Με το παλιό αριστερίστικο -και σχετικά αφοπλιστικό- σύνθημα «έξω όλοι οι στρατοί» ρητορεύει ο Νίκος Κοτζιάς στην Κύπρο έχοντας επιβεβαιώσει τη σχέση της χώρας με το ΝΑΤΟ, ενώ οι διεργασίες εκ μέρους των ΗΠΑ έχουν ήδη προχωρήσει. Η ευμενής, προς ένα σχέδιο βελούδινης διχοτόμησης, έκβαση της υπερψήφισης Μουσταφά Ακκιντζί, παλιού δημάρχου του κατεχόμενου τμήματος τη Λευκωσίας και συνεργάσιμου σε πολλά επίπεδα στο παρελθόν με το τμήμα της Λευκωσίας που ανήκει στην κυπριακή δημοκρατία, δεν αφορά μόνο σε μια «επί τέλους» λύση από πλευράς τ/κ και πολλών ε/κ, αλλά και σε μια επιθυμητή για τις ΗΠΑ και δευτερευόντως για την ΕΕ, οριστική λύση. Το στρίμωγμα της τουρκικής επιθετικής πολιτικής για μια de facto τουρκοποίηση των κατεχόμενων, η οποία μέσω των προκλήσεων για την «εκλιπούσα» (defound) κυπριακή δημοκρατία και της παράνομης παρουσίας του barbaros που έδωσε στην εξωτερική πολιτική των ε/κ κάποια θετικά πρόσημα, πραγματοποιήθηκε κυρίως από τις διπλωματικές κινήσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ σε μια πάγια λογική των ίσων αποστάσεων και με στόχο την σύγχρονη εκδοχή του σχεδίου Άτσεσον ή αλλιώς μια επανάληψη ενός νέου σχεδίου Ανάν σε μια δυσμενέστερη εποχή για την Κύπρο, λόγω της οικονομικής κρίσης την οποία βιώνει από το 2012.
Πράγματι, η εποχή Ερντογάν που φαίνεται να φτάνει προς το τέλος της, εκδήλωσε και τα όρια ενός νέου τοπικού ηγεμονισμού και αμφισβήτησης της επικυριαρχίας των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Με τις κινήσεις φιλίας προς τους αδερφούς μουσουλμάνους της Αιγύπτου και προς την παλαιστινιακή αρχή, με ανταγωνιστικές προς το Ισραήλ διαφοροποιήσεις και εκδηλώσεις ανοιχτής έχθρας, με την ανάγκη ενός διαδρόμου μέσω δημιουργίας θυλάκων διαμέσου Συρίας μέχρι το Κατάρ, με την ανοχή προς το ΙΚΙΛ αλλά και την άμεση αποστολή στρατιωτικής βοήθειας προς τους τζιχαντιστές της Συρίας, με την έναρξη ενός ανταγωνιστικού αγωγού παροχής φυσικού αερίου προς την κεντρική Ευρώπη, οι ΗΠΑ δεν φαίνονται να ανησυχούν, στο μέτρο όμως που δεν αμφισβητείται ο κεντρικός προσανατολισμός τους για το ρόλο της. Έτσι η Τουρκία, ορίζοντας τ/κ διαμεσολαβητή της αρεσκείας της σε ένα κλίμα που η αμερικανική πρεσβεία διατείνεται ότι το κυπριακό δεν είναι πρόβλημα κατοχής, επανέρχεται υπό την καθοδήγηση της αμερικανικής ηγεμονίας και της ευρωπαϊκής της ορντινάτσας. Οι εκλογές στην Τουρκία ήταν ένα ηχηρό μήνυμα από αυτήν την πλευρά. Πέρα όμως από την πολιτική άνοδο του ειρηνιστικού κινήματος των κούρδων και των άλλων λαών της Τουρκίας, το αποτέλεσμα των εκλογών τείνει να οδηγεί το πολιτικό σύστημα στην παλαιότερη πολιτική για το κυπριακό, υπαγόμενο στη στρατηγική των αμερικάνων στη ΝΑ Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Άλλωστε στη διπλωματική σκηνή, επί της ουσίας, το κυπριακό δεν αποτελεί ζήτημα εισβολής, κατοχής και παράνομου εποικισμού, παρά τα βασικά ψηφίσματα του ΟΗΕ τα οποία αν και αναγνωρίζουν αυτές τις 3 βασικές πτυχές του, εν τούτοις καταλήγουν πάντα στην «αυτοσυγκράτηση» των δυο εμπλεκομένων με χαρακτηριστικότερο το Ψήφισμα 353 (1974) όπως άλλωστε πράττουν χαρακτηριστικά και στο ζήτημα της Παλαιστίνης. Η παραβίαση από πλευράς του διεθνούς οργανισμού ΗΕ των ψηφισμάτων του ήδη έχει πραγματοποιηθεί πιλοτικά στο ζήτημα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας ακολουθώντας κατά πόδας τις αμερικανικές και γερμανικές επιλογές ενώ ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ με την καθοδήγηση από το γενικό γραμματέα του Οργανισμού, αντιμετωπίζει με ίσες αποστάσεις τον θύτη και το θύμα.
Αν η τ/κ κοινωνία για το ζήτημα της κατοχής της Κύπρου αποφαίνεται για την εφαρμογή της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας που συνηγορεί στο σχέδιο ενός εθνικού διαχωρισμού, στην την ε/κ κοινωνία ακόμα, το ζήτημα αποτελεί ένα ερωτηματικό. Αν θυμηθούμε άλλωστε την περίοδο του 2003-2004 θα παρατηρήσουμε σε αυτήν αλλαγές οι οποίες έφτασαν στο «ΟΧΙ» με συντριπτικό ποσοστό. Ήταν μια απρόσμενη απάντηση του κυπριακού λαού ο οποίος είχε από το 1977 ξεκινήσει να συνηθίζει στην ιδέα μιας διαπραγμάτευσης για τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με τον άνθρωπο της Άγκυρας, Ραούλ Ντενκτάς. Η περίοδος όμως από το 1974 μέχρι και το 2012, έτος έναρξης της κρίσης στην κυπριακή δημοκρατία χαρακτηρίζεται και από μια ραγδαία οικονομική άνοδο, με τον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών και τον τραπεζιτικό τομέα σε ανάπτυξη, με τακτοποίηση των προσφύγων αλλά και με μια σοβαρή αλλαγή στις καθημερινές αξίες της κοινωνίας. Η συμπερίληψη του ελλαδικού δόγματος κατευνασμού της Άγκυρας με την ταυτόχρονη -εν είδει λεονταρισμών- πατριωτική συνωνυμία του σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες αλλαγές στο κοινωνικό πεδίο σε κατευθύνσεις νεοπλουτισμού, ατομικισμού και ακόρεστης δίψας για κατανάλωση, έχει εξωθήσει σε πολιτικές κατευθύνσεις οι οποίες σήμερα συνηγορούν στην αποδοχή ενός σχεδίου, τύπου Ανάν. Αν εξαιρέσει κανείς μικρές κοινωνικές αλλά και εκλογικές συμμαχίες, το κόμμα ΕΔΕΚ καθώς και συσσωματώσεις της κοινωνίας των πολιτών που επιμένουν στην επανένωση του νησιού κι όχι στη διχοτόμηση-ομοσπονδία με εθνικά-φυλετικά χαρακτηριστικά, όλο το πολιτικό σύστημα με επικεφαλής το ΔΗΣΑΚΕΛ (αρνητικός νεολογισμός που ενοποιεί την πραγματική πολιτική αντίληψη των δυο μεγαλύτερων κομμάτων ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ) συνηγορεί στην κατεύθυνση της «ρεαλιστικής» διαπραγμάτευσης.
Η δε συγκυρία της υπαγωγής στην επιτήρηση της Τρόικας και της έναρξης της εξουθένωσης του λαού της Κύπρου, σε συνδυασμό με την συστηματική εισαγωγή των σκανδάλων στην καθημερινή ατζέντα από πλευράς πολιτικού συστήματος και της προεδρίας Αναστασιάδη για τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας, συντείνουν στην αποδοχή του «ΝΑΙ» στο σχέδιο ιμπεριαλιστικό Ανάν. Σε διεθνές επίπεδο η διπλωματία κερδίζει πόντους για λογαριασμό της τουρκικής πλευράς αφού η ε/κ πλευρά είναι αυτή που φαίνεται η αδιάλλακτη σε περιπτώσεις εκφράσεων “σκεπτικισμού” όπως στην περίπτωση της απόδοσης της Αμμοχώστου και της Μόρφου ή στην περίπτωση της επανεκκίνησης από την τ/κ διοίκηση του αεροδρομίου της Τύμπου, όταν ήδη η ε/κ πλευρά έχει δεχτεί, ουσιαστικά, το καθεστώς των ίσων αποστάσεων και τη λογική των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ωσάν να πρόκειται για διάλογο δυο ανταγωνιστών κι όχι για διάλογο θύτη και θύματος.
Από πλευράς κοινωνικού κινήματος βάσης θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ότι η κυρίαρχη αντίληψη της καταγγελίας των δυο εθνικισμών είναι το κομβικό σημείο πάνω στο οποίο είναι αδύνατο να συναντηθεί το δίκαιο αίτημα για επανένωση του νησιού, για αποχώρηση του στρατού κατοχής για λήξη της διχοτομικής συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και αποχώρηση βεβαίως όλων των στρατευμάτων των εγγυητριών δυνάμεων (ΕΛΔΥΚ, ΤΟΥΡΔΥΚ, στρατός του Ηνωμένου Βασιλείου, εκκένωση των βάσεων). Στη βάση αυτού του τεράστιου κενού σύνθεσης, η ταξική επίθεση που υφίσταται η εργατοϋπαλληλική τάξη, τα χαμηλά μικροεπαγγελματικά στρώματα, οι συνταξιούχοι όσο και η επίθεση που υφίσταται ο κυπριακός λαός στο σύνολό του (ε/κ, τ/κ) από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το καθεστώς της Άγκυρας, η περιβαλλοντική απειλή από την πιθανή εξαγωγή φυσικού αερίου στις θαλάσσιες ΑΟΖ, η συνολική διεθνής απειλή στην Παλαιστίνη και το Κουρδιστάν, είναι αδύνατο να απαντηθούν καθότι η διάλυση των ζητημάτων σε ξεχωριστά, εξοστρακίζει την ενότητα των αιτιάσεων και των λύσεων. Ο ταξικός προσανατολισμός που αποτελεί αδιαπραγμάτευτη γέφυρα για το λαό της Κύπρου που διαμένει στο εναπομείναν έδαφος της κυπριακής δημοκρατίας και στα κατεχόμενα, είναι μια μονοσήμαντη κατεύθυνση που αφήνει το κυπριακό ζήτημα στα χέρια του πολιτικού συστήματος αλλά και μεθοδευμένα στις ακραίες απολήξεις του όπως είναι η περίπτωση του ΕΛΑΜ (αδερφού κόμματος της ναζιστικής Χρυσής Αβγής). Το αντίδοτο «επαναπροσέγγιση», ορολογία που αποτελεί κλειδί για την επιβεβαίωση των ιμπεριαλιστικών μεθοδεύσεων αφού δεν τίθεται ζήτημα κατοχής αλλά ζήτημα «προκατάληψης» (λες και ε/κ και τ/κ δεν ήταν γείτονες, κουμπάροι, φίλοι και συμμαθητές πριν τις μεθοδεύσεις της Άγκυρας και τις τυχοδιωκτικές ενέργειες κάποιων ε/κ το 1963 που κατέληξαν στην πρώτη διχοτόμηση, και ειδικά μετά την εισβολή του 1974) μεταξύ των «δυο κοινοτήτων» (που κατοχυρώνει εν τέλει την παράνομη διοίκηση της ΤΔΒΚ) που έκαναν και οι δυο «εξίσου» εγκλήματα κατά το νεο-κυπριώτικο «εκάνανέν μας τζιαι κάναμέν τους» ως τυπική εξίσωση ευθυνών του θύματος με το θύτη. Επί αυτής της κομβικής ορολογίας και κεντρικής σημασίας πολιτική, έχουν τεθεί μια σειρά παράγοντες υπονόμευσης κάθε έννοιας επανένωσης της Κύπρου ενώ από την άλλη, εργάζονται συστηματικά για τη δημιουργία κυπριακής εθνικής συνείδησης, τόσο στο πανεπιστήμιο μέσα από το οποίο χρηματοδοτημένα προγράμματα αναθεώρησαν την ιστορία και έθεσαν το ζήτημα της διαφορετικής διαλέκτου ως κριτηρίου μιας άλλης εθνικής συνείδησης. Από την άλλη, στην κοινωνία των πολιτών: ΜΚΟ, στέκια, αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες, αντιεθνικιστικές συσσωματώσεις, αριστερές ομάδες, δομές κομμάτων, δομές αυτοδιοικητικές και κρατικές αλλά και υπερατλαντικής σημασίας οργανώσεις “συμφιλίωσης”, έχουν επιδοθεί στην ανάπτυξη μιας λογικής που ξεκινάει από την αντεπίθεση τους δυο εθνικισμούς και φτάνει μέχρι την κατακραυγή του «ελληνικού εθνικισμού» συμψηφίζοντας σε αυτόν το ναζιστή ΕΛΑΜίτη μέχρι και αυτόν που αρνείται την τουρκική κατοχή.
Οι κοινές γιορτές της πρωτομαγιάς, οι κοινές συναντήσεις ε/κ και τ/κ είναι πολύ σημαντικές προκειμένου να οικοδομηθούν σχέσεις για κοινούς αγώνες, όμως, είναι σημαντικό να εκλάβουν αναπόσπαστα ως μια από τις παραμέτρους, την ιμπεριαλιστική διευθέτηση, την εισβολή, την κατοχή και τον εποικισμό.
Δίπλα στους παλαιστίνιους που μάχονται, στους κούρδους που έγιναν το διεθνές παράδειγμα της ελευθεριακής κοινωνικής επανάστασης, δίπλα στους έλληνες και τους τούρκους που εναντιώνονται στα αφεντικά τους, τα αδέρφια ε/κ και τ/κ πρέπει να σηκώσουν τη φωνή τους και να ξαναφωνάξουν αυτό το σύνθημα που ρίχνεται στη φωτιά της διπλωματίας για να καεί: έξω όλοι οι στρατοί.
Πρόσφατα σχόλια