Από τότε που θυμάται τον εαυτό του ο Σούκρι Αλ-Ασούλι γνώρισε βομβαρδισμούς και στρατιωτικές επιθέσεις. Σε μια από αυτές τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι από αδέσποτη σφαίρα. Δεν ήθελε όμως να εγκαταλείψει τον τόπο του και πάσχιζε να επιβιώσει κάνοντας οποιαδήποτε από τις λιγοστές δουλειές που υπήρχαν στη Λωρίδα της Γάζας. Έπειτα, το καλοκαίρι του 2014 ήρθε η επιχείρηση Προστατευτική Παρυφή του ισραηλινού στρατού κατά της Γάζας: περισσότεροι από 2.000 νεκροί, δεκάδες χιλιάδες σπίτια κατεστραμμένα, το ένα τρίτο του πληθυσμού εκτοπισμένο. Όπως χιλιάδες Παλαιστίνιοι, ο Σούκρι, με την 24χρονη σύζυγό του Χιγιάμ, την 4χρονη κόρη τους Ριτάτζ και τον εννέα μηνών Γιαμέν, ξεριζώθηκε πιστεύοντας ότι θα έφταναν στην ασφάλεια της Ευρώπης. Το πλοίο που ταξίδευαν εμβολίστηκε σκόπιμα από τους διακινητές και βυθίστηκε σε αυτό που ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης χαρακτήρισε ως «το σοβαρότερο ναυάγιο των τελευταίων ετών». Μια μαζική ανθρωποκτονία: μόνο έντεκα άνθρωποι διασώθηκαν από τους περίπου 500 που επέβαιναν στο πλοίο . Ανάμεσά τους ο Σούκρι, όχι όμως και η οικογένειά του. Η αφήγησή του αποτελεί συγκλονιστική μαρτυρία των εγκληματικών μεθόδων των διακινητών που έχουν μετατρέψει τη Μεσόγειο σε υγρό τάφο:
«Η τελευταία επίθεση των Ισραηλινών τον Ιούλιο ήταν τρομακτική: όλοι και όλα ήταν στόχοι. Επί 50 μέρες ζήσαμε την απόλυτη καταστροφή. Στις 31 Αυγούστου, λίγες μέρες μετά την κατάπαυση του πυρός, φύγαμε από την Χαν Γιουνίς, περάσαμε στην Αίγυπτο από το πέρασμα της Ράφα που άνοιξε για ανθρωπιστικούς λόγους και σε δύο ημέρες φτάσαμε στην Αλεξάνδρεια. Οι διακινητές μάς έβαλαν σε ένα σπίτι όπου περιμέναμε άλλες δύο μέρες έως ότου μας μετέφεραν με μικρά λεωφορεία στην Νταμιέτα. Πριν μπούμε στα λεωφορεία μάς ζήτησαν προκαταβολικά όλα τα χρήματα: 2.000 ευρώ για κάθε ενήλικα».
«Από τη σύγκρουση έπεσα στην θάλασσα. Άκουσα ανάμεσα στις φωνές του πανικού, την κόρη μου να φωνάζει ‘Μπαμπά!’ και αυτή η κραυγή ακούγεται ακόμη στα αυτιά μου. »
«Με μικρές βάρκες μάς μετέφεραν 20-20 σε μια απόσταση κάπου μιας ώρας όπου ήταν ένα μεγαλύτερο πλοίο. Ήμασταν μέσα κάπου 450-500 Παλαιστίνιοι, Σύροι, Αιγύπτιοι στην πλειοψηφία. Μετά από δύο ώρες ήρθε άλλο πλοίο μικρότερο και μας διέταξαν να ανεβούμε σε αυτό. Ήταν τρομακτικός ο τρόπος με τον οποίο μας ανάγκασαν να μετεπιβιβαστούμε: πέταγαν κυριολεκτικά γυναίκες και παιδιά από τα χέρια του ενός διακινητή στου άλλου, πολλοί κινδύνεψαν να πεθάνουν. Δεν πέρασαν δύο μέρες και εμφανίστηκαν ξανά με άλλο πλοίο, και πάλι μικρότερο, και μας ανάγκασαν να μεταφερθούμε σε αυτό με τον ίδιο βίαιο τρόπο. Μου έκλεψαν όλες τις προμήθειες που είχα πάρει μαζί μου, νερό, γάλα για τα παιδιά, τρόφιμα. Δεν υπήρχε σπιθαμή ελεύθερη: ήμασταν κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε. Σύντομα ξεμείναμε από νερό γιατί είχαν μόνο ένα βαρέλι για τόσο κόσμο. Ταξιδέψαμε άλλες δύο μέρες και εμφανίστηκαν πάλι οι Αιγύπτιοι δουλέμποροι με ένα ακόμη πλοίο στο οποίο μας διέταξαν να μεταφερθούμε ξανά. Αρνηθήκαμε: ήταν ακόμη μικρότερο, θα σκοτωνόμασταν. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, συμφώνησαν και έφυγαν. Αλλά μετά από είκοσι λεπτά επέστρεψαν με ένα πλοίο που ερχόταν καταπάνω μας. Έβριζαν και γελούσαν. Πριν προλάβουμε να αντιδράσουμε μας είχαν εμβολίσει. Από τη σύγκρουση έπεσα στην θάλασσα. Άκουσα ανάμεσα στις φωνές του πανικού, την κόρη μου να φωνάζει ‘Μπαμπά!’ και αυτή η κραυγή ακούγεται ακόμη στα αυτιά μου. Προσπάθησα να κολυμπήσω προς το πλοίο για να πιάσω τους δικούς μου, αλλά είχε πάρει μεγάλη κλίση και μέσα σε λίγα λεπτά βυθίστηκε. Φρίκιασα βλέποντας έναν άνθρωπο να κρέμεται από ένα σκοινί, άλλους να γίνονται κομμάτια από τη μηχανή, μια μεγάλη κηλίδα αίματος να απλώνεται στο νερό και πτώματα να επιπλέουν. Δεν είδα πουθενά την οικογένειά μου».
