του Zülfikar Doğan
Απόδοση στα ελληνικά: Σωτήρης Δημόπουλος
Η εξωτερική πολιτική του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), η οποία είχε ξεκινήσει με την αρχή των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», πριν στραφεί το 2011 σε νεο-οθωμανικά μονοπάτια, κατέληξε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην οικονομία. Η τουρκική οικονομία σήμερα είναι εγκλωβισμένη σε σοβαρές δυσχέρειες, με την ανεργία να φθάνει στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 57 μηνών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από τη Τουρκική Στατιστική υπηρεσία (TUIK) την περασμένη εβδομάδα, το επίσημο ποσοστό της ανεργίας έχει σκαρφαλώσει στο 11,3%, με τις γυναίκες να έχουν δεχθεί το ισχυρότερο πλήγμα. Το ποσοστό μεταφράζεται σε 3.259.000 ανέργους, που περιλαμβάνει 2.117.000 άνδρες και 1.142.000 γυναίκες. Τα στοιχεία της TUIK, ωστόσο, παραβλέπουν έναν κρίσιμο παράγοντα που κάνει την ανεργία να εμφανίζεται χαμηλότερη από ό,τι πραγματικά είναι: την απελπισία. Οι άνεργοι που έχουν χάσει κάθε ελπίδα ανεύρεσης εργασίας και έπαψαν να αναζητούν δουλειά δεν συνυπολογίζονται. Ο αριθμός τους έχει φθάσει τους 2.535.000, οι οποίοι αν προστεθούν στα επίσημα νούμερα της TUIK φθάνουμε σε ένα σύνολο ανέργων της τάξης των 5.794.000.
Το προηγούμενο χρόνο οι εργοδότες απέλυσαν 227.000 γυναίκες, που αντιπροσωπεύει ένα μεγαλύτερο ποσοστό αναλογικά από τους άνδρες που έχασαν τις δουλειές τους. Το εργατικό δυναμικό της Τουρκίας, υπολογίζοντας από την ηλικία των 15 και άνω, αριθμεί 57.475.000- 28.385.000 άνδρες και 29.090.000 γυναίκες. Από τους άνδρες, 20 εκ. συμμετέχουν στην αγορά εργασίας και 18 εκ. εργάζονται. Τα ίδια στοιχεία για τις γυναίκες είναι 8,7 εκ. και 7,5 εκ. αντίστοιχα. Με άλλα λόγια 21 εκατομμύρια γυναίκες από τα 29 εκ. που θα μπορούσαν να εργάζονται δεν είναι στην αγορά εργασίας, δεν αναζητούν εργασία, και αν ακόμη το κάνουν δεν έχουν ελπίδα να βρουν. Πέρυσι, 228.000 από τα 18 εκ. εργαζομένους έχασαν τη δουλειά τους, συγκρινόμενοι με τις 227.000 από τα 7,5 εκ. γυναίκες. Αυτό σημαίνει ότι η ανεργία αυξήθηκε 0,8% μεταξύ των ανδρών και 1,5% μεταξύ των γυναικών φθάνοντας το 13,1%. Οι Τούρκοι εργοδότες είναι σαφώς πιο πρόθυμοι να απολύσουν γυναίκες.
Με εκατομμύρια γυναίκες ήδη εκτός αγοράς εργασίας, η κυβέρνηση προωθεί προγράμματα που ενθαρρύνουν την περαιτέρω απομάκρυνση από την κοινωνική και οικονομική ζωή ή παραμονής στο σπίτι. Αυτά τα προγράμματα περιλαμβάνουν κίνητρα για πρόωρους γάμους, στοχεύοντας μεταξύ άλλων σε φοιτήτριες, και για γυναίκες που έχουν τουλάχιστον τρία παιδιά. Κρίνοντας από τα 21 εκατομμύρια γυναίκες που επιλέγουν να μείνουν σπίτι από το να δουλέψουν, κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει πως η εσκεμμένη πολιτική προς τις γυναίκες αποφέρει, ως έναν βαθμό, καρπούς.
Επιπρόσθετα, οι απόφοιτοι πανεπιστημίου αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα μεταξύ των άνεργων γυναικών και των νέων, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι οι μορφωμένες γυναίκες δεν είναι ευπρόσδεκτες στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Εν τω μεταξύ, οι γυναίκες που βρίσκουν δουλειά στην όλο και πιο στεγνή αγορά εργασίας αναδεικνύονται σε άμεσα θύματα της οικονομικής δυσπραγίας, η οποία, παρά τους ισχυρισμούς των αξιωματούχων και των φερεφώνων του ΑΚΡ, βρίσκεται σε έξαρση σε πολλούς τομείς.
Τα στοιχεία της ΤUIK επιβεβαιώνουν ότι το ΑΚΡ, έπειτα από σχεδόν 13 χρόνια στην εξουσία, έχει φέρει την τουρκική οικονομία στα πρόθυρα της κρίσης, όπως ο ίδιος ο πρόεδρος Ερντογάν πλέον αναγνωρίζει. Αν και κάνει λόγο για «προσωρινή κρίση» οι δείκτες σηματοδοτούν μια βαθιά και διαρκή ύφεση. Όταν το ΑΚΡ κατέλαβε την εξουσία το 2002, το ποσοστό της ανεργίας ήταν στο 10,8%, όταν η Τουρκία εξακολουθούσε να παραπαίει από τη σοβαρή οικονομική κρίση του 2001. Το σημερινό ποσοστό των 11,3% έχει ξεπεράσει ακόμη και τα ποσοστά που καταγράφηκαν μετά από εκείνη την κρίση.
Ένας συνδυασμός από παράγοντες έχουν συμβάλλει στη παρούσα κατάσταση της οικονομίας, περιλαμβάνοντας εσωτερικές πολιτικές εντάσεις και καταθλιπτική πολιτική πίεση σε αυτόνομους οικονομικούς φορείς, κυρίως από την εξωτερική πολιτική του Ερντογάν και της Άγκυρας. Ως αποτέλεσμα των επιλογών της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής, ιδίως απέναντι στην Αίγυπτο, τη Συρία, το Ισραήλ, το Ιράκ και τη Λιβύη, η Τουρκία έχει δει τις βασικές της εμπορικές οδούς να έχουν μπλοκαριστεί, και τις εξαγωγές της σε πολλές αγορές να έχουν τελματωθεί.
Τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία για το εξωτερικό εμπόριο, που δημοσιεύθηκαν στις 31 Μαρτίου, αποκάλυψαν μια συνεχή πτωτική πορεία, με τις εξαγωγές να μειώθηκαν για ακόμη 6%. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Ιράκ, που για καιρό ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τουρκικών αγαθών, και έπεσε στη τέταρτη θέση. Στις 19 Απριλίου, ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, αρχηγός του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, παρουσίασε την πλατφόρμα του κόμματός του για τις γενικές εκλογές της 7ης Ιουνίου, τονίζοντας ότι 17 εκατομμύρια Τούρκοι βρέθηκαν κάτω από τα όρια της φτώχειας από την 13-χρονη εξουσία του AKP, ζώντας με λιγότερες από 200 τουρκικές λίρες (76 δολλάρια) μηνιαίως. Υπογράμμισε ότι ο πλούτος του πλουσιώτερου 1% αναλογεί στο 54% του εθνικού εισοδήματος της Τουρκίας για το 2014, σε σύγκριση με το 39% το 2002 όταν το ΑΚΡ ήλθε στην εξουσία. Ο ηγέτης του ΛΡΚ κατηγόρησε για το νέο στρατό των 17 εκατομμυρίων φτωχών τις εσφαλμένες πολιτικές που οξύνουν τις άνιση κατανομή του εισοδήματος, προσθέτοντας ότι ακόμη 5 εκατομμύρια αντιμετώπισαν δικαστική δίωξη λόγω της αδυναμίας τους να εξοφλήσουν τα χρέη τους από πιστωτικές κάρτες και δάνεια. Σε εποχές αύξησης της ανεργίας, αυξάνονται, ταυτοχρόνως, ο αριθμός των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν νομικές συνέπειες για τα χρέη τους και το ύψος των χρεών. Τα μη εξυπηρετούμενα χρέη από τις πιστωτικές κάρτες, για παράδειγμα, υπολογίζονται στα 5,8 δις τουρκικές λίρες, έχοντας 25πλασιαστεί από τα 222 εκ. το 2002.
Μεταξύ των λανθασμένων επιλογών στην εξωτερική πολιτική και των εσωτερικών πολιτικών εντάσεων, η βιομηχανική και η αγροτική παραγωγή μειώνεται και οι εξαγωγές περιορίζονται. Αυτό με τη σειρά του τροφοδοτεί την ανεργία. Οι πολιτικές εντάσεις και οι παγκόσμιες τάσεις έχουν οδηγήσει επίσης σε μια απότομη υποτίμηση της τουρκικής λίρας, η οποία, τους τελευταίους έξι μήνες, έχει υποχωρήσει κατά 21% έναντι του δολλαρίου. Αυτό, όμως, σημαίνει υψηλότερο ενεργειακό κόστος και ως εκ τούτου άνοδος του πληθωρισμού σε μια χώρα που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η ελεύθερη πτώση της λίρας έχει επιτείνει τον κίνδυνο και την πιθανότητα της κρίσης, δεδομένου ότι οι τουρκικές τράπεζες και ο ιδιωτικός τομέας έχουν συσσωρεύσει ένα σημαντικό χρέος σε ξένο νόμισμα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι απολύσεις έχουν γίνει ο ευκολότερος τρόπος για μείωση του κόστους, φέροντάς το στο υψηλότερο της πενταετίας 11,3%. Η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε κατά 2,9% στο τέλος του 2014, σε σύγκριση με το 6,9% το 2002. Με μια οικονομία που συρρικνώνεται κατά 50%, οι ευκαιρίες εργασίας μειώνονται, διογκώνοντας έτσι και το στρατό των ανέργων.
Πηγή: http://www.al-monitor.com/ 22 Απριλίου 2015
Τίτλος: Οι γκάφες της εξωτερικής πολιτικής έπληξαν τη χώρα
Πρόσφατα σχόλια