Τα δύο μέτρα και σταθμά των μεγάλων δυτικών ΜΜΕ
Του Νόαμ Τσόμσκι* από τη Ρήξη φ.112
Όλος ο κόσμος ένιωσε φρίκη για τη δολοφονική επίθεση στο γαλλικό σατυρικό περιοδικό Σαρλί Εμπτντό. Σε άρθρο των Νιου Γιορκ Τάιμς, ο ανταποκριτής Στίβεν Ερλάνγκερ περιέγραψε τον απόηχο της επίθεσης, που πολύ την ονομάζουν «γαλλική Ενδεκάτη Σεπτεμβρίου», ως «μια μέρα γεμάτη σειρήνες, ελικόπτερα στον αέρα, οργισμένα δελτία ειδήσεων, αστυνομικές ζώνες, τρομαγμένα πλήθη και μικρά παιδιά που τα απομάκρυναν από τα σχολεία, για να διαφύγουν τον κίνδυνο. Μια μέρα τρόμου και αίματος σε ολόκληρο το Παρίσι». Τη διεθνή κατακραυγή συνόδευε ο προβληματισμός πάνω στα βαθύτερα αίτια της θηριωδίας. «Πολλοί βλέπουν Σύγκρουση Πολιτισμών», ανέφερε ένας τίτλος των Νιου Γιορκ Τάιμς.
Η φρίκη και η αποστροφή είναι απολύτως δικαιολογημένες, όπως και η αναζήτηση των βαθύτερων αιτίων της θηριωδίας, όσο διατηρούμε στο μυαλό μας κάποιες βασικές αρχές. Η αντίδραση θα πρέπει να είναι εντελώς ανεξάρτητη από το τι πιστεύει κανείς για το περιοδικό και ό, τι αυτό παράγει. Το πανταχού παρόν σύνθημα «Είμαι Σαρλί», μαζί με άλλα παρόμοια, δεν θα έπρεπε να σημαίνει, ή έστω να υποδεικνύει, οποιαδήποτε ταύτιση με το περιοδικό, τουλάχιστον στα πλαίσια υπεράσπισης της ελευθερίας του λόγου. Θα έπρεπε να εκφράζει την υπεράσπιση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, ανεξάρτητα από το τι μπορεί κανείς να πιστεύει για το περιεχόμενό της, ακόμη και αν το θεωρεί μισητό ή φαύλο.
Επίσης, τα συνθήματα θα πρέπει να εκφράζουν την καταδίκη ενάντια στη βία και την τρομοκρατία. Ο επικεφαλής του εργατικού κόμματος του Ισραήλ, και κυριότερος διεκδικητής για τις επερχόμενες εκλογές στο Ισραήλ, Ισαάκ Χέρτζογκ, έχει μάλλον δίκιο όταν λέει ότι: «Η τρομοκρατία είναι τρομοκρατία. Δεν υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά». Δίκιο έχει και όταν λέει ότι: «Όλα τα Έθνη που ζητούν ειρήνη και ελευθερία [αντιμετωπίζουν] μια τεράστια πρόκληση» από τη δολοφονική τρομοκρατία – ας βάλουμε στην άκρη την επιλεκτική του ερμηνεία αυτής της πρόκλησης.
Ο Ερλάνγκερ περιγράφει γλαφυρά τη σκηνή του τρόμου. Μεταφέρει τα λόγια ενός από τους δημοσιογράφους που επέζησαν: «Όλα κατέρρευσαν. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Παντού καπνός. Ήταν τρομερό. Άνθρωποι ούρλιαζαν. Ένας εφιάλτης». Άλλος από τους επιζώντες μίλησε για «μια τεράστια έκρηξη, και όλα σκοτείνιασαν». Η σκηνή, όπως ανέφερε ο Ερλάνγκερ, «γινόταν μια όλο και πιο γνώριμη εικόνα από σπασμένα γυαλιά, γκρεμισμένους τοίχους, κατεστραμμένα γραφεία, καμένα χρώματα και διάχυτη απελπισία». Αναφέρθηκε ότι τουλάχιστον δέκα άνθρωποι σκοτώθηκαν από την έκρηξη, και άλλοι είκοσι αγνοούμενοι «πιθανώς θάφτηκαν στα χαλάσματα».
Ωστόσο αυτές οι αναφορές, όπως μας υπενθυμίζει ο ακούραστος Ντέιβιντ Πίτερσον, δεν προέρχονται από τον Ιανουάριο του 2015. Στην πραγματικότητα, προέρχονται από ένα άρθρο του Ερλάνγκερ στις 24 Απριλίου 1999, που μόλις κατάφερε να φτάσει στην έκτη σελίδα των Νιου Γιορκ Τάιμς, αφού η σημασία του δεν ισοδυναμούσε με εκείνη της επίθεσης στο Σαρλί Εμπντό. Τότε ο Ερλάνγκερ έκανε ρεπορτάζ για την επίθεση του NATO (δηλαδή των ΗΠΑ) «με πυραύλους στις εγκαταστάσεις της κρατικής τηλεόρασης της Σερβίας», που «έβγαλε τη σερβική ραδιοτηλεόραση εκτός μετάδοσης».
Τότε υπήρξε επίσημη αιτιολόγηση. «Το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι υπερασπίστηκαν την επίθεση», αναφέρει ο Ερλάνγκερ, «ως μια προσπάθεια υπονόμευσης του καθεστώτος του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς». Ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Κένεθ Μπέικον ενημέρωσε από την Ουάσινγκτον ότι «η σερβική τηλεόραση είναι μέρος της δολοφονικής μηχανής του Μιλόσεβιτς, όσο και ο στρατός του», και άρα ένας θεμιτός στόχος στρατιωτικής επίθεσης.
Η κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας δήλωσε ότι, «Ολόκληρο το έθνος είναι με το μέρος του προέδρου μας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς», όπως αναφέρει ο Ερλάνγκερ, προσθέτοντας ότι, «Δεν ήταν ξεκάθαρο από πού το συμπεραίνει αυτό η κυβέρνηση με τόση σιγουριά».
Δεν συναντάμε τέτοιου είδους ειρωνικά σχόλια όταν διαβάζουμε ότι η Γαλλία πενθεί τους νεκρούς και ο ολόκληρος ο κόσμος είναι εξοργισμένος με αυτήν τη θηριωδία. Επίσης, δεν χρειάζεται να διερευνηθούν τα βαθύτερα αίτια, κι ούτε καμιά αμφιβολία πρέπει να υπάρχει για το ποιος αντιπροσωπεύει τον πολιτισμό και ποιος τη βαρβαρότητα.
Έτσι, ο Ισαάκ Χέρτζογκ, τελικά κάνει λάθος όταν λέει ότι, «Η τρομοκρατία είναι τρομοκρατία. Δεν υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά». Αντιθέτως υπάρχουν: Η τρομοκρατία δεν είναι τρομοκρατία όταν μια ακόμη πιο σοβαρή τρομοκρατική επίθεση εκτελείται από εκείνους που είναι Δίκαιοι χάρη στην ισχύ τους. Ομοίως, δεν γίνεται καμιά επίθεση στην ελευθερία του λόγου, όταν οι Δίκαιοι βομβαρδίζουν ένα τηλεοπτικό κανάλι που υποστηρίζει μια εχθρική κυβέρνηση.
Με τον ίδιο τρόπο, μπορούμε με εύκολα να κατανοήσουμε τo σχόλιο του δικηγόρου ανθρωπίνων δικαιωμάτων Φλόιντ Αμπραμς, διάσημου υπερασπιστή της ελεύθερης έκφρασης, στους Νιου Γιορκ Τάιμς, όταν λέει ότι η επίθεση στο Σαρλί Εμπντό είναι «η πιο απειλητική επίθεση κατά της δημοσιογραφίας που μπορούμε να θυμηθούμε». Πολύ σωστά χρησιμοποιεί τη φράση «που μπορούμε να θυμηθούμε», καθώς η μνήμη μας πολύ προσεκτικά χωρίζει την τρομοκρατία και τις επιθέσεις στη δημοσιογραφία σε δύο κατηγορίες: αυτές που διαπράττουν οι Άλλοι, που είναι φρικιαστικές· και αυτές που διαπράττουμε Εμείς, που είναι ευγενικές και ενάρετες και αμέσως τις ξεχνάμε.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλές ακόμα επιθέσεις των Δίκαιων ενάντια στην ελεύθερη έκφραση. Για να περιοριστούμε σε μία από αυτές που δεν «μπορούμε να θυμηθούμε», η επίθεση στην πόλη Φαλούτζα από τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις τον Νοέμβριο του 2004, ένα από τα χειρότερα εγκλήματα της εισβολής στο Ιράκ, ξεκίνησε με την κατάληψη του Γενικού Νοσοκομείου της πόλης. Η στρατιωτική κατάληψη ενός νοσοκομείου, αποτελεί από μόνη της σοβαρό έγκλημα πολέμου, ανεξάρτητα ακόμη και από τον τρόπο με τον οποίο έγινε, ο οποίος πολύ ήπια περιγράφηκε σε άρθρο της πρώτης σελίδας των Νιου Γιόρκ Τάιμς, συνοδευόμενο από μια φωτογραφία που απεικόνιζε το έγκλημα. Στο άρθρο αναφερόταν ότι «ασθενείς και εργαζόμενοι εκδιώχθηκαν από τα δωμάτια του νοσοκομείου από οπλισμένους στρατιώτες, που τους διέταξαν να καθίσουν ή να ξαπλώσουν στο πάτωμα ενώ τους έδεσαν τα χέρια πίσω απ’ τη μέση». Τα εγκλήματα αυτά χαρακτηρίστηκαν αξιέπαινα και απολύτως δικαιολογημένα: «Η στρατιωτική επίθεση αχρήστεψε αυτό που, όπως είπαν οι αξιωματικοί, αποτελούσε ένα όπλο προπαγάνδας των εχθρών: το Γενικό Νοσοκομείο στη Φαλούτζα, που δημοσιοποιεί τις απώλειες του άμαχου πληθυσμού».
Προφανώς δεν μπορεί να επιτραπεί σε ένα τέτοιο γραφείο προπαγάνδας να διασπείρει τις αισχρές του χυδαιολογίες.
*πηγή: http://chomsky.info
10 Ιανουαρίου, 2015.
Μετάφραση: Δημήτρης Γαλάνης
Πρόσφατα σχόλια