«Το πρώτο βράδυ πρέπει να ήμασταν κάπου 100 άνθρωποι που επιπλέαμε στο νερό: κάποιοι φορούσαν σωσίβια, άλλοι κρατιούνταν από κομμάτια μέταλλα ή ξύλα και μαζευτήκαμε όλοι κοντά, πιαστήκαμε ο ένας με τον άλλο σ΄έναν κύκλο. Όσο περνούσαν οι ώρες, έναν-έναν τον εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του και πέθαινε. Μετά από τρεις μέρες στο νερό, έπεσε βαριά ομίχλη, δεν βλέπαμε τίποτε γύρω μας και αρχίσαμε να έχουμε παραισθήσεις: κάποιοι ζητούσαν μια καρέκλα να κάτσουν, μερικοί έλεγαν πως οδηγούσαν αυτοκίνητο, άλλοι έβλεπαν το σπίτι τους και την οικογένειά τους να τους περιμένει στην αυλή».
«Την τέταρτη μέρα η θάλασσα φούσκωσε, τα κύματα έγιναν τεράστια και οι λίγοι που είχαμε απομείνει διασκορπιστήκαμε. Έμεινα με άλλους τρεις κοντά μου και ο ένας από αυτούς μας έλεγε: «εκεί, δύο ώρες δρόμο, υπάρχει μια καφετέρια, έχει νερό, αναψυκτικά, κι έχω μαζί μου 100 δολάρια, πάμε». Tον ακολουθούσαμε κολυμπώντας στο πουθενά έως ότου ακούσαμε στρατιωτικά ελικόπτερα και είδα μια τεράστια λάμψη. Πανικοβλήθηκα, νόμιζα πως ήμουν στην Γάζα και θα μας βομβάρδιζαν και χρειάστηκα πολύ χρόνο για να καταλάβω ότι μας είχαν εντοπίσει. Ήταν χαράματα όταν είδα δίπλα μου ένα πλοίο που με περισυνέλεξε. Μόνο άλλους τέσσερις κι ένα παιδάκι κατάφερε να διασώσει. Όταν ήρθε το ελληνικό στρατιωτικό ελικόπτερο να μας πάρει νόμισα πως είδα τη γυναίκα και τα παιδιά μου στην θάλασσα, έπαθα νευρική κρίση, φώναζα να περιμένουμε να τους σώσουν, ήθελα να πηδήξω από το ελικόπτερο για να πάω να τους πάρω».
«Εγώ δεν χαίρομαι που σώθηκα γιατί έχασα τη γυναίκα, τα παιδιά μου…Τους πήρα για να γλιτώσουν από όλα αυτά. Και τους έχασα στη θάλασσα…».
Ο Σούκρι έφτασε στην Κρήτη, νοσηλεύτηκε για τέσσερις μέρες και όταν συνήλθε ήρθε στην Αθήνα, όπου μένει μαζί με δύο συμπατριώτες του που σώθηκαν κι αυτοί από το τραγικό ναυάγιο. Υπέβαλε αίτημα ασύλου και περιμένει με αδημονία την απόφαση. Σημαδεμένος από την φρικτή εμπειρία και την τραυματική απώλεια προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη λογική και την πίστη ότι οι δικοί του μπορεί να έχουν σωθεί. «Όσοι επέζησαν είναι ευτυχείς. Εγώ δεν χαίρομαι που σώθηκα γιατί έχασα τη γυναίκα, τα παιδιά μου. Μεγάλωσα στη διάρκεια της πρώτης ιντιφάδας και δεν είχαμε σχολείο: πηγαίναμε μια μέρα, έκλεινε για έναν και δύο μήνες. Ήθελα τα παιδιά μου να τελειώσουν το σχολείο, να μην μεγαλώνουν με τον ήχο των βομβών, να μην γνωρίσουν τόσο φόβο. Τους πήρα για να γλιτώσουν από όλα αυτά. Και τους έχασα στη θάλασσα. Το μόνο που θέλω είναι να μάθω τη μοίρα της οικογένειάς μου. Ίσως έχουν εντοπιστεί κάπου και δεν έχουν καταγραφεί… Δεν ξέρω. Περιμένω τα ταξιδιωτικά έγγραφα για να πάω στην Ιταλία και σε άλλες χώρες να τους ψάξω. Δεν θα ησυχάσω αν δεν τους βρω, αν δεν μάθω».
Πρόσφατα σχόλια