του Κώστα Ράπτη
Μόλις δέκα ημέρες μετά την επίσκεψη Erdogan στη Μόσχα, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις διέπονται από νευρικότητα. Την άμεση αφορμή δίνει η ανακοίνωση του YPG, δηλ. των Κούρδων πολιτοφυλάκων στην βόρεια Συρία, ότι η Ρωσία θα αναλάβει, βάσει διμερούς συμφωνίας, την εκπαίδευσή τους, εγκαθιστώντας βάση στο “καντόνι” του Αφρίν.
Αυτό υποστήριξε με γραπτή δήλωσή του προς το πρακτορείο Reuters ο εκπρόσωπος του YPG Redur Xelil, προσθέτοντας ότι η διμερής συμφωνία, η πρώτη του είδους, υπεγράφη την Κυριακή και ότι οι πρώτοι Ρώσοι στρατιωτικοί κατέφθασαν στο Αφρίν με τεθωρακισμένα οχήματα.
Ο αντιπρόεδρος και εκπρόσωπος της τουρκικής κυβέρνησης Numan Kurtulmus αντέδρασε αμέσως, προειδοποιώντας σε συνέντευξη Τύπου ότι η Άγκυρα δεν πρόκειται να αποδεχθεί την εγκαθίδρυση μιας “ζώνης του τρόμου” στην βόρεια Συρία και ότι η εθνοτική σύνθεση της περιοχής θα πρέπει να διατηρηθεί και να περιφρουρηθεί.
Ωστόσο, το ρωσικό Γενικό Επιτελείο διέψευσε τις πληροφορίες περί Αφρίν αναφέροντας ότι “δεν έχει σχέδια για την εγκαθίδρυση νέας στρατιωτικής βάσης στην επικράτεια της Συρίας” και διευκρινίζοντας ότι απλώς κλιμάκιο του “Κέντρου Συμφιλίωσης” που έχει ιδρύσει η Ρωσία στην Λατάκια έχει αναπτυχθεί στην επαρχία του Χαλεπιού κοντά στην Αφρίν για την αποφυγή παραβιάσεων της εκεχειρίας.
Αλλά και η αμερικανική πλευρά, δήλωσε, δια του εκπροσώπου του Πενταγώνου ότι δεν έχει λάβει καμία επίσημη ειδοποίηση για την παρουσία ρωσικών δυνάμεων στην Αφρίν.
Το τι συμβαίνει στην Αφρίν είναι, σε κάθε περίπτωση, το έλασσον – αν και η ρωσική πλευρά σίγουρα δεν επιθυμεί το απομονωμένο αυτό κουρδικό “καντόνι” να βρεθεί στο έλεος της Τουρκίας, που συχνά το παρενοχλεί με τα πυρά της.
Η “κύρια σκηνή του δράματος” είναι οι κουρδοκρατούμενες περιοχές που βρίσκονται ανατολικότερα και σχηματίζουν εδαφικό συνεχές. Εδώ είναι που θα κριθεί το κατά πόσον στη σχεδιαζόμενη προέλαση του υπό τις ΗΠΑ διεθνούς συνασπισμού κατά της Ράκκα, δηλ. της οιονεί πρωτεύουσας του Ισλαμικού Κράτους, τον πρώτο ρόλο επί του εδάφους θα τον έχουν οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (δηλ. το YPG και οι τοπικοί Άραβες σύμμαχοί του) ή οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.
Η Ουάσιγκτον δεν έχει ανοίξει ακόμη τη χαρτιά της – όμως είναι σαφές ότι στην εμπλοκή ενός ακόμη ξένου στρατού, του τουρκικού, διαβλέπει επιχειρησιακή και πολιτική επιβάρυνση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία φροντίζει ώστε το κουρδικό “χαρτί” να μην περάσει αποκλειστικά στα αμερικανικά χέρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα κουρδικά “καντόνια” διαθέτουν γραφείο εκπροσώπησης στη Μόσχα, ενώ πρόσφατα η Ρωσία οχύρωσε την κουρδοκρατούμενη πόλη Μάνμπιτζ από την επαπειλούμενη προέλαση του τουρκικού στρατού, μεθοδεύοντας την παραχώρηση γειτονικών χωριών στις κυβερνητικές δυνάμεις της Συρίας, οι οποίες παρεμβλήθηκαν έτσι ως ζώνη ασφαλείας.
Ευρύτερα, η Ρωσία δεν λησμονεί ότι με την Τουρκία διατηρεί μέχρι σήμερα αντιδιαμετρικά αντίθετες θέσεις λ.χ. σχετικά με την νομιμοποίηση της κυβέρνησης της Δαμασκού – μολονότι οι δύο χώρες είναι πλέον συνανάδοχοι της διαδικασίας διαλόγου της Αστάνα. Αλλά και στο οικονομικό πεδίο, η ρωσική πλευρά αναθερμαίνει μόνο εκείνες τις σχέσεις που την ευνοούν (και όχι λ.χ. την επανάληψη των εξαγωγών τουρκικών αγροτικών προϊόντων), ενώ στην πολιτική σκακιέρα κρατά αποστάσεις όπου νομίζει – λ.χ. όταν ζητά από όλες τις πλευρές στον ευρωτουρκικό ρητορικό πόλεμο να ρίξουν τους τόνους.
Για δε το μέλλον, η Μόσχα έχει λόγους να προσέχει κατά πόσον η Άγκυρα θα προσχωρήσει σε έναν αμερικανικής εμπνεύσεως αντι-ιρανικό άξονα στην περιοχή. Ήδη το Ισραήλ, που δημοσίως εισηγήθηκε την ιδέα ενός “αραβικού ΝΑΤΟ” κατά του Ιράν, βρέθηκε να βομβαρδίζει συριακές δυνάμεις στην Παλμύρα, δοκιμάζοντας τα όρια ανοχής της Μόσχας – η οποία λαμβάνοντας το μήνυμα αντέδρασε για πρώτη φορά με διάβημα προς τον ισραηλινό πρέσβυ, παύοντας να παριστάνει ότι οι συρο-ισραηλινές διαμάχες δεν την αφορούν.
Πρόσφατα σχόλια