του Γ. Καραμπελιά
O στρατηγός Μάικ Φλυνν υπήρξε ο βραχυβιότερος Σύμβουλος Ασφαλείας προέδρου των ΗΠΑ στην ιστορία του θεσμού. Παραιτήθηκε, μόλις 24 ημέρες μετά την ορκωμοσία του, υπό το βάρος υποψιών για παρασκηνιακές συνεννοήσεις που είχε με Ρώσους και Τούρκους παράγοντες, αποκαλύψεις οι οποίες μέχρι και σήμερα τροφοδοτούν την δημοσιότητα με νέα στοιχεία. Πρόκειται για την θέση στην οποία άλλοτε υπηρέτησαν κορυφαίοι παράγοντες της αμερικάνικης πολιτικής όπως ο Σμπίγκνιου Μπρεζίνσκι και ο Χένρι Κίσσινγκερ, και το γεγονός της τόσο σύντομης θητείας είναι ενδεικτικό για να κατανοήσουμε το τι ακριβώς συμβαίνει στο εσωτερικό του αμερικανικού κατεστημένου με την εκλογή Τραμπ.
Εκείνο που εντυπωσιάζει, φυσικά, είναι ο βαθμός εμπλοκής ξένων παραγόντων και υπηρεσιών στην εσωτερική πολιτική ζωή της κορυφαίας στρατιωτικής δύναμης του πλανήτη. Ένα φαινόμενο το οποίο ανεξάρτητα από την πραγματική έκταση και εμβέλεια που πήρε το «Russian gate» και το «Εrdogan gate» για το περιβάλλον Τραμπ, γιατί υπάρχει και η πολύ αποτελεσματική προπαγάνδα του «φιλελεύθερου» κατεστημένου, μπορεί να ερμηνευτεί μόνον αν αναλογιστούμε ότι η ανάδειξη του Τραμπ σε πρώτο πολίτη τον ΗΠΑ, ‘βραχυκύκλωσε’ τα δίκτυα του κατεστημένου τόσο στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, όσο και σε εκείνο των Δημοκρατικών, με συνέπεια να προκύψουν… ‘προβλήματα στεγανότητας’ για τα αμερικανικά δίκτυα εξουσίας.
Η εκλογή του Τραμπ δεν αποτέλεσε βέβαια μια «επανάσταση ενάντια στο κατεστημένο». Προϊόν της ίδιας της πολιτικής και πολιτισμικής παρακμής, μια φιγούρα ακραίου οικονομικού και κοινωνικού δαρβινιστή -που αντιλαμβάνεται με τέτοιους όρους και το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» – θα κεφαλαιοποιήσει την διάχυτη δυσαρέσκεια απέναντι στο παγκοσμιοποιητικό κατεστημένο για να ανέλθει στην εξουσία, και να πετύχει μια αναδιευθέτηση των πόλων εξουσίας του συστήματος: Υπέρ παραδοσιακότερων κλάδων, όπως το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, το σύμπλεγμα βιομηχανίας-σωφρονιστικού συστήματος, τα πετρέλαια και εναντίον κλάδων που θεωρούνται ως προπύργια της παγκοσμιοποίησης, η ‘δημιουργική βιομηχανία’, το Χόλυγουντ, οι διευθυντικές τάξεις της Ανατολικής Ακτής κ.ο.κ.
Όμως σε σχέση με τη διεθνή πολιτική των ΗΠΑ, οι εξαγγελίες του, εξέφραζαν ίσως δειλά αλλά πραγματικά μια εναλλακτική στρατηγική απέναντι στην γραμμή Ομπάμα -Κλίντον, σχετικά με τη Ρωσία.
