι συμβαίνει με τους πραγματικούς ιδιοκτήτες της κι όχι απλά με αυτούς που έχουν την ιστορική «επικαρπία». Ο ζόφος είναι μεγάλος, αναλογιζόμενοι το πόσο ο διεθνιστικός αγώνας έχει υποχωρήσει, το γεγονός ότι το κράτος με τη μοντέρνα έννοια του διαμεσολαβητισμού έχει κυριαρχήσει ως η από τα πάνω κοινωνική οργάνωση και το πόσο η αποικιοκρατία εδραιώνεται στο σήμερα και με έναν από τους βασικούς αβανταδόρους της ή εφεδρεία της, το φασισμό στις όποιες εκδοχές του, ως ενεργούμενο επιλογών της. Όπως (περίπου) παλιά.
ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΚΥΠΡΟΥ-ΕΛΛΑΔΑΣ (athens indymedia 03/10/2014)
«Όσοι γενναίοι αριστεροί διαθέταμε, αφού έπαψαν να ελπίζουν ότι μια μέρα θα γυρίσει πίσω ο Καρλ Μαρξ, αγκάλιασαν ως σωτήρα τον ιμπεριαλισμό, που κάποτε θεωρούσαν τον μεγαλύτερο εχθρό. Για το Ιράκ δεν έκλαψαν καθόλου, δεν έχυσαν ούτε σταγόνα δάκρυ όπως έκαναν μετά τους Δίδυμους Πύργους. Ούτε για τους πεινασμένους στο Νταρφούρ έκλαψαν. Ερωτοτροπούν με τους Αμερικανούς και τους ‘Αγγλους αντιπροσώπους που πηγαινοέρχονται και το παίζουν απόστολοι των σχεδίων που ετοιμάζουν εκείνοι. Και έκαναν και νέες ανακαλύψεις για την ιστορία. Είπαν ότι δεν είναι ο ιμπεριαλισμός ο κύριος υπεύθυνος γι’ αυτή την αιματοχυσία, γι’ αυτή τη διαίρεση.
Τυγχάνουν μεγάλης εκτίμησης όσοι δεν θέλουν να φύγει ο τουρκικός στρατός από το νησί, υποστηρίζουν συνεχώς τις εγγυήσεις και λένε ότι οι ελληνικές διοικήσεις στο νότο φταίνε πάντοτε και δεν επιθυμούν τη λύση. Τους δόθηκε μια καρέκλα σε κάθε διεθνή πλατφόρμα».
Όλα -δυστυχώς- δείχνουν ότι και στην Κύπρο ακολουθείται αντίστοιχη πορεία με την ελλαδική επικράτεια. Ο δολοφονικός φασισμός υπό την αιγίδα του ΕΛΑΜ, αυτών των απόγονων από την αδίστακτη πλευρά της ΕΟΚΑ β’, δισέγγονων της φασιστικής «Χ», συνονθύλευμα ενός ανάμικτου ρατσισμού-τυχοδιωκτικού εθνικισμού σηκώνει κεφάλι, σε μια περίοδο που τα εθνικό όπως και το μεταναστευτικό ζήτημα ξαναμπαίνουν πολύ σοβαρά, σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση χτυπά δολοφονικά την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα.
Η ανάληψη αυτών των δυο καίριων ζητημάτων, του εθνικού και του μεταναστευτικού, καλυπτόμενων με έναν αντισυστημικό φερετζέ, αποτελεί τομή για το χώρο της άκρας δεξιάς. Στον ελλαδικό χώρο μετά το 1990 και μέχρι το 2012 ανέδειξε την άκρα δεξιά του ΛΑΟΣ, τους δολοφόνους της Χρυσής Αβγής που ως κόμμα αντιπροσωπεύεται με 18 βουλευτές στο κοινοβούλιο και στην Κύπρο, το ΕΛΑΜ, που αντιπροσωπεύεται με δυο βουλευτές. Μετά την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν και την εκλογή του Χριστόφια ως προέδρου της κυπριακής δημοκρατίας, ο οποίος υποσχέθηκε να τσιμεντώσει το «ΝΑΙ» για λογαριασμό του ιμπεριαλιστικού Ανάν, μέχρι και την κήρυξη της κυπριακής κρίσης το 2011, οι επίσημες πολιτικές δυνάμεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Από την άλλη, ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας έχει ήδη περιπέσει στην παρακμή. Η αριστερά, η οποία υπήρξε σε όλη την προμεταπολιτευτική και προ της εισβολής περίοδο, μπροστάρης στο εθνικό-ταξικό-κοινωνικό-πολιτικό-πολιτισμικό ζήτημα, τόσο στο ελλαδικό τμήμα όσο και (με πολλές παλινωδίες) στο κυπριακό, κατέφυγε στην χρήσιμη υπεράσπιση του ιμπεριαλισμού μέσω των θεωριών των «ίσων αποστάσεων» για τα εθνικά ζητήματα, συγκατένευσε σε έναν αστικό κοσμοπολιτισμό που μάλλον ωραιοποιούσε ή εξιδανίκευε τη ροή της μετανάστευσης για φτηνό εργατικό δυναμικό. Συναίνεσε ή υπερθεμάτισε σε διεθνή μέτρα (συμφωνίες Δουβλίνο Ι και ΙΙ) με την ελλαδική επικράτεια να αποτελεί –πλέον- το χώρο φυλακής τους και της υποδούλωσής τους στις Μανωλάδες. Αντίστοιχα και στην Κύπρο, το τράνζιτ για τις επιχειρήσεις ψυχαγωγίας, για επιχειρήσεις που χρειάζονται φτηνό εργατικό δυναμικό καθώς και για τις «απαραίτητες» υπηρέτριες στα μικρο-μεσοαστικά σπίτια αλλά και ο περιορισμός των προσφύγων στα λίγα στρατόπεδα, ανέδειξαν το μεταναστευτικό ζήτημα ως ένα πεδίο διαχείρισης αλλά και αιτίας πολέμου από πλευράς της φασιστικής παράταξης.
Η άνοδος της άκρας δεξιάς, και στις δυο των περιπτώσεων, όμως, ταυτίστηκε με την πομπώδη προβολή και αποδοχή της «προοδευτικής» παραθεώρησης ότι οι φασιστικές αντιλήψεις έχουν κοινωνικές «ρίζες» στην ελλαδική και στην ελληνοκυπριακή κοινωνία, με αναφορές από αντίστοιχες ιστορικές περιόδους αναβάθμισης και ενίσχυσης του φασιστικού παράγοντα, τόσο από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές κηδεμονίες όσο και από εγχώριες δυνάμεις, τυφλά και δουλικά προσκείμενες στις πρώτες. Οι αναφορές όμως δε σταμάτησαν σε αυτές τις περιόδους αλλά προχώρησαν και στις εθνικοαπελευθερωτικές περιόδους κηλιδώνοντας το σύνολο των αγώνων για την εθνική ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση ως ένα πλαίσιο γέννησης του εθνικισμού και του ρατσισμού. «Σχολές», οργανώσεις, ΜΚΟ, ιδρύματα στήθηκαν προκειμένου να αποδείξουν από κοινού στον ελληνισμό ότι οι εθνικοί αγώνες στον ελλαδικό χώρο και στην Κύπρο δεν είναι παρά οι ρίζες του σύγχρονου εθνικισμού-ρατσισμού-φασισμού.
Το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο, πάνω στο οποίο αυτές οι παραθεωρήσεις αναπτύχθηκαν, θεμελιώνεται σε δυο βασικούς και άμεσα αλληλεξαρτημένους παράγοντες: α)στο σύμπλεγμα της ήττας, ως αποδοχής της τετελεσμένης εισβολής-κατοχής-εποικισμού της Τουρκίας στην Κύπρο καθώς και απέναντι σε κάθε πρόκληση που αντιστοιχεί στον δομικό της επεκτατισμό-υποτασσόμενοι στο δόγμα «ανήκωμεν εις την Δύσιν» και β)στην μεγάλη μεταπολιτευτική, και μετά την εισβολή, αλλαγή ηθών, που επικράτησε στο σώμα της ελλαδικής και ελληνοκυπριακής κοινωνίας. Και στις δυο κοινωνίες, τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, τηρουμένων των αναλογιών επιδόθηκαν σε ένα μεγάλο βαθμό στην επιβίωση και στην προσαρμογή. Από τη μια η ανάπτυξη της ελληνοκυπριακής κοινωνίας στην οικοδομή-τράπεζες-διεύρυνση του κρατικού τομέα-τουρισμός (με 200.000 άστεγους πρόσφυγες από το καλοκαίρι του 1974) κι από την άλλη, στην ελλαδική, στον τουρισμό-οικοδομή-διεύρυνση του κρατικού τομέα-μεγάλα έργα. Έτσι, βαθμιαία όλη την 40ετία, οικονομικοί όροι παράλληλα με μια διάθεση αντιπολεμική -ως φόβου όμως από τις απειλές της Τουρκίας που εδραίωνε την κατοχή- επιβλήθηκαν ως αξίες σε μια καθημερινότητα που αν και ποτέ δεν υπήρξε ιδανική, εν τούτοις δομήθηκε, εμπνεύστηκε ή επηρεάστηκε από τα ιδανικά της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης 1941-49 και στον παγκύπριο, αντιαποικιακό, ενωτικό αγώνα 1955-59.
Και στις δυο των περιπτώσεων ο φασιστικός παράγοντας αναπτύχθηκε κυρίως από τις κρατικές δομές της μεταπολεμικής περιόδου μέχρι και το τέλος της χούντας δια της αμερικανικής ηγεμονίας στον ελλαδικό χώρο με κομβικό το φλέγον ζήτημα της Κύπρου στοχεύοντας στην εφαρμογή της διχοτόμησης ως συνέπεια των δυτικών γεωπολιτικών δογμάτων. Τηρουμένων των αναλογιών, η χούντα, η καραμανλική μεταπολίτευση αλλά και η παπανδρεϊκή δημαγωγία, στοιχήθηκαν με τις επιλογές των αμερικανών τόσο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις όσο και πιο ειδικά στην αχίλλειο πτέρνα του κυπριακού. Και στις δυο των περιπτώσεων, η εθνικιστική υστερία και η δημαγωγία συνεργούσε για την υποταγή και των δυο κρατών στην αμερικανική επικυριαρχία σε ένα πλαίσιο αντικομουνισμού και ελληνοτουρκικής συνεργασίας στο ευρύτερο σχεδιασμό του ΝΑΤΟ. Εξαίρεση είναι η περίοδος που ο Μακάριος και οι σύμμαχοί του στην Κύπρο αντιστεκόταν στη διχοτόμηση και της ελλαδικής αριστεράς που έπραττε το ίδιο ως αντιπολίτευση. Αργότερα, τόσο η διχοτόμηση της Κύπρου όσο και οι επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίζονται με άλλο τρόπο από τις ελλαδικές και κυπριακές κυβερνήσεις στη μεταπολιτευτική και την μετά την εισβολή περίοδο, εφόσον αυτές, κυρίως, υπηρετούσαν τα δόγματα της Δύσης. Η «προοδευτική» Μακαριακή από το 1977 Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με την Κύπρο «να αποφασίζει» και την Ελλάδα «να στηρίζει» ήδη έγινε καθεστωτικό πρόταγμα στη μεταπολίτευση αλλά και πολύ αργότερα στον ευρύτερο χώρο της αριστεράς και της αντιεξουσίας. Μεγάλα τμήματα και των δυο κοινωνιών ενσωματώθηκαν, μέσα σε μια 40ετία, στην αμερικανοποίηση της καθημερινότητας δίνοντας έτσι τα πρώτα δείγματα μιας ασθένειας που κυριαρχεί ως καταναλωτισμός, στην κυριαρχία της τηλεόρασης καθώς και σε έναν εν συντηρήσει ρητορικό πατριωτισμό που συνδέθηκε με τις επιλογές της επίσημης πολιτικής η οποία διαρκώς δημαγωγούσε με τα εθνικά ζητήματα. Έτσι, αντιστοιχίες του δικομματισμού επιβλήθηκαν ως πολιτικός πολιτισμός τόσο στο ελλαδικό τμήμα όπως και στην Κύπρο.
«Παραγκωνίστηκαν όσοι λένε ότι η Τουρκία είναι κατοχική δύναμη, φιμώθηκαν όσοι ζητούν μιαν ανεξάρτητη και ενωμένη Κύπρο. Εκείνοι που επιδιώκουν την αβάντα της λύσης και της ειρήνης, αντί να επιδιώκουν την ίδια τη λύση και την ειρήνη, τρώνε από το καϊμάκι της μη λύσης, ακριβώς όπως κάνουν οι λαθρέμποροι του νησιού. Έγιναν και αυτοί άνθρωποι χάρη σε αυτή τη μη λύση! Οι μεγάλοι μάστορες της λύσης! Τα σημαντικά άτομα που ξέρουν μυστικά, τα οποία δεν ξέρει κανείς. Οι συμβουλάτορες. Πηγαινοέρχονται μέσω της Πράσινης Γραμμής σαν τους φιγουρατζήδες πλούσιους που γυρίζουν με τις κάντιλάκ τους στις φτωχογειτονιές της Ινδίας. Το νησί είναι μπαρουταποθήκη. Στρατός πάρα πολύς. Το Βαρώσι το τρώνε τα φίδια. Τα οδοφράγματα που μας χωρίζουν ακόμη είναι όρθια. Όμως, το ύφος τους είναι αξεπέραστο. Τουλάχιστον να ωφελούσε και σε κάτι».
Τα πράγματα άλλαξαν το 1990 δραματικά και μέχρι την παράλληλη ανακήρυξη της οικονομικής κρίσης στο ελλαδικό και στο κυπριακό κράτος. Οι διεθνείς ανακατατάξεις στο τέλος του ψυχρού πολέμου ενίσχυσαν σε κάθε περίπτωση τον δυτικό παράγοντα που εξορμούσε διαλύοντας ότι απέμεινε όρθιο στην Ανατολική πρώην «σοσιαλιστική» επικράτεια, υποδείκνυαν ως νέο παγκόσμιο εχθρό το Ισλάμ που ο ίδιος εξέθρεψε ως αντίβαρο στα εθνικοαπελευθερωτικά-αριστερά κινήματα της Ανατολής και έθετε με νέο τρόπο τη διεθνοποίηση των αγορών-νεοαποικιοκρατία με σκλήρυνση των όρων για περεταίρω κέρδη. Η Δύση, με όχημα τη στρατιωτική μηχανή επεκτεινόταν στην Ανατολή (Ιράκ, Αφγανιστάν, Πακιστάν κλπ.), ενίσχυε εμφυλίους και αποσχίσεις δημιουργώντας δορυφόρους, και με όχημα την οικονομία ρίζωνε τόσο στο εσωτερικό της όσο και στην, υπό επιρροή της, περιφέρεια. Τα συνθήματά της ήταν «ασφάλεια θεσμική» δηλαδή σκλήρυνση του αστυνομικού-στρατιωτικού ελέγχου και «ανάπτυξη οικονομική» δηλαδή την χωρίς περιβαλλοντικά-ανθρωπιστικά-συνδικαλιστικά όρια, οικονομική μεγέθυνση. Έτσι, κοινωνίες όπως η ελλαδική και η κυπριακή, τηρουμένων των αναλογιών, βρέθηκαν να υποκύπτουν σε αυτά τα κελεύσματα και προτάγματα σε μια περίοδο που ενσωματώνονταν όλο και περισσότερο στις Ευρωπαϊκές οδηγίες ως μονόδρομου για την εξέλιξή τους σε δυτικές κοινωνίες και προστατευμένες από τις εξωτερικές απειλές. Με ηγεσίες υπάκουες, επέκτειναν την παρασιτική φύση των οικονομιών σαμποτάροντας στην κυριολεξία κάθε παραγωγικό υπόλειμμα οικονομικής δραστηριότητας ενώ πολιτικά έκαναν κάθε τι που χρειαζόταν προκειμένου να ενσωματωθούν στην Ευρωπαϊκή αγκαλιά, τόσο για το φόβο του τουρκικού επεκτατισμού όσο και για την επιβίωση των επισφαλών οικονομιών τους. Τέθηκαν υπό την αιγίδα των χρηματικών πακέτων, τα οποία στόχευαν τόσο στη γεωπολιτική τους προσαρμογή, όσο και στην επιδείνωση της παρασιτικής φύσης της οικονομίας τους. Με διαφορές –βεβαίως- μεγεθών αλλά και σχετικές διαφορές προσανατολισμών και δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα που υπερ-αναπτύχθηκε σε βάρος της παραγωγής (στο Ελλαδικό-πακέτα για μεγάλα έργα, στην Κύπρο-τράπεζες) οι δυο κοινωνίες πέρασαν σε συνήθειες που ήταν πρωτόγνωρες για τα δεδομένα τους μέχρι τότε. Η τηλεοπτική πραγματικότητα αντικατέστησε την κοινωνία, ο καταναλωτισμός τη δημιουργικότητα, η σαχλή διασκέδαση την επαφή της γειτονιάς, ο νεοπλουτισμός τις αξίες της αλληλεγγύης.
«Τόσες πολλές δικοινοτικές διαλέξεις και συναντήσεις. Τόσα πάνελ. Τόσες εκδηλώσεις και ομάδες. Ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, ιστορικοί. Αμέτρητες έρευνες, μελέτες, αναλύσεις. Και δεν ωφέλησαν σε τίποτα, σε απολύτως τίποτα; Απ’ ό,τι φαίνεται, σε τίποτα δεν ωφέλησαν. Βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο. Μάλιστα έχουμε πάει ακόμη πιο πίσω. Παρά ταύτα, το ύφος αυτής της ομάδας των διανοουμένων είναι αξεπέραστο. Πίστεψαν ότι είναι «σημαντικοί άνθρωποι». Γνωρίζουν μυστικά τα οποία δεν γνωρίζουν οι συνηθισμένοι, οι απλοί άνθρωποι. Αυτά που κρατούνται μυστικά στα ανώτερα δώματα. Μυστικά που δεν λέχθηκαν σε κανέναν άλλον, εκτός από αυτούς. Επικοινωνούν μέσω ενός τηλεφώνου με τα «σημαντικά» άτομα. Δειπνούν μαζί τους. Θαμώνες των διπλωματικών δεξιώσεων και των κοκτέιλ. Σε μια συνηθισμένη συγκέντρωση κάνουν πνεύμα σε όλους και μπορεί να τους πουν το εξής: «Εσείς δεν το ξέρετε, αλλά αυτή η δουλειά τέλειωσε πριν έξι μήνες, απέμειναν μόνο οι υπογραφές». Αν ο άνθρωπος είναι κολλητός με άτομα που έχουν εξουσίες και αρμοδιότητες, σίγουρα έχουν κάποια αξία αυτά που λέει.
Γιατί να μην έχουν; Αν του τα έχει ψιθυρίσει ο μάστορας της υπόθεσης, σας κάνει τη χάρη και τα λέει και σε εσάς. Να τον αγνοήσουμε»;
Αντίστοιχα και οι προοδευτικές ιδέες, κυρίως της αριστεράς δέχτηκαν μια σοβαρή κρίση. Αυτή η κρίση είχε να κάνει με ένα σοβαρό αναπροσανατολισμό της αριστεράς προς στον κοινωνικό πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού. Αυτός δεν έκανε άλλο από το να προπαγανδίζει, σε επίπεδο κοινωνικό, την υπόθεση της «προστασίας των δικαιωμάτων» ενώ διακανόνιζε παράλληλα, στην περιφέρεια, τη νέα του γεωπολιτική: οικονομική ένταξη αλλιώς πόλεμος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπεράσπιση κάθε αντισερβικής εθνότητας στο όνομα του αντιρατσισμού, του αντιεθνικισμού, των «δικαιωμάτων» στο πλαίσιο διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και της ενσωμάτωσης των κομματιών της στη διεθνοποιημένη αγορά. Διανοούμενοι προοδευτικοί απ’ όλο τον κόσμο, έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στην Αμερικανική και Γερμανική δύναμη που, τότε, με την ένωση των δυο Γερμανιών κατάφερε να εκκινήσει την ηγεμονία της στην Ευρώπη. Έτσι, η ιδεολογική προπαγάνδα του φιλελευθερισμού «περί δικαιωμάτων» τόσο στον ελλαδικό όσο και στον κυπριακό χώρο βρήκε τον κατάλληλο υποστηριχτή του στην ίδια την αριστερά που απεμπολούσε το όραμα του αντι-ιμπεριαλισμού και του διεθνισμού, δίνοντας τη θέση τους στον κοσμοπολιτισμό και στον αντι-εθνικισμό. Ίσως όχι ταυτόχρονα αλλά σίγουρα αντίστοιχα, παραθεωρήσεις βρήκαν τη θέση τους και στις δυο ελληνικές κοινωνίες. Στην Κύπρο μετά την περίοδο προεδρίας Βασιλείου, το ’88, αναπτύχθηκε η περιβόητη «κυπριακή εθνική συνείδηση» έναντι της ελληνικής (απότοκη πρωθύστερων προσπαθειών του αγγλικού κατεστημένου), ενώ ιστορικές αιτιάσεις μέσω πανεπιστημίων και διαφόρων φορέων χρηματοδοτούμενων κυρίως από την USAID και συνεργαζόμενων μ’ αυτήν οργανώσεων, άρχισαν να βαραίνουν προς την πλευρά των «ίσων αποστάσεων». «Εκάνανέν μας τζιε κάναμέν τους» είναι το καταστάλαγμα αυτής της -με κεντρική σημασία- αντίληψης σε ένα πλαίσιο αποφυγής του πολέμου που επέσειαν διαρκώς ως σκιάχτρο οι επίσημες ελληνοκυπριακές και ελλαδικές πολιτικές δυνάμεις. Εξίσωσαν –εν τέλει- την τουρκική εισβολή, κατοχή και παράνομο εποικισμό, τις εκατοντάδες δολοφονίες και βιασμούς, τους 200.000 πρόσφυγες, με τις περιστασιακές εθνικιστικές και σοβινιστικές δράσεις και εγκλήματα που έγιναν στο όνομα του ελληνικού έθνους που εν τέλει υπηρέτησαν ή εξυπηρέτησαν στόχους για τις εφαρμογές των διχοτομικών σχεδίων από την αμερικανοκίνητη ελλαδική χούντα και τους κυπρίους αβανταδόρους της.
Στην ελλαδική κοινωνία, η μεγάλη κρίση της αριστεράς άνοιξε ασκούς που φύσηξαν τον αέρα των απόλυτων αναθεωρήσεων κι όχι νέων συνθέσεων, τόσο στην ιστορία όσο και στις πολιτικές αντιλήψεις. Έτσι, αντί να συντεθούν νέες αναφορές στην προβληματική εθνική αφήγηση, μεγάλες αναθεωρητικές δοξασίες εκ μέρους της εγχώριας προοδευτικής διανόησης στοιχήθηκαν στον χρήσιμο δρόμο των «ίσων αποστάσεων» στη αποδομητική αφήγηση περί «ανεκτικής» Οθωμανικής αυτοκρατορίας και αργότερα στο ιδεολόγημα της «σοβινιστικής», «ιμπεριαλιστικής» Ελλάδας. Ήταν μια χρήσιμη συνεισφορά στη συνέχιση του δόγματος Τρούμαν για τη διαρκή αποκατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων με στόχο τη «φιλία» και τη «συνεργασία» και την εισαγωγή των δυο χωρών στον ευρωπαϊκό δρόμο που απέκλειε την υπόθεση μιας εναντίωσης στον νεο-οθωμανικό γίγαντα. Στην Κύπρο επίσης η «σχολή» των καθηγητάδων στα πανεπιστήμια, των ΜΚΟ, των ιδρυμάτων για την «επαναπροσέγγιση», των αντίφα κινημάτων έγερνε την πλάστιγγα σε έναν συνδυασμό αποκάλυψης μιας νέας εθνικής συνείδησης, της κυπριακής καθώς και της εξίσωσης των ευθυνών του θύματος με το θύτη. Όλη αυτή η μεταλλαγή, παρούσης της ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος που τροφοδοτούνταν από την κοινωνική συναίνεση όσο το ίδιο εξασφάλιζε χρήμα για αυτήν, δημιούργησε μια τεράστια ρωγμή. Ένα τεράστιο κενό, τόσο για τα εθνικά όσο και για το μεταναστευτικό ζήτημα διαφάνηκε. Ποιος θα το καταλάμβανε; Στην κοινωνία δεν υπάρχουν κενά. Αυτό ήρθε και κάλυψε η άκρα δεξιά που αναδύθηκε από το «χρονοντούλαπο» της ιστορίας. Κι αν υπάρχουν διαφορές μεταξύ ελλαδικής και κυπριακής κοινωνίας που αφορούν στο χρονικό διάστημα που η άκρα δεξιά εμφάνισε την εγκληματική της δράση και τη δημαγωγική της ρητορεία, δεν παύουν αυτές να είναι μικρές καθότι η εμφάνισή της καλύπτει ακριβώς τα ίδια περίπου κενά. Τι διαφορετικό άραγε από τη Χρυσή Αβγή υπογραμμίζει το φασιστικό ΕΛΑΜ πέρα από την ίδια την αποστασία, τόσο της αριστεράς του ΑΚΕΛ όσο και της δεξιάς του ΔΗΣΥ; Η ίδια η ακροδεξιά, πάντως, αυτοπαρουσιάζεται από κείνη την περίοδο επανεμφάνισής της, αντίστοιχα στην ελλαδική και στην κυπριακή κοινωνία, με μια γλώσσα αντισυστημική, αντικαθεστωτική και δήθεν ανιδιοτελή, έχοντας ιστορικές αναφορές, που μέσα σε αυτήν την 40ετία έχουν ήδη αποκατασταθεί και πλέον με νέα συσκευασία επιτελούν ένα νέο ρόλο.
