από την τοπικοποίηση
Οι σημερινοί μας πολιτικοί «ηγέτες» και τα κόμματα εξουσίας κάνουν πως δε βλέπουν ότι η ελληνική κρίση είναι η «εξτρέμ» έκφραση της παγκόσμιας κρίσης, στην οποία βρίσκεται το καπιταλιστικό σύστημα υπό την ηγεσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η κατάσταση μπορεί να σκιαγραφηθεί απλά ως εξής: οι υπάρχουσες οικονομικές αξίες(πρώτες ύλες, πηγές ενέργειας, καταναλωτικά προϊόντα, υπηρεσίες κ.λπ.) εκφρασμένες σε χρήμα π.χ. σε δολάρια που είναι σήμερα το παγκόσμιο νόμισμα, θα ήταν περίπου 60-70 τρις.
Οι διάφορες μορφές χρήματος, που κυκλοφορούν από τους κατέχοντες, φθάνουν στα 700 τουλάχιστον τρις δολάρια. Η σχέση πραγματικών αξιών προς χρηματικές αξίες είναι 1: 10 (πολλές εκτιμήσεις την ανεβάζουν στο 1: 15 ή 1:17).
Υπάρχει δηλαδή μια χρηματοπιστωτική φούσκα διογκωμένη τουλάχιστον κατά 10 φορές.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί υπέρμετρα οι σημερινές χρηματικές περιουσίες της ελίτ του 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτή η ελίτ διακινώντας και δανείζοντας αυτόν τον τεράστιο χρηματικό όγκο μπορεί και ελέγχει την «ευημερία» του υπόλοιπου 99%. Αυτό είναι δυνατόν γιατί έχει εξαρτήσει από αυτό το χρήμα τις πλειοψηφίες του.
Η οικονομική κρίση, έχει γίνει καθαρό σε όλους, οφείλεται στο γεγονός ότι η καπιταλιστική οικονομία κινείται πλέον με βάση το χρέος.
Πραγματικά, η μεγάλη αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης τα τελευταία 15-20 χρόνια (βασικά μεταξύ 1990-2007) πυροδοτήθηκε και στηρίχθηκε από την μαζική χορήγηση δανείων από τις τράπεζες. Είχαμε παντού αυξανόμενα επίπεδα χρέους. Των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των κυβερνήσεων.
Με τη μορφή καταναλωτικών χρεών, χρηματοπιστωτικών επενδύσεων, δημοσίων χρεών, εξωτερικών χρεών σε κάθε χώρα. Στο προηγούμενο της κρίσης διάστημα το χαρακτηριστικό ήταν η αύξηση ιδίως των καταναλωτικών χρεών. Χρησιμοποιήθηκαν σαν μηχανισμός, ώστε η κατανάλωση να γίνει ο βασικός μοχλός της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην κουλτούρα του «δανείσου και ξόδευε» τα πιο ευάλωτα ήταν τα κοινωνικά στρώματα χαμηλού εισοδήματος, ιδίως της μεσαίας τάξης.
Η «αριστοκρατία» των μεσοστρωμάτων και των μισθωτών εργαζομένων είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους σημαντικό μέρος της πίτας και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μη βρεθούν στη θέση των «από κάτω».
Η ελίτ κατόρθωνε μέχρι τώρα να έχει την συναίνεση αυτών των στρωμάτων, υποσχόμενη ότι μπορεί να τους αυξάνει το μερίδιο της πίτας με το να την βοηθούν να μεγαλώνει τη συνολική πίτα μέσω της «ανάπτυξης και της προόδου». Κατορθώνοντας δηλαδή να περάσει στη συνείδηση των «από κάτω» της πυραμίδας, σαν υπέρτατη αξία-σχεδόν σα νέα θρησκεία- την «άνετη» ζωή μέσα από την συνεχή αύξηση της κατανάλωσης.
Αυτό λειτουργούσε, όσο οι λαοί πίστευαν ακόμα σε μια «εικόνα» ενός απέραντου και απεριορίστων δυνατοτήτων πλανήτη, και όσο οι οικονομολόγοι μπορούσαν να υποστηρίζουν ότι η καμπύλη της οικονομίας είναι εκθετικά αυξητική.