Στις ΗΠΑ από καιρό διαγκωνίζονται δύο σχολές σκέψης σχετικά με την αμερικανική πολιτική κατά τον 21ο αιώνα. Η μία την οποία έχει εκφράσει στο παρελθόν ο Κίσσινγκερ υποστηρίζει πως στον μελλοντικό κόσμο που θα χαρακτηρίζεται από την παρουσία μεγάλων ηπειρωτικών δυνάμεων, οι ΗΠΑ και η Δύση θα πρέπει να συμβιβαστούν ή ακόμα και να συμμαχήσουν στρατηγικά με τη Ρωσία, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τόσο την αναδυόμενη Κίνα, όσο και νέες δυνάμεις που θα αναδειχτούν στο παγκόσμιο προσκήνιο κατά τις επόμενες δεκαετίες, την Ινδία, το Ισλάμ κ.λπ. Μια τέτοια πολιτική, η οποία είχε εν μέρει αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά με την εισδοχή της Ρωσίας στους G7 -που έγιναν G8 με την συμμετοχή της- προϋποθέτει μια σχετική ισορροπία μεταξύ Ευρώπης -συμπεριλαμβανόμενης της Ρωσίας- και της Αμερικής και όχι την εμμονή σε έναν αμερικανικό μονοπολικό ηγεμονισμό.
Ωστόσο μια δεύτερη γεωπολιτική στρατηγική -η λεγόμενη γραμμή Μπρεζίνσκι- επιμένει στην διατήρηση της απόλυτης Αμερικανικής ηγεμονίας στο εσωτερικό της Δύσης, ηγεμονία που έχει ως προϋπόθεση της δημιουργία ενός νέου «παραπετάσματος» μεταξύ Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας. με την αποκοπή της Ρωσίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως τη Γερμανία, έτσι ώστε η Ευρώπη να απολέσει τη δυνατότητα μιας αυτόνομης γεωπολιτικής ισχύος, που θα της διασφάλιζε η στενότερη σχέση με το ενεργειακό δυναμικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας και το μεγάλο στρατηγικό βάθος της Ρωσίας. Και πράγματι μέχρι την Ουκρανική κρίση φαινόταν πως κάτι τέτοιο είχε αρχίσει να υλοποιείται, ιδιαίτερα μέσα από τις εξαιρετικά αναπτυγμένες σχέσεις Γερμανίας και Ρωσίας.
Τελικώς η «γραμμή Μπρεζίνσκι», επεβλήθη στην Αμερικανική πολιτική μέσω της Ουκρανικής πορτοκαλί επανάστασης, που οδήγησε εν τέλει και σε ρήξη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας. Η ρήξη με τη Ρωσία αποτελεί δηλαδή την προϋπόθεση του ελέγχου της δυτικής Ευρώπης που είναι υποχρεωμένη να στραφεί και πάλι προς τις ΗΠΑ για να προστατευτεί από την «ρωσική απειλή».
Η γραμμή του Τραμπ, όπως εκφραζόταν κατά την προεκλογική περίοδο, για προσέγγιση με τη Ρωσία και σχετική απομάκρυνση από τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη, με παράλληλη επικέντρωση στην αντιμετώπιση της Κίνας και της εσωτερικής αποβιομηχανοποίησης των ΗΠΑ, εξέφραζε grossso modo, ίσως με ενδιάμεσο και εμπνευστή της, τον Στηβ Μπάνον, μια στρατηγική αντίληψη παραπλήσια με την θέση του Κίσσινγκερ.
Σήμερα, όμως, ένα χρόνο μετά την ανακήρυξή του ως προέδρου, η διοίκηση Τραμπ εμφανίζεται αρκετά «τραυματισμένη» από τον πόλεμο που της κάνουν τα κυρίαρχα κέντρα, του δημοκρατικού, και εν μέρει του ρεπουμπλικανικού κατεστημένου και υποχρεώνεται να ακολουθήσει μια αντιρωσική πολιτική, η οποία τείνει να ανατρέψει ολόκληρη τη διακηρυγμένη εναλλακτική στρατηγική του. Μέσα από τις συστηματικές επιθέσεις ενάντιά του, καθώς και ενάντια σε όλο το περιβάλλον του για στενές και υπόγειες σχέσεις με τη Ρωσία, οι οποίες έχουν πραγματική βάση, ένα χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία έχει υποχρεωθεί να ακολουθήσει την εντελώς αντίθετη πολιτική, τέτοια που του την επιβάλει το βαθύ κατεστημένο των ΗΠΑ. Αντί συνδιαλλαγής με τη Ρωσία, σύγκρουση μαζί της.
Μια τέτοια σύγκρουση, οδηγεί μέσα από αλυσιδωτές αντιδράσεις σε μια στρατηγική όξυνσης των σχέσεων με τη Ρωσία και σε επέκταση του πεδίου του ανταγωνισμού. Στριμωγμένη η ρωσική πολιτική στο ευρωπαϊκό θέατρο και νοιώθοντας ότι περικυκλώνεται από την Ουκρανία, τη Ρουμανία, τις Βαλτικές χώρες και την Πολωνία, στρέφεται προνομιακά στο μεσανατολικό πεδίο, όπου, εξαιτίας και της αλλοπρόσαλλης πολιτικής των ΗΠΑ σημειώνει τεράστιες επιτυχίες.
Αντίθετα η Αμερική του Τραμπ ανήκει μάλλον στους χαμένους σε αυτήν την παρτίδα της γεωπολιτικής σκακιέρας:Πληρώνοντας, την τυχοδιωκτική πολιτική Χίλαρι-Ομπάμα, που ποντάρισαν «όλα τα χαρτιά» σε μια ταχεία ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, παρουσιάζεται να έχει την λιγότερη επιρροή στα πεδία που κρίνονται οι εξελίξεις, με την πρωτοβουλία σε μεγάλο βαθμό να έχει περάσει στα χέρια της Ρωσίας και του Ιράν, οι οποίες σέρνουν πίσω τους την Τουρκία -εξαιτίας του κουρδικού ζητήματος- και βέβαια το «αναστημένο» συριακό καθεστώς.
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, η κυβέρνηση Τραμπ ενισχύει τους δεσμούς της με την Σαουδική Αραβία, και την Αίγυπτο καθώς και με την σκληρότερη πτέρυγα του σιωνιστικού λόμπι, που επιθυμεί τη σύγκρουση με το Ιράν. Έτσι ο Τραμπ προχωράει στη στοχοποίηση του Ιράν, οξύνει τους τόνους απέναντι στην Τουρκία, για να την αναγκάσει να αναδιπλωθεί από τις στενές της σχέσεις με την Ρωσία και το σιιτικό κράτος.
Ο Τραμπ οδηγείται στον αντίποδα της πολιτικής που ευαγγελιζόταν ενώ συγκρούεται με τον ίδιο άνθρωπο που τον βοήθησε να ανέβει στην εξουσία, δηλαδή τον Βλαντιμίρ Πούτιν! Ακόμα περισσότερο, ενώ εξελέγη με μια λογική απομάκρυνσης από το ευρωπαϊκό αλλά και το μεσανατολικό θέατρο, βυθίζεται όλο και περισσότερο σε αυτό το τελευταίο, με τη συνεπικουρία των επιθετικών σχεδίων του Νετανιάχου εναντίον του Ιράν.
Βέβαια ο «άρχοντας του σκότους» Στήβεν Μπάνον, πάλαι ποτέ επικεφαλής στρατηγικού σχεδιασμού στον Λευκό Οίκο, έχει πλέον επιστρέψει στους αγαπημένους παρασκηνιακούς του ρόλους, δραστηριοποιούμενος μέσα από την ιστοσελίδα του ως «ελεύθερος σκοπευτής» υπέρ του νέου προέδρου, έχοντας επιφορτιστεί με το φιλόδοξο σχέδιο να μεθοδεύσει την ανατροπή του ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, δημιουργώντας ένα «νέο κόμμα», περισσότερο πιστό στην πολιτική οικονομικού εθνικισμού του Ντόναλντ Τραμπ.
Σχεδιάζει δε, να πετύχει κάτι τέτοιο, όπως δήλωσε τον Αύγουστο σε σχετική συνέντευξη, οξύνοντας τον «πολιτισμικό πόλεμο» γύρω από ζητήματα ταυτότητας που ταλανίζουν την Αμερική, και ο οποίος κατά τη γνώμη του αποκαλύπτει σε όλη την έκταση την σύμπραξη Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών πάνω σε μια παγκοσμιοποιητική ατζέντα. Έκφραση αυτής της στρατηγικής, της «οργάνωσης» της λευκής συντηρητικής Αμερικής, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα βάση για την πολιτική Τραμπ υπήρξαν και οι συγκρούσεις στο Σάρλοτσβιλ της Βιρτζίνια, μεταξύ ακροδεξιών και ναζιστικών ομάδων και των Αντίφα;
Έτσι το γεγονός ότι ο Τραμπ οδηγήθηκε, εν τέλει, σε μια διαφορετική γραμμή από εκείνη που υποστήριζε στο παρελθόν, μέσα από τη συστηματική πίεση που του ασκεί το βαθύ κράτος, με συνέπεια όχι μόνο την αποψίλωση του επιτελείου του και των συνεργατών του, αλλά και την ίδια την απειλή της καθαίρεσής του, εξηγεί εν πολλοίς και την συχνά αλλοπρόσαλλη και αντιφατική πολιτική του, που κάνει πολλούς να υποστηρίζουν πως μέσα από την επιλογή αντικρουόμενων κατευθύνσεων η αμερικανική πολιτική μοιάζει σα να μην έχει μπούσουλα και κατεύθυνση.
Χαρακτηριστική ιστορία που καταδεικνύει σε όλη την έκτασή του το χάος των επιλογών του, είναι το άδοξο τέλος της πολυμερούς «Συμφωνίας για τον Ειρηνικό», την οποία ο αμερικάνος πρόεδρος θα σπεύσει να καταγγείλει ως σύμβολο του οικονομικού γκλομπαλισμού των προκατόχων του, στ’ όνομα της νέας πολιτικής του «να κάνουμε μεγάλες τις ΗΠΑ». Και όμως η απόφασή του ευνοούσε κύρια την… Κίνα, καθώς αυτή απέφυγε το σχέδιο οικονομικής περικύκλωσης που προωθούσε η κυβέρνηση Ομπάμα!; Την Κίνα, που υποθετικώς ο Τραμπ θεωρεί ως τον κύριο αντίπαλό των ΗΠΑ!
Εξάλλου οι απόπειρες αναβάθμισης της παραγωγής που επιχειρεί στηρίζονται υπερβολικά στην ενίσχυση του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος, καθώς και σε εκείνο των πετρελαϊκών συμφερόντων, και καθώς η βαρύτητά τους αυξάνεται, προκαλείται αναπόφευκτα και μία σκλήρυνση τόσο της εσωτερική, όσο και της εξωτερικής πολιτικής του. Και σε αυτή την κατεύθυνση η αυξημένη επιρροή των σιωνιστικών κύκλων στη νέα κυβέρνηση, κυρίως μέσω του γαμπρού του Jared Kushner, ο οποίος λειτουργεί ως κορυφαίος σύμβουλος στο εκτελεστικό γραφείο του προέδρου, θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα ελατήρια αυτής της πολιτικής: της αμερικάνικης πολιτικής στις εστίες παγκόσμιας αστάθειας, όπως η Μέση Ανατολή.
Οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ ναι μεν δεν κλυδωνίζονται ακόμα αλλά μετεωρίζονται επικίνδυνα, καθώς η στροφή προς τον οικονομικό εθνικισμό συναντάει τις αδήριτες αντιφάσεις μιας δύναμης που κατά τις προηγούμενες δεκαετίες έχει ταυτίσει το συμφέρον της με την παγκόσμια υπερεπέκτασή της.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η διακυβέρνηση του Τραμπ εκδηλώνεται περισσότερο ως σωβινιστική σύσπαση, παρά ως μια συντεταγμένη πολιτική αναδίπλωσης, γεγονός που τις περισσότερες φορές προκαλεί αποτελέσματα αντίθετα των αναμενόμενων, έναν κυριολεκτικό τραγέλαφο.
Εξάλλου, οι προσπάθειες του να διαλύσει το Obamacare, που προσφέρει ένα ελάχιστο δίκτυ ασφαλείας στην υγεία των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, να αμφισβητήσει το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την ανάγκη μείωσης των εκπομπών αερίων, καθώς και τα γελοιογραφικά -έως γελοία- χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς και της δραστηριότητάς του, καταδεικνύουν πως ακόμα στις ΗΠΑ το παραδοσιακό κατεστημένο δεν διαθέτει κάποιον σοβαρό αντίπαλο.
Ο Τραμπ δεν μπορεί να εκφράσει μια συνεκτική εναλλακτική στρατηγική και γι’ αυτό είναι στην πραγματικότητα ένα πολύ επικίνδυνος άνθρωπος που μπορεί να οδηγήσει στις πιο απρόσμενες εξελίξεις, τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όσο και κυρίως στην παγκόσμια κονίστρα.
Πρόσφατα σχόλια