«Από τη μέρα που εμφανίστηκαν οι ομάδες Conflict Resolution, υπήρξαν πολλές εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Σχηματίστηκαν πάρα πολλές δικοινοτικές ομάδες. Ειδικά μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πηγαινοέρχονται στους δρόμους των Βρυξελλών. Τα εισιτήρια και η φιλοξενία πληρώνονται από τον χορηγό, ενώ το χαρτζιλίκι από τη δική τους τσέπη. Από την άλλη, έχουμε μπει και στην εποχή των πρότζεκτ. Διοργανώνεις μια εκδήλωση. Δικοινοτική. Μια διάλεξη. Ένα σεμινάριο. Μια επίσκεψη σε χωριό. Δεν υπήρξε ποτέ ένα λαμπερό δίγλωσσο περιοδικό. Αρκεί να συμβάλλει στην ειρήνη και στη λύση. Μήπως δεν τέλειωσε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου; Ε, δίδεται στις οργανώσεις και ο βαθμός «των πολιτών»! Μια μέρα ξαφνικά άρχισαν να χρησιμοποιούν όλοι αυτή τη λέξη μπροστά από το όνομά τους. Σαν να άλλαξαν κέλυφος μέσα σε μια νύκτα. Έγιναν NGO. Ή ΜΚΟ. Φύτρωσαν παντού, σαν μανιτάρια».
Παράλληλα, ο δρόμος του νεοφιλελευθερισμού που άνοιξε τους δρόμους για τη μετανάστευση κυρίως από χώρες που η δυτική αποικιοκρατία είχε καταστήσει φτωχές και με ρημαγμένες οικονομίες, είχε μια υποδοχή με τις ορολογίες και νοήματα που αυτός φρόντισε να αποκαταστήσει. Αντί λοιπόν η προοδευτική αντίληψη να επιδιώξει να οικοδομήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους μετανάστες, με ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες για την ισότητα, επιδόθηκε σε φιέστες κοσμοπολιτισμού, στην «πολυπολιτισμική» επικοινωνία, στις «ανταλλαγές» συνταγών μαγειρικής, μουσικής και γλωσσών, σε «αντιρατσιστικά» φεστιβάλ. Σε διαφορετική περίπτωση η προσέγγιση των μεταναστών θα προϋπέθετε μια κριτική σχέση με τις ιδιαιτερότητες και προσπάθεια στοίχισής τους με επαναστατικές κοινωνικές κατακτήσεις, θα προϋπέθετε την προσπάθεια ενσωμάτωσής τους κι όχι την ύψωση παράλληλων κόσμων στο βασίλειο των ανοχών. Έτσι, η φτηνή εργατική δύναμη αντιμετωπίστηκε όχι ως ένας νέος σύμμαχος, σε μια νέα σύνθεση ταξικής και αντι-ιμπεριαλιστικής πάλης, αλλά ως ένα θύμα του συνόλου της «ρατσιστικής» κοινωνίας, παρόλο που μόνο ένα τμήμα αυτής επιδίωξε να γίνει δουλοκτητικό, παρ’ όλο που ένα μικρό μόνο τμήμα αυτής μετακινήθηκε επιθετικά. Το νέο «υποκείμενο», ο μετανάστης, δεν κατάφερε να συνδεθεί με τη εργατική τάξη και έτσι μετατράπηκε σε ένα ξεχωριστό αντικείμενο αγώνα. Αυτό πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που η οικονομία δημιουργούσε ένα αεριτζίδικο «πλεόνασμα», μέσω χρηματοδοτήσεων που κάλυπτε στόματα και δημιουργούσε συνειδήσεις υποταγμένες στον καταναλωτισμό και στην κυριαρχία του θεάματος και της τηλεόρασης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο «προοδευτικός» χώρος, στο σύνολό του, είτε από ιδεοληψία, είτε από νέους ρόλους μέσα σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και Αστικές Μη Κερδοσκοπικές Εταιρίες, σε νέους ρόλους στα Πανεπιστήμια και στην πολιτική, έγινε ο χρήσιμος εταίρος της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου. Ο ρόλος της αντίστασης έμεινε κενός. Αυτόν ανέλαβε εργολαβικά μέσα σε μια 25ετία περίπου ή μια 10ετία για την Κύπρο, η άκρα δεξιά. Αυτή λοιπόν, με τις απάνθρωπες εγκληματικές δοξασίες της που καλύφθηκαν με το φερετζέ της εθνικοφροσύνης μπήκε ως ο ανιδιοτελής παράγοντας, έτοιμος και εφεδρικός σύμμαχος του ιμπεριαλισμού και της ξένης κηδεμονίας.
Όπως παλιά ήταν ενεργούμενος και πιόνι, έτσι και τώρα. Κι αν για την ελλαδική κοινωνία το νερό έχει ήδη μπει στο αυλάκι, με τη Χρυσή Αβγή να προβάλλει ως μια εφεδρεία του πολιτικού συστήματος με την επανεκκίνηση της «θεωρίας» των δυο άκρων, για την κυπριακή, το ΕΛΑΜ, που είναι ακόμα στην «παιδική» ηλικία (του δίνουν πού και πού μερικούς μετανάστες για να παίζει και μερικές σημαίες ευκαιρίας) μέλλεται να παίξει έναν αντίστοιχο ρόλο στο όνομα των εθνικών ζητημάτων (νέο σχέδιο ΔΔΟ, ΑΟΖ) και κυρίως ως ένας πόλος που θα δημιουργήσει σύγχυση με το απόλυτο ζήτημα της κατοχής. Τα κενά που αφήνει ήδη η επίσημη πολιτική και το αποδομητικό κίνημα των ξεχωριστών κοινωνικών δικαιωμάτων, όσο και η απώλεια ενός αντικατοχικού κινήματος, θα τα καταλάβει με ακρίβεια ένα ναζιστικό μόρφωμα. Που όσο το εξορκίζεις, τόσο αυτό μεγεθύνεται.
Τα αποσπάσματα που αναδημοσιεύονται στην παρούσα είναι από το άρθρο του Σενέρ Λεβέντ στην ελληνοκυπριακή εφημερίδα «Ο ΠΟΛΙΤΗΣ» στην οποία είναι τακτικός αρθρογράφος, με τίτλο «Προδοσία διανοουμένων στην Κύπρο». Ο Σενέρ Λεβέντ είναι ο τουρκοκύπριος εκδότης της εφημερίδας «Άφρικα» η οποία ονομαζόταν «Αβρούπα» μέχρι την τοποθέτηση βόμβας και ανατίναξής της των γραφείων της, από τις έμπειρες τουρκικές υπηρεσίες. Ζει στα κατεχόμενα και αγωνίζεται ως γνήσιος αντι-ιμπεριαλιστής και αριστερός Κύπριος για την ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ενάντια στην κατοχή του νησιού από τις τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις και ενάντια στον αμερικανικό και αγγλικό παράγοντα.
Σαν σήμερα: Αγλαντζιά, Κυριακή 20 Μαρτίου 1994-Γιατί ο κόσμος δεν αγνοούσε τους Κούρδους επαναστάτες; (athens indymedia 19/03/2014)
Σαν σήμερα το 1994, στο προάστιο Αγλαντζιά της Λευκωσίας άγνωστοι πράκτορες της ΜΙΤ δολοφόνησαν το Θεόφιλο Γεωργιάδη, κύπριο αγωνιστή του Κουρδικού ζητήματος, σε μια φάση που είχε γεννηθεί μια διεθνής προσπάθεια εξεύρεσης πολιτικής λύσης. Ο Θεόφιλος Γεωργιάδης ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές της. (Περιττό να αναφερθεί η διάσταση απόψεων σχετικά με το ζήτημα της κρατικής αυτοδιάθεσης που προέβαλαν κατά κανόνα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, ειδικά σήμερα που το νέο Κουρδικό ζήτημα “έχει βάλει τα γυαλιά” στα κινήματα της ανεπτυγμένης Δύσης ακολουθώντας τα πρότυπα μιας ελευθεριακής επανάστασης). Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του κύπριου αγωνιστή για την αυτοδιάθεση του Κουρδιστάν, Θεόφιλου Γεωργιάδη, δολοφονημένου πριν από 20 χρόνια από τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες στη Λευκωσία, διασυρμένου από καλοθελητές και χρήσιμους «αντιεθνικιστές» και –προσφάτως – «υιοθετημένου» από τα ναζιστικά καθάρματα. Μόνο –προς τιμήν της- η «εθνικιστική» (για κάποιους) ΕΟ 17 ΝΟΕΜΒΡΗ εκδικήθηκε για τη δολοφονία του.
Το ερώτημα του αναρχικού διανοητή Graeber παραμένει ακόμα επίκαιρο: Γιατί ο κόσμος αγνοεί τους κούρδους επαναστάτες στη Συρία; Το ερώτημα παραμένει: Γιατί ο κόσμος δεν αγνοούσε τους Κούρδους επαναστάτες; Η πρόθεση του υποφαινόμενου δεν είναι να βάλει τη μούρη του δίπλα στον Graeber, αποφεύγοντας κάθε χυδαίο εξισωτισμό με τον σπουδαίο αυτό ελευθεριακό διανοητή και αγωνιστή. Γνώρισμα της εποχής μας –δυστυχώς- είναι το να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε ως απλοί καθημερινοί άνθρωποι με κορυφαίους παλιούς και σύγχρονους στοχαστές, ωσάν να πρόκειται για τον κυρ-Μήτσο της γειτονιάς μας ή τον συνομιλητή μας στο καφενείο –τα ‘χουμε κάνει όλα ίσωμα! Στο πλαίσιο της αμφισβήτησης της «κάθε αυθεντίας» και απόλυτου εξισωτισμού, έχουμε φτάσει σε σημεία τροχοπέδησης κάθε δυνατότητας κριτικής και έμπνευσης με βάση την κληρονομημένη σκέψη. Σ’ αυτό το αρνητικό φόντο, το παρόν σχόλιο εμπνεύστηκε από το άρθρο του Graeber, από τον σαφή τίτλο του άρθρου και επιδιώκει να προεκτείνει την προβληματική του στον παρελθοντικό χρόνο και πιο ιδιαίτερα στην ελλαδική πραγματικότητα. Επιδιώκει να απαντήσει στην προκλητική ερώτηση: γιατί ο κόσμος αγνοεί τους Κούρδους επαναστάτες στη Συρία;
Αφορμή για το παρόν ήταν το εξαιρετικό κείμενο του ελευθεριακού David Graeber: «Γιατί ο κόσμος αγνοεί τους Κούρδους επαναστάτες στη Συρία;». Μέσα στο ίδιο κείμενο εξηγεί τους λόγους για μια νέα διεθνή στράτευση, όπως στο πρόσφατο παρελθόν για την Τσάπας αλλά και στο μακρινό μας για την Ισπανία. Το άρθρο επί της ουσίας του τίτλου δεν απαντά, εξηγεί όμως με απίστευτη ενάργεια στο γιατί πρέπει να υπερασπιστούμε την κουρδική επανάσταση η οποία δέχεται μια πολλαπλή επίθεση. Κατά την γνώμη μου, για να μπορέσει να απαντηθεί το ερώτημα του σημαντικού αυτού στοχαστή πρέπει να γίνει μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν μας, με όσες δυνατότητες μπορεί να έχει ένα -ατελές και με ελλείψεις- εκτεταμένο σχόλιο όπως αυτό. Για αυτό και η ερώτηση-τίτλος του εν λόγω άρθρου, ίσως μπορεί να συμπληρωθεί με την ερώτηση: «γιατί ο κόσμος δεν αγνοούσε τους Κούρδους επαναστάτες»;
Τι σημαίνει «κόσμος», τι σημαίνει «τότε», τι σημαίνει «Κούρδοι επαναστάτες»
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να δώσουμε έναν -έστω κατά προσέγγιση- ορισμό του τι είναι «κόσμος», σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου. Η λέξη «κόσμος» έχει μια οικουμενική διάσταση μιας και το ζήτημα των Κούρδων (όπως και των άλλων εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) ήταν ήδη διεθνοποιημένο από τη εποχή της ανακωχής του Μούδρου τον Οκτώβρη του 1918, εκφράστηκε το 1925 με την εξέγερσή τους υπό την αρχηγία του σεΐχη Σαΐντ ένα χρόνο μετά την ίδρυση του τουρκικού κράτους, γενικεύτηκε τη δεκαετία του ‘70 με την ίδρυση του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν και αμβλύνθηκε από την ιστορική τομή του τέλους της δεκαετίας του 90, όταν η πάρθηκε η απόφαση για τον αγώνα διεκδίκησης δικαιωμάτων στα πλαίσια αναγνώρισης του τουρκικού κράτους. Αυτό πραγματοποιήθηκε σε ένα πλαίσιο σημαντικών αλλαγών και μετατοπίσεων μιας νεο-οθωμανικής Τουρκίας που, σε αναντιστοιχία με το κεμαλικό της παρελθόν, αναγνώριζε –έστω και ρητορικά- την ύπαρξη και άλλων εθνοτήτων στην επικράτειά της. «Κόσμος» επίσης σημαίνει ο κόσμος του αγώνα αλλά και ο υπόλοιπος κόσμος που παρακολουθεί, κρίνει και μετατοπίζεται θετικά επηρεασμένος από τη δράση του ηγεμονεύοντος κοινωνικού κινήματος το οποίο θέτει μέσω του ενδιαφέροντός του για το κουρδικό ζήτημα, τον ιμπεριαλισμό ως κύριο αντίπαλό του. Κοντολογίς, «κόσμος», είναι το διεθνές κίνημα που συνθέτει όλες τις ενστάσεις απέναντι στο κυρίαρχο σύστημα που εκφράζουν κυρίως οι μεγάλες δυνάμεις δίπλα σε όλες τις ενστάσεις που αξεδιάλυτα εμπλέκουν το ταξικό ζήτημα, την κοινωνική ανιισότητα, το οικολογικό πρόβλημα κλπ.
Η απάντηση αυτή, στην άλλη πτυχή, δηλαδή του τι σημαίνει «τότε», δηλαδή «γιατί ο κόσμος δεν αγνοούσε τους Κούρδους επαναστάτες» αναφέρεται σε δυο βασικούς παράγοντες: τους «εσωτερικούς» και τους «εξωτερικούς», διακρίνοντας συμβατικά τις ιδιαίτερες λειτουργίες του ίδιου του εθνικού κινήματος και της διεθνούς αλληλεγγύης σε αυτό, σε ένα πλαίσιο που η μια ανατροφοδοτεί την άλλη. «Εσωτερικούς» θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το σύνολο των εθνικών, επαναστατικών, πολιτικο-στρατιωτικών διεργασιών. «Εξωτερικούς» θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το σύνολο των διεθνών κινηματικών δράσεων υποστήριξης. Αυτή η διάκριση γίνεται διότι έχουμε παραδείγματα της παύσης του διεθνούς ενδιαφέροντος λόγω και «εσωτερικών» διαδικασιών όπως συνέβη με το κουρδικό ζήτημα (1999-2014) ή σε περιπτώσεις ενός διαχρονικού ενδιαφέροντος όπως για το παλαιστινιακό ζήτημα εφόσον οι «εσωτερικές» πολιτικο-στρατιωτικές διεργασίες του το προκαλούν ή για άλλα ζητήματα που προκύπτουν όπως της εξέγερσης στην Τσιάπας το 1994. Από την άλλη, οι «εξωτερικοί» παράγοντες, δηλαδή τα διεθνή κινήματα αλληλεγγύης προς τις πληγές του κόσμου, ειδικά μετά τη δεκαετία του ‘90 αντιμετώπισαν μια άνευ προηγουμένου ιδεολογική επίθεση από το νεο-φιλελευθερισμό και τις νέες χρήσιμες «επαναστατικές» παραθεωρήσεις που εν τέλει κατακερμάτισαν το συνολικό ζήτημα επιμερίζοντάς το σε τμήματα. Η έννοια του κινήματος μετατράπηκε σε «κινήματα» και η έννοια του ζητήματος αποσυντέθηκε σε «ζητήματα». Κεντρική σημασία σε αυτόν τον προβληματισμό έχει η μεγάλη κρίση της αριστεράς μετά το ’90 -εννοώντας ως αριστερά το σύνολο των οργανισμών, τάσεων και προταγματικών συσσωματώσεων που αντιστεκόντουσαν στον καπιταλισμό, στη δυτική δημοκρατία (από την κρατικών αντιλήψεων αριστερά μέχρι το ελευθεριακό σύμπαν) λαμβάνοντας υπ’ όψη μας τόσο τις διαφορές στο πεδίο της σκέψης και δράσης όσο και τις κατά τόπους και χρόνους αποκλίσεις. Οι αρνητικές στο σήμερα παρεκκλίσεις της, σηματοδοτούν και το θετικό περιεχόμενο του «τότε» με βάση την αγωνιστική στάση της απέναντι στο κουρδικό αλλά και στα άλλα διεθνή ζητήματα.
Υπό αυτό το πλαίσιο, η απάντηση στην πτυχή που αναφέρεται στο «τότε» για το «Κουρδιστάν», περιλαμβάνει και άλλα ζητήματα, που αφορούν στην κατοχή και στα εγκλήματα του ιμπεριαλισμού: το παλαιστινιακό, το κυπριακό, τη νεοαποικιοκρατία στην Αφρική, στην Ασία και στην Νότιο Αμερική. Δεν θα μπορούσε ξεκομμένα ο «κόσμος» να βλέπει «τότε» το «κουρδικό» γιατί δεν ήταν ξεκομμένο το ένα ζήτημα από άλλο. Τα έδενε ο «κοινός εχθρός-ο ιμπεριαλισμός». Όταν λέμε «κουρδικό» εννοούμε το κουρδικό ζήτημα αλλά και το διεθνές ζήτημα, συνάμα.
Το ίδιο ερώτημα παραμένει: γιατί ο κόσμος αγνοεί τους κούρδους επαναστάτες-γιατί ο κόσμος δεν αγνοούσε τους Κούρδους επαναστάτες;
Ας ξεκινήσουμε από τους δυο παράγοντες που προαναφέρθηκαν: τον «εξωτερικό» και τον «εσωτερικό». Η υποχώρηση του κουρδικού ζητήματος σε όλο τον κόσμο είχε να κάνει με την απώλεια διεθνών συμμαχιών από τη μια αλλά και από την άλλη, με τα εσωτερικά αδιέξοδα που προκλήθηκαν τόσο από τη συστηματική άγρια καταστολή στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και από την αδιέξοδη δράση και προσανατολισμό του ίδιου του ηγεμονεύοντος ΡΚΚ. Δηλαδή, ειδικά μετά το 1990, ευρωπαϊκές χώρες όριζαν, επίσημα τη δράση των κούρδων ως τρομοκρατική και από το 1998 υπήρξε από πλευράς τουρκικού κράτους μια έμμεση πολιτική διαπραγμάτευση σε επίπεδο δικαιωμάτων. Αυτή συνέπεσε με την κρίση του κουρδικού κινήματος που αγωνιωδώς ξεκίνησε την εποχή εκείνη να αναζητά διέξοδο από το συνεχές σφυροκόπημα του στρατού και της απομόνωσής του από το εξωτερικό κατόπιν και κάποιων ενεργειών οι οποίες κόστισαν (βόμβες σε τουριστικές περιοχές κλπ.) και χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα. Επίσης, η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ και αβανταδόρος σύμμαχος των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, είχε μπει σε ενταξιακές διαδικασίες για την είσοδό της στην ΕΟΚ-ΕΕ οπότε κάθε ενέργεια εναντίον της σηματοδοτούσε πόλεμο, συνολικά στη δημοκρατική τάξη. Ο πατριώτης, επαναστάτης, αριστερός Οτσαλάν αποδομήθηκε ως «εθνικιστής», «σωβινιστής» κλπ. τόσο από τις νέες ιδεολογικές ταυτότητες των σοσιαλφιλελεύθερων διαχειριστών όσο και από την «επαναστατική» «κινηματική» καθαρότητα που άκμασε με την προμετωπίδα του αντιεθνικισμού. Το «Κουρδικό» ζήτημα, τέθηκε σύμφωνα με τη θεωρία των «ίσων αποστάσεων» που έτεινε να επικρατήσει ακόμα και στην πιο κραυγαλέα κατοχή των εδαφών της Παλαιστίνης και θάφτηκε κάτω από τις ιαχές για την «τρομοκρατία» ενάντια σε αθώους. Για «μας», πραγματοποιήθηκε από μια δήθεν «ελευθεριακή» αντίληψη που εξισώνει τα κράτη, στοχεύοντας, προσχηματικά και με αρκετή ιδεοληψία, τις κρατικές στοχεύσεις του αγώνα για την κρατική αυτοδιάθεση. Η εξίσωση του θύτη με το θύμα ωφέλησε και σ’ αυτήν την περίπτωση το θύτη.
Ειδικά στη χώρα μας, μετά το ’90, τόσο οι νέες εκσυγχρονιστικές τάσεις που έλαβαν την εντολή διακυβέρνησης για να προωθήσουν τη χώρα στη διεθνή αγορά, όσο και τα νέα «κινήματα» παρήγαγαν ένα λόγο που αποδομούσε το κουρδικό ζήτημα στο όνομα των δικαιωμάτων για τις απολυταρχικές τάσεις του Οτσαλάν, στο όνομα των δικαιωμάτων των αθώων θυμάτων, στο όνομα μιας δήθεν αντιεθνικιστικής τάσης να βλέπει παντού σωβινιστές και συνεργούς του ελληνικού «ιμπεριαλισμού». Το «Κούρδος», από επαναστάτης κατέληξε να συνδέεται αποκλειστικά με τα έργα και ημέρες της ΕΥΠ και μιας συμμαχίας με τον εχθρό του εχθρού. Από την πλευρά της και στο όνομα της «ελληνοτουρκικής φιλίας» και της υποταγής σε «αντιτρομοκρατικά» νέα δόγματα που υπάκουε, η ελληνική κυβέρνηση κατέδωσε και παρέδωσε τον Οτσαλάν στους Τούρκους μιλιταριστές στη φάση που επιδίωξε, ο ίδιος ως ο ηγέτης του, να διεθνοποιήσει το Κουρδικό ζήτημα με στόχο την πολιτικοποίησή του. Σοσιαληστές όπως ο Σημίτης έκλεισαν τις πόρτες στον αγωνιστή ηγέτη του ΡΚΚ στέλνοντάς τον στους τούρκους δεσμώτες του αναγορεύοντας τα λάθη πανικού από πλευράς του ως πρόθεση να εκτεθεί η Ελλάδα. Οι ελάχιστες εκδηλώσεις συμπαράστασης-συγγνώμης προς τον αγωνιζόμενο κουρδικό λαό, όπως και οι επόμενες ενάντια στο ΝΑΤΟ-ΕΕ όταν στρατιωτικά επιτέθηκαν στη Σερβία για να διαλύσουν οριστικά τη Γιουγκοσλαβία, καθώς και επόμενες εκδηλώσεις εναντίωσης σε πολέμους της νέας τάξης πραγμάτων μετά το 2001, ήταν τα δείγματα μιας επιβίωσης ενός λόγου που πλέον θα ήταν μειοψηφικός και λιγοστός απέναντι στην αριστερά των «κινημάτων», στην ευρύτερη αριστερά της αποδόμησης του κοινωνικού ζητήματος σε «ζητήματα» και η υπεράσπιση ξεχωριστών δικαιωμάτων. Οι δηλώσεις του Σημίτη για τους «τζάμπα μάγκες» που δεν ξέρουν να λένε «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς, για τους «τζάμπα μάγκες» που δεν αναγνωρίζουν τις προσπάθειες του Γιώργου Παπανδρέου να λικνιστεί στους ρυθμούς του ζεϊμπέκικου με τους τούρκους κουμπάρους μας, ήταν εκφραστικές ενός κλίματος που συνέδεε δυο -φαινομενικά μόνο- ασύνδετους πόλους: τη νέα ιδεολογική τάξη πραγμάτων και την αριστερά ή αντιεξουσία «των κινημάτων» που αγωνιζόταν για «δικαιώματα».
