Είμαστε πολύ μακριά από ένα βομβαρδισμό, αλλά πολύ κοντά σε ένα οικονομικό Ραμπουγιέ χωρίς βόμβες με την απειλή του λιμού. Να θυμηθούμε, το πώς αποδυναμωμένοι οι σέρβοι στη λαιμητόμο της διεθνούς διπλωματίας, βρέθηκαν να αρνούνται εσχάτως μια συμφωνία και με τη σιγουριά ότι δεν συμβεί επέμβαση:
Το γεγονός που πυροδότησε το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας το 1999 ήταν, σύμφωνα με την επικρατούσα δυτική εκδοχή της Ιστορίας, η άρνηση της σερβικής αντιπροσωπείας να υπογράψει την ειρηνευτική συμφωνία του Ραμπουγιέ. Πρόκειται, βέβαια, για μια πρόφαση που ευσταθεί όσο και η υπόθεση της άρνησης των Ιρακινών να συνεργαστούν με τους επιθεωρητές όπλων του OHE. Οπως παραδέχθηκε αργότερα ενώπιον της επιτροπής Αμυνας ο πρώην υπουργός της Βρετανίας, λόδρος Γκίλμπερτ, η μυστική προσθήκη στο έγγραφο με την ονομασία «B» της συμφωνίας, όπου γινόταν λόγος περί στρατιωτικής κατοχής ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας, έναν στόχο εξυπηρετούσε: την απόρριψη του ειρηνευτικού σχεδίου από τους Σέρβους. Εξίσου αποκαλυπτικό είναι και το κεφάλαιο «4» της συμφωνίας του Ραμπουγιέ, το οποίο αφορά αποκλειστικά την οικονομία του Κοσσυφοπεδίου. Το άρθρο «1» του εν λόγω κεφαλαίου απαιτούσε την καθιέρωση της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς και το άρθρο «2» καλούσε για την ιδιωτικοποίηση όλων των κυβερνητικών περουσιακών στοιχείων. Την περίοδο εκείνη η διαλυμένη Γιουγκοσλαβία δεν ήταν μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή της Παγκόσμιας Τράπεζας, γεγονός που την καθιστούσε την τελευταία οικονομία στην νοτιοανατολική Ευρώπη που δεν είχε ακόμα «εποικισθεί» από το δυτικό κεφάλαιο. Τότε το 75% της βιομηχανίας της χώρας ανήκε στο κράτος ή στα εργατικά συνδικάτα. Το 1997, μάλιστα, όταν εγκρίθηκε η «ελεγχόμενη» ιδιωτικοποίηση, η νομοθεσία καθιστούσε σαφές ότι το 60% των μετοχών έπρεπε να παραμείνει στα χέρια του εργατικού δυναμικού της εκάστοτε επιχείρησης.
Οι αρχιερείς του νεοφιλελευθερισμού δεν ήταν ιδιαίτερα χαρούμενοι με τις οικονομικές εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία. Στη σύνοδο του Νταβός το 1999, ο Τόνι Μπλερ επέκρινε την κυβέρνηση Μιλόσεβιτς όχι τόσο για τους χειρισμούς της στην υπόθεση του Κοσσυφοπεδίου, αλλά για την απροθυμία της να προωθήσει ένα πρόγραμμα «οικονομικής μεταρρύθμισης». Επί της ουσίας, η τότε γιουγκοσλαβική κυβέρνηση επικρίθηκε επειδή ήταν αρνητική στο ενδεχόμενο πώλησης των κρατικών περουσιακών στοιχείων και επειδή δεν υπάκουσε στην προσταγή για παραχώρηση της διαχείρισης της οικονομίας στις πολυεθνικές εταιρείες.
Το 1999, λοιπόν, οι νατοϊκές βόμβες έπληξαν κρατικές εταιρείες και όχι στρατιωτικούς στόχους. Για την ακρίβεια, τα αεροσκάφη του NATO κατέστρεψαν μόλις 14 άρματα μάχης, πλην όμως ισοπέδωσαν 372 βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους άνεργους. Ούτε μια ξένη ή ιδιωτικοποιημένη βιομηχανία δεν επλήγη.
