Το απόγευμα της περασμένης Δευτέρας, από το υπουργείο Οικονομικών εκδόθηκε ένα δελτίο Τύπου δεκαπέντε λέξεων: «Για την ενημέρωση σας, η επισυναπτόμενη ανακοίνωση έχει εκδοθεί από το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού». Η ανακοίνωση του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού, που διένειμε ο Τσακαλώτος μ’ αυτό το ουδέτερο και ψυχρό διαβιβαστικό, αφορούσε την «έξοδο στις αγορές». Μ’ αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο, ο Τσακαλώτος είπε σε όλους ότι η «έξοδος στις αγορές» αποφασίστηκε από τον Τσίπρα και όχι από τον ίδιο ως αρμόδιο υπουργό Οικονομικών. Αλλωστε, ο Τσίπρας ήταν εκείνος που προσπάθησε προ καιρού να κρατήσει κρυφό το ταξίδι στο Παρίσι, όπου συναντήθηκε με εκπροσώπους του τραπεζικού μονοπωλίου Ρότσιλντς, χωρίς να συνοδεύεται από τον υπουργό Οικονομικών ή έστω από τον πρόεδρο του ΟΔΔΗΧ (Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους).
Την επομένη, όταν ολοκληρώθηκε η δημοπρασία του ομολόγου, ο Τσακαλώτος πήγε στο Μαξίμου και βγαίνοντας έκανε μια δήλωση που ξεκινούσε μ’ έναν… χρησμό της Πυθίας: «Σχετικά με την έξοδο στις αγορές που είχαμε σήμερα, σε αγγλικούς όρους “ήταν μία ικανοποιητική έξοδος“, ενώ σε ελληνικούς ήταν “κάτι παραπάνω από αυτό που περιμέναμε“». Ηταν σαν να έλεγε «εγώ δεν πανηγυρίζω». Αντίθετα, το Μαξίμου, στη δική του ανακοίνωση, έμπηξε ουρανομήκη κραυγή: «Η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία και επιβεβαιώνει τη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία βαδίζει με σταθερά βήματα προς την οριστική έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια».
Η διαφορά στον τόνο της κάθε κυβερνητικής πλευράς δείχνει πως υπήρξε διαφωνία. Ο Τσακαλώτος μάλλον ήθελε να ακούσουν τον Ντράγκι και τον Στουρνάρα, που συμβούλεψαν όχι βιασύνη. Αν για τον Στουρνάρα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί την προσπάθεια προσωπικής δικαίωσης, τι θα μπορούσε να προσάψει στον Ντράγκι, που είχε χαρακτηρίσει πρόωρη τη συζήτηση για την επιστροφή της Ελλάδας στις «αγορές», όπως και το ενδεχόμενο συμμετοχής των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης;
Αυτά, όμως, δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη σημασία. Η περιβόητη «έξοδος στις αγορές» ήταν μια πολιτική απόφαση, όπως ήταν και η αντίστοιχη απόφαση των Σαμαροβενιζέλων το 2014. Ο Τσίπρας ήθελε να στηρίξει το δικό του «success story», σε μια εποχή που βάλλεται πανταχόθεν. Δεν έχει να «πουλήσει» τίποτα στον ελληνικό λαό και επέλεξε να «πουλήσει» φρούδες ελπίδες σε όσους έχουν την αφέλεια να τον πιστεύουν ακόμα. Η όλη διαδικασία ήταν απόλυτα συμφωνημένη, γι’ αυτό και ο Τσίπρας προανήγγειλε το τελικό επιτόκιο από την προηγούμενη μέρα, κουβεντιάζοντας στο προεδρικό μέγαρο.
Ενα σκοπό είχαν οι γκεμπελίσκοι του Μαξίμου. Να ισχυριστεί πως «βγήκε στις αγορές» με όρους καλύτερους απ’ αυτούς των Σαμαροβενιζέλων. Γι’ αυτό και τόνισαν ειδικά αυτό το σημείο: «Το κουπόνι του πενταετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο 4,375% και το ύψος της απόδοσης στο 4,625%, πολύ καλύτερα από την αντίστοιχη δοκιμαστική έξοδο της κυβέρνησης Σαμαρά το 2014, όταν οι αριθμοί ήταν 4,75% και 4,95%». Και σ’ αυτό λένε ψέματα, όπως και στον ισχυρισμό τους ότι «κέρδισαν την εμπιστοσύνη επενδυτών και όχι funds». Ας τα δούμε με τη σειρά.
Από τα 3 δισ. ευρώ που άντλησαν τελικά, το 1 δισ. προήλθε από τρεις ελληνικές τράπεζες (Εθνική, Alpha Bank και Eurobank) και άλλο μισό δισ. από το Κοινό Κεφάλαιο των ασφαλιστικών ταμείων, που αντάλλαξαν ομόλογα των Σαμαροβενιζέλων (έκδοσης 2014 και λήξης 2019) με το νέο ομόλογο των Τσιπροκαμμένων. Επομένως, από τους «επενδυτές» πήραν μόνο 1,5 δισ. ευρώ, χωρίς να ξέρουμε ποιοι ήταν αυτοί οι «επενδυτές».
Το βέβαιο είναι πως οι «επενδυτές» έδειξαν ενδιαφέρον. Τα 6,5 δισ. ευρώ έφτασαν οι προσφορές, έναντι 4 δισ. που ζητούσε η κυβέρνηση. Μόνο που το μέσο επιτόκιο που προέκυπτε απ’ αυτές τις προσφορές διαμορφωνόταν στο 4,875%. Ετσι, άρχισαν να κόβουν προσφορές, για να μπορέσουν να ρίξουν το μέσο επιτόκιο. Από τα 6,5 δισ. ευρώ, έφτασαν να δεχτούν μόνο 3 δισ. ευρώ, δηλαδή ποσό μικρότερο από τα 4 δισ. που ζητούσαν αρχικά. Αν αυτό ονομάζεται «εμπιστοσύνη των αγορών», τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ζητούσαν να ανταλλάξουν ομόλογα ύψους 2 δισ. από τους κατόχους του πενταετούς ομολόγου του 2014, τελικά όμως περιορίστηκαν στο 1,6 δισ., από το οποίο το 1,5 δισ. προήλθε -όπως είπαμε- από τρεις ελληνικές τράπεζες και το Κοινό Κεφάλαιο των ασφαλιστικών ταμείων. Δηλαδή, ούτε οι «διεθνείς επενδυτές» κάτοχοι ομολόγων έκδοσης 2014 τους έκαναν τη χάρη να το ανταλλάξουν με ένα επιτόκιο που θα βόλευε την κυβερνητική προπαγάνδα. Προτίμησαν να κρατήσουν τα ομόλογά τους μέχρι το 2019.
Η ονομαστική διαφορά ανάμεσα στο επιτόκιο που πέτυχαν οι Σαμαροβενιζέλοι το 2014 (4,95%) και σ’ αυτό που πέτυχαν οι Τσιπροκαμμένοι το 2017 (4,625%) έτσι κι αλλιώς δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς, γιατί είναι -σε ονομαστικούς όρους- ασήμαντη. Το κυριότερο όμως είναι ότι σε πραγματικούς όρους οι Τσιπροκαμμένοι δανείστηκαν με υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τους Σαμαροβενιζέλους. Τα επιτόκια στην ευρωζώνη μεταξύ 2014 και 2017 έχουν πέσει, λόγω του προγράμματος «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ. Επομένως, η σύγκριση δεν πρέπει να γίνει σε ονομαστικούς αλλά σε πραγματικούς όρους. Η διαφορά ανάμεσα στο ελληνικό και στο γερμανικό πενταετές ομόλογο (το περιβόητο spread) ήταν με την έκδοση του 2014 4,41 μονάδες. Το 2017 το spread διαμορφώθηκε στις 4,81 μονάδες. Για να μπορούν να πουν ότι δανείστηκαν με καλύτερους όρους σε σχέση με τους Σαμαροβενιζέλους, θα έπρεπε το επιτόκιο να διαμορφωθεί σε επίπεδο χαμηλότερο από το 4,25%. Αυτό φοβήθηκαν και δεν έκαναν τη δημοπρασία τη Δευτέρα 17 Ιούλη, όπως γράψαμε κι εμείς την προηγούμενη εβδομάδα. Περίμεναν μπας και πιάσουν κάτι καλύτερο, δεν τα κατάφεραν, αλλά επειδή ήθελαν να έχουν υλικό για πολιτική προπαγάνδα, βγήκαν και δανείστηκαν με χειρότερους όρους (εξ ου και η γκρίνια του Τσακαλώτου).
Αρκεί και μόνο το γεγονός ότι τα κοράκια έδωσαν προσφορές που κάλυψαν μιάμιση φορά το ζητούμενο ποσό, αποτελεί απόδειξη του ότι μυρίστηκαν «ψητό». Ακόμα, όμως, και το «σεμνό» ποσό των 3 δισ., που δανείστηκε τελικά η κυβέρνηση, αποκαλύπτει ένα πάρτι των τοκογλύφων, ντόπιων και ξένων.
Ανεξάρτητα απ’ αυτό, όμως, εκείνο που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως η «έξοδος στις αγορές», ακόμα και αν γίνει με «κανονικούς» όρους (κάποια στιγμή θα γίνει, αλλά αυτή μάλλον αργεί ακόμα), δεν είναι παρά η ανακύκλωση του κρατικού δανεισμού, πάντα με τοκογλυφικούς όρους, που η διαχείρισή του έχει ως όρο τη συνέχιση της κινεζοποίησης του ελληνικού λαού, ενώ παράλληλα διαιωνίζει την αποικιοκρατικού τύπου επιτροπεία των ιμπεριαλιστών δανειστών επί του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό πανηγυρίζει ο Τσίπρας!
Πρόσφατα σχόλια