Όλα αυτά, τη δεκαετία του ‘70 αλλά και του ‘80, μέχρι να σκεπαστούν από το βαθμιαίο ξεσκέπασμα της διπλής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, ήταν αδιανόητα. Το κουρδικό, το παλαιστινιακό, το κυπριακό, το μεσανατολικό, το λατινοαμερικανικό, ήταν αξεδιάλυτοι παράγοντες από το αίτημα για αλλαγή του κόσμου. Η όποια αριστερά, με τις όποιες τάσεις της συνομολογούσε ενάντια στον κοινό εχθρό, θέτοντας το αντι-ιμπεριαλιστικό σε πρώτη θέση. Ποιος δεν θυμάται το «ένας είναι ο εχθρός-ο ιμπεριαλισμός»; Ποιος το δεν θυμάται ή δεν το έχει ακούσει για τις πορείες για το κυπριακό, για την Παλαιστίνη, για τη λατινική Αμερική;
Όλα αυτά ξεκίνησαν να αλλάζουν προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, αργότερα από τον υπόλοιπο δυτικό ανεπτυγμένο κόσμο. Η κρίση της ελληνικής αριστεράς όχι μόνο δεν παρήγαγε μια νέα σύνθεση αλλά διέλυσε και ό,τι υπήρξε ως αναφορά στο παρελθόν γύρω από το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Το «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά» των ρηγάδων του ’80 έδωσε έδαφος στη δεύτερη τη δεκαετία του ’90. Η συζήτηση γύρω από τον ιμπεριαλισμό έμεινε στα απολιθώματα-υπολείμματα κομμάτων και οργανώσεων ως σημαία ευκαιρίας σε κάθε περίσταση, με απολογία για «εθνικισμό». Η ανάλωση γύρω από την ψωροκώσταινα και τα ζητήματά της περιόρισε κάθε δυνατότητα σύνθεσης, σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση-νεοαποικιοκρατία ξεκίνησε να δείχνει τα δόντια της. Με τον κατακερματισμό προς όφελος των «κινημάτων» γύρω από τον «ιμπεριαλιστικό» ρόλο της Ελλάδας, φτάσαμε σε σημείο να βλέπουμε πολύ σοβαρά τις ίσες αποστάσεις ανάμεσα στους «πλανητόμπατσους» και τους «βαλκανοφασίστες» όταν οι πρώτοι κατάστρεφαν τη διπλανή μας χώρα. Η συνέργεια του ιδεολογικού κατεστημένου με τη χρήσιμη αριστερά, όλη αυτή την 25ετία ήταν τόσο σημαντική για να αγνοούμε σήμερα τους Κούρδους, τους Κυπρίους, τους Αφρικανούς ή τους Λατινοαμερικάνους, εκτός κι αν οι ίδιοι μας το επέτρεπαν από τη δράση τους. Και τώρα που φτάσαμε στο σταυροδρόμι ή αλλιώς στο χείλος του γκρεμού ίσως ξεκινάμε να αναρωτιόμαστε. Με τι εφόδια όμως;
Να γιατί ο κόσμος δεν αγνοούσε τους κούρδους επαναστάτες. Να γιατί ο κόσμος σήμερα τους αγνοεί. Δυο απαντήσεις σαν να είναι μια, απέναντι σε δυο ερωτήσεις –πάλι- σαν να είναι μια.
Το αντιφασιστικό-αντιρατσιστικό-αντιεθνικιστικό και οι πολλαπλές τους χρήσεις (athens indymedia 04/09/2014)
Είθε, αυτό το μικρό κείμενο να είναι ένα μικρό λιθαράκι στον προβληματισμό απέναντι σε θεωρήσεις και πρακτικές που τείνουν να εξισώνουν το θύτη με το θύμα, τον αποικιοκράτη με τον αποικιοκρατούμενο, την επίθεση με την άμυνα. Για τους “πονοκεφάλους” μιας 40ετίας. ΓΚ
Γεγονότα μικρά και μεγάλα που αποκτούν διαστάσεις φαινομένου έχουν ξεκινήσει να απασχολούν όλο και περισσότερο τους ενεργούς ανθρώπους του κοινωνικού κινήματος και ιδιαίτερα αυτούς που δραστηριοποιούνται στη βάση του και όχι στην αυτόκλητη κορυφή του, όπως αυτή εκπροσωπείται από κομματικούς μηχανισμούς, συνδικαλιστικές ομοσπονδίες ή μέτωπα που έχουν και τη θεσμική τους έκφραση στο επίσημο πολιτικό σύστημα. Αυτά τα γεγονότα σχετίζονται με πολιτικά και κοινωνικά θέματα και οι φορείς τους συνήθως επιδιώκουν να μονοπωλούν στο χώρο των παραπάνω «αντί» είτε αυτό αφορά στο φασισμό, στο ρατσισμό και στον εθνικισμό. Κεντρική σημασία έχει η ιστορική προσέγγιση ή γενικότερα η αφήγηση γύρω από το «έθνος». Από κει προέρχονται και όλοι οι πονοκέφαλοι που προκαλούνται από γεγονότα (ενδεικτικά) όπως: της «αναρχικής» ανάρτησης της σημαίας του ισραηλινού κράτους ενάντια σε διαδηλωτές που διαδήλωναν ενάντια στο κράτος του Ισραήλ, της εκδήλωσης για την «ανεκτική» και «πολυπολιτισμική» Οθωμανική Αυτοκρατορία στο αντιεξουσιαστικό στέκι ΝΟΣΟΤΡΟΣ με καλεσμένο το δημοσιογράφο Αμπτουλχαλίλ Ντέντε, που μαθεύτηκε ότι αποκαλούσε τους έλληνες «γκιούρηδες», κειμένων όπως των ΤΕΡΜΙΝΑΛ 119 που καταγγέλλουν τους «αναρχικούς κανίβαλους» για το γεγονός ότι αναρχικοί εξέθεσαν με αρκετά εκλεπτυσμένο τρόπο αλήθειες για το μεταναστευτικό αλλά και μιας γενικότερης δραστηριότητας λόγου και πράξης χωρίς παραπομπές («έλληνες είστε και φαίνεστε»-«ξεφτίλες πατριώτες» κλπ) που συμπεριλαμβάνει κάθε τι το «ελληνικό» ως αποδιοπομπαίο και εξ’ ορισμού εχθρικό.
Όλα αυτά που ξεκίνησαν (ας πούμε) από το αθώο «Αιγαίο» που «ανήκει στα ψάρια του», μη δίνοντας σημασία στη γεωπολιτική, στα ιμπεριαλιστικά παιχνίδια στη Μεσόγειο και στον επεκτατισμό της Άγκυρας, βρήκαν κατά κάποιο τρόπο την ολοκλήρωσή τους κυρίως στη δεκαετία του ’90. Τότε στο παιχνίδι μπήκε και η πανεπιστημιακή αριστερή διανόηση να στηρίξει-τρόπον τινά από το δικό της μετερίζι- την εθνοαποδόμηση και τον τερματισμό της εθνικής αφήγησης, μιας αφήγησης που βεβαίως είχε σοβαρές αρνητικές πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Ήταν αυτή που βασιζόταν κυρίως στην αδιάλειπτη τρισχιλιετή συνέχεια του ελληνισμού (με σοβαρά επιστημονικά λάθη, αφού υπήρξαν σημαντικές τομές και ασυνέχειες στην πορεία του) και συναρμοζόταν στη συνέχεια με το θετικό –για αυτήν- ρόλο μεγάλων δυνάμεων που είχαν επιβλητική παρουσία σε όλη την πορεία μέχρι και σήμερα. Κεντρική σημασία είχε η περίοδος της χούντας (συνεργατών της γερμανικής και αγγλοαμερικανικής κατοχής) όπου το «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» ως ιδεολογική καρικατούρα κοινωνικής συνοχής εναρμονίστηκε πλήρως με τα ΝΑΤΟϊκά-Αμερικανικά σχέδια του staybehind και της κόκκινης προβιάς κατά της Σοβιετικής Ένωσης και συνεργάστηκε με την τουρκική εξουσία για τη διχοτόμηση της Κύπρου σύμφωνα με απότοκες εκδοχές του σχεδίου Άτσεσον. Ήταν η περίοδος όπου κάθε τι το «εθνικό» τυλιγμένο με υπερφίαλες ρητορείες, γινόταν ταυτοχρόνως αντιδραστικό, φασιστικό, εθνικιστικό, προσπερνώντας την εποχή της μεγάλης επανάστασης 1941-1949, όπου η αριστερά πλειοδοτούσε στον διεθνιστικό πατριωτισμό όταν βροντούσε «ο Όλυμπος» κι άστραφτε «η Γκιώνα» απαιτώντας «ελεύθερη πατρίδα» και «πανανθρώπινη τη λευτεριά». Έτσι, προσπεράστηκε η εθνική απελευθερωτική αφήγηση του Βελουχιώτη, προσπεράστηκαν οι αγώνες για την Κύπρο όπου πρωτοστατούσε η ΕΔΑ και η αποδεκατισμένη αριστερά τη δεκαετία του 50, προσπεράστηκαν όλες οι προσπάθειες της αριστεράς που σύσσωμη σχεδόν, κατά τη διάρκεια της χούντας και της πρώιμης μεταπολίτευσης διεξήγε έναν πατριωτικό-διεθνιστικό-απελευθερωτικό αγώνα. Όλο αυτό το κενό το κατέλαβε η δεξιά και η άκρα δεξιά κυρίως από τη δεκαετία του 90, τοποθετούμενη στα γεωπολιτικά ζητήματα που αφορούσαν στο «εθνικό», καταλαμβάνοντας τόσο το κενό της κυρίαρχης πολιτικής που εδραίωνε την εξάρτηση της χώρας από τους διεθνείς οργανισμούς, αναλαμβάνοντας ρόλους δευτερεύοντες σε εκστρατείες, όσο και της ίδιας της αριστεράς που εκδηλωνόταν με «αεθνικά», «αντιεθνικιστικά» συνθήματα δίνοντας μεγάλη σημασία στην ανασύσταση ή αποδόμηση της ιστορικής αφήγησης εκ μέρους των πανεπιστημιακών της. Οι «τηλεπωλητές» βιβλίων, οι ανορθολογιστές τηλε-εθνικιστές των περιθωριακών καναλιών βρέθηκαν στην καλύτερή τους ώρα, όταν το αμήχανο κίνημα προσπαθούσε να αρθρώσει λόγο απέναντι στις καταιγιστικές αλλαγές σε όλον τον κόσμο (Ανατολική Ευρώπη, Βαλκάνια, ένωση Γερμανιών, Ευρωπαϊκή Ένωση, άνοδος του Ισλάμ κλπ, διακήρυξη της Νέας Τάξης Πτωμάτων κλπ), να επαναδιαμορφώνουν την κεντρική εθνική αφήγηση εκμεταλλευόμενοι το κενό λόγου και πράξης απέναντι και σε φαινόμενα που έμελλαν να αποκτήσουν μια πρωτοκαθεδρία, όπως το μεταναστευτικό. Η πανεπιστημιακή αριστερά στο σύνολό της όπως και ένα μέρος του κοινωνικού κινήματος βάσης στράφηκαν κυρίως στα κακά της ψωροκώσταινας που πλέον άρχισε να παίρνει το επίσημο χρίσμα ενός συνδυασμού Χατζηαβάτη-περιορισμένου Δερβέναγα. Αποτέλεσμα της συστηματικής κατάδειξης των «εθνικών» μας «μύθων» (με την ευγενική προσφορά της δυτικής θεωρίας περί της δημιουργίας του έθνους ως νεωτερικής δημιουργίας μετά την Γαλλική Επανάσταση) και της απολογητικής της θεωρίας των ίσων αποστάσεων (αν δεν υπήρχε η εκδοχή του απόλυτου «ελληνικού» κακού), ήταν και η αποστασιοποίηση από θέματα που προκαλούσαν πονοκέφαλο, όπως τα εθνικά ζητήματα και το μεταναστευτικό. Με εξορκισμούς, που στην καλύτερη περίπτωση κατέληγαν είτε στην υπενθύμιση του διεθνιστικού-ταξικού για την αδελφοποίηση ξένων και ελλήνων εργατών, στη χειρότερη άφηναν να εννοηθεί -αν δεν ήταν ρητά διατυπωμένο- ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα εθνικιστική, ρατσιστική και σχεδόν φασιστική.
Αυτό που αποφεύχθηκε συστηματικά και με τη συνδρομή των παραπάνω, ήταν η σύνθεση ενός οράματος διεθνιστικού, μιας νέας δηλαδή χάρτας που ωστόσο θα ενέτασσε στο σκεπτικό της την εθνική-κοινωνική-πολιτική απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών. Αυτό όμως θα σήμαινε ότι ο διεθνισμός δεν θα άγγιζε μόνο τα ζητήματα της Λατινικής Αμερικής (αυτά που έχουν στην προμετωπίδα τους κεφαλαία «Ν»-Nation=έθνος; φυλή; συγγένεια αίματος;) αλλά και πιο κοντινά, όπως το κουρδικό, το παλαιστινιακό κι ακόμα πιο κοντινά, όπως το κυπριακό. Ζητήματα πολύ δύσπεπτα, όμως, για τα φοβικά σύνδρομα και τα ψυχολογικά συμπλέγματα που αναπτύχθηκαν μετά την εισβολή στην Κύπρο-ελλαδική μεταπολίτευση: «δηλαδή θέλετε πόλεμο»; Αυτά τα σύνδρομα και συμπλέγματα συνέργησαν κυρίως με τις νέες παραθεωρήσεις των «ίσων αποστάσεων», του «ελληνικού ιμπεριαλισμού» και της μεγέθυνσης των ευθυνών εκ μέρους του ελληνικού παράγοντα. Έτσι, η εξάπλωση ενός νεότευκτου συμπλέγματος «πατριωτισμού» με εθνικιστικές, ρατσιστικές και φασιστικές προεκτάσεις άρχισε να γίνεται ο πρωταγωνιστής «λύκος» του «ψεύτη» βοσκού, ενός «ψεύτη» βοσκού που διαρκώς μετατόπιζε το βάρος της ανάλυσης από την εξαρτημένη-παρασιτική-μεταπρατική ανάπτυξη της χώρας στην «εθνικιστική-ρατσιστική-φασιστική» της ολοκλήρωση. Έτσι ετοιμάστηκε το έδαφος για τις εφεδρείες του κοινωνικού πολιτικού συστήματος μιας και αυτό γινόταν όλο και πιο ανεπαρκές: στην αρχή το ΛΑΟΣ του αρχιχουντικού Καρατζαφέρη και στη συνέχεια η εφεδρεία της Χρυσής Αβγής που μπόρεσε μέσω μιας συστηματικής κρυπτείας και της ανάδειξής της ως «άλλου άκρου» να καταλάβει τα κενά της αριστεράς και να μπορέσει να διαδραματίσει τον χρήσιμο ρόλο της στρατηγικής επέκτασης του μνημονίου και περεταίρω αποικιοποίησης της χώρας. Τελικά ο «ψεύτης» βοσκός «βρήκε» το «δίκιο» του… Και –ω του θαύματος- βρήκε το δίκιο του και ο «λύκος»…
Σήμερα πληθαίνουν οι περιθωριακές φωνές που επιδιώκουν να προβληματίσουν ενάντια σε αυτά τα προαναφερόμενα παραθεωρητικά σχήματα που μονοπώλησαν εδώ και μια 20ετία, πληθαίνουν οι φωνές που δεν ανέχονται στο όνομα της ιδεολογικής ταυτότητας και της αναφοράς της να ισοπεδώνονται θύτες και θύματα και γενικότερα αναπτύσσεται ένας προβληματισμός γύρω από ζητήματα ιστορικά. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα ισχυροποιηθεί με απόπειρες να δοθούν ερμηνείες και αφηγήσεις πιο συνθετικές, προκειμένου αυτές να αποτελέσουν εφόδια για νέες πρακτικές ενός διεθνισμού που θα μιλά για την οικονομική πολιτική και κοινωνική ισότητα των ανθρώπων, για την εθνική απελευθέρωση όλων των αποικιοποιημένων λαών, για την εποικοδομητική σχέση ντόπιων και μεταναστών-προσφύγων στο δυσβάστακτο τοπίο της γεωπολιτικής μανιφακτούρας των μεγάλων δυνάμεων.
ΥΓ: Τελευταία και σημαντική αφορμή είναι το περιβόητο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο. Η εμβολή της δεξιάς για τους αρνητές των γενοκτονιών Αρμενίων, Ελλήνων (Πόντος-Μ. Ασία) και Ασσυρίων δείχνει τόσο το μέγεθος αυτού του, του περί ου λόγου κενού, αλλά και τη συστηματική και εν γένει ανάληψη εκ μέρους της δεξιάς και άκρας δεξιάς όλων των ζητημάτων στα οποία πρωτοστατούσε –ιστορικά- το κοινωνικό κίνημα. Απέναντι σ’ αυτή την τυχοδιωκτική ντρίπλα για την αναφορά στις γενοκτονίες που όντως πραγματοποίησε η εθνική επανάσταση του Κεμάλ ενάντια στο σουλτάνο και στην διευθέτηση εκ μέρους των μεγάλων δυνάμεων της Αντάντ (γι’ αυτό και η συμμαχία του με τον Λένιν) μπορεί ο καθείς να απολαύσει το μέγεθος της υποκρισίας από ένα εκπρόσωπο της αριστερής διανόησης, το Δ. Χριστόπουλο, αρνητή της ποντιακής γενοκτονίας με άρθρο του στην Εφ.Συν με τίτλο «’’Αντιρατσιστικές’’ παρενέργειες». Εννοείται ότι κανένας νόμος δεν πρόκειται να προστατέψει τον αντιρατσισμό ούτε τον φυλετικά καταπιεσμένο άνθρωπο, ούτε να αποτρέψει την ύβρη. Ο νόμος αυτός έχει στόχο του την επέκταση του κοινωνικού ελέγχου, να περιστείλει το κοινωνικό κίνημα στην έκφρασή του-στο όνομα της προστασίας του. Αποτελεί όμως μια πρόκληση χωρίς ακόμα απάντηση. Μέσα στο κίνημα. Μέσα στο κίνημα βάσης.
η άποψη της ΑΚ για το κυπριακό και κάποιες παρατηρήσεις (athens indymedia 29/01/2017)
Το δίχως άλλο, η Αντιεξουσιαστική Κίνηση που διοργάνωσε εκδήλωση με τη Συσπείρωση Ατάκτων για το κυπριακό ζήτημα έχει αρχίζει και τα «μαζεύει». Το κείμενο του Γιώργου Παπαχριστοδούλου με τίτλο «Κύπρος: Στα Γρανάζια του Διεθνούς Κεφαλαίου και του Εθνικισμού» δημοσιευμένο στη «Βαβυλωνία» διατείνεται ενάντια στη λύση της διχοτόμησης «από έναν κουρελιασμένο διεθνή οργανισμό, όργανο στα χέρια του υπερεθνικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών και των διεθνών οικονομικών και πολιτικών ελίτ, ιδίως της αμερικανικής και κατά δεύτερο των ευρωπαϊκών». Αυτό είναι ένα καλό δείγμα που επανατοποθετεί την αναρχική πρόταση κατ’ αρχήν ενάντια στο κράτος αφού η λύση δεν είναι παρά ένα «ένα εξουσιαστικό κατασκεύασμα». Μοιραία αυτό που «συγκρατεί τα μπόσικα» δεν είναι παρά η αναρχική ταυτότητα που εξ ορισμού αποτρέπει την υποστήριξη ενός κράτους, γεγονός που αναμφισβήτητα υπερθεμάτιζε τόσο το κείμενο του Νίκου Ιωάννου με τίτλο «ΚΥΠΡΟΣ: Σκόνη τα Δόντια μέσα στα Σύκα» όσο η ίδια η Συσπείρωση Ατάκτων.
Όμως το κείμενο προσφέρεται στο «μικροσκόπιο» για το πώς η ίδια η ιστορία κατασκευάζεται προς χάριν ιδεολογικής της χρήσης σε σημείο που αποδεικνύεται η διαστρέβλωσή της, ανεξάρτητα από «οπτικές». Τα κενά που αφήνει και οι μεγεθύνσεις που πραγματοποιεί -αν μη τι άλλο- αφήνουν μια δυνατότητα να γεννηθεί και να αναπτυχθεί το τέρας της διχοτόμησης.
1)«Χωρίς αμφιβολία το σχέδιο Ανάν αποτελεί ένα εξουσιαστικό κατασκεύασμα από έναν κουρελιασμένο διεθνή οργανισμό, όργανο στα χέρια του υπερεθνικού κεφαλαίου, των πολυεθνικών και των διεθνών οικονομικών και πολιτικών ελίτ, ιδίως της αμερικανικής και κατά δεύτερο των ευρωπαϊκών». Από την πρώτη παράγραφο, έχει διαγραφτεί ο τουρκικός παράγοντας ως ο πιο σημαντικός στη διαμόρφωση του κυπριακού ζητήματος. Μιλάμε για παράνομη εισβολή, κατοχή και εποικισμό του βόρειου τμήματος της κυπριακής δημοκρατίας από το 1974, ενώ ήδη σήμερα το επίσημο πολιτικό σύστημα στην Τουρκία αμφισβητεί τη συνθήκη της Λοζάνης συνθέτοντας δίπλα στο παντουρκικό ιδεώδες, το νέο-οθωμανισμό.
2)«…συγγενεύει με την Ελλάδα, χώρα με αυτοδύναμο κεφάλαιο-«πολιορκητικό κριό» στα Βαλκάνια». Το κείμενο συνεχίζει με τους μύθους της κινηματικής παραπλάνησης περί Ελλάδας ως «Αμερικής» των Βαλκανίων, μύθοι οι οποίοι γεννήθηκαν και διαλύθηκαν μέσα σε μια 20ετία. Αν κοιτάξει κανείς, σήμερα τη Βαλκανική θα δει μια χώρα παρία που δέχεται αποκλειστικά καρπαζιές. Αν κοιτάξει δε στο «ιμπεριαλιστικό» παρελθόν της δε θα δει παρά μια χώρα δευτερογενή μοχλό των ευρωαμερικανικών ελίτ που έπαιξε το διαμεσολαβητικό ρόλο για την ενσωμάτωση των Βαλκανίων στην διεθνή οικονομία της αγοράς και στο ΝΑΤΟ.
3)«…δύο κοινότητες οι οποίες τα τελευταία πενήντα χρόνια χωρίστηκαν και ποτίστηκαν από το εθνικό μίσος η μία για την άλλη ξεχνώντας ότι επί αιώνες συμβίωναν αρμονικά μεταξύ τους». Περιέργως, για τον συντάκτη του κειμένου, οι δυο κοινότητες δεν ξέχασαν ότι συμβίωναν σχετικά αρμονικά. Δεν υπήρξε ποτέ σύγκρουση πέρα από 2 περιστάσεις (’63, ’67) που ποτέ δεν απέκτησαν καθολικό χαρακτήρα αν και χρησιμοποιήθηκαν ποικιλοτρόπως από την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, ΗΠΑ-Αγγλίας για να επιβάλουν τη «θεωρία» της δικοινοτικής σύγκρουσης. Το γεγονός ότι ήδη μέχρι το 2016 είχαν εκδοθεί 100.000 περίπου διαβατήρια της αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας για τουρκοκύπριους των κατεχομένων μάλλον δείχνει ότι η μειονότητα των τ/κ μέσα στην ίδια τους την κατεχόμενη από την Τουρκία χώρα και ιδιαιτέρως μετά τον εποικισμό, δεν διατείνεται για αυτήν την απόσταση που αναφέρει ο συγγραφέας. Οι πληγές βεβαίως υπάρχουν ανάμεσα στις δυο κοινότητες που υποδαυλίζουν οι εθνικιστές αλλά ο βασικός παράγοντας είναι το τουρκικό κράτος.
4)«Στο διάστημα από τη Λουκέρνη ως την 24η Απριλίου, ζήσαμε την εκκωφαντική αναβίωση του εθνικιστικού μίσους και την επιτακτική απαίτηση του συμβιβασμού με την υπερεθνική εξουσία. Το «όχι» των Ελληνοκυπρίων και των υποστηρικτών τους στην Ελλάδα δεν είχε παρά τις ρίζες του στα εθνικιστικά στερεότυπα με τα οποία προσεγγίζεται η ιστορία του Κυπριακού και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι αντίστοιχη ρίζα βγαλμένη από το αιματηρό παρελθόν των εθνικισμών είχε το όχι του Ντενκτάς. Παπαδόπουλος και Ντενκτάς, υπαρχηγός της Οργάνωσης ο ένας, ιδρυτής της ΤΜΤ ο άλλος, αναβίωσαν την εποχή των σφαγών, την εποχή του Χίτη Γρίβα, βλέποντας ότι πλέον θα μοιράζονται την πίτα της εκμετάλλευσης στο νησί. Και αν η ιστορική αποσιώπηση των εγκλημάτων του εθνικισμού είναι αναμενόμενη από τους βασικούς πρωταγωνιστές, στην αντίληψη του «εθνικού μετώπου» για τα «δίκαια του Ελληνισμού» συντάχθηκαν και κομμάτια της ελληνικής αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη. Το σφοδρά εθνικοπατριωτικό ΚΚΕ, το «παλιό» ΠΑΣΟΚ, διανοούμενους υπερασπιστές των «εθνικών δικαίων», τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αυτό το «όχι» βαφτίστηκε «αντιιμπεριαλιστικό» σε μία εκ νέου αναπαραγωγή του μύθου, ο οποίος θέλει το ελληνοκυπριακό κεφάλαιο εξαρτημένο από το διεθνές και τον ελληνοτουρκικό εθνικισμό ηπιότερο από του τουρκικό». Μετά από μια τέτοια ανάλυση που ταυτίζεται με την θεωρία της σύγκρουσης των δυο εθνικισμών που επέβαλαν οι αποικιοκράτες Άγγλοι με όχημα την ΤΜΤ είναι λογικό να μην ακούγεται κιχ για την εισβολή και κατοχή εκ μέρους της Τουρκίας. Κι εδώ είναι το τραγικό σε αυτές τις αναλύσεις διότι οι «δύο εθνικισμοί» συσκοτίζουν την ιστορική αλήθεια: από τη μια υπάρχει ένα αλύτρωτος πατριωτισμός των ε/κ με στόχο την ένωση με την Ελλάδα, γεγονός που αποτρέπει η ίδια η επίσημη πολιτική στην Ελλάδα κι από την άλλη έχουμε τον σοβινιστικό επεκτατισμό της επίσημης Τουρκικής πολιτικής που αποβλέπει συστηματικά από το 1954 (με παρότρυνση των Άγγλων) την τουρκοποίηση της Κύπρου με όχημα την ΤΜΤ και τους τ/κ επικουρικούς αστυνομικούς ενάντια στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Έτσι, συγκρίνονται οι σφαγές στην Κοφίνου (που ως αποτέλεσμα είχαν την απόσυρση της μεραρχίας κι όχι τη συνέχειά της) με τη συστηματική τουρκική εισβολή, κατοχή από το 1974. Το «ΟΧΙ» των ε/κ όμως δεν είναι ούτε ένα συμπαγές αντιμπεριαλιστικό όπως θα ήθελε το ΚΚΕ ή η άκρα αριστερά, ούτε ένα ενιαίο αντιτουρκικό όπως θα το ήθελαν οι απόγονοι του Γρίβα και του Σαμψών. Το «ΟΧΙ» του 2004 είναι το «ΟΧΙ» ενός λαού που τουλάχιστον λέει ΟΧΙ στην εθελούσια αυτοκτονία του. Το «ΟΧΙ» του Ντενκτάς είναι το ΝΑΙ σε μια ακόμα πιο επεκτατική Τουρκία.