Όμως και η αυξημένη κατανάλωση υλικών αγαθών και η αυξημένη παραγωγή τους απαιτούν αυξημένη χρήση υλικών και ενέργειας. Περιβαλλοντικοί παράγοντες, ελλείψεις πόρων, η οικονομική διεύρυνση στην Ν.Α. Ασία(αναδυόμενες χώρες) κ.λπ., μειώνουν τη διάρκεια ζωής των πεπερασμένων αποθεμάτων που έχουν απομείνει.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ της εξασφάλισης τροφής και της εξασφάλισης της μετακίνησης (τρόφιμα ή βιοκαύσιμα) συμβάλει π.χ. στην αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Η αύξηση των εκπομπών του άνθρακα και η συνακόλουθη κλιματική αλλαγή, η μείωση της βιοποικιλότητας, η αποψίλωση και οι πυρκαγιές των δασών, η μείωση των ιχθυαλιευμάτων, η έλλειψη νερού, η υποβάθμιση των καλλιεργούμενων εδαφών συμβάλλουν στην μείωση της αποδοτικότητας και των οικονομικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων και διογκώνουν το πρόβλημα της ικανοποίησης των βιοτικών αναγκών τους.
Το τελικό αποτέλεσμα των αυξημένων οικονομικών δραστηριοτήτων του οποιασδήποτε μορφής κεφαλαίου είναι η κατάρρευση των αποθεμάτων των φυσικών πόρων του πλανήτη. Αλλά και του περιβάλλοντός του, γιατί επίσης έχουν αυξημένη παραγωγή αποβλήτων, όσο και να αυξάνεται ο βαθμός απόδοσης της χρησιμοποιημένης τεχνολογίας.
Δεν είναι βασικά η «ανευθυνότητα» ή η «απληστία» των αγορών -αν και έπαιξε σημαντικό ρόλο- η αιτία της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης και της κρίσης των δημοσιονομικών χρεών. Η βασικότερη αιτία είναι η ίδια η επιδίωξη της οικονομικής ανάπτυξης και της αντίστοιχης ιδεολογίας της.
Αυτή η ιδεολογία, προς το παρόν οδηγεί σε οικονομική και περιβαλλοντική καταστροφή ολόκληρες χώρες και περιοχές, και στο μέλλον σε κατάρρευση ολόκληρο τον πλανήτη: οι υλικές και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της επιδιωκόμενης ανάπτυξης μας οδηγεί εκτός της δημιουργίας οικονομικών χρεών και στη δημιουργία οικολογικών χρεών.
Η ανικανότητά μας να ρυθμίσουμε τις χρηματοοικονομικές αγορές συνδυάζεται με την ανικανότητά μας να προστατέψουμε τους φυσικούς πόρους και να περιορίσουμε τις οικολογικές καταστροφές.
Τα χρέη που αφήνουμε στα παιδιά μας και τις μελλούμενες γενιές δεν θα είναι μόνο οικονομικά προς τους πιστωτές μας. Θα είναι και οικολογικά προς τον πλανήτη και τα οικοσυστήματα, τα οποία ανήκουν σε όλους και δεν έχουν σύνορα. Και αυτά θα πρέπει να τα ξεπληρώσουν –οι νέες γενιές-αποκαταστώντας ότι έχουμε καταστρέψει οι παλιότερες. Αν θέλουν φυσικά να επιβιώσουν στο μέλλον.
Με τη βοήθεια των καινούργιων μέσων επικοινωνίας και εικόνας όμως, όλος ο κόσμος μπορεί καθημερινά πια να αντιλαμβάνεται ότι ο πλανήτης μας είναι πεπερασμένος, δεν διαθέτει απεριόριστους πόρους, ούτε μπορεί να απορροφήσει τα όλο και περισσότερα απόβλητά μας.
Είναι μια μικρή γαλάζια σφαίρα που ταξιδεύει μοναχικά στο απέραντο διάστημα και δεν υπάρχει κοντά μας άλλος τέτοιος πλανήτης, όπου θα μπορούσαν να μετακομίσουν ένα μέρος του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού(μέχρι το 2030 θα χρειαζόμασταν έναν δεύτερο τέτοιο πλανήτη, αν συνεχίζαμε να έχουμε το κυρίαρχο σημερινό μοντέλο υπερκατανάλωσης).