Μετά την αποκαθήλωση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, η Δύση μπορούσε, επιτέλους, να συνεργαστεί με την κυβέρνηση των «μεταρρυθμιστών» του Βελιγραδίου. Μία από τις πρώτες κινήσεις της νέας κυβέρνησης ήταν να αναθεωρήσει το νόμο του 1997 περί ιδιωτικοποιήσεων, περιορίζοντας το ποσοστό συμμετοχής των εργαζομένων στο κεφάλαιο μιας εταιρείας στο 15%. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση του Βελιγραδίου υπέγραψε την προσχώρηση της χώρας στην Παγκόσμια Τράπεζας, βάζοντας τέλος στα χρόνια της οικονομικής ανεξαρτησίας.
«Το πιο λαμπερό λάφυρο»
Στο μεταξύ, όπως σημείωναν τότε οι «New York Times, «το πιο λαμπερό λάφυρο» περίμενε τους κατακτητές. Το έδαφος του Κοσσυφοπεδίου είναι από τα πιο πλούσια σε άνθρακα, λιγνίτη, μόλυβδο, ψευδάργυρο, χρυσό, ασήμι και πετρέλαιο στην Ευρώπη. Το τέραστιο σύμπλεγμα ορυχείων της Τρέπκα, η αξία του οποίου άγγιζε τα 5 δισ. δολάρια το 1997, αποτελεί και το κερασάκι στην τούρτα. Λίγο μετά τη λήξη του πολέμου, το βιομηχανικό σύμπλεγμα κατελήφθη διά της βίας από τα στρατεύματα του NATO, που εκδίωξαν του εργαζομένους, χρησιμοποιώντας δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες.
Πέντε χρόνια μετά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς, το Ταμείο του Κοσσοφυπεδίου -το διοικητικό σώμα που λειτουργεί υπό την αιγίδα της αποστολής του OHE- ανακοίνωσε την ιδιωτικοποίηση πεντακοσίων πρώην κρατικών επιχειρήσεων ή οργανισμών κοινωνικής ιδιοκτησίας. H διορία κατάθεσης προτάσεων για την αγορά δέκα επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων ένα εμπορικό κέντρο και μια βιομηχανία αναψυκτικών, έληξε την περασμένη εβδομάδα. H προθεσμία για την κατάθεση πρότασης αγοράς του βιομηχανικού συμπλέγματος παραγωγής μετάλλου λήγει στις 17 Νοεμβρίου.
Ουδείς, όμως, αναφέρεται στο δράμα των πρώην ιδιοκτητών των εν λόγω επιχειρήσεων, που δεν είναι άλλοι από τους εργαζομένους, τους διευθυντές και τους πολίτες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η περιουσία των οποίων κατασχέθηκε στο όνομα της «διεθνούς κοινότητας» και της «οικονομικής μεταρρύθμισης».
Τη στιγμή που η πολυεθνική κατάληψη των ερειπίων της Βαγδάτης και της Πρίστινα συνεχίζεται, ούτε ο πόλεμος για την «ελευθερία» στο Ιράκ, ούτε ο «ανθρωπιστικός πόλεμος» της Γιουγκοσλαβίας διέψευσαν τον Τσάπλιν.
Το 1999, λοιπόν, οι νατοϊκές βόμβες έπληξαν κρατικές εταιρείες και όχι στρατιωτικούς στόχους. Για την ακρίβεια τα αεροσκάφη του NATO κατέστρεψαν μόλις 14 άρματα μάχης, πλην όμως ισοπέδωσαν 372 βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους άνεργους. Ούτε μια ξένη ή ιδιωτικοποιημένη βιομηχανία δεν επλήγη.
Έντυπη
Πρόσφατα σχόλια