5)«…τις δολοφονίες των μελών του ΑΚΕΛ, Καβάτζογλου (τ/Κ) και Μισαηλίδη (ε/Κ) από τους εθνικιστές της ΕΟΚΑ Β’ και της ΤΜΤ». Ο συντάκτης θα έπρεπε να γνωρίζει ότι τις δολοφονίες των δυο σπουδαίων αγωνιστών τις διέπραξε η ΤΜΤ. Η ΕΟΚΑ Β’ ιδρύθηκε 6 χρόνια μετά. Ας ψάξει ο συντάκτης να μάθει για την τρομοκρατία που άσκησε η ΤΜΤ στους τ/κ προκειμένου να τους αποσπάσει από την ΠΕΟ δημιουργώντας ντεφάκτο διχοτόμηση και για τους αγώνες που έκανε ο Καβάτζογλου στην τ/κ κοινότητα ενάντια στην τρομοκρατία και τη διχοτόμηση που επέβαλε η τ/κ διοίκηση των Ντενκτάς-Κουτσιούκ μετά το 1964.
6)«…μέσα από την ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων που θα αγωνίζονται για την ένωση των δύο κοινοτήτων στη βάση της ελευθερίας και όχι της υποταγής, στην κατεύθυνση της ρήξης και της ανατροπής της κυριαρχίας και των δύο ηγεσιών και της αντίστασης στην πλανητική εξουσία, που επιφυλάσσει για το νησί τη μοίρα του «καζίνου-αεροπορικής βάσης», ενός παράδεισου για τα κέρδη των πολυεθνικών. Ένα κίνημα το οποίο θα απαιτεί την αποχώρηση όλων των στρατιωτικών βάσεων, την πλήρη αποστρατικοποίηση, την ένωση και στις δύο πλευρές του Αιγαίου μέσα από την άρνηση του εθνικισμού και στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης». Πολύ σωστά αν και ο συντάκτης δεν αναφέρεται σε μια επανένωση με την επιστροφή όλων των προσφύγων 220.000 εκ και 50.000 τ/κ στους τόπους τους. Η έλλειψη αυτή αφήνει ένα τεράστιο κενό που δίνει έδαφος στην «κεκτημένη» διζωνική που χωρίζει τ/κ και ε/κ. Όσον αφορά στην άρση όλων των εγγυήσεων και της αποχώρησης των στρατευμάτων που τόσο καταγγέλλει το κείμενο είναι και η …πάγια αρχή των «εθνικιστών» με ή χωρίς εισαγωγικά (βλέπε Κοτζιάς) στις όποιες διαπραγματεύσεις, κάτι που δεν επιθυμεί η επίσημη πολιτική σκηνή της Άγκυρας και των αθυρμάτων της στα κατεχόμενα.
7)«Ηγετικό στέλεχος του ΙΔΕΑ (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, ο οποίος ιδρύθηκε την εποχή του εμφυλίου σε συνεργασία με τη CIA) και της Οργάνωσης ήταν και ο μετέπειτα δικτάτορας Δημήτριος Ιωαννίδης, που επεξεργάστηκε σχέδια επιχειρήσεων εναντίον Τουρκοκυπρίων αμάχων». Ούτε να το διανοηθεί δεν θα μπορούσε ο χουντοφασίστας ανερμάτιστος Ιωαννίδης να εξολοθρεύσει τούρκους αμάχους, άνθρωπος αμερικάνων και βεβαίως ο τελευταίος τροχός της αμάξης που θα μπορούσε μέσα στο δυτικό μπλοκ να επιβάλει επιλογές. Κι ας μην ξεχνάμε τις επιλογές της χούντας που έλαβε ως παρακαταθήκη όταν ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο το ’73: α)απόσυρση της Μεραρχίας το 1967 β)ελληνοτουρκική φιλία σε σημείο που μιλούσαν για ελληνοτουρκική ομοσπονδία: «δεν μπορεί να μπει στη φιλία δυο ανδρών (Τουρκία-Ελλάδα) μια γυναίκα (Κύπρος)»-τάδε έφη Παπαδόπουλος γ)αντιμακαριακή υστερία λόγω …φιλοκομουνιστικών του τάσεων (ο «Κάστρο της Μεσογείου») δ)ελληνοτουρκικός διάλογος για την υπόθεση της προώθησης ενός διχοτομικού σχεδίου-διπλής ένωσης. Η πρεμούρα του να ανατρέψει το Μακάριο που αρνούνταν να συνεργαστεί με το ΝΑΤΟ και τους χουντικούς -όντας ενάντια στους σχεδιασμούς Άτσεσον- και η σιγουριά του ότι οι τούρκοι δεν θα επέμβουν είχε ως αποτέλεσμα το χάσιμο πολύτιμου χρόνου για την άμυνα απέναντι στην εισβολή καθώς αυτή ήδη ήταν γνωστό ότι προετοιμαζόταν από την Άνοιξη του 1974. Κατά τη διάρκεια μεταξύ του πραξικοπήματος και μέχρι την εισβολή δεν είχε αγγιχτεί τουρκοκύπριος. Τα εγκλήματα κατά των τ/κ τα διέπραξαν ανεξέλεγκτοι ένοπλοι (η ΕΟΚΑ β΄ είχε διαλυθεί και ο Καρούσος που απέβλεπε σε πολιτική λύση είχε συλληφθεί από τη χούντα) μετά την εισβολή οι οποίοι είχαν και ανοιχτό πόλεμο βασικά με τους μακαριακούς. Από κει και η δολοφονία μεταξύ άλλων και του μάρτυρα, στελέχους της ΕΔΕΚ και γνωστού ποιητή Δώρου Λοΐζου.
8)«…κάτω από πιέσεις αποφάσισε να μην προβάλλει το ντοκιμαντέρ «Η άλλη πλευρά», το οποίο γυρίστηκε πέρυσι τον Απρίλιο στη Λευκωσία το οποίο περιέγραφε τις σφαγές σε βάρος των Τουρκοκυπρίων στα 1963-64 και αφηγούνταν τη ζωή τους σε θύλακες ως το 1974». Μάλιστα, πρόκειται για μια εμβληματική ταινία (όπως και η ταινία «Το τείχος μας» που η «αποκάλυψη» γνωστών εγκλημάτων ακραίων ε/κ εθνικιστών (’63, ’67 και αργότερα το 1974) έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο για την αναχαίτιση της ουσίας του κυπριακού ως ζητήματος εισβολής, κατοχής και εποικισμού. Η ταινία όχι μόνο βασίστηκε σε αυτήν αλλά ήταν βασικός προαγωγός της θεωρίας της σύγκρουσης των δυο εθνικισμών. Ο ένας δημιουργός (Πανίκος Χρυσάνθου) τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί στην Τουρκία, βραβείο που φέρει το όνομα ενός συνεργάτη-άλτερ έγκο του Μπουλντέν Ετζεβίτ (του πρωθυπουργού της εισβολής) και άλλος (Νιαζί Κιζιλγκιουρέκ) είναι σύμβουλος του προέδρου Αναστασιάδη, που επισήμως προωθεί τη λύση της διζωνικής Ομοσπονδίας…
το ταξικό και το εθνικό (athens indymedia 02/11/2014)
Η αναπόδραστη εμπλοκή του ταξικού με το εθνικό: Αφορμή για την παρέμβαση ήταν κείμενο του κ. Μαραγκού με τίτλο «AOZ: Καμία ομοψυχία με τα αφεντικά και το κράτος» στον ιστοχώρο Άβαντγκαρντ
1)Στο κείμενό του ο κύριος Μαραγκός αναρωτιέται για το τυπικό της υπόθεσης: «Προφανώς μια μπανανία μπορεί να δίνει εργολαβία τις κρατικές της υποθέσεις σε ένα άλλο κράτος χωρίς να αναρωτιέται κανείς αν αυτό παραβιάζει στοιχειωδώς την ανεξαρτησία της». Αγνοεί ή προσπερνά το γεγονός ότι η κυπριακή δημοκρατία έχει ως εγγυήτρια δύναμη και το ελλαδικό κράτος μαζί με το τουρκικό που πραγματοποίησε την «ειρηνευτική» του αποστολή το 1974 κατέχοντας σήμερα το 40% του εδάφους της κυπριακής δημοκρατίας μετά από εκατόμβες νεκρών, αγνοουμένων και 200.000 προσφύγων, τουρκικό κράτος το οποίο δια της επίσημης οδού αναφέρεται στην κυπριακή δημοκρατία ως «εκλιπούσα» από τον Ιούλιο που μας πέρασε. Αγνοεί η προσπερνά το γεγονός ότι η κυπριακή δημοκρατία έχει εγγυήτρια δύναμη το Ηνωμένο Βασίλειο που διατηρεί δυο στρατιωτικές βάσεις και αρνείται να καταγγείλει τη στάση της τουρκικής κυβέρνησης που εισβάλει στα χωρικά ύδατα της εναπομείνασας κυπριακής δημοκρατίας; Ζούμε άραγε έργα και ημέρες του ελληνικού ιμπεριαλισμού και αναβάθμισης της γεωπολιτικής του θέσης ή ενός ρητορικού και δειλά εκφρασμένου «πατριωτισμού» μπροστά σε μια κραγμένη εισβολή;
2)«Η ελληνοκυπριακή πλευρά από την άλλη πλευρά συνεχίζει να αντιμετωπίζει την τουρκοκυπριακή κοινότητα και το κρατικό της μόρφωμα σαν να μην υπάρχει.» Ο κύριος Μαραγκός αγνοεί ή προσπερνά το γεγονός ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά έχει συρθεί σε διάλογο από το 1974 με «το κρατικό μόρφωμα» από την εποχή του Κληρίδη-Μακαρίου μέχρι και σήμερα μέσω Αναν-στασιάδη για τη διευθέτηση του ζητήματος. Το 2004 οι ελληνοκύπριοι παρόλη τη διεθνή πίεση αρνήθηκαν να αποδεχτούν την εισβολή, την κατοχή και τον παράνομο εποικισμό ως δεδομένα, αρνήθηκαν να αποδεχτούν τη διχοτόμηση. Η εισβολή της Τουρκίας στα χωρικά ύδατα επιδιώκει να νομιμοποιήσει ένα «κρατικό μόρφωμα» που είναι παράνομο και αποτέλεσμα μιας εισβολής. Από ποια ταξική θέση ο κύριος Μαραγκός υπερασπίζεται το δικαίωμα της Τουρκίας να εισβάλει; Μιας και αναζητεί το τυπικόν της υπόθεσης ο κύριος Μαραγκός οφείλει ιστορικά να το τεκμηριώνει. Η υποκινούμενη αποχώρηση της Τ/Κ Διοίκησης από την Κυπριακή Δημοκρατία και η παράνομη δημιουργία θυλάκων που πραγματοποιήθηκε και με βίαιες μετακινήσεις Τ/Κ από μικτά χωριά και ονομάστηκε Τ/Κ Διοίκηση, η ίδρυση το 1975 του «Τουρκικού Ομοσπονδιακού Κράτους» και το 1983 η ετσιθελική «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου», θέτει το Τ/Κ «κρατικό μόρφωμα» εκτός από κάθε εσωτερική διαπραγμάτευση για τα θαλάσσια οικόπεδα. Από ποια ταξική θέση ο κύριος Μαραγκός αποδέχεται ως τετελεσμένο την εισβολή, κατοχή και παράνομο εποικισμό εκ μέρους της Τουρκίας; Κάνει το ίδιο και στην υπόθεση της παράνομης εισβολής, κατοχής και αποικισμού εκ μέρους του Ισραήλ στα Παλαιστινιακά εδάφη;
3)Ο πόνος του κυρίου Μαραγκού για τα 70.000.000 κατοίκων της Τουρκίας που δεν θα έχουν πρόσβαση στη θάλασσα του Αιγαίου και δεν θα μπορούν να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες σε ψάρι, είναι και πόνος για τα εδάφη που ιστορικά εκμεταλλεύεται η Τουρκία από τις περιοχές που εδαφοποίησε ιστορικά, είναι πόνος για τις τεράστιες χαμένες περιουσίες μετά από τις γενοκτονίες των Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων που δημιούργησαν το πρωτογενές πλεόνασμα της νέας αστικής κεμαλικής τάξης το 1924; Είναι και πόνος για την τραμπουκική προσάρτηση της Αλεξανδρέττας το 1925 από τη Συρία; Τι εστί ζωτικός χώρος για την κυβέρνηση της Άγκυρας σήμερα; Το τόξο επιρροής στα Βαλκάνια με τους αμέτρητους μεντρεσέδες και τα εκατομμύρια που χαρίζει σε Αλβανία, FYROM, Κόσοβο; Η «νεκρή ζώνη» που προσπαθεί να δημιουργήσει στη Συρία; Τα επιμελημένα διάτρητα σύνορά της για την πώληση φτηνού πετρελαίου από το αδελφό ΙΚΙΛ; Από ποια ταξική θέση υπερασπίζεται ο κύριος Μαραγκός τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας;
4)Το δικαστήριο της Χάγης αποτελεί για τον κύριο Μαραγκό ένα διάφανο διεθνή φορέα απόδοσης της δικαιοσύνης; Γνωρίζει ο κύριος Μαραγκός ότι αυτό συγκροτείται κυρίως από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και δευτερεύοντος από τη Συνέλευση; Γνωρίζει ο κύριος Μαραγκός ότι αυτό λαμβάνει υπόψη του τις διεθνείς συνθήκες, μνημόνια, πρωτόκολλα κλπ. Γνωρίζει ο κύριος Μαραγκός, βεβαίως, ότι αυτά δεν συνάφθηκαν από τους προλεταρίους όλων των χωρών αλλά από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
5)«Τα κοράκια του ελληνικού εθνικισμού αντιλαμβάνονται ότι η Τουρκία βρίσκεται αυτή την ώρα σε μια δυσμενή θέση και προσπαθούν με επιθετικό πλέον τρόπο να κερδίσουν το χαμένο έδαφος». Τι εννοεί «επιθετικό τρόπο» ο κύριος Μαραγκός; Τις αναπάντητες αλλεπάλληλες καρπαζιές; Την ντε φάκτο αποδοχή της εισβολής, κατοχής, εποικισμού και την με όρους αποδοχή της; Την αποδοχή των «γκρίζων ζωνών»; Την παντελή έλλειψη αδιαφορίας απέναντι στον ηγεμονικό ρόλο της Τουρκίας στη Μεσόγειο; Τη συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας στους υπόλοιπους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς (ΝΑΤΟ-ΕΕ); Τη συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας με την πρώτη ευκαιρία να στέλνει αγωνιστές Τούρκους πρόσφυγες σαν σφαχτά της ελληνοτουρκικής φιλίας;
6)Γνωρίζει ο κύριος Μαραγκός για τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για την παράνομη εισβολή, κατοχή και εποικισμό όταν μάλιστα συνοδεύονταν από προτροπές για «αυτοσυγκράτηση»; Πόση σημασία αυτά είχαν για τον ελληνικό «ιμπεριαλισμό και μιλιταρισμό»; Πόση σημασία έχουν οι απόψεις της Τζεν Ψάκι ή του τελικού κειμένου της ΕΕ η οποία έχει στους κόλπους της μια κατεχόμενη χώρα, την Κύπρο; Γιατί θεωρεί ο κύριος Μαραγκός ότι ο Δελαστίκ είναι ομόψυχος με την αστική του τάξη κι όχι ότι την ξεμπροστιάζει για τον ιστορικό της ρόλο στο κυπριακό; Μήπως η δάνεια ορολογία περί «σοσιαλπατριωτισμού» εκφράζει αυτούς που έβαλαν για τα καλά το χεράκι τους στην αναδιανομή του κόσμου ως σοσιαλπατριωτικά μέλη ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που πραγματοποίησαν επίθεση; Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η εποχή και αυτή η συγκυρία του 1914 στην κεντρική Ευρώπη με μια (μειοψηφούσα) αριστερά που σήμερα –έστω- ρητορικά καταγγέλλει την επίθεση και την πραγματική εισβολή της Άγκυρας;
7)Όσον αφορά στην ηθική πολιτική-διάσταση που θέτει ο κύριος Μαραγκός, συμφωνούμε. Πλην όμως να δούμε την πραγματικότητα και ιδιαίτερα αυτήν που παραφράζεται από τις «ίσες αποστάσεις» της μονόπλευρης ταξικής ανάλυσης. Συμφωνούμε λοιπόν: καμιά συμμαχία με το κράτος και το κεφάλαιο. Όμως οφείλουμε να δούμε για ποιο κράτος και κεφάλαιο μιλάμε μιας και αυτό δεν είναι ένα συμπαγές όλον που διανέμεται σε κάθε περίσταση και σε κάθε περιοχή αυτού του κόσμου. Αν μιλάμε για την περιοχή που ζούμε κι όχι για την κεντρική Ευρώπη, αν μιλάμε για το 2014 κι όχι για το 1914, τότε θα πρέπει να σταθούμε στις ιδιαίτερες πτυχές της κάθε συγκυρίας και της κάθε περιοχής. Επισημαίνω τις ελληνοτουρκικές συμφωνίες φιλίας μέχρι τα αμέτρητα πρωτόκολλα, εμπορικές συμφωνίες, ζεϊμπεκιές και κουμπαριές του σήμερα. 1930: υπογραφή συνθήκης φιλίας Ελλάδας-Τουρκίας, κάτω από τον ασφυχτικό αγγλικό παράγοντα, σε μια περίοδο σταθεροποίησης και ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινδύνου-ο Βενιζέλος προτείνει τον Κεμάλ για βραβείο ειρήνης Νόμπελ και καταγγέλλει τους εξεγερμένους Κυπρίους του 1931. 1947: δόγμα Τρούμαν για την ελληνοτουρκική συνεργασία ως ανάσχεση του κομμουνιστικού κινδύνου. 1964: σχέδιο Άτσεσον για διχοτόμηση της Κύπρου. 1967: διμερής συνάντηση του Έβρου-ο Παπαδόπουλος μιλάει για ελληνοτουρκική ομοσπονδία. 1971: διμερείς συμφωνίες στη Λισαβόνα στο πλαίσιο ΝΑΤΟποίησης του κυπριακού. 1988: συνάντηση στο Νταβός μεταξύ Παπανδρέου και Οζάλ που εκλείπει το κυπριακό και αποφασίζεται ένα είδος συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου εφόσον αυτό παραπέμπεται στο διεθνές δίκαιο της -κατά τον κύριο Μαραγκό πιο δίκαιης- Χάγης.
8)Το άλλο ερώτημα είναι το για ποιους προλεταρίους μιλάμε; Τι ήταν, αν δεν ήταν προλετάριοι, οι στρατιώτες της εισβολής του 1974 την οποία χρηματοδότησε η DISK μια αντίστοιχη αριστερή ΓΣΕΕ της Τουρκίας η οποία κράτησε 3 μεροκάματα από κάθε μέλος της; Τι είναι, αν δεν είναι προλετάριοι, σήμερα όσοι είναι έτοιμοι να σφαχτούν για τα εθνικά δίκαια στα Βαλκάνια; Και για να το προεκτείνω σε «προσφιλή» μας θέματα: οι μπάτσοι δεν είναι παιδιά εργατών-αγροτών; Οι ναζί/χρυσαβγίτες δεν είναι παιδιά εργατών-αγροτών; Οι κεμαλιστές και οι γκρίζοι λύκοι δεν είναι εργάτες ή αγρότες ή άνεργοι; Αν κυριαρχήσει μια ιδεολογική τύφλωση και μια μονοδιάστατη θρησκευτική προσκόλληση στο ταξικό θα χάσουμε έναν άλλο σοβαρό παράγοντα που είναι μπροστά στα μάτια μας: ο ηγεμονικός ρόλος της Τουρκίας. Κι αυτό είναι αντικειμενικό ζήτημα για να τον θέτουμε σε ιδεολογικές ίσες αποστάσεις, όπως και τον ηγεμονικό ρόλο του Ισραήλ για το μεσανατολικό και την κατοχή της Παλαιστίνης.
9)Το άλλο ζήτημα είναι το οικολογικό. Δεν είναι δυνατόν να συμβάλουμε στο να γίνει σουρωτήρι ο πάτος της Μεσογείου για να συνεχιστεί ένα οικονομικό μοντέλο μεγέθυνσης και ένα αειφόρο καταναλωτικό. Για αυτό πρέπει να πούμε όχι στα οικόπεδα-όχι στις ΑΟΖ. Ναι, πρέπει να συνεννοηθούμε οι λαοί και για αυτό μπορούν να βοηθήσουν οι μειονότητες, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες, οι εργατικοί και οικολογικοί αγώνες. Καμιά ομοψυχία με ελλαδικό κράτος και αφεντικά αλλά και καμιά ομοψυχία με την ιστορική επιθετικότητα της Τουρκίας στην οποία αποδίδεται ίσος καταμερισμός ευθύνης για τις καρπαζιές που τρώει το ελλαδικό κράτος. Καμιά ομοψυχία με τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις στη Μεσόγειο και αλλού. Καμιά ομοψυχία και δικαίωση της διχοτόμησης στην Κύπρο, του διαμελισμού της Παλαιστίνης, της εξόντωσης του Κουρδιστάν. Αν μιλάμε για ταξική επίθεση αυτή πάντα έχει πολλαπλασιαστές διαφορετικούς και πρώτα απ’ όλα το γεωπολιτικό ως μοιρασιά του κόσμου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ταξική επίθεση του 41-44 συνδυάστηκε με τη γερμανική-ιταλική-βουλγαρική κατοχή και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ταξική επίθεση που δεχόμαστε έχει πολλαπλασιαστές τον γερμανικό και τον αμερικανικό παράγοντα (ΕΕ-ΔΝΤ-ΝΑΤΟ). Κι αυτό δεν πρέπει να το παραβλέπουμε για να μοιράζουμε τις ίσες ευθύνες και να κρατάμε τις ίσες αποστάσεις. Διότι αν η θεωρία αγνοεί την πραγματικότητα τότε τόσο το χειρότερο και για τις δυο.
είστε υπέρ ή κατά ενός ρατσιστικού κρατικού σχεδίου για την Κύπρο; (athens indymedia 08/11/2016)
Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί.
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε.
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή.
Παιδιά γυναίκες έντομα.
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες.
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια.
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση. Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε τις ασχολίες σας να διακόψτε τη ζωή σας τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν: Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω.
Μανόλης Αναγνωστάκης, «Η απόφαση»
Αν και δεν είναι απορίας άξιον, εν τούτοις εύλογα ερωτηματικά περί της συνεχούς ενασχόλησης με το κυπριακό εκτρέπονται ενίοτε σε μομφές για τον υποφαινόμενο. Είναι λοιπόν μια γλυκεία εμμονή το κυπριακό. Οι προκλήσεις του απορρέουν από την ίδια του την ιστορική φυσιογνωμία αλλά και την ισομερή ανάγνωση εθνικισμών που εν πολλοίς το αδικεί: Πάνω του δοκιμάστηκαν όλες οι αποικιοκρατικές και οι μετααποικιοκρατικές λύσεις ενώ σήμερα η διεθνής κοινότητα τείνει να αναγνωρίζει την εισβολή την κατοχή και τον εποικισμό μέσω ενός σχεδίου μιας ρατσιστικής οργανωτικής φόρμουλας. Αυτή είναι η επονομαζόμενη δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία, δηλαδή δυο κράτη διαφορετικά με βάση την εθνική καταγωγή, ακόμα πιο χειρότερα κι από τη συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για τη νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Και σ’ αυτήν την εγκληματική μεθόδευση, σειρήνες «προοδευτικές» συνάδουν με το μεγάλο ιμπεριαλιστικό σχέδιο. Ανάμεσα σε αυτά τα σημεία που κάνουν το κυπριακό ακόμα πιο περίπλοκο δεν είναι παρά η ύπαρξη ή η ιδέα του «ψευδοκράτους». Στο Ρέθυμνο, μάλιστα, αναρχικοί έχουν οργανώσει εκδήλωση με μέλος του Αντιεξουσιαστικού χώρου από την Κύπρο ο οποίος θα μιλήσει σ’ αυτήν με τον κεντρικό τίτλο: «όλα τα κράτη είναι ψευδοκράτη».