Ο καπιταλισμός λοιπόν αντιμετωπίζοντας αυτή την πραγματικότητα, από τη μία εξασφαλίζει για την ελίτ όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της υπάρχουσας πεπερασμένης πίτας καταναλώνοντας τους εναπομείναντες πόρους και από την άλλη-για να συνεχίζει να καλλιεργεί τη ψευδαίσθηση της αύξησης της πίτας-την «φουσκώνει», αφού δε μπορεί να την μεγαλώνει.
Αλλά όσο μεγαλώνουν οι φούσκες τόσο πιο εύκολα «σπάνε» και έτσι δε μπορεί πια να εξασφαλίζει εύκολα τη συναίνεση των μεσαίων τάξεων. Αυτή η συναίνεση εξέλεγε μέχρι τώρα τις κυβερνήσεις των κομμάτων εξουσίας παντού. Με την άρση της έχουμε και αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και διακυβέρνησης, ιδίως στα κράτη της Ν. Ευρώπης.
Όσον αφορά στην Ελλάδα
Η Ελλάδα έγινε ο αδύνατος κρίκος στον παγκόσμιο καπιταλισμό, λόγω της μανίας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, για ανάπτυξη που δεν στηριζόταν στον πρωτογενή- δευτερογενή τομέα (γεωργία, μεταποίηση, καινοτομία κ.λπ.), αλλά στον τριτογενή (κατανάλωση, εμπόριο, τουριστικές υπηρεσίες κ.λπ.) και στις κάθε είδους οικοδόμηση και κατασκευές.
Ο «εκσυγχρονισμός» που υποτίθεται έγινε -χωρίς να υπολογίζεται το οικονομικό και το περιβαλλοντικό κόστος του-στηρίχθηκε σε δάνεια κύρια από το εξωτερικό. Σε αυτό βοήθησε και η είσοδος στην Ευρωζώνη, γιατί αύξησε τη δανειοληπτική πίστη λόγω του κοινού νομίσματος. Όλοι άρχισαν να δανείζονται εύκολα.
Η κυβέρνηση και οι τράπεζες από τις «χρηματοπιστωτικές αγορές», οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά από τις τράπεζες. Το Ευρώ και τα δάνεια βοήθησαν ιδιαίτερα στο να ικανοποιείται η μανία της ελληνικής ελίτ για έργα φαραωνικά ( π.χ. των ολυμπιακών του 2004 ), για γέφυρες λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια και στάδια, αλλά και για τη δημιουργία ενός υπερμεγέθους πελατειακού κράτους στην υπηρεσία της.
Σε όλη τη μεταπoλεμική περίoδo μόvo τo 15% τωv συvoλικώv επεvδύσεωv παγίoυ κεφαλαίoυ στρεφόταv στη μεταπoίηση, εvω τo 42% τωv ιδιωτικώv επεvδύσεωv στρεφόταv στην οικοδομή και τα 2/3 τωv δημoσίωv στηv υπoδoμή.
Ο τουρισμός αναδείχθηκε στη «μεγάλη βιομηχανία» της χώρας και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού προσπάθησε να επιβιώσει προσφέροντας υπηρεσίες κατά τη «τουριστική σαιζόν», αφήνοντας κατά μέρος τις άλλες δραστηριότητες και τη γεωργία.
Και αυτή η κατεύθυνση -που υλοποιούταν από ένα πολιτικό προσωπικό κάθε άλλο παρά αξιόλογο-κατέρρευσε στα πλαίσια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Λόγω της άρσης της «εμπιστοσύνης των πιστωτών», η δομική κατά βάση ελληνική κρίση μετατράπηκε σε κρίση των δημοσιονομικών χρεών. Αυτή έφερε και τις πολιτικές της τρόικας και των «μνημονίων».
Και η σημερινή, αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις των κομμάτων των «μνημονίων», θα είναι υποχρεωμένες –με τη «βοήθεια» της τρόικα-να εφαρμόσουν τέτοιες πολιτικές, ώστε να επιστραφούν τα χρέη στους διεθνείς και ντόπιους πιστωτές.
Εξάλλου η ευρωπαϊκή ελίτ δε μπορεί πια να διατηρεί πολυπληθείς μεσαίες τάξεις και θέλει να τις συρρικνώσει, ξεκινώντας από την Ελλάδα και τη Ν. Ευρώπη. Με τα προγράμματα «σωτηρίας» επιδιώκει τη «φτωχοποίησή» τους. Τελικά όχι μόνο των μεσαίων τάξεων.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, που υπήρξε ιδιαίτερα επιρρεπής στο «να καταναλώνει περισσότερο από ό,τι παράγει», το «πρόγραμμα αναπροσαρμογής» οδηγεί στη «φτωχοποίηση» ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας και του περιβάλλοντος της χώρας.
Η ζωή θα γίνει για τους περισσότερους Έλληνες –εκτός της τοπικής ελίτ-σε μεγάλο βαθμό αβίωτη. Είναι γενικά φανερό ότι η πολυπληθής ελληνική μεσαία τάξη περνά σε αυτούς που αποκαλούμε «από κάτω».
Παρόλο το αίσθημα ενοχής, που κυριαρχεί σήμερα στα περισσότερα στρώματα λόγω και της προπαγάνδας του «όλοι μαζί τα φάγαμε», κάποια στιγμή, ιδίως τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των ανειδίκευτων εργαζομένων και των ανέργων δε θα μπορούν να αποδεχθούν άλλο την εξαθλίωσή τους. Μαζί με κάποια μέχρι τώρα βολεμένα, αλλά «νεόπτωχα» πλέον στρώματα, θα πάψουν να συναινούν στην υπάρχουσα Ε.Ε.
Δε θα μπορούν να δεχθούν για τη χώρα τον ρόλο που θα της έχει αναθέσει ο παγκόσμιος καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας.
Σαν χώρα δηλαδή που θα έχει χάσει την αυτάρκεια, θα έχει καταστρέψει το περιβάλλον της και θα έχει γίνει περιοχή φθηνών υπηρεσιών και τουρισμού.
Σαν χώρας εξαρτημένης πλήρως από τις εισαγωγές για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών του πληθυσμού με δημιουργία ελλειμμάτων στους φυσικούς πόρους και την οικονομία της, ώστε να συνεχίζεται η δανειοδότηση για την κάλυψη αυτών των ελλειμμάτων και την πληρωμή των δανείων από τα σημερινά και αυριανά «υποζύγια». Για να συνεχίζεται η εξάρτησή της από τους “πιστωτές”, για να συνεχίζεται το «πάρτυ» της ντόπιας και διεθνούς ελίτ.
Αλλά ταυτόχρονα θα καταλάβουν ότι δε μπορούν, καλύτερα δε μπορούμε η πλειοψηφία των Ελλήνων, να γυρίσουμε προς τα πίσω, στο προηγούμενο της κρίσης μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στον υπερκαταναλωτικό τρόπο ζωής και στο μεγενθυμένο οικολογικό αποτύπωμα.
Θα χρειασθεί, μέσα από την όξυνση της κρίσης, να αντιληφθούμε ότι είναι ψευδαίσθηση η επιθυμία μας να «ανελιχθούμε» κοινωνικά και να επιδιώξουμε την «ευημερία» μας μέσω της αύξησης του κομματιού της πίτας που μας αναλογεί.
Θα χρειασθεί να αντιληφθούμε καθαρά ότι η ευζωία μας δε μπορεί να ταυτισθεί με την ατομική κατανάλωση.
Μπορεί να επιτευχθεί αν επιδιώξουμε την ευζωία μέσω της ανάδειξης άλλων σημαντικών αξιών και προτεραιοτήτων: της αλληλεγγύης, της συνεργασίας, της κοινότητας, της φιλίας, της ελευθερίας, του αυτοκαθορισμού, της κοινωνικής-αλληλέγγυας οικονομίας, της στήριξης στην αφθονία των κοινωνικών-συλλογικών αγαθών μας και στους δίκαια κατανεμημένους περιορισμένους φυσικούς πόρους μας.
Να αντιληφθούμε ότι δε μπορεί να συναινούμε πλέον στον μέχρι τώρα τρόπο ανάπτυξης και διακυβέρνησης – με τις ψήφους μας σχηματίζονταν οι κυβερνήσεις που μας οδήγησαν εδώ.
Πραγματικά, η απομυθοποίηση του καπιταλισμού και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μπορεί να μας πείσει πιο εύκολα πια, ότι η εκχώρηση της αντιπροσώπευσης και η διαμεσολάβηση από τους επαγγελματίες πολιτικούς των κομμάτων, δεν είναι ο καλύτερος τρόπος διακυβέρνησης.
Ότι θα πρέπει να αναλάβουμε οι ίδιοι τη διαμόρφωση των συνθηκών της ζωής μας, προχωρώντας σε δομές αυτοοργάνωσης και αυτοκυβέρνησης.
Πριν από όλα να μην αισθανόμαστε φτωχοί επειδή πιθανά δεν έχουμε χρήματα, ούτε άχρηστοι επειδή δεν έχουμε κάποια μισθωτή θέση εργασίας στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις ή στο κράτος. Να μη αισθανόμαστε αδύναμοι, επειδή το κόμμα που ψηφίζαμε δεν μας εκπροσωπεί τελικά και έτσι να αποσυρόμαστε από τα “κοινά”.
Αν σταματήσουμε να συμπεριφερόμαστε σαν καταναλωτές πολιτικών και αποφασίσουμε να συμμετάσχουμε στις διεργασίες διαμόρφωσης της πολιτικής, στις προσπάθειες δημιουργίας συλλογικών μορφών εργασίας και παραγωγής για την ικανοποίηση βιοτικών κατ αρχήν αναγκών, θα αντιληφθούμε, ότι ο καλύτερος διαμεσολαβητής είμαστε οι ίδιοι για τον εαυτό μας.
Ένα κίνημα, που θα ξεκινήσει από την «άμυνα», από τα συνθήματα των «πλατειών»: δεν «πληρώνουμε τα χρέη τους», «δε πουλάμε τα κοινωνικά και δημόσια αγαθά μας, ούτε το περιβάλλον μας», «δε χρειαζόμαστε τα λεφτά τους» κ.λπ., θα πρέπει να προχωρήσει επιθετικά στη δημιουργία εναλλακτικών μορφών ατομικής και κοινωνικής ύπαρξης. Να διαμορφώσει και να βάλει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα από τα κάτω, για τους «από κάτω».
Δίνοντας λύσεις στην καθημερινότητά τους, να μπορεί να δημιουργήσει κοινότητες, δίκτυα συνεργασίας και αλληλεγγύης, συνεταιρισμούς και συνεργατικές ομάδες, μονάδες κοινωνικής οικονομίας με αυτοδιαχείριση, αυτοπαραγωγή και αχρήματες ανταλλαγές, “τοπικά νομίσματα” και εναλλακτικούς θεσμούς χρηματοδότησης, κ.λπ.
Τα κόμματα και οι πολιτικές οργανώσεις του «αντιμνημονιακού» μπλοκ θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε αυτό, αν ρίχνανε το βάρος, όχι στις εκλογές, αλλά στην αυτοοργάνωση των πολιτών.Τα πρώτα βήματα
Ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να γίνει κάποια στιγμή πλειοψηφικό στην κοινωνία, και να την οδηγήσει σε ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» για μετάβαση σε μια μετακαπιταλιστική οργάνωσή της.
Περιληπτικά η κατεύθυνση για μια τέτοια μετάβαση θα μπορούσε να περιλάβει αιτήματα προς τη κεντρική εξουσία σαν τα παρακάτω:
- Να αρνηθούμε τη θέση που έχει σήμερα η χώρα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης και της ευρωζώνης.
- Να αρνηθούμε να συμμορφωθούμε με τα μέτρα που θα προωθήσουν οι επόμενες κυβερνήσεις, ώστε να εξαναγκασθούν να κάνουν στάση πληρωμών τόκων και χρεολυσίων και να στραφούν στη στήριξη των συλλογικών αγαθών και μισθών ικανών να ικανοποιούν τις βιοτικές ανάγκες του πληθυσμού.
- Να αρνηθούμε την προτεινόμενη από την ευρωπαϊκή ελίτ «διάσωση» της Ελλάδας, που στην ουσία είναι διάσωση του χρεοκοπημένου τραπεζικού της συστήματος. Για αυτό θα χρειασθεί καταρχήν να γίνει κρατικοποίηση των τραπεζών που χρεοκοπούν και εκκαθάριση των ισολογισμών τους διαγράφοντας τα «τοξικά προϊόντα». Οι καταