από το ε/κ αντικαπιταλιστικό γρανάζι
Η επιχείρηση διάσωσης των 337 Παλαιστίνιων και Σύρων επιβατών του πλοιαρίου που κατευθυνόταν προς την Ιταλία στις 25/9/2014 έφερε ξανά στο προσκήνιο τη Συριακή κρίση και τη στάση της Ε.Ε.
Η άφιξη των συγκεκριμένων προσφύγων συνέβη σε μία ιδιαίτερη χρονική συγκυρία. Τον τελευταίο ένα χρόνο, οι πληροφορίες γύρω από τον πόλεμο στη Συρία (που μαίνεται από το 2011), συμπεριλαμβανομένης της ευρωπαϊκής και της κυπριακής ανταπόκρισης, είχαν σχεδόν εξαφανιστεί σε τέτοιο βαθμό από τα δελτία ειδήσεων και την αρθογραφία, ώστε να μην υπάρχουν παρά ελάχιστες και επουσιώδεις αναφορές. Χρειάστηκε η απόφαση των Δυτικών να “ξαναζεστάνουν” ιδεολογικά, πολιτικά και στρατιωτικά τον “αγώνα εναντία στη τρομοκρατία”, με αφορμή τις ραγδαία αναπτυσσόμενες δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους, για να επανεμφανιστούν σχετικές ειδήσεις στον κυπριακό τύπο. Ήταν εκείνες τις μέρες που η Δημοκρατία, συντασσόμενη πλήρως με τους σχεδιασμούς των δυτικών, δήλωνε παρούσα, παραχωρώντας κάθε δυνατή διευκόλυνση στους συμμάχους της.
Έτσι, έπειτα από σχεδόν ένα χρόνο σιγής ασυρμάτου, τα δελτία ειδήσεων άρχισαν να γεμίζουν από ειδήσεις για την ισλαμική απειλή, πλάνα ακρωτηριασμένων παιδιών και ταλαιπωρημένους ανθρώπους που ζητούσαν τη συνδρομή της Δύσης για την αντιμετώπιση των τζιχαντιστών. Τα δελτία ειδήσεων ξαναθυμήθηκαν τα κύματα των προσφύγων μόνο που τώρα τα εμφάνιζαν σχεδόν ως άμεση απόρροια της παρουσίας των ακραίων ισλαμιστών.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, το πράγματι πρωτοφανές -για την Κύπρο- γεγονός της διάσωσης ενός τόσο μεγάλου αριθμού ανθρώπων, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης εντός και εκτός Δημοκρατίας. Οι εικόνες των στριμωγμένων προσφύγων στο πλοιάριο κέντρισαν το ανθρωπιστικό ενδιαφέρον μίας σημαντικής μερίδας κόσμου, ζωντανεύοντας μνήμες και αφηγήσεις της πρόσφατης ιστορίας. Παράλληλα, παρά τον αδιόρατο φόβο που έχει επιμελώς καλλιεργηθεί εδώ και χρόνια μέσω κατασκευασμένων μύθων περί απειλής από την παρουσία προσφύγων και μεταναστών (και που καθόρισε τη στάση μίας επίσης σημαντικής μερίδας του πληθυσμού), τα βασικά αντανακλαστικά της κοινής γνώμης ήταν θετικά. Ίσως μάλιστα ήταν η πρώτη φορά μέσα στα τελευταία χρόνια που ένα θέμα τέτοιας ειδησεογραφικής εμβέλειας έτυχε τόσο θετικής υποδοχής.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, η οποία υποχρεώθηκε να λάβει και αυτό το κλίμα υπόψη της, καταβλήθηκε η προσπάθεια να προβάλει την εικόνα της σοβαρής χώρας, η οποία. αξιοποιώντας τις ευρωπαϊκές διασυνδέσεις και πόρους, είναι πανέτοιμη να αντιμετωπίσει κρίσεις αυτού του είδους, “προσηλωμένη στις ανθρωπιστικές αξίες που διαπνέουν την ευρωπαϊκή οικογένεια”. Η άρνηση, όμως, της συντριπτικής πλειοψηφίας των διασωθέντων προσφύγων να υποβάλουν αιτήσεις για άσυλο και η επιμονή τους να μεταφερθούν σε άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, ήρθε να τσαλακώσει αυτό το προφίλ. Για το λόγο αυτό η στάση τους αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία, κυνισμό και συχνά υποκριτική απορία.
Η διεξοδική ανάλυση του περιεχομένου εκείνου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που μπορεί να συνδυάζει άνετα το να συμμετέχει κανείς στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία, αλλά ταυτόχρονα να “νοιάζεται” και για τους πρόσφυγες ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του άρθρου. Όψη του, όμως, αποτελεί και η κυπριακή πραγματικότητα για την οποία η συντριπτική πλειοψηφία των δημόσιων αναφορών είτε από τους αξιωματούχους είτε από τα ΜΜΕ περιγράφουν μια κατάσταση πολύ διαφορετική από την αληθινή.
Κρατικός ρατσισμός
Τα τελευταία πέντε χρόνια, το σύστημα ασύλου στην Κύπρο έχει δεχτεί σοβαρές πιέσεις από όλο το φάσμα των κοινοβουλευτικών κομμάτων καθώς και των κυβερνήσεων με στόχο τον περιορισμό των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο και των προσφύγων. Mε πρόσχημα την εκμετάλλευση του συστήματος πρόνοιας (θυμόμαστε όλοι την ατιμώρητη δημόσια επίδειξη επιταγών -δηλαδή κρατικών εγγράφων με στοιχεία προσωπικών δεδομένων- και διασπορά ψεμάτων από ακροδεξιό βουλευτή) μία σειρά από κυβερνητικά μέτρα αλλά και αποφάσεις της Βουλής κινήθηκαν στη κατεύθυνση της ρατσιστικής στοχοποίησης μίας από τις πλέον ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Αυτή η στάση κάνει τα πρόσφατα δάκρυα ανησυχίας για την ευημερία των διασωθέντων προσφύγων κροκοδείλια.
Επί 3 συνεχόμενες χρονιές (20011-2013) είδαμε τη Βουλή να δυσχεραίνει τη διαδικασία χορήγησης κρατικής αρωγής σε όλους τους πρόσφυγες και Υπηκόους Τρίτων Χωρών (ΥΤΧ) που βάσει νόμου και για λόγους κοινωνικής συνοχής τη δικαιούνταν (ανέργους, άτομα με ειδικές ανάγκες, πολύτεκνους, ασθενείς κα), δημιουργώντας ατέλειωτες καθυστερήσεις και καταργώντας στην πράξη κάθε έννοια ισονομίας και διασφάλισης βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Είδαμε, να εγείρεται σε μείζον θέμα για τα δημόσια οικονομικά τα επιδόματα των ΥΤΧ που, με βάση τα στοιχεία της ίδιας της Δημοκρατίας, ανέρχονταν, σε λιγότερο από 10% του συνόλου των επιδομάτων που παραχωρούνταν. Είδαμε να θεσμοθετείται (Αύγουστος του 2013) ένα καθεστώς απαξίωσης της ανθρώπινης υπόστασης όσων έχουν ανάγκη διεθνούς προστασίας, χορηγώντας βοηθήματα πείνας, ανίκανα να συντηρήσουν μια οικογένεια χωρίς να καταφεύγει στη φιλανθρωπία ή τον υποχρεωτικό δανεισμό. Είδαμε (και αυτό συνδέεται άμεσα με το «αίνιγμα» της άρνησης των διασωθέντων προσφύγων να υποβάλουν αίτηση για άσυλο) να καταργείται το Φλεβάρη του 2014 το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης για την συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων, με το νου στραμμένο στη Συριακή κρίση και δίνοντας σαφές περιεχόμενο στην έννοια του «ανθρωπισμού» όταν αφορά την υποδοχή των προσφύγων.
Η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί (και που δε χρειάζεται να περιγράψουμε την απελπισία όσων έχουν την ατυχία να βρίσκονται σε αυτήν) αποτελεί προσαρμογή στην ακροδεξιά ρητορεία που θέλει τους πολίτες τρίτων χωρών ως σταθερή απειλή για την ευημερία και ασφάλεια των γηγενών. Ταυτόχρονα, όμως, εξυπηρετώντας και την νεοφιλελεύθερη ρητορεία, είναι μία πολιτική και ιδεολογική άσκηση νομιμοποίησης πολιτικών περιθωριοποίησης οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας τα συμφέροντα της οποίας ενοχλούν τους εκάστοτε οικονομικούς σχεδιασμούς. Δεν είναι τυχαίο το ότι με το πρόσχημα της ύφεσης, μια σειρά από μικρά η μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού (μονογονείς, πολύτεκνοι, άτομα με ειδικές ανάγκες, χαμηλοσυνταξιούχοι, εργαζόμενοι κλπ) υπόκεινται σε συνεχές ψαλίδισμα της αξιοπρέπειάς τους τα τελευταία χρόνια και φορτώνονται μονομερώς τα βάρη μιας κρίσης που δεν τη δημιούργησαν οι ίδιοι.
Ίσα δικαιώματα για όλους
Αυτή ακριβώς τη γενικευμένη στοχοποίηση του κόσμου της εργασίας (και της ανεργίας) οφείλουμε να αξιοποιήσουμε από την ανάποδη. Να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για την πλατύτερη δυνατή συσπείρωση του απλού κόσμου, των εργαζόμενων, των κοινωνικών ομάδων που με τη βία σπρώχνονται στο περιθώριο, ως τη μόνη εγγύηση αξιοπρέπειας και αντιστροφής της κατάστασης. Η υπεράσπιση των μεταναστών και προσφύγων και η υποβοήθηση της ένταξής τους σε αυτή τη διαδικασία, ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της, αποτελεί θέση αρχής για την αριστερά και για το λόγο αυτό είναι αδιαπραγμάτευτη. Με αυτή την έννοια, η καθημερινή επίδειξη αλληλεγγύης και αντιρατσισμού δεν αποτελεί απλά ένα ανθρωπιστικό καθήκον ή, πολύ περισσότερο, μία διεθνή νομική «υποχρέωση», αφημένη στα χέρια των ειδικών, αλλά μία συνειδητή πολιτική τακτική που προδιαγράφει και το είδος της κοινωνίας που θέλουμε να ζούμε. Μιας κοινωνίας που εξασφαλίζει δικαιώματα χωρίς διακρίσεις και διαχωρισμούς.
Πρόσφατα σχόλια