Ας ασχοληθούμε πρώτα με αυτόν τον παράδοξο όρο «ψευδοκράτος» κι ας δούμε το τι σημαίνει και για ποιους.
Για το πολιτικό σύστημα που κυβερνά εδώ και δεκαετίες εναλλάσσοντας τον εαυτό του, «ψευδοκράτος», ρητά είναι ένα παράνομο-μη αναγνωρισμένο κράτος, το οποίο έχει νομιμοποιήσει μια άνευ προηγουμένου καταστροφή (παράνομη εισβολή, παράνομη κατοχή, παράνομο εποικισμός) με βάση τα δεδομένα της επίσημης διεθνούς κοινότητας (ψηφίσματα ΟΗΕ ήδη από το 1974) αν και η αλήθεια είναι ότι -με εξαιρέσεις- το ίδιο το πολιτικό σύστημα που εκπροσωπείται από το ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ έχει αποδεχτεί τις επίσημες συνομιλίες με την τ/κ πλευρά για μια λύση που εν τέλει κάνει αποδεκτά τα περισσότερα από αυτά που έχουν κηρυχθεί διεθνώς παράνομα. Για πολλούς ε/κ αλλά και κάποιους τ/κ (όπως κινήσεις γύρω από τους αγωνιστές Σενέρ Λεβέντ, Ιμπραχίμ Αζίζ και άλλους) το «ψευδοκράτος» σημαίνει ακριβώς το ίδιο μόνο που οι ίδιοι εναντιώνονται στις επίσημες συνομιλίες στο βαθμό που δεν υπάρχει η κοινού αποδοχή των προανεφερθέντων δεδομένων που καταμαρτυρούν τα διεθνή ψηφίσματα για την εισβολή, κατοχή, εποικισμό που είναι και η ουσία του κυπριακού ζητήματος. Πρόκειται για τους από τα κάτω, που κινούνται σε γνωστές συλλογικότητες όπως το Cyprus.indymedia, το «γαλατικό χωριό», την πολύπλευρη δραστηριότητα γύρω από την εφημερίδα «Ένωσις» και εκδόσεις «Αιγαίο» αλλά και ανεξάρτητους υποστηριχτές κομμάτων όπως του ΔΗΚΟ, της «Συμμαχίας Πολιτών», του ΕΔΕΚ κλπ. Σε αυτήν την παραδοχή περί ψευδοκράτους συμμετέχει και το ναζιστικό αδερφάκι της Χρυσής Αβγής, το ισχνό αλλά εκκωφαντικό ΕΛΑΜ, εγγόνι της χειρότερης φουρνιάς ΕΟΚΑβητατζήδων-τουρκοφάγων-φασισταράδων και μέχρι πρόσφατα φιλοαμερικανών, φιλοχουντικών, Ιωαννιδικών κλπ. αλλά και ανθρώπων που έχουν παγιδευτεί από τις δήθεν αντισυστημικές πατριωτικές κορώνες του.
Ο κεντρικός τίτλος της συλλογικότητας που διοργανώνει την εκδήλωση προβληματίζει: «Όλα τα κράτη είναι ψευδοκράτη». Δηλαδή; Όλα τα κράτη είναι παράνομα; Μη αναγνωρισμένα; Από ποιους ως μη αναγνωρισμένα; Είναι όλα σαν το ψευδοκράτος των κατεχομένων; Όλα; Είναι προφανές ότι η συλλογικότητα που προσκαλεί επιδιώκει να πει πως και το κυπριακό κράτος, δηλαδή η «εκλιπούσα» δημοκρατία, όπως σε αυτήν αναφέρονται όλα τα επίσημα έγγραφα του τουρκικού κράτους είναι κι αυτή ένα ψευδοκράτος. Ένα κράτος μη αναγνωρισμένο από «εμάς» και ταυτισμένο πλήρως με αυτό που το πολιτικό σύστημα και το αντικατοχικό-αντιδιζωνικό-απορριπτικό κίνημα αναφέρεται σε αυτό ως ψευδό, ως παράνομο. Δηλαδή κατ’ αυτούς (κατ’ «εμάς» τους αναρχικούς) είναι ίδιο το κράτος της κυπριακής δημοκρατίας και ίδιο το μόρφωμα που δημιουργήθηκε από το στρατό κατοχής που ενδημεί με 50.000 πληθυσμό και βαρύ οπλισμό και αναρίθμητους εποίκους (200.000+) και απειλεί (με τις πλάτες της Τουρκίας) ανά πάσα στιγμή με νομιμοποίηση της εισβολής, κατοχής και εποικισμού.
Αν το εξετάσουμε από αναρχική άποψη, πράγματι, όλα τα κράτη, δηλαδή όλοι οι θεσμοί που οργανώνουν την κοινωνία από τα πάνω είναι εξ ορισμού απορριπτέα. Από αυτήν την άποψη οι αναρχικοί ορίζουν τις συντεταγμένες της κάθε κατάστασης και προτείνουν σχέδια οργάνωσης των κοινωνιών από τα κάτω: δημοκρατία (άμεση προφανώς), συνεργατισμός, οικονομική δικαιοσύνη, οικολογία, διεθνισμός κλπ με βάση τις ιστορικές συνθήκες.
Όμως με βάση ποια αναρχική «σχολή», αναρχικοί εξισώνουν τις ιστορικές διαφορές ισχύος μεταξύ: αποικιοκρατών και καταπιεσμένων, ιμπεριαλιστών και πατριωτών, θυτών και θυμάτων, εισβολέων και αντιστασιακών; Ίδιος είναι ο εισβολέας Γάλλος αλεξιπτωτιστής με τον Αλγερινό πατριώτη; Ίδιος είναι ο Ισραηλινός στρατιώτης με τον Παλαιστίνιο «τρομοκράτη»; Ίδιος είναι ο Ολλανδός άποικος με τον Αφρικανό αντιστασιακό; Αυτό ας απαντηθεί για να φτάσουμε και στο κυπριακό, για το αν οι πατριώτες της ΕΟΚΑ εξισώνονται με τον εγγλέζικο κατοχικό στρατό και τους επικουρικούς τ/κ αστυνομικούς. Αν οι πατριώτες που κράτησαν τη μισή Λευκωσία το ’74 είναι ακριβώς το ίδιο με τον τουρκικό στρατό που εκδίωξε 220.000 ε/κ από τις εστίες τους, κατέλαβε το 40% του πιο εύφορου και πλούσιου εδάφους, έφερε με τον καιρό αποίκους από την Τουρκία που κατέλαβαν τα σπίτια και τις περιουσίες των εκδιωγμένων…
Ακόμα όμως κι αν η θεωρητική εξίσωση φτάνει σε αυτήν την παράδοξη αντίληψη απόδοσης ίσων ευθυνών στο θύτη και στο θύμα και μετατρέπει την ιδεολογία σε ιδεοληψία, από πού απορρέει η υποστήριξη αναρχικών σε ένα κρατικό σχέδιο που έχει μεταγραφεί από τις ιμπεριαλιστικές φωλιές των ΗΠΑ, της Τουρκίας, της Αγγλίας, της ΕΕ και μάλιστα ρατσιστικό, αφού χωρίζει εδαφικά τ/κ και ε/κ, επιβεβαιώνοντας και νομιμοποιώντας εν τέλει την εισβολή, εθνοκάθαρση, κατοχή και εποικισμό; Από πότε είναι επιχείρημα αντιεξουσιαστικό ότι «εμείς ζούμε εδώ κι εσείς δεν γνωρίζετε»; Από πότε η απόρριψη ενός ρατσιστικού κρατικού σχεδίου γεννημένου από τα πιο εγκληματικά πνεύματα του προηγούμενου αιώνα είναι «η αιτία για την επιθετικότητα του Ερντογάν»; Μα κανείς από τον αντιεξουσιαστικό χώρο δεν βλέπει το γίγαντα που έχει εισβάλει στη Συρία, έχει εισβάλει στο Ιράκ, απειλεί το Αιγαίο, τη Θράκη και με τουρκοποίηση την Κύπρο; Μήπως θα έπρεπε να γίνουμε ακόμα πιο υποταγμένοι στην κάθε εξουσία για να μην την προκαλούμε; Μα όταν ενοχλούνται για τις καμπάνες των ορθόδοξων εκκλησιών γιατί δεν ενοχλούνται από τα ισχυρά μεγάφωνα στα κατεχόμενα όπου 5 φορές την ημέρα σε όλη τη διχοτομημένη Λευκωσία ακούγεται υποχρεωτικά η λειτουργία του μουσουλμάνου ιερέα από cd-player; Κανείς τους-«μας» δεν ενοχλείται από τον «καλόν» Ακκιντζί που ομολογεί ότι τα παιδιά των προσφύγων δεν είναι πρόσφυγες και ότι «δεν επιθυμούμε να μας βαράνε τα κουδούνια» στα σπίτια που καταπατήσανε όλα αυτά τα 42 χρόνια; Κανείς δεν ενοχλείται από τον στρατό των 50.000 που αγρυπνά για τα συμφέροντα της Τουρκίας; Για όλα φταίνε οι απορριπτικοί του ΟΧΙ διότι προκαλούν τον Ερντογάν και δεν κάθονται στα εθνικιστικά τους αβγά; Μα όλοι οι απορριπτικοί είναι εθνικιστές διότι με τους απορριπτικούς είναι το φασιστικό ΕΛΑΜ; Μήπως θα έπρεπε να είμαστε και υπέρ των μνημονιακών συμβάσεων επειδή η Χρυσή Αβγή δηλώνει εναντίον τους;
Στο κείμενο γράφει ότι οι «εθνικιστές», κάθε 15 Νοέμβρη, διαδηλώνουν εναντίον της επετείου ίδρυσης του ΤΚΒΚ. Τι θα έπρεπε άραγε να κάνει κάθε ένας από τους 220.000 πρόσφυγες, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους που τους έχουν κλέψει με τη στρατιωτική βία τα σπίτια και την πατρίδα τους; Τι θα έπρεπε να πράξει κάθε λογικός άνθρωπος, κάθε ηθικός άνθρωπος απέναντι σε αυτό το τόσο κοντινό έγκλημα; Τι οφείλει να πράξει ο αναρχικός κόσμος απέναντι σε αυτό το διεθνές έγκλημα εκτός από το να καταγγείλει την “ημέτερη” πατριωτική πλευρά ως «εθνικιστική», «φασιστική» και δε συμμαζεύεται; Τι θα έπρεπε να πράξει ο αναρχικός κόσμος απέναντι σε ένα σύνθετο ζήτημα όπως το κυπριακό εκτός από το να συμμαχεί με την άλλη πλευρά και με τις ιμπεριαλιστικές ρατσιστικές μεθοδεύσεις; Καθείς εφ’ ω ετάχθη. Και η πλευρά του ΝΑΙ έχει όλο το διεθνές εξουσιαστικό στερέωμα με το μέρος της μαζί με τις χρηματοδοτήσεις.
Υπάρχει εναλλακτική πέρα από το ΟΧΙ και εναντίον του ΝΑΙ;
Πιθανώς να μην διαφαίνεται στον ορίζοντα καμιά αναλαμπή εναλλακτικής λύσης αλλά πώς είναι δυνατόν να μην βλέπουμε το τι συνέβη στο δυτικό Κουρδιστάν-Ροζάβα. στη Συρία; Πώς είναι δυνατόν να μην βλέπουμε τα κοινά συμβούλια διαφορετικών εθνοτήτων με πρωθύστερες ιστορικές γραμμές διαχωρισμών, πώς είναι δυνατόν να μην βλέπουμε τα κοινά συμβούλια θρησκειών που το παρελθόν τους είχε μόνο αίμα και τρόμο; Πώς είναι δυνατόν να μη βλέπουμε τα δημοκρατικά κοινοτικά συμβούλια που δημιουργούν ομοσπονδία, τα συμβούλια για τη γυναικεία ισότητα που βρίσκονται σε κάθε βήμα μιας κοινωνίας κατ’ εξοχήν σουνιτικής; Πώς είναι δυνατόν να μη βλέπουμε όλα τα πλατιά συνεργατικά οικονομικά εγχειρήματα με τα οποία επιβιώνει μια κοινωνία που αγωνίζεται εναντίον των ισλαμοφασιστών, εναντίον του συριακού κράτους, εναντίον του επεκτατισμού του τουρκικού κράτους; Πώς είναι δυνατόν να μη βλέπουμε ότι μια κοινωνία, σε περίοδο υπαρκτικής κρίσης, μετασχηματίζεται στα καλύτερα αναρχικά όνειρά μας;
Στ’ αλήθεια εκτός από τις κοινές γιορτές στα οδοφράγματα και τις αοριστολογίες περί επαναπροσέγγισης ή ένωσης της εργατικής τάξης είναι αδύνατον να δημιουργηθούν κοινά συμβούλια για τα κοινά, για το νερό, για την εκδίωξη όλων των στρατών, για την επιστροφή 220.000 ε/κ και 50.000 τ/κ στις εστίες τους, για τα κοινά εργατικά ζητήματα, για την παραγωγική δραστηριότητα, για τη μόρφωση, για… για…; Η ακρατική Ομοσπονδία μικτών περιφερειών στην Κύπρο είναι αδύνατον να αποτελεί ένα όνειρο για αναρχικούς που τάσσονται εναντίον του κράτους;
Μήπως επειδή δεν υπάρχει πληροφόρηση για τη Ροζάβα; Μήπως όμως διότι οι δήθεν αντιεθνικιστικές εμμονές έχουν μετατραπεί σε παρωπίδες για να προσέχουμε να μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου στο πηγάδι; Εν πάση περιπτώσει ας απαντήσουν στο Ρέθυμνο, αν είναι υπέρ ή ενάντια σε ένα ιμπεριαλιστικό, ρατσιστικό, κρατικό σχέδιο. Διοργανωτές και εισηγητής.
Αγώνας για την Ομοσπονδία ΜΙΚΤΩΝ περιφερειών στην Κύπρο-έξω όλοι οι στρατοί (athens indymedia 19/07/2015)
«…Η ειρηνική συνύπαρξη μπήκε επίσης σε δοκιμασία κατά κτηνώδη τρόπο στην Κύπρο, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούν η κυβέρνηση της Τουρκίας και το ΝΑΤΟ. Ο λαός της Κύπρου και η κυβέρνησή του υποχρεώθηκαν να υπερασπιστούν ηρωικά την αυτοκυριαρχία τους…»
Από την ομιλία του Τσε Γκεβάρα, στον ΟΗΕ, στις 11-12-1964
Στις 20 Ιουλίου 1974, πριν από 41 χρόνια, ο τουρκικός στρατός πραγματοποίησε εισβολή στο έδαφος της κυπριακής δημοκρατίας. Η εισβολή ως «ειρηνευτική» επιχείρηση δήθεν για τη διάσωση της Τ/Κ κοινότητας η οποία έλαβε χώρα υπό την ανοχή των διεθνών παραγόντων των ΗΠΑ, της Βρετανίας αλλά και υπό την αδυναμία της ΕΣΣΔ να την αναχαιτίσει όπως το 1964, ήταν η «τελική» λύση μιας σειράς διεθνών και τοπικών μεθοδεύσεων. Το πρόσχημα δεν ήταν άλλο από το πραξικόπημα που πραγματοποίησε η κυπριακή εθνοφρουρά με την καθοδήγηση του χουντικού Ιωαννίδη ο οποίος σύμφωνα με όλες τις συγκλίνουσες καταθέσεις για το κυπριακό, τόσο στην Ελληνική Βουλή όσο και στο κυπριακό κοινοβούλιο, απέβλεπε σε μια από τις εφαρμογές του διχοτομικού σχεδίου Άτσεσον: 80% ένωση με την Ελλάδα και 20% ένωση με την Τουρκία, αντίστοιχα σχεδόν με την αναλογία των πληθυσμιακών δεδομένων. Αυτός ήταν άλλωστε και ο αντικειμενικός ρόλος του Γρίβα και των φιλότιμων αλλά αφελών συνοδοιπόρων του της ΕΟΚΑ β’ με το προπέτασμα καπνού για την «Ένωση με την Ελλάδα» που πρότασσε, όταν επέστρεφε στην Κύπρο για να χτυπήσει τη μακαριακή πολιτική του «ευκταίου» της ανεξαρτησίας της Κύπρου απέναντι στο μη «εφικτόν» της Ένωσης. Ο εμφύλιος που προέκυψε (1971-1974) ανάμεσα στον μονάρχη «Κάστρο της Μεσογείου», Μακάριο Γ’, πρώην πολιτικό ηγέτη της ΕΟΚΑ 1955-59 και τον μοναρχοφασίστα Γ. Γρίβα δημιούργησε πολιτική κρίση την οποία εκμεταλλεύτηκε η ελλαδική χούντα, αξιοποίησε η τουρκική επεκτατική πολιτική και έδωσε στις ΗΠΑ, το πρόσχημα να καταστούν ο βασικός παράγοντας που μέχρι και σήμερα επενδύει στο όνομα της ομαλότητας και της σταθερότητας. Αυτό το σχέδιο όμως, της διπλής ένωσης, προσεταιριζόταν βασικά στον πυρήνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής την οποία προδιέγραψε η μελέτη του νομικού και πολιτικού Νιχάτ Ερίμ και η οποία ξεκίνησε δειλά, το 1954 με την προτροπή της Αγγλίας και του Σέλγουντ Λόιντ με στόχο να αναχαιτίσει τον αντιαποικιακό αγώνα για την αυτοδιάθεση της Κύπρου όταν το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στον ΟΗΕ την ίδια χρονιά. Αυτή η πολιτική με όργανο την παρακρατική ΤΜΤ και μέλη «διαπρεπείς» παράγοντες, ανθρώπους της Άγκυρας όπως ο Ραούλφ Ντενκτάς, από την περίοδο του αγώνα για την αυτοδιάθεση μέχρι και τα τραγικά γεγονότα του 1963-64, είχε στο βάθος της στρατηγικής της, τη διχοτόμηση του νησιού, εκμεταλλευόμενη τη διεθνή διπλωματία και τις εσωτερικές αντιθέσεις. Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε το 1963 μετά τα 13 σημεία της πρότασης για την αναθεώρηση του αποικιακού συντάγματος ήταν γεγονότα που εκμεταλλεύτηκε διεθνώς, η Άγκυρα, προκειμένου ένα γεγονός καθημερινής σημασίας και επιπέδου χωροφυλακής να το ωθήσει και εν τέλει να το καθιερώσει ως δικοινοτική διαμάχη.
Είτε προς την πλευρά της Τουρκίας, είτε προς τις ίσες αποστάσεις, η διεθνής διπλωματία απέβλεπε προς το διχοτομικό σχέδιο με διάφορες παραλλαγές. Όταν αποσύρθηκε η Τ/Κ διοίκηση και δημιουργήθηκαν οι πρώτοι θύλακες, το 1964, όπως και ο προειδοποιητικός βομβαρδισμός με βόμβες ναπάλμ στην Τυλληρία τον Αύγουστο του ιδίου έτους, δημιουργήθηκαν οι βασικές προϋποθέσεις για την ένωσή τους ως «συνοριογραμμής» με «προγεφυρώματα» τα οποία δημιουργήθηκαν με την πρώτη εισβολή της 20ης Ιουλίου και επεκτάθηκαν με τη δεύτερη εισβολή της 14ης Αυγούστου. Μέχρι σήμερα μετά την εισβολή αυτό ονομάζεται «πράσινη γραμμή». Επρόκειτο για ένα σχέδιο που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και επιχειρείται να νομιμοποιηθεί με νέες επισημάνσεις στο ζήτημα της ΑΟΖ Κύπρου-Τουρκίας και Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτό εκφράστηκε από τη διεθνή κοινότητα με την πρόταση Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας υπό τον ΓΓ Ανάν το 2004, αυτό εκφράζεται μέχρι και σήμερα στις προτάσεις Γιούγκερ, αμερικανών και Μπαν Κι Μουν.
Στην κατεύθυνση αυτή βρίσκεται το πολιτικό σύστημα ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ της Κύπρου καθώς και ο νέος πρόεδρος της Τ/Κ διοίκησης, Μουσταφά Ακκιντζί. Σ’ αυτήν την ιμπεριαλιστική γραμμή της διχοτόμησης υπό το προπέτασμα καπνού της «Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας» βρίσκεται και η νέα μας υφυπουργός εξωτερικών Σία Αναγνωστοπούλου, η οποία θήτευσε ως «υπεύθυνη της ερευνητικής ομάδας του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου για θέματα που αφορούσαν την Τουρκία και την Τουρκοκυπριακή κοινότητα», την περίοδο που το κυπριακό βρισκόταν στην προετοιμασία του διχοτομικού σχεδίου Ανάν. Με την εργαλειακή χρήση του ιστορικού αριστερού λόγου και του ταξικού παράγοντα, όψεις ενός μεγάλου φάσματος -από την ανανεωτική αριστερά που τάσσεται με την αμερικανική διευθέτηση μέχρι την άκρα αριστερά και τον ελευθεριακό χώρο- ομονοούν με διαφορετικές τακτικές και προτεραιότητες (ταξικό, κοινωνικό, οικολογικό) στην διευθέτηση του ζητήματος έχοντας ως κεντρική αναφορά τις ίσες αποστάσεις, εξισώνοντας την εισβολή, κατοχή και εποικισμό με τις εθνικιστικές εξάρσεις Ε/Κ ιστορικών παραγόντων. Εξισώνοντας, ιστορικά, τον επεκτατισμό της Τουρκίας με τον αμυντικό πατριωτισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας της Κύπρου. Αντίθετα με αυτήν την ιμπεριαλιστική μεθόδευση και την εθνικιστική-φασιστική τακτική ελάχιστες δυνάμεις (όπως π.χ ο Σύλλογος «Αδούλωτη Κερύνεια») που μιλούν για την πλήρη απελευθέρωση της Κύπρου, για την επιστροφή των Ε/Κ και Τ/Κ προσφύγων στις εστίες τους μετά την εισβολή, για την απομάκρυνση όλων των στρατών, δίνουν το υπαρκτό έδαφος για μια νέα αναπροσαρμογή στην ελευθεριακή προοπτική. Η έννοια της ομοσπονδίας των μικτών εθνολογικά περιφερειών της Κύπρου κι όχι της ρατσιστικής διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας που εφαρμόστηκε σε όλες σχεδόν τις αποικιακές διχοτομήσεις στην Ασία και στην Αφρική, οφείλει να ξαναμπεί από το σύγχρονο κίνημα βάσης στον ελλαδικό και στον κυπριακό χώρο.
Η παγίδα της Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας υποκρύπτει επίσης κι άλλη μια μεθόδευση η οποία έχει κάνει τη διαδρομή της κυρίως μετά το 1990 με τη μεταμοντέρνα ιστορική αφήγηση των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στους «δυο εθνικισμούς». Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτή η παραπλανητική θεωρία της εξίσωσης βασίζεται στην ανιστόρητη αφήγηση που αγνοεί την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον αλυτρωτικό-αμυντικό πατριωτισμό και τον επεκτατικό σωβινισμό. Δυο καθόλα αντιθετικές τάσεις που τις συναντάει κανείς σε όλη την οικουμένη της αποικιοκρατίας και στις αντίστοιχες αποικιοκρατικές εγχώριες «προοδευτικές» απολήξεις τους. Από την Ινδία και τη ΝΑ Ασία μέχρι τη Βόρειο Ιρλανδία και τη Λατινική Αμερική, κι από την Νοτιοαφρικανική Ένωση μέχρι και τα Βαλκάνια, ο αλυτρωτισμός ως τάση για εθνική ολοκλήρωση συνάντησε απέναντί του αλλά και είχε σύμμαχό του, τον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό, και στις τοπικές του εκδοχές εξελίχθηκε σε αδιέξοδο που συνεχίζεται μέσω των νέων κρατικών συνόρων. Από την ελευθεριακή αντίληψη, σήμερα, εκλείπει μια σοβαρή προσέγγιση της εθνικής πραγματικότητας ως αναπόσπαστης ιδιαιτερότητας δίπλα στις ταξικές-κοινωνικές-πολιτικές διεκδικήσεις. Από τις τάσεις για την «αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία», εκλείπει στα σοβαρά η ελευθεριακή αυτοδιεύθυνση ως πολιτικός προσδιορισμός αληθινής πολιτικής συμμετοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Όμως, οι κούρδοι που πραγματοποίησαν τη σύνθεση, μας δείχνουν το δρόμο.
Πόλεμος, εκεχειρία ή σύμπλευση με το κράτος; Η “κυπριακή” παρέκκλιση (athens indymedia 22/09/2017)
Εμείς οι ελλαδίτες ανεξαρτήτου ιδεολογικής απόχρωσης και πολιτικής κατεύθυνσης γνωρίσαμε το κυπριακό ζήτημα ως ταυτόσημο με το «βαρύ», το «δύσκολο», το «ανυπέρβλητο», το «άλυτο». Κάθε μας καβγάς ή διαφωνία, ακόμα και η πιο μικρή, ακόμα και η πιο ταπεινή, από γκομενιλίκια, οικογενειακά, φαγωμάρες σε παρέες μέχρι και οικονομικά προβλήματα είχαν την μόνιμη επωδό: «το κυπριακό θα λύσουμε τώρα;» ΟΧΙ ρε, θα το λύσουμε!
«Η εξαίρεση αυτή καθαυτή δεν ενδιαφέρει, ενδιαφέρει με ποιον τρόπο η εξαίρεση αντιλαμβάνεται τον κανόνα» Οδυσσέας Ελύτης
Η «κυπριακή» παρέκκλιση είναι μια τομή η οποία περνά απαρατήρητη ή είναι ανεκτή από όσους και όσες εμπλέκονται με οποιοδήποτε τρόπο στα αναρχικά-ελευθεριακά-αντιεξουσιαστικά δρώμενα. Δεν έχουν υπάρξει ενστάσεις από συλλογικότητες, δεν έχει εμφανιστεί ένας στοιχειώδης κριτικός λόγος απέναντι στο φαινόμενο όπου: αναρχικοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία, πλην εξαιρέσεων, να υπερασπίζονται την κρατική λύση. Ενώ δε χαρίζεται κάστανο σε κάθε διαφωνία, για τη στήριξη της κρατικής -και μάλιστα- διζωνικής ομοσπονδίας, από αναρχικούς, δεν τρέχει κάστανο. Ενώ διυλίζεται ακόμα και το κουνούπι, η κρατική γκαμήλα με ελευθεριακή περιβολή καταπίνεται μετά από γαργάρα. Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι: μπας και έχω φάει πετριά με το κυπριακό ζήτημα ή την κυπριακή εναλλακτική; Πιθανόν, κι ίσως να μην έχει γιατρειά. Όμως θα όφειλε κάποιος-α να εξηγήσει το πώς κάποιοι-ες από τους υπερασπιστές του κράτους της Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας που προωθείται από το 1964, από τις ΗΠΑ (σχέδια Άτσεσον) -απόληξή της το σχέδιο Ανάν του 2004 και η όλη προετοιμασία για το επόμενο- είναι ταυτοχρόνως αναρχικοί/ελευθεριακοί/αντιεξουσιαστές. Κι όχι μόνο δεν υψώνεται φωνή κριτικής για αυτήν τους τη θέση αλλά έχουν κεντρικό ρόλο σε εκδηλώσεις αναρχικών. Αναρχικοί στην Ελλάδα προσκαλούν ως κεντρικούς ομιλητές αναρχικούς από την Κύπρο που υπερασπίζονται την κρατική ΔΔΟ.
Πώς να το εξηγήσει κανείς; Πώς μπορεί αναρχικοί να επιδίδονται σε θέσεις που τηρούν άλλα μέτρα και άλλα σταθμά για διαφορετικές γεωγραφικές συντεταγμένες όσον αφορά την εναντίωση στο κράτος; Γιατί αναρχικοί που σφόδρα ταράζονται μπρος στην ύπαρξη του κράτους προσκαλούν άλλους αναρχικούς που υποστηρίζουν μια κρατική λύση; Εν τέλει, πώς υπάρχουν αναρχικοί που υπερασπίζονται το κράτος οι οποίοι προσκαλούνται να μιλήσουν για αυτή τους την επιλογή από άλλους αναρχικούς που είναι αρνητές του κράτους; Αναρχικοί που αποδέχονται ως μεταβατική λύση το κράτος, να είναι αποδεκτοί από άλλους αναρχικούς που είναι ενάντιοι στο κράτος αλλά που θεωρούν, για την περίπτωση των πρώτων, ότι η υποστήριξή τους σε ένα κράτος είναι θεμιτή; Μήπως, από το «σοσιαλισμός σε μια χώρα» έχει πραγματοποιηθεί μετάσταση στο «αναρχισμός σε μια χώρα»; Είναι άραγε η ιδιαιτερότητα των συνθηκών, με βάση την οποία, αναρχικοί, καλούνται να υπερασπίσουν πολιτικές λύσεις που δεν είναι αναρχικές και βασίζονται στο κράτος, στρατηγική προϋπόθεση για μια πολιτική αναρχική προοπτική; Δηλαδή δεν είναι σύμφυτο του αναρχικού ιδεώδους (όποιας κατεύθυνσης, στρατηγικής, τακτικής, τάσης κλπ.) ότι το κράτος (όποιας κατεύθυνσης, στρατηγικής, τακτικής, τάσης κλπ.) είναι ένας εχθρικός μηχανισμός σε όποιο σημείο της γης εφόσον αποτυπώνει την επιβολή μιας μειοψηφίας που εκπροσωπεί ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό τήρησης της ιεραρχίας στην οικονομία, στην πολιτική και στην κοινωνία; Άρα, εφόσον δεν εγείρει κριτική ή καταγγελία, η επιλογή της υποστήριξης της κρατικής λύσης, σημαίνει ότι οι αναρχικοί δέχονται κατά περίπτωση την υποστήριξη ενός κράτους;
Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε κάποιες αφορμές διαλόγου ως απόπειρες «εξηγήσεων», αιτιάσεων και δικαιολογιών, για αυτό το φαινόμενο, όπου αναρχικοί υποστηρίζουν μια κρατική λύση:
-Μια ερμηνεία θα έλεγε ότι οι αναρχικοί στην Κύπρο δεν είναι αναρχικοί αλλά αντιφασίστες, αντιρατσιστές, αντιεθνικιστές, υπερασπιστές των μειονοτικών δικαιωμάτων γενικά, κλπ., κλπ. Οπότε κάθε συζήτηση για τη θετική στάση των αναρχικών στην Κύπρο απέναντι το κράτος είναι εκτός θέματος. Μιλάμε για ένα άλλο ιδεολογικό υποκείμενο, μη αναρχικό/αντικρατικό/ελευθεριακό/αντιεξουσιαστικό οπότε τελεία και παύλα. Όμως, πώς συλλογικότητες αντίφα κλπ. που είναι προορισμένες σε συγκεκριμένες δράσεις παίρνουν θέση για ένα πολιτειακό ζήτημα (όταν δεν αντιστοιχεί στη μερικότητα της δράσης τους) και μάλιστα υπέρ της κρατικής λύσης (όταν δε συνάδει με τον πυρήνα των διακηρυγμένων αντιλήψεών τους-οριζόντια οργάνωση κλπ.); Από την άλλη με ποια κριτήρια, αναρχικοί καλούν μη αναρχικούς και υποστηρικτές μιας κρατικής λύσης;
-Αν όμως είναι αναρχικοί, τότε να υποθέσουμε ότι η πάλη ενάντια στον εθνικισμό, η πάλη ενάντια στο φασισμό, η πάλη ενάντια στο ρατσισμό, προνομιακές υποθέσεις στις οποίες δρουν οι εν λόγω αναρχικοί αποτελούν, για αυτούς, βασικές προϋποθέσεις για την κατάργηση του κράτους; Συμμαχώντας (γιατί όχι;) και με κάθε κινητοποίηση από πλευράς κράτους, κόμματος, ΜΚΟ όταν διατείνονται ενάντια στον εθνικισμό-ρατσισμό-φασισμό; Π.χ. συμμαχώντας και με την ΜΚΟ «Αλληλεγγύη Τώρα» του μεγιστάνα Soros η οποία διατείνεται κατά του εθνικισμού-ρατσισμού-φασισμού; Ας ερωτήσουμε, ακροβατώντας: «ο εθνικισμός είναι το ανώτατο στάδιο του κράτους», παρόμοια διατύπωση με αυτήν του Λένιν για τον «ιμπεριαλισμό» ως το «ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού»; Άρα μετά την άρση του εθνικισμού το κράτος θα μαραθεί μέχρι να καταργηθεί ως νομοτέλεια;
-Ας ξεπεράσουμε το «αναρχικοί υπερασπίζονται το κράτος» και ας σταθούμε στο πρακτικό ζήτημα. Η ΔΔΟ, λένε, πως θα καταργήσει τον εθνικισμό ή θα διαλύσει σιγά σιγά τον εθνικισμό και άρα θα βελτιωθούν οι σχέσεις των δυο κοινοτήτων. Τέλος πάντων, λεν περίπου ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τη στήριξη στη ΔΔΟ προκειμένου να παλευτεί αυτός ο δρόμος που είναι και ο διακηρυγμένος στόχος: ο τερματισμός του εθνικισμού. Λίγο ως πολύ, οι αναρχικοί υποστηρικτές της κρατικής λύσης της ΔΔΟ στην Κύπρο, υπολογίζουν ότι μετά την επιβολή της, οι ίδιοι, θα διευκολυνθούν στο να εντείνουν τους κοινούς δικοινοτικούς ταξικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και οικολογικούς αγώνες. Άρα τα σύνορα που θα τεθούν στη διοίκηση ενός συνομόσπονδου διζωνικού κράτους που θα χωρίσουν οριστικά ελληνοκυπρίους από τουρκοκύπριους, με ξεχωριστές διοικήσεις, με βέτο στις αποφάσεις για τα κοινά των δυο κρατών, θα βοηθήσουν την ανάπτυξη των κοινών δικοινοτικών ταξικών, κοινωνικών, πολιτικών και οικολογικών αγώνων. Έτσι, αρνούνται ως αίτημα την επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες τους, αρνούνται την επαναδημιουργία των μικτών χωριών, γειτονιών και πόλεων και δέχονται τις εθνικές ξεχωριστές διοικήσεις ως απαραίτητη συνθήκη ή «μονόδρομο» για τη λύση, που αυτή μελλοντικά θα τροφοδοτήσει νέους αγώνες;
Πώς όμως θα βελτιωθεί η κατάσταση δημιουργώντας δυο ομόσπονδα κράτη με εθνικό προσδιορισμό; Ας το εξετάσουμε αφού προς ώρας ξεχάσουμε: Α)τη νομιμοποίηση της εισβολής-κατοχής-προσφυγιάς-εποικισμού Β)το γεγονός ότι το θύμα και ο θύτης αναλαμβάνουν από κοινού να τακτοποιήσουν τα κοινά οικονομικά ζητήματα και εκκρεμότητες που έχουν προέλθει με ευθύνη του θύτη Γ)το γεγονός ότι δεν αποχωρεί ο παράνομος στρατός κατοχής ούτε βεβαίως οι αγγλικές βάσεις ούτε και οι άλλοι μικρότεροι στρατοί Δ)το γεγονός ότι υπάρχουν χίλιες δυο προϋποθέσεις-δυσκολίες για την ανάκτηση της περιουσίας από ένα ποσοστό που θα επιστρέψει (ποιο ποσοστό ορίζουν οι αναρχικοί υποστηριχτές της κρατικής λύσης;) Ε)το γεγονός ότι θα μπουν νέα σύνορα, νομιμοποιημένα πλέον-όχι γραμμές ανακωχής ΣΤ)το βέτο εκ μέρους της μιας διοικητικής αρχής έτσι ώστε να μην μπορεί να υπάρχει η «συνέχεια του κράτους»
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις που καθιστούν μονόδρομο, τη ΔΔΟ, προκειμένου να αρθεί ο εθνικισμός και να υπάρξει «επαναπροσέγγιση»; Δηλαδή ο κοινός ομόσπονδος κρατικός φορέας των δυο εθνικών κρατών αποτελεί για τους αναρχικούς στην Κύπρο το μονόδρομο των προϋποθέσεων για τη συνεργασία; Η ιστορία δεν διδάσκει ότι η δημιουργία κρατών σε εθνική βάση επιτείνει τον εθνικισμό αφού τα ίδια τα κράτη διαμορφώνονται με βάση αυτόν; Από την άλλη, η Τουρκία που αποτελεί τον καταναγκαστικό κηδεμόνα των τ/κ δεν έχει χρησιμοποιήσει, ιστορικά, το δικαίωμα της αρνησικυρίας, το βέτο, ως παράγοντα διασάλευσης της σταθερότητας από τα πρώτα βήματα της «ανεξαρτησίας» του 1960; Το βέτο δεν θα είναι ο παράγοντας που θα καταστήσει τον εθνικισμό είτε από επιλογή, είτε από αντανάκλαση και άμυνα, βέβαιο γεγονός προς ανάπτυξη και αιτία πολέμου; Δυστυχώς. Από κει και πέρα η ιστορία ξέρει να μιλάει: ο προβοκάτορας, είτε τούρκος επεκτατιστής είτε έλληνας «πατριώτης» θα κάνει το χρέος του για «αυτήν».
-Ένα άλλο ζήτημα είναι η δυσκολία της κατάστασης που φαίνεται να είναι ανυπέρβλητη. Δηλαδή «ας το δούμε ρεαλιστικά», σύμφωνα με την κυρίαρχη τάση των αναρχικών της Κύπρου: Η ΔΔΟ είναι το τετελεσμένο για την ειρήνευση, οτιδήποτε άλλο είναι μη ρεαλιστικό και πιθανόν εθνικιστικό. Δηλαδή ο αγώνας για την κατάργηση του κράτους είναι μη ρεαλιστικός, είναι ένας αγώνας που τουλάχιστον τώρα δεν μπορεί να μας ενδιαφέρει εφόσον αυτή, η κατάργηση του κράτους, δεν μπορεί τώρα να συμβεί. Άρα προσαρμοζόμαστε στο μονόδρομο της ΔΔΟ και μέσα από αυτήν θα κάνουμε όλους τους παραπάνω αγώνες. Μα τότε όμως ποια θα είναι η συνεισφορά των αναρχικών στην επανάσταση, στη μετάβαση για την οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας, στην μετάβαση για την κοινοκτημοσύνη, για τις γέφυρες των λαών, για την οικολογία, αν αναρχικοί αποδέχονται και στηρίζουν την πολύπλοκη διαχείριση ενός ομοσπονδιακού κράτους και μάλιστα μοιρασμένου εθνικά, με εθνικές διοικήσεις και με το δικαίωμα του βέτο; Εν πάση περιπτώσει, είναι ρόλος των αναρχικών σε μη επαναστατικές περιόδους η στήριξη κάποιας μορφής κράτους;
-Μια άλλη «εξήγηση» και αιτιολογία αφορά στο γεγονός ότι «εσείς (οι ελλαδίτες) δεν γνωρίζετε το τι περνάμε εμείς» άρα «εμείς (οι ελλαδίτες) δε γνωρίζουμε τι περνούν αυτοί». Δηλαδή οι μη κύπριοι δεν μπορούν να γνωρίζουν το τι περνούν οι κύπριοι, οπότε (οι μη κύπριοι) δεν μπορούν να κρίνουν ιδεολογικά τις επιλογές τους (των κυπρίων). Πράγματι είναι σοβαρότατος παράγοντας, αυτός που αφορά τις ιδιαιτερότητες που έχει ένας αναρχικός αντικρατικός αγώνας σε κάθε περιοχή του κόσμου, κι όχι μόνο στην Κύπρο. Άλλα δεδομένα υπάρχουν στη Μπουργκίνα Φάσο, άλλα στη Λευκωσία, άλλα στο Βερολίνο και άλλα στην Καρδίτσα. Οι ιδιαιτερότητες που δίνουν «χρώμα» και νόημα στους αγώνες μας, εμποτίζουν και την αντιπαράθεσή μας με το κράτος, εμπλουτίζουν τα προτάγματά μας στις ιδιαίτερες περιοχές αυτού του πλανήτη. Όμως οι ιδιαιτερότητες δεν εξηγούν την επιλογή των αναρχικών υπέρ ενός κράτους. Οι ιδιαιτερότητες εξηγούν τις ιδιαίτερες συνθήκες εναντίωσης στις ιδιαίτερες μορφές κράτους και κοινωνίας καθώς και την επεξεργασία-διατύπωση ιδιαίτερων προτάσεων για τη μορφή της οριζόντιας πολιτικής οργάνωσης που οραματίζονται στην ιδιαίτερη περιοχή τους.
-Οι αντιεξουσιαστές υποστηριχτές της ΔΔΟ συνήθως ομολογούν και διακηρύττουν σε κάθε κατεύθυνση ότι όποιος δεν είναι με τη ΔΔΟ είναι εθνικιστής, όπως ο Δρ Γρηγόρης Ιωάννου. Ας απαντήσουν σ’ αυτόν κύπριοι διεθνιστές, ενάντιοι στη ΔΔΟ σε αυτό το επιχείρημα, με δικά τους επιχειρήματα. Πρόκειται για το ΚΙΝΑΜΕ, μια διεθνιστική συλλογικότητα που ναι μεν αντιφάσκει ανάμεσα στην άμεση δημοκρατία και στην υποστήριξη του (ενιαίου μη ρατσιστικού) κράτους, που δεν είναι αναρχική αλλά με τις θέσεις της, ωστόσο, αποκρούει αυτή τη ρετσινιά. Η συλλογικότητα ΚΙΝΑΜΕ αντικρούει ορθά τις θέσεις ενός από τους αριστερούς μέντορες της διχοτόμησης:
«…Η ομοσπονδία, της μορφής εκείνης που προωθείται στην Κύπρο, έχει κατ’ ανάγκην ρατσιστικό χαρακτήρα, γιατί βασίζεται ακριβώς στην πεποίθηση πως, άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες – στην προκειμένη περίπτωση, την τουρκική και την ελληνική – πρέπει να ζουν χωριστά, κάτω από χωριστές διοικήσεις. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι, οποιοσδήποτε υποστηρίζει την ομοσπονδία, διέπεται από ρατσιστικά κίνητρα. Συνήθως υποστηρίζει κανείς την ομοσπονδία επειδή απλούστατα δεν μπορεί να δει καλύτερη διέξοδο. Αυτό είναι κατανοητό και σεβαστό. Αλλά δημιουργούνται πολλά ερωτηματικά, όταν βλέπουμε να υπερασπίζεται κανείς την ομοσπονδία, με τον ζήλο του ιδεολόγου που υπερασπίζεται ιδανικά και αξίες. Ο διαχωρισμός των πολιτών στη βάση της εθνοτικής τους προέλευσης, δεν μπορεί να είναι αξία. Με λίγα λόγια, τα άτομα που υποστηρίζουν παθιασμένα την ομοσπονδία και ως ιδανικό, αν δεν έχουν απλώς παρασυρθεί από το περιβάλλον ρεύμα της πόλωσης και του φανατισμού, το κάνουν επειδή στην πραγματικότητα δεν πιστεύουν ότι μπορούμε να ζήσουμε μαζί»[…] «αν δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί, τότε πως μπορούμε να αγωνιστούμε μαζί για να φέρουμε την δημοκρατία στον τόπο μας; Πως μπορούμε να αγωνιστούμε ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο που μας καταδυναστεύει; Ενάντια στα Funds και τις τράπεζες, ή καλύτερα, ενάντια στο διαπλεκόμενο σύστημα γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων – ενάντια στην αυτοκρατορία των προνομιούχων, που χτίζεται πάνω στις πλάτες μας; Ο κοινωνικός αγώνας, από τον οποίο αναδύεται η συνείδηση του κοινού συμφέροντος, εκείνου που πηγάζει από την συλλογικότητα παρά από την ατομικότητα, παίρνει κατ’ ανάγκην ταξικό χαρακτήρα: ο λαός δεν μπορεί ποτέ να γίνει κυρίαρχος όταν κυριαρχεί το κεφάλαιο, άρα όταν κυριαρχεί μια ολιγαρχία. Γι’ αυτό και η κοινή συνείδηση, είναι πρωτίστως ταξική συνείδηση. Γι’ αυτό και η αντίληψη υπέρ του εθνοτικού διαχωρισμού – ως αξία – δεν είναι μόνο ρατσιστική και εθνικιστική, είναι επίσης και άκρως αντιδραστική. […] «…Ο εθνικισμός δεν αποκτά θετικό πρόσημο, όταν γίνεται κυπριακός εθνικισμός. Ο εθνικισμός είναι λάθος σε κάθε περίπτωση. Η προσπάθεια κατάργησης της ελληνικής, της τουρκικής ή άλλης εθνικής ταυτοτήτας, για να αντικατασταθούν από μια κυπριακή, είναι καταπιεστική γιατί στερεί από το άτομο το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, από την περίπτωση που το ίδιο το άτομο, ελεύθερα, αποφασίζει να υιοθετήσει μια καθαρά κυπριακή ταυτότητα. Η υπέρβαση του εθνοτικού διαχωρισμού, δεν μπορεί να επιτευχθεί με την ισοπέδωση των πολιτιστικών διαφορών. Μπορεί μόνο να επιτευχθεί με την αποδοχή τους και με τη συγκρότηση μιας κοινωνίας ισότητας ανάμεσα στους διαφορετικούς. Μια κοινωνία που τη διέπει το πνεύμα του «ΟΛΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ – ΟΛΟΙ ΙΣΟΙ». Σε αυτό το πνεύμα, κάθε πολιτιστικό υπόβαθρο, κάθε εθνοτική προέλευση, κάθε εθνική ταυτότητα, γίνονται σεβαστές. Μέσα σε αυτό το πνεύμα, ο αυτοπροσδιορισμός αποτελεί δικαίωμα και αξία. Αυτές είναι οι αξίες, αυτή είναι η λογική του ενιαίου κράτους, έτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς…»
-Επειδή όμως ο διάλογος με τις αφορμές, που δίδεται, δεν αφορά μόνο τους αναρχικούς, οι υποστηρικτές του ρατσιστικού κράτους της ΔΔΟ δεν εξηγούν το ιδιαίτερο γεγονός του διχασμού: ανάμεσα στις εκλογικές επιλογές που φέρουν τους διζωνιστές (ΔΗΣΥ+ΑΚΕΛ=ΔΗΣΑΚΕΛ) κατόπιν εκλογών ως βασικούς πρωταγωνιστές στο πολιτικό σύστημα του κυπριακού κράτους και στην επιλογή του ΟΧΙ, από το σύνολο του ίδιου, μέχρι τώρα, εκλογικού σώματος. Πώς γίνεται στο σύνολό τους οι ε/κ να αρνούνται τη ΔΔΟ (ψηφίζοντας παράλληλα στην πλειοψηφία τους ΑΚΕΛ ή ΔΗΣΥ) ζώντας την ίδια ιδιαίτερη κατάσταση, κατάσταση την οποία ως «ιδιαίτερη» μπορεί να επικαλούνται οι αντιεξουσιαστές της ΔΔΟ;
-Σε όλη τη διαδρομή της επιμονής των διεθνών οργανισμών και οργανώσεων να επιβάλουν τη διχοτόμηση ως ΔΔΟ, οι υποστηριχτές της ΔΔΟ, μαζί τους και οι αναρχικοί, έχουν εστιάσει στο γεγονός ότι οι τ/κ επιζητούν την ειρήνευση αλλά οι ε/κ δεν την επιθυμούν, εκ του αποτελέσματος σύμφωνα με δημοψήφισμα του 2004 και στις δυο «ζώνες» ή από πρόσφατες δημοσκοπήσεις. 1ον: Δεν γνωρίζουμε το ποιοι και πόσοι έποικοι έχουν πολιτογραφηθεί ως υπήκοοι της ΤΔΒΚ. 2ον: Η απόφανση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι το σχέδιο για τη ΔΔΟ στηρίζει την ειρήνευση ενώ η άρνησή της επιφέρει όλα τα δεινά. Αυτό όμως απαντάται ήδη στο εν λόγω κείμενο. Άρα γιατί είναι εκ των πραγμάτων κάτι καλό η συγκατάνευση στο ΝΑΙ της πλειοψηφίας των τ/κ; 3ον: Γνωρίζουν οι αναρχικοί υποστηριχτές της ΔΔΟ ότι αυτή η απόφανση ταυτίζεται με τη βασική επιχειρηματολογία της Άγκυρας; Γνωρίζουν ότι οι «υπερβολικές» απαιτήσεις της Άγκυρας και πέραν των συμφωνημένων με τους ξεφωνημένους ΔΗΣΑΛΕΛικούς διζωνιστές, όταν απαντώνται με στοιχειώδη άρνηση εφόσον δεν τηρούνται οι πρωτογενείς συμφωνίες, γίνονται ευκαιρία έτσι ώστε ο θύτης να παριστάνει στη διεθνή σκηνή το θύμα; Δηλαδή, να καταμαρτυρούν για τους ε/κ ότι δεν επιθυμούν τη «λύση»; 4ον: Εξηγούν το γιατί εδώ και χρόνια, περίπου 100.000 τουρκοκύπριοι έχουν διαβατήριο του κυπριακού κράτους, ενός κράτους εκλεγμένου από την ελληνοκυπριακή κοινότητα και αναγνωρισμένου διεθνώς; Πώς 100.000 ενήλικοι τ/κ έχουν διαβατήριο ενός κράτους το οποίο εκλέγεται από μια αιμοδιψή, εθνικιστική, τουρκοφαγική κοινωνία; Όταν 100.000 τ/κ έχουν διαβατήριο της κυπριακής δημοκρατίας για ποια επαναπροσέγγιση ομιλούν; Και σε ποιους κοινούς οικολογικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και οικολογικούς αγώνες αναφέρονται μετά τον επίσημο πολιτικό-γεωγραφικό διαχωρισμό των δυο εθνικών κοινοτήτων; 5ον: Ε, ας διαβάσουν τα κείμενα των τ/κ αγωνιστών Σενέρ Λεβέντ και Ιμπραχίμ Αζίζ.
Ας τελειώνουν λοιπόν οι προσχηματικές «εξηγήσεις», αιτιολογήσεις και δικαιολογίες. Όλα έχουν τις πραγματικές τους εξηγήσεις, δηλαδή το γιατί ένας χώρος που φέρει το όνομα ή την εσάνς ή την αξάν της αναρχικής δράσης έχει φτάσει σε αυτόν το βαθμό όπου καταργεί μέχρι και το ιδεολογικό του θεμέλιο, αυτό που καθορίζει απόλυτα την ύπαρξή του ως αναρχική: την αντίθεση με το κράτος.
Πέρα από τα προσχήματα, οι λόγοι:
«Πες μου με τι μαχαίρι θα κοιμηθείς, να σου πω με τι πληγή θα ξυπνήσεις» Αργύρης Χιόνης
-Ο ένας λόγος είναι γενικός και αφορά τον εκφυλισμό του παγκόσμιου οριζόντιου, επαναστατικού κινήματος σε ξεχωριστά «κινήματα», σε ξεχωριστά «υποκείμενα», αρχής γενομένης από το νεολαιίστικο «κίνημα» ως το νέο «υποκείμενο» απ’ το Μάη ’68. Η συνέχεια προέβλεπε τη διαρκή του διάσπαση σε υποκείμενα-κατόχους ξεχωριστών αναμφισβήτητων δικαιωμάτων που όμως τυγχάνουν της ίδιας αντιμετώπισης και ξεχωριστά με τα προηγούμενα που είχαν προβληθεί εμβληματικά π.χ. η εργατική τάξη. Αναδύθηκαν μοιραία ως ξεχωριστά υποκείμενα (γυναίκα, τρελός, ομοφυλόφιλος, τσιγγάνος, πόρνη, αρνητής στράτευσης κλπ.) που όμως δεν έμπαιναν στο ενιαίο πλάνο για την επαναστατική δράση. Εντός της υπεράσπισης διαχωρισμένων υποκειμένων προστέθηκαν και τα «νέα» διαχωρισμένα δικαιώματα του μετανάστη, του πρόσφυγα, του ξένου κλπ. Οι πολλές δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη και ειδικά μετά την πετρελαϊκή κρίση, πράγματι, επιδείνωσαν τη θέση των μεταναστών που ήταν ήδη πολίτες β κατηγορίας. Η αριστερά και το αναρχικό κίνημα που θα μπορούσαν να ενσωματώνουν όλα τα ξεχωριστά υποκείμενα μετατράπηκαν σε χώρους υπεράσπισης ξεχωριστών υποκείμενων, προγραμμάτων και προταγμάτων. Μάλιστα δε, η θέση του μετανάστη, πρόσφυγα, ξένου απέκτησε προνομιακές διαστάσεις στο κίνημα ή στα κινήματα όταν κατέρρευσε η πολιτική των κρατών της Δύσης για διαπολιτισμικές και πολυπολιτισμικές προσεγγίσεις. Ήταν υποκριτική και αντιφατική η πολιτική αυτή εφόσον από τη μια γκετοποιούσαν τους μετανάστες και από την άλλη τους ωθούσαν να διατηρήσουν τις ξεχωριστές τους ταυτότητες. Συνέπεια; αναγέννησαν τα τέρατα του εθνικισμού και του θρησκευτικού φανατισμού στην Ευρώπη. Αυτές οι προσεγγίσεις που υιοθετήθηκαν από τα κινήματα (με και χωρίς εισαγωγικά) όρθωσαν τα τείχη των εθνικών-θρησκευτικών κοινοτήτων στις μητροπόλεις με αποτέλεσμα τις ξεχωριστές τους παράλληλες αναπτύξεις. Οι διαρκείς κρίσεις, η είσοδος όλο και περισσότερων μεταναστών όρθωσε ακόμα περισσότερο τα τείχη δίπλα στις συγκυρίες της νέας τάξης πραγμάτων μετά το ‘90. Τόσο ο ισλαμοφασιστικός πόλος ρητορεύοντας με ένα κακοχωνεμένο αντιιμπεριαλισμό επένδυε στο θρησκευτικό μίσος όσο και ο ακροδεξιός φασιστικός πόλος, απότοκος της αποικιοκρατικής ρατσιστικής ιδεολογίας επένδυε εναντίον της παγκοσμιοποίησης επαναφέροντας τα εθνικά ιδεώδη και με πρόσχημα τις ευρωπαϊκές κοινωνικές κατακτήσεις (βλέπε ΖΜ Λεπέν στη Γαλλία, «Εναλλακτική» για τη Γερμανία, πολιτική Κουρτς στην Αυστρία, δόγμα Ορμπάν στην Ουγγαρία κλπ). Η αριστερά και οι αναρχικοί βρέθηκαν μαζί να υπερασπίζονται τα δικαιώματα του μετανάστη ως ξεχωριστά, του ξένου ενάντια στον ανερχόμενο φασισμό δίπλα σε ΜΚΟ, σε διάφορες συστημικές οργανώσεις που δρούσαν αποκλειστικά για το μεταναστευτικό. Έτσι, ο αντιεθνικισμός, ο αντιρατσισμός, ο αντιφασισμός που με έναν τρόπο πρακτικό απέκτησαν τη δυναμική «θεωρίας» παραγκώνισαν το κεντρικό ζήτημα της γενικότερης μετάβασης προς μια οριζόντια κοινωνία, δεν συντέθηκαν μαζί του. Με κάποιο τρόπο κατέντησαν οιονεί οι αποκλειστικές του προϋποθέσεις. Οι συνθετικές κοσμογονιές, στην Τσιάπας, των ζαπατίστας και ειδικά στη Ροζάβα των κούρδων που τοποθετούν το εθνικό-θρησκευτικό ζήτημα σε συνθήκες υπέρβασης των ανταγωνισμών ελάχιστα θα απασχολήσουν το οριζόντιο κίνημα.
-Ο άλλος λόγος αφορά τη μίμηση ή αλλιώς την αυτούσια μεταφορά ιδεολογικών προτύπων και αναλυτικών «εργαλείων». Αυτό δεν είναι τωρινό φαινόμενο αλλά διαχρονικό και ιστορικά τεκμηριωμένο. Αφορά στην προετοιμασία συγκρότησης των κρατών και απαντάται ως τυπολογία σε όλο τον αποικιοκρατούμενο ή εξαρτημένο κόσμο της περιφέρειας από τις αρχές του 20ου αιώνα. Η μεταφορά της αισθητικής, του «αρώματος» της αστικής τάξης σε ένα συνονθύλευμα γαιοκτητικής-εμπορομεσιτικής-θρησκευτικής και ενίοτε εφοπλιστικής αριστοκρατίας, ενός συνονθυλεύματος κρατικοδίαιτου και αντιπαραγωγικού, η μεταφορά εκ μέρους των μαρξιστών του δίπολου εργατική τάξη-αστική τάξη σε λαούς που ήταν παραδοσιακά τεχνίτες, αγρότες, μικρέμποροι, μικροϊδιοκτήτες είναι κάποια από τα χτυπητά παραδείγματα αυτής της ιστορικής μίμησης. Κυρίαρχα πρότυπα καλλιεργήθηκαν από το δυνάστη αποικιοκράτη στον δυναστευόμενο, από το κίνημα της μεγάλης δύναμης στο κίνημα της εξαρτημένης ή αποικιοποιημένης περιφέρειας. Αντίστοιχα και στην «ελλαδική» αποικία ή αλλιώς δευτερεύοντας παρασιτικός μοχλός του δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου-απόφυση της Δύσης, ο αντιεξουσιαστικός πόλος αναπαράγει ως δεδομένα όλα τα κεκτημένα από τα αντίστοιχα κινήματα της Δύσης. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρόκειται για μια εποικοδομητική αφομοίωση με βάση τις ημεδαπές συνθήκες αλλά μια σχεδόν απόλυτη μεταφορά των κυρίαρχων κινηματικών προτύπων δράσης, αισθητικής, λόγου κλπ. και μάλιστα στη φάση που αυτό προσπερνά το επαναστατικό ιδεώδες και απολήγει στο μεταμοντέρνο. Μοιραία λοιπόν ως απολήξεις των δυτικών επιρροών σε Ελλάδα και Κύπρο δεν θα μπορούσε παρά να επικρατήσει η μεταφορά προτύπων αναλύσεων και δράσεων που περιγράφονται παραπάνω. Η αποτυχία όλης αυτής της μεταφοράς προτύπων με κυρίαρχη τη μεταφορά του antifa μετώπου είναι χαρακτηριστική.
-Έτερος λόγος αφορά στην εμπέδωση της μεταμοντέρνας αφήγησης της ιστορίας. Η κατάργηση των μεγάλων αφηγήσεων στο όνομα της μικροϊστορίας ή αφηγήματος όχι μόνο δεν ενέταξε τις ξεχωριστές περιπτώσεις αυτών στην ενιαία μεγάλη αφήγηση, έτσι ώστε να την εκσυγχρονίσει, να την εμπλουτίσει και να της δώσει ριζοσπαστικό περιεχόμενο, αλλά τις εξύψωσε και πήραν τη θέση της. Έτσι τα γεγονότα της μικροϊστορίας επενδυμένα με μεθόδους της κοινωνικής ανθρωπολογίας βρέθηκαν σε θέση να αναιρούν εκ θεμελίων τη μεγάλη αφήγηση κι όχι να τη συνθέτουν. Βαθμιαία ο χώρος της αμφισβήτησης βρέθηκε πολύ κοντά, ιδεολογικά, στο χώρο της νέας διανόησης των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων που κατακεραύνωναν τη μεγάλη αφήγηση ως πλασματική, ως κατασκευή κλπ. Οι εθνικές ιστορίες έγιναν «κατασκευές», τα έθνη πήραν τη θέση τους ως αποτελέσματος του μοντέρνου κράτους κλπ. κλπ. Για τις αποικίες ή εξαρτημένες αποφύσεις της Δύσης, «η φωνή του αφεντικού» επίτασσε πλέον μια «προοδευτική» και βολική αφήγηση με εξισώσεις αποικιοκράτη-αποικιοκρατούμενου, δυνάστη-δυναστευόμενου κλπ. Έτσι, η οθωμανική αυτοκρατορία στο νέο «φαντασιακό» ήταν μια παιδική χαρά εθνών και θρησκειών, οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες έγιναν εθνικιστικοί. Για την Κύπρο, τα επιστημονικά επιτελεία που δούλεψαν σε αυτήν την κατεύθυνση δεν είχαν άλλο περιεχόμενο από την εξίσωση των δυο εθνικισμών, την επένδυση σε μια νέα εθνική «κυπριακή» ταυτότητα και την προώθηση της ΔΔΟ. Σε αυτήν την κατεύθυνση δούλεψαν τα ΜΜΕ, τα Πανεπιστήμια, οι φορείς που χρηματοδοτούνταν, οι ΜΚΟ, οι οργανώσεις κλπ. «Εκάνανέν μας τζιαι κάναμέν τους» είναι η μόνιμη επωδός για ένα φαινόμενο που περιγράφει ή «αφηγείται» την ταύτιση του επεκτατικού σοβινισμού με τον ιστορικό πατριωτικό αλυτρωτισμό και με τις ανέξοδες εθνικιστικές κορώνες, στο σήμερα. Τοιουτοτρόπως η ΕΟΚΑ μέσω αυτού του αφηγήματος ήταν μια «εθνικιστική» οργάνωση που ιδρύθηκε για να εκτελεί αριστερούς και τουρκοκυπρίους. Για τους αστέρες της νέας διανόησης η ΕΟΚΑ ήταν αντίστοιχη ή ίδια με την ΤΜΤ, το δολοφονικό όργανο της Άγκυρας. Η εξίσωση του θύματος με τον θύτη έχει το κύριο βάρος σε αυτήν την νέα «αφήγηση», που δεν είναι και τόσο νέα αλλά επιχειρείται συστηματικά για την ανάπλαση όλων των μετααποικιακών αφηγήσεων στις αποικίες, με πολιτικές σκοπιμότητες. Εγκλήματα κάτω από ανεξέλεγκτες καταστάσεις που έγιναν εις βάρος τ/κ, το ‘63, το ’67 ή το ’74 συγκρίνονται με μια συστηματική και οργανωμένη άσκηση βίας: με τις βόμβες ναπάλμ στην Τυλληρία, με την εισβολή το 1974, με την κατοχή και την εκδίωξη 200.000 προσφύγων από τις εστίες τους, με τη δημιουργία εντάσεων που έχει στόχο τη διχοτόμηση (taksim). Ακόμα και η εισβολή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε, όχι γιατί ήταν σχέδιο της Τουρκίας -ήδη από το 1956 εκπονημένο από το σχεδιαστή της εξωτερικής πολιτικής Νιχάτ Ερίμ- αλλά διότι οι πραξικοπηματίες θα πραγματοποιούσαν «γενοκτονία» των τ/κ, όταν από τη 15η μέχρι και την 20η Ιουλίου δεν είχε πειραχτεί ούτε ένας τ/κ. Για να ακολουθήσουν μετά την εισβολή, εγκλήματα από οπλισμένους τραμπούκους, από ανεξέλεγκτους οπλοφόρους που πιθανόν να ανήκαν σε μια διαλυμένη και μη ελεγχόμενη ΕΟΚΑ β ή ήταν από αλλού οπλισμένοι. Κι αν ισχύει αυτή η εξήγηση, γιατί δεν αποχώρησε ο τουρκικός στρατός μετά την «ειρηνευτική» πρωτοβουλία που πήρε; Αυτή ήταν η αφήγηση που σταδιακά ταύτισε την ΕΟΚΑ με τη μεταγενέστερη ΕΟΚΑ β’, ενώ η τετραετία ‘55-’59 είχε αναδείξει μια ΕΟΚΑ όχι των κάποιων δεκάδων οπλοφόρων αλλά της πάνδημης συμμετοχής αγροτών, εργατών, μαθητών-μαθητριών, σπουδαστών, γυναικών του λαού κλπ. Ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας που είχε κρεμασμένους, δολοφονημένους, εκτελεσμένους, εξόριστους, τραυματίες, δαρμένους, βασανισμένους μέχρι και παιδιά, μετατρέπεται στη νέα αφήγηση, ένας εθνικιστικός αγώνας με ό,τι συνεπάγεται αρνητικό για τον εθνικισμό στο σήμερα. Οι περιστάσεις που αφορούσαν εκτροπές μετατράπηκαν, για το νέο αφήγημα, σε κανόνα. Έτσι θα εξισωθεί αντίστοιχα για κάποιους άλλους αντιεξουσιαστές, ο αγώνας των παλαιστινίων ενάντια στην κατοχή των σιωνιστών ισραηλιτών και τις όποιες του δύσοσμες εκτροπές, με την εισβολή, την κατοχή, την εθνοκάθαρση των αράβων και τα τετελεσμένα του εποικισμού.
-Ο άλλος λόγος είναι η αριστερά, ιδιαίτερα στην Κύπρο. Οι σοβαρότατες παλινωδίες υπέρ και κατά της ένωσης, η διαβόητη συμμετοχή της στη Διασκεπτική των άγγλων αποικιοκρατών μεταπολεμικά, η επίσημη αποχή της από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα (αρκετά μέλη της όμως αγωνίστηκαν με την ΕΟΚΑ), η προσκόλλησή της με το μακαριακό καθεστώς της ανεξαρτησίας του «εφικτού», η συμφωνία της με τη διχοτομική ομοσπονδία, η πρωταγωνιστική της παρουσία στη νέα περίοδο του τσιμεντώματος του ΝΑΙ όσο κι αν έχει τα ιστορικά άλλοθι των ταξικών αγώνων όσο και αν επενδύει σε δολοφονίες μελών της από μέλη της ΕΟΚΑ (όπως έγιναν σε όλα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα διεθνώς-ποιος μπορεί να κηλιδώσει το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για τις παρεκτροπές μελών του;), όσο κι αν υπερθεματίζει στον ιστορικό αντιχουντισμό ή στον σύγχρονο αντιφασισμό ή στο μεταμοντέρνο αντιεθνικισμό δεν παύει να αποτελεί κηλίδα στις ιδέες για τις οποίες θυσιάστηκαν χιλιάδες αγωνιστές στο όνομα της. Είναι μια αριστερά που υπενθυμίζει ένα –πράγματι- ένδοξο ταξικό παρελθόν, που ενσωματώνει το φιλελεύθερο λόγο της παγκοσμιοποίησης, ενδύεται το ρούχο της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, εισάγει-υπογράφει όλα τα μνημόνια. Ταυτόχρονα είναι ενσωματωμένη στην επίσημη οικονομία και στους μηχανισμούς, ελέγχει μια σειρά από οργανώσεις, φορείς, οργανώσεις, ιδρύματα και ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται για να προωθούν τη διζωνική, έμμεσα και άμεσα, έχει εξαρτημένο ένα πλήθος οπαδών ψηφοφόρων του πελατειακού κράτους, έχει έμμεσους υποστηριχτές για το κοινωνικά προοδευτικό της προφίλ. Μέσα σε αυτό το πλήθος ξεχωρίζουν οι δήθεν ανεξάρτητοι αδήλωτοι, ΑΚΕΛογενείς αντιεξουσιαστές. Στις ίδιες πορείες όμως συνευρίσκονται, στις ίδιες κερκίδες, στις ίδιες εκδηλώσεις, τα ίδια συνθήματα λένε, στην ίδια κατεύθυνση: υποστήριξη της ΔΔΟ.
Πιο ιδιαίτερα, όμως, αυτός ο εναλλακτικός (θα λέγαμε) χώρος μέχρι και την κυκλοφορία του περιοδικού «Το τρένο» θα μπορούσε να σταθεί όρθιος μέσα στις αντιφάσεις του, ενωτικός μέσα στις αντιρρήσεις του, διαλλακτικός μέσα στις διαφωνίες του. Το περιοδικό αυτό ήταν καθοριστικό των αλλαγών που προέκυψαν και εξ αντανακλάσεως αντιληφθήκαμε, στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ‘90. Ήταν το πρώτο αναρχικό ή αντιεξουσιαστικό περιοδικό που απέκτησε την αίγλη της τακτοποίησης των του κινήματος στην Κύπρο. Δηλαδή του τι είναι πολιτικώς ορθό και τι δεν είναι. Έτσι μπήκε, για πρώτη φορά κι ανεπαίσθητα, ο κυπριωτισμός ως ανθελληνισμός, στο «χώρο». Μπήκε και διατυπώθηκε ευθαρσώς και με κινηματικές λογικές η εξίσωση των δυο «εθνικισμών». Εισάχθηκε η λογική των διαχωρισμένων κινημάτων (ομοφυλόφιλοι, γυναικείο, αντίρρηση συνείδησης, κλπ.). Επανεγγράφηκε η ιστορία της ΕΟΚΑ με βάση τα τραγικά θύματά της: ως το μοναδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα που σκότωσε περισσότερους «δικούς του» από τους «άλλους». Χωρίς να αναφέρουν ότι η ένοπλη διάστασή της είχε, πριν από την έναρξη της δράσης της, διατυπώσει ότι χτυπάει εγγλέζους ενόπλους και ε/κ συνεργάτες τους, χωρίς να αναφέρουν ότι ο διωκτικός επικουρικός στρατός στελεχώθηκε αποκλειστικά από τ/κ. Ο «εθνικισμός» της ΕΟΚΑ και το συμβολικό πρόσωπο του αγγλόφιλου, μοναρχοφασίστα Γρίβα στην Ελλάδα είναι τα όσα συνεγείρουν την μήνιν για ένα αυτονόητο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της εποχής του ‘50, ένα κίνημα που το στήριξε με όλες της τις δυνάμεις η ελλαδική αριστερά της ΕΔΑ, η αντιιμπεριαλιστική της εκδοχή από τους «φίλους των νέων χωρών» του Ν. Ψυρρούκη σε αντίθεση με το καθεστώς της δεξιάς που τον ναρκοθετούσε σε κάθε του βήμα. Μέχρι και νεκροί υπήρξαν σε διαδηλώσεις στην Ελλάδα. Γιατί δεν ανάφεραν τον ήρωα της ΕΟΚΑ Κυριάκο Μάτση που έγραφε: «Να γιατί δεν νοιάζομαι αν τη γη αυτή τη ζουν Τούρκοι, Έλληνες, Εβραίοι… Εκείνο που έχει αξία είναι να τη ζουν αυτοί που την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους και να περπατούν πάνω της ελεύθεροι, διαφεντευτές της, κυρίαρχοί της»; Γιατί δεν αναφέρθηκαν στις δεκάδες εκτελέσεις νέων που πήγαιναν με χαμόγελο στο ικρίωμα; Γιατί δεν ανάφεραν για τους εκατοντάδες μαθητές που μαστιγώθηκαν από τα μέτρα Χάρτιγκ που είχε συντρίψει δύο χρόνια προηγουμένως το κίνημα Μάου Μάου των Κικούγιου στην Κένυα; Για το στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Κοκκινοτριμιθιά; Για τις μαθήτριες που συγκρούονταν με πάνοπλους άγγλους; Για τους χωρκάτους που έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να φτιάχνουν φιτίλια σε σουτζιούκκους και να εισβάλουν στα σπίτια τους κουκουλοφόροι εγγλέζοι για έρευνα και να τρομοκρατούν και να απομονώνουν τα χωριά; Πόσοι μπορούσαν να γνωρίζουν τότε για τον ασύγγνωστο βίο και πολιτεία του μοναρχοφασίστα Γεώργιου Γρίβα στην Ελλάδα και τη βοήθειά του στους εγγλέζους και τους ταγματασφαλίτες το Δεκέμβρη του ’44 που ωστόσο, όμως, αυτός τέθηκε επικεφαλής της ένοπλης πτέρυγας ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία; Εκεί, σε αυτό το περιοδικό, για πρώτη φορά, κηλιδώθηκαν υπολήψεις πολλών ανθρώπων, που αν και υπήρχαν και υπάρχουν διαφωνίες θα μπορούσαν να κρατηθούν σε ένα επίπεδο διαλόγου κι όχι να δημιουργηθεί η περιβόητη εξίσωση: «απορριπτικός=φασίστας, εθνικιστής, ρατσιστής κλπ.», όπως συμβαίνει σήμερα από το διάδοχο πρόσωπο που ηγεμονεύει με το λόγο του στην κυπριακή antifa. Και βέβαια, το πιο σημαντικό είναι ότι εκεί διατυπώθηκε για πρώτη φορά «κινηματικά» το «ακόμα κι αν δεν υπήρχε η ομοσπονδία θα έπρεπε να την εφεύρουμε». Από κει και μετά ο νεοπαγής «χώρος» τράβηξε το δρόμο του. Αργότερα ήρθε και το χρήμα για κάποιους.
ΟΧΙ στη ΔΔΟ με διεθνιστικό καμάρι
«Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται». André Breton
Στοιχειώδες μέτρο επιβίωσης και αυτοπροστασίας κάθε επαναστατικού κινήματος, ακόμα και αυτού που βρίσκεται σε σύγχυση ή σε κρίση ή σε διχογνωμίες για όλα όσα αφορούν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι να διατρανώνει ένα ηχηρό ΟΧΙ απέναντι σε κάθε πρόταση για την οργάνωση της κοινωνίας από τα πάνω. Πιο ειδικά οφείλει να αρνείται όταν επίκειται ο ύπουλος διαχωρισμός σε εθνικές ή θρησκευτικές συγκροτήσεις. Ειδικά για τους αναρχικούς για τους οποίους το κράτος είναι η απόλυτη «χώρα» του κακού μετά την κόκκινη ή πράσινη γραμμή που έχουν χαράξει, το ΟΧΙ είναι ένας παραπάνω λόγος να διατηρούν ακόμα και με τη χειρότερη δυνατή συνθήκη την παράδοση της αντίστασης για μια κοινωνία οριζόντια οργανωμένη. Ακόμα κι αν δεν έχει τη δύναμη, τη δυνατότητα ή την επάρκεια να αναζητήσει μια εναλλακτική πρόταση χωρίς κράτος, ακόμα κι όταν βρίσκεται περιορισμένο το κίνημα σε τείχη περίκλειστα, απομονωμένο, περιθωριοποιημένο, με δική του ευθύνη ή με ευθύνη των μηχανισμών της κυριαρχίας, δεν έχει άλλο δρόμο από την άρνηση κάθε πρότασης που οδηγεί στο κράτος, ιδιαίτερα όταν αυτή εκπορεύεται από ιμπεριαλιστικούς-αποικιοκρατικούς μηχανισμούς κι ακόμα περισσότερο όταν αυτή η «λύση» διαχωρίζει διοικητικά-πολιτικά τις εθνότητες και τις θρησκευτικές πίστεις. ΟΧΙ στη ΔΔΟ. Αγώνας για: -να απομακρυνθεί ο τουρκικός κατοχικός στρατός κι όλοι οι στρατοί, -να απομακρυνθούν οι αγγλικές βάσεις, -να αρθεί το καθεστώς των στρατιωτικών εγγυήσεων-έξω όλοι οι στρατοί των εγγυητριών δυνάμεων, -να μετατραπούν τα επίσημα ένοπλα σώματα σε δημοκρατικές πολιτοφυλακές, -επιστροφή όλων των προσφύγων, τουρκοκυπρίων και ελληνοκυπρίων στις εστίες τους, -την εκκένωση των προσφυγικών κατοικιών που έχουν καταλάβει ή έχουν αγοράσει οι οποιασδήποτε εθνικότητας έποικοι, -τη διεκδίκηση αποζημιώσεων από την Αγγλία για την αποικιοκρατία και από την Τουρκία για την εισβολή-κατοχή, -την επιστροφή των κλεμμένων και πωλημένων πολιτιστικών θησαυρών μετά την εισβολή, στα κατεχόμενα, -τη μετατροπή του εμποροπαρασιτικού μοντέλου σε παραγωγικό, -τη μετάβαση από το μαζικό τουρισμό σε μια ήπια και αποκεντρωτική μορφή οικονομικής δραστηριότητας, -την προστασία της ΝΑ Μεσογείου από τις καταστροφικές επενδύσεις στις ΑΟΖ -τη δημοκρατική αυτονομία-τοπικό κοινοτισμό και το συνομοσπονδισμό των μικτών περιφερειών Κύπρου
Η κυπριακή εναλλακτική: Δημοκρατική Ομοσπονδία Μικτών Περιφερειών Κύπρου
«Καμιά δύναμη δεν μπορεί να καταργήσει αυτό που έγινε. Όλο το παιχνίδι πάντα παίζεται σ’ αυτό που ετοιμάζεται να συμβεί» Τίτος Πατρίκιος
Βεβαίως, ουδείς και ουδεμιά αντιλαμβάνεται την κυπριακή πραγματικότητα περισσότερο από αυτούς που ζουν στο νησί. Όμως η ιστορία των τελευταίων δυο αιώνων έχει εγγράψει στον πυρήνα, αυτής, της ευρύτερης περιοχής Μέσης Ανατολής, Ελλαδικού χώρου και Βαλκανίων τον ενιαίο κανόνα λειτουργίας τους: -Πεδίο δράσης, διεκδίκησης, κατοχής, επιρροής, δημιουργίας διαδρόμου των ηγεμονικών δυνάμεων. Βαθμιαία ως ραγδαία, μετατοπίσεις, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου λόγω του πολυπολικού συστήματος και της έναρξης μεγάλων πολιτικών-οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Η ευρύτερη περιοχή είναι διάδρομος πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών επεκτάσεων. -Εφαρμογή του εθνικού κρατικού προτύπου (έδαφος, γλώσσα, λαός) με βάση και προοπτική την πολιτική, οικονομική, κοινωνική ανισότητα. -Η συμμετοχή σε πολέμους αλλού είναι ιστορικά ένα «σχολείο»-πρότυπο για την πολιτική και στρατιωτική προετοιμασία κάθε εθνικού αγώνα. Άρα και πεδίο μεταφοράς κυρίαρχων προτύπων στην ιδιαίτερη πατρίδα. -Ο πρωτεύων ρόλος της διασποράς, ως ρόλος εκμάθησης, τροφοδότησης και εμφύτευσης-στήριξης προτύπων διοίκησης. -Διχασμός ανάμεσα σε απολυταρχικά και κοινοβουλευτικά πρότυπα διοίκησης-εναλλαγές καθεστώτων, πραξικοπήματα. -Δημιουργία του μειονοτικού ζητήματος ως εφεδρεία για την περεταίρω αποσταθεροποίηση της επιβεβλημένης σταθερότητας. -Διχασμός στην εθνική «αστική» τάξη ή άρχουσα τάξη. Η ίδια αποτελεί συνονθύλευμα κατάλοιπων της γαιοκτητικής, θρησκευτικής, εμπορομεσιτικής αριστοκρατίας και η οποία ποτέ δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο πρότυπο της κεντροδυτικής Ευρώπης. Περεταίρω τριτογενοποίηση των οικονομιών-βάθεμα των εξαρτήσεων, ιδιαίτερα μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου. -Έντονος διχασμός έως και ένοπλη, εμφύλια σύγκρουση ως έκφραση της δημιουργίας δυο πόλων στο «εσωτερικό», με υποδαύλιση έως ανοιχτή υποστήριξη από το «εξωτερικό». -Ιστορικές ταξικές συγκρούσεις ανάμεσα στους αγρότες, άκληρους, μικροϊδιοκτήτες και τους τσιφλικάδες-τιμαριούχους-γαιοκτήμονες. Ιστορική άνοδος του εργατικού κινήματος με διαχείριση από κομμουνιστικά, σοσιαλιστικά ή σοσιαλίζοντα με εθνικούς στόχους, κόμματα. Η φθορά τους, η μεταλλαγή τους και η αφομοίωσή τους από το πολιτικό σύστημα σε όλο τον ευρύτερο της ΝΑ Μεσογείου-Βαλκανίων χώρο είναι κοινή κυρίως μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου καθώς και η σύμπλευσή τους με διεθνείς επιλογές κυριαρχίας. -Σημαντική παρουσία της θρησκευτικής πίστης καθώς και των ιεραρχιών που την τυποποιούν προωθώντας πρότυπα. Σημαντικός παράγοντας η ιστορική ταύτιση αλλά και διχασμός έθνους-θρησκείας καθώς και βασικά εμπόδια σε νεωτερικές κοινωνικές αλλαγές. -Ιστορικό αντιαποικιακών αγώνων, σε ένα σύμπλεγμα με τους ανταγωνισμούς των διεθνών ηγεμονιών που ως αντιμαχόμενες αλληλοϋπονομεύονται, είτε ως ενωμένες καταστέλλουν τάσεις ανεξαρτησίας ή εθνικής ενσωμάτωσης. -Αποτυχία ή ανεκπλήρωτη υπόσχεση της συμμαχίας με τον «εχθρό του εχθρού». -Ανειλικρινείς επιδιώξεις συμμαχιών με διαψεύσεις επί αμφισβητούμενων περιοχών-νέες κατοχές με την υποστήριξη ηγεμόνων. -Επέκταση του νεοφιλελεύθερου ιδεώδους, ειδικά μετά τη δεκαετία του ’90, παγίωση των χαρακτηριστικών του, λειτουργία του ως προτύπου για τον κοινωνικό και οικονομικό εκσυγχρονισμό, δηλαδή εκρίζωση κάθε έννοιας «κοινού», άρα και αποτροπή για τον εκσυγχρονισμό. -Δημιουργία οικολογικού ζητήματος που προέρχεται από διεθνείς επιλογές για την άντληση και εκμετάλλευση της ενέργειας ή την χωρίς όρους βιομηχανική ανάπτυξη ή την δημιουργία ζωνών ανακύκλωσης αποβλήτων.
Αυτή η πάνω-κάτω απεικόνιση της ευρύτερης περιοχής, η λίγο-πολύ καταγραφή των συστατικών της, μπορεί να συμβάλει σε μια δυνατότητα ξετυλίγματος των αδυναμιών και των δυνατοτήτων ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο προσπεράσματος των ιδιαιτεροτήτων ή επιδίωξης εισαγωγής αλλότριων προτύπων δράσης ή της επικίνδυνης μακρόθεν ανάθεσης ρόλου. Οι ομοιότητες δεν εξαντλούνται στην παραπάνω παράθεση, προσεγγίζουν όμως τη δυνατότητα να υπάρξει μια όλο και πιο συντονισμένη αντιμετώπιση των κοινών θεμελιακών συστατικών της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Ανατολής-Ελλαδικού χώρου-Βαλκανίων για μια προσπάθεια εξεύρεσης εναλλακτικής πρότασης χωρίς κράτος και καπιταλισμό.
Ο «μαγικός» ρόλος των αυτόνομων συμβουλίων και η δικτύωσή τους μέσα και έξω από τα επίσημα διοικητικά σύνορα είναι ουσιαστικός, στην κατεύθυνση της αυτονομίας και της χειραφέτησης. Η ανεξαρτησία των λαών της Κύπρου, η δημοκρατία, η πολιτισμική αναγέννηση, η αλληλέγγυα οικονομία και η οικολογία είναι οι πέντε ξεχωριστές σφαίρες που μόνο αδιαχώριστα μπορεί κανείς να τις προωθήσει. Ο ρόλος των αναρχικών είναι προϋπόθεση ώστε να ξεκαθαριστεί εξ αρχής ο οριζόντιος χαρακτήρας τους και η δομή των συμβουλίων αυτών.
1)Αποφασιστικό ρόλο για την προώθηση των αυτόνομων συμβουλίων θα παίξει η ουσιαστική άρση του διχασμού μεταξύ «αριστεράς» και «δεξιάς». Η παράταση αυτής της έριδας η οποία γίνεται όλο και πιο τεχνητή από την απόλυτη σύγκλιση σε επίπεδο κορυφής για την προώθηση της ΔΔΟ αλλά που επιμένει στο διαχωρισμό με βάση τους ιστορικούς όρους αντιπαλότητας είναι ό,τι πιο καταστροφικό για το προχώρημα της κοινωνικής (άμεσης) δημοκρατίας μέσα στον ίδιο το λαό. Τοπικά συμβούλια για την ιστορία και ιδιαίτερα για τα όσα συνέβησαν μετά τη δεκαετία του ’50 μέχρι και την εισβολή, μπορούν να δημιουργήσουν κατά τόπους πεδία διαλόγου και κριτικής-αυτοκριτικής των πεπραγμένων, να αμβλύνουν τις αβάσιμες ιδεολογικές εντάσεις. Εν τέλει να στείλουν στο διάολο τους χουλιγκανισμούς-εμφύλιο μέσα στην ελληνοκυπριακή «πολυκατοικία». Είναι αναγκαίο να συμβεί στα νέα χαρακώματα;
2)Σημαντική τομή μπορεί να είναι η δημιουργία κοινών συμβουλίων ε/κ-τ/κ προερχόμενων από τις ίδιες τις ιστορικές μικτές πόλεις και χωριά. Η τόνωση της κοινής μνήμης, της κοινής πορείας στην καθημερινότητα, η αναγνώριση ιστορικών λαθών, ένθεν κακείθεν, είναι μακρόσυρτη διαδικασία και δε σχετίζεται με τις παράτες του ΝΑΙ στην πράσινη γραμμή και στις στημένες ή αφελείς εκκλήσεις για «επαναπροσέγγιση». Δεν είναι απλά μια διακήρυξη, δεν είναι απλά μια πρόθεση, είναι η ουσιαστική και επίπονη διαδρομή δημιουργίας μιας συνθετικής αφήγησης που από τη μια δεν εξισώνει το θύτη και το θύμα κι από την άλλη δεν προωθεί την εθνική ή θρησκευτική πρωτοκαθεδρία. Εξαιρετικής σημασίας δραστηριότητα θα μπορούσε να είναι αυτή της δημιουργίας διεθνικών και διαθρησκευτικών συμβουλίων στην κατεύθυνση της ριζοσπαστικοποίησης και της οικουμενικότητας των εθνικών και θρησκευτικών ιδεών. Το πρωταρχικό υλικό των εθνικών ταυτοτήτων και των θρησκευτικών πίστεων σε μια τάση εκσυγχρονισμού και συμπόρευσης οφείλει να αναδυθεί στην επιφάνεια σε μια εποχή που η μισαλλοδοξία και το ίδιον συμφέρον προβλέπει πολέμους. Η φιλοσοφία και η επαναστατική παράδοση αγώνων οφείλει να κάνει το «θαύμα» της.
3)Εμβληματικό ρόλο και ιδιαίτερα στην εποχή μας θα παίξει το οικολογικό ζήτημα με αιχμή τη βαριά θαλάσσια βιομηχανία της άντλησης ενέργειας στις ΑΟΖ. Η αυτονόητη απαίτηση να σταματήσουν κάθε δραστηριότητα στην ευάλωτη και κλειστή θαλάσσια περιοχή της ΝΑ Μεσογείου δεν αφορά μόνο την παύση της γεωπολιτικής έντασης και του ανταγωνισμού για την ενέργεια αλλά και την αναζήτηση προτύπου κοινωνίας-οικονομίας-συμβίωσης στον κοινό γεωγραφικό χώρο με προοπτική το υγιές μέλλον. Αξίζει να γίνει σουρωτήρι ο βυθός της Μεσογείου για να συνεχίσουμε ένα καταστροφικό-ενεργοβόρο μοντέλο ζωής; Η ενθάρρυνση για μια αναζήτηση γύρω από τις ανάγκες στη σύγχρονη εποχή πέρα από την επέκταση της καταστροφικής τεχνολογίας στη ζωή μας, είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Και επιπλέον ενωτική. Οι χρυσοφόρες «Σκουριές» της Σκουριώτισσας ή της χρόνιας καταστροφής στον Ακάμα είναι επίσης κρίσιμης σημασίας ζητήματα μέσα στο οικολογικό ζήτημα κι ένα στοίχημα για τη δημιουργία ενός ενωτικού οικολογικού συμβουλίου.
4)Η δημιουργία τοπικών συνδικάτων ή ο αγώνας για τη μετατροπή των κλαδικών συντεχνιών σε τοπικά πολυκλαδικά «συνδικάτα ζωής» μπορεί να παίξει το ρόλο της ένωσης και του τοπικού δημοκρατικού συντονισμού των καταπιεσμένων εργαζομένων, μικροεπαγγελματιών-αυτοαπασχολούμενων, υπαλλήλων, συνταξιούχων, αλιέων, γεωργών, κτηνοτρόφων κλπ. ντόπιων και ξένων που κατοικούν στην Κύπρο. Η ομοσπονδιοποίησή τους θα μπορούσε να καταστεί η κοινότητα των κοινοτήτων. Η κοινή πορεία διεκδίκησης του κοινού αυτονόητου δικαιώματος στην επιβίωση και της κοινής αναζήτησης στο περιεχόμενο της εργασίας, της ωφέλειας του παραγόμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, της αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης μπορεί να προκύψει από ένα νέο κοινοτισμό.
5)Η εξάρτηση-αποικιοποίηση εντείνεται μέσω της σχεδόν υποχρεωτικής υπαγωγής της ευρύτερης περιοχής, σε χώρο παροχής υπηρεσιών, ναρκοθετώντας τη δημιουργικότητα του λαού και υποθηκεύοντας το μέλλον του τόπου. Η ουσία των αξιολογήσεων αφορά όχι απλά στο διαρκή έλεγχο από τα τσιράκια των ξένων δανειστών αλλά και την παράταση του εμποροπαρασιτικού-τουριστικού μοντέλου. Το παραγωγικό ζήτημα είναι πρώτης σημασίας ζήτημα καθότι η τριτογενοποίηση προχωράει με απόλυτους ρυθμούς για την κατάταξη της ευρύτερης περιοχής στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Τα δημοκρατικά συμβούλια για την παραγωγή, οι νέες «πιστωτικές» δυνατότητες μεταξύ αλληλέγγυων, η προσπάθεια δημιουργίας παραγωγικών-καταναλωτικών δικτύων που εξισορροπούν το άστυ και την περιφέρεια, οι συντονισμένες παρεμβάσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση για την ενίσχυση των παραγωγικών υποδομών, κλπ, είναι μια σημαντική δυνατότητα για την ανεξαρτησία και την απο-αποικιοποίηση.
6)Οι, όπου είναι δυνατόν, συλλογικότητες ή άνθρωποι-σύνδεσμοι μπορούν να δημιουργούν κατά τόπους συμβούλια με βάση τις προτεραιότητες της περιοχής τους, συνδέοντας με τον ίδιο τρόπο όπως μπορούν τις χωρισμένες από το ’63, ’74, πόλεις και χωριά. Η στροφή στην παραγωγική οικονομία και η δημιουργία τοπικών παραγωγικών δικτύων, η διαχείριση του νερού, η δημιουργία πολιτιστικών εστιών, η χρήση των κοινοτικών γαιών, η εκπαίδευση, η υγεία, η οικολογία, ένας άλλος τουρισμός, κλπ. είναι καίριες αφορμές και αιτίες δημιουργίας τοπικών αυτόνομων συμβουλίων. Η θεματική και η γενική δικτύωσή τους με κατεύθυνση την ομοσπονδιοποίηση είναι βασικός παράγοντας προώθησης της πολιτικής των πολιτών με στόχο την υπέρβαση της κυριαρχίας του κράτους και του κεφαλαίου.
«Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας»;
Κώστας Μόντης, «Άτιτλη στιγμή»
Υστερόγραφο:
Δεν είναι νωρίς για να μιλήσει κανείς μετά από μια 40ετία, περίπου, ύπαρξης της εναλλακτικής, δημοκρατικής, πατριωτικής κοινότητας στο νησί, δεν είναι αργά για να αναφερθεί κανείς σε μια σύνθετη και επίπονη προσπάθεια που λοιδορήθηκε τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην Κύπρο. Σε αρχικό μου ταξίδι στην Κύπρο, προκειμένου στο πλαίσιο της ατέλειωτης εργασίας μου για «Το κυπριακό στη μεταπολίτευση» να γνωρίσω και να συνομιλήσω με ανθρώπους που έθεσαν μετά την εισβολή το κυπριακό ζήτημα, στη βάση της κοινωνίας μακριά από κόμματα και επίσημους σχηματισμούς, βρέθηκα σε ένα κόσμο αλλιώτικο από αυτόν που παρουσίαζαν κατά καιρούς οι αντιεξουσιαστικές τερατολογίες-τις οποίες υιοθετούσα. Γνώρισα το Βάσσο Φτωχόπουλο, των εκδόσεων «Αιγαίον» που εξέδιδε για χρόνια το περιοδικό-εφημερίδα «Ένωσις», τη συντακτική ομάδα του cyprus indymedia, τα παιδιά από το μετέπειτα «Γαλατικό Χωριό», αργότερα το βιβλιοκαφενείο «Έρμα», αλλά και πρόσωπα μεμονωμένα όπως π.χ. από το κίνημα «Οι γυναίκες επιστρέφουν». Πέρα από την εντιμότητά τους, πέρα από τις ανοιχτές καρδιές και τα ανοιχτά σπίτια που βρήκα, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είμαι ελλαδίτης αναρχικός, διαπίστωσα ότι ο αγώνας τους είναι ένας αγώνας άγνωστος εν πολλοίς και σφόδρα παρεξηγημένος. Η πολύτιμη συνεισφορά στην πολιτιστική ζωή του τόπου κάνουν αυτές τις μικρές κοινότητες, φάρους μπροστά στον ορυμαγδό απορριμμάτων που παράγει η κυπριακή κοινωνία. Αυτές είναι ένα ευρύ πεδίο που μπορεί ο καθείς να αφήσει το λιθαράκι για να χτιστεί μια εναλλακτική κοινότητα χωρίς τις διχοτομήσεις του παρελθόντος από μια γελοία ιντελιγκέντσια που επωφελήθηκε δακτυλοδείχνοντάς τους ως φασίστες, εθνικιστές ή απλά πατριώτες.
Από την περίοδο που στοχοποιούσαν το «Αιγαίο» μέχρι την περίοδο που οι επίγονοί τους έδειχναν το cyprus indymedia, ανθρώπους που διατηρούν θερμές και οργανικές σχέσεις με τ/κ αριστερούς αντιδιζωνιστές, ως εκπρόσωπο του φασισμού στην Κύπρο με τη μέθοδο του χαλασμένου τηλεφώνου, η σκυταλοδρομία συνεχίζεται. Ο στόχος δεν είναι άλλος από την ηθική, πολιτική και κοινωνική τους εξόντωση κάτι που είναι ανέφικτο. Αυτό όμως που κατέστη εφικτό ήταν η ρωγμή που άνοιξαν και συνεχίζουν να διανοίγουν φορώντας το φερετζέ του αντιφασισμού άνθρωποι που έχουν επωφεληθεί οικονομικά και πολιτικά. Κι αυτό διότι διαμέσου αυτής της ρωγμής θα μπορέσει η διζωνική να εμφανιστεί μέσα στο αντιεξουσιαστικό κίνημα ως το γιατρικό για το κυπριακό ζήτημα. Η ανένδοτη δραστηριότητα αυτών των μικρών κοινοτήτων και μάλιστα από τα κάτω, δηλαδή μακριά από τους κομματικούς μηχανισμούς και το κράτος, βάζει βόμβα στα θεμέλια της διγλωσσίας του πολιτικού συστήματος κι αυτό διότι η επίσημη διακομματική παράταξη του ΟΧΙ δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα εξουσιολάγνων πολιτικών, αντίστοιχων με αυτών του ΝΑΙ. Αντίθετα με την πολυδιαφημιζόμενη «επαναπροσέγγιση» του «ΝΑΙ ρε, Ομοσπονδία» που αντλεί επιχειρηματολογία από το ίδιο το πολιτικό σύστημα του ΔΗΣΑΚΕΛισμού, οι μικρές και ευάλωτες αυτές κοινότητες επιμένουν στο ΟΧΙ. Είναι πραγματικά ντροπή να συκοφαντούνται αγωνιστές με τους οποίους έχουμε διαφορές, είναι ντροπή να πετιέται ως αντιδραστική ή ως φασιστική μια ιστορία αντίστασης στο πολιτικό σύστημα της κυπριακής αποικίας.
Καιρός είναι πια να ξεπεραστούν οι συμπλεγματικές συμπεριφορές που επέβαλαν με τα χρόνια και με την άνεση του πολιτικού συστήματος δήθεν αντισυστημικοί ινστρούχτορες μέσα στον εναλλακτικό χώρο της Κύπρου διχάζοντάς τον στη βάση των υπαρκτών διαφορών μας. Νέοι άνθρωποι που γνώρισα σε επισκέψεις μου στο νησί των εμμονών μου, δεν αφήνουν το περιθώριο για αυτήν την κατρακύλα. Μεμονωμένοι αναρχικοί, παλιοί αγωνιστές, διεθνιστές-αριστεροί αντιδιζωνιστές του ΚΙΝΑΜΕ, αγωνιστές όπως της συλλογικότητας κομμουνιστών-αναρχικών bandiera… Όποιος ενδιαφέρεται να τους βρει, θα τους βρει. Εκεί είναι και οι «καταραμένοι» εξόριστοι πατριώτες του εναλλακτικού χώρου. Όποιος θέλει να βρει το «Αιγαίον» εκεί θα το βρει. Το cyprus indymedia είναι εκεί, με πρόσωπα και αγώνες. Το «γαλατικό χωριό», το βιβλιοκαφενείο «Έρμα», οι άνθρωποί του είναι εκεί. Εκεί είναι για να τους βρει, να διαφωνήσει, να συγκρουστεί, να τραγουδήσει μαζί, να προχωρήσει μαζί. Διότι η διαφωνία είναι ένας άλλος δρόμος συμπόρευσης…
Η μπροσούρα για την κυπριακή εναλλακτική σελιδοποιήθηκε με αγάπη από συντρόφους και συντρόφισσες που δραστηριοποιούνται στο Ρέθυμνο. Διανέμεται ως δώρο από χέρι σε χέρι. Στην –μάλλον- απίθανη περίπτωση που θα διατεθεί σε κάποιο κοινωνικό χώρο, οι υπεύθυνοι-υπεύθυνες μπορούν να ορίσουν μια κάποια τιμή ενίσχυσης για το χώρο τους. Η μπροσούρα, σχεδόν ταυτόχρονα με την έντυπη έκδοσή της, θα δημοσιευτεί και στο ιστολόγιο «Ελευθεριακό Γυρολόι» (https://eleftheriako-giro-giro.espivblogs.net/) του espiv που με πολύ μόχθο φροντίζουν οι σύντροφοι της διαχειριστικής ομάδας. Τέλος στην –επίσης- απίθανη περίπτωση να υπάρξει ενδιαφέρον είτε για όλη τη μπροσούρα είτε για αποσπάσματά της, η επανέκδοση, η ανατύπωση και γενικότερα η χρήση της είναι όχι απλά ελεύθερη αλλά επιθυμητή. Γιώργος Κυριακού, έκδοση «Ελευθεριακό Γυρολόι»
Θα ρίξω τα μαλλιά μου πίσω
θα φορέσω το πρόσωπο ανάποδα
και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες
με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα…
Να ρεζιλέψω τους οπαδούς του συρματοπλέγματος…
Να βάλω φωτιά στην Πρεσβεία του Θανάτου…
Θα ‘ρθούν οι γνωστικοί να μου βάλουν τρικλοποδιά,
γιατί τους διώχνω τους πελάτες από τα μαγαζιά…
Θα ‘ρθούν οι «ειδικοί αστυνομικοί» να μου σπάσουν τα πλευρά,
γιατί βάζω οργή και φωτιά στα παιδιά…
Θα ‘ρθούν οι κόκκινοι να μου κοκκινίσουν το μούτρο,
γιατί είμαι πιο κόκκινος απ’ αυτούς…
Θα ‘ρθούν οι λευκοί να μου μαυρίσουν το μάτι,
γιατί είμαι πιο λευκός απ’ αυτούς…
Θα ‘ρθούν οι φωτισμένοι να μου αλλάξουν τα φώτα,
γιατί είμαι πιο φωτισμένος απ’ αυτούς…
Θα ‘ρθούν
οι γελοίοι, οι σοβαροί…
Οι ανατολικοί, οι δυτικοί…
Οι προτεστάντες, οι καθολικοί…
Οι δικοί, οι οχτροί…
Οι διαόλοι, οι θεοί…
Τελοσπάντων όλοι, εκείνοι κι αυτοί
που παίρνουν τη ζωή σαν καπρίτσιο της στιγμής…
Μα εγώ θα ξαναρίξω τα μαλλιά μου πίσω
θα ξαναφορέσω το ματωμένο πρόσωπο ανάποδα
και θα βγω στους δρόμους και στις πλατέες
με ντουφέκια, φωνές, με συνθήματα…
Να διεκδικήσω Ψωμί και Ελευθερία
Ο νεομάρτυρας Δώρος Λοΐζου δολοφονήθηκε από άγνωστους μέχρι στιγμής Ε/Κ φασίστες τον Αύγουστο του 1974, μετά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Ήταν αγωνιστής και στέλεχος του ΕΔΕΚ. Ήταν ο ποιητής «που μοίρασε σαν ψωμί την καρδιά του και δεν του ‘μεινε κανένα ψίχουλο».
Πρόσφατα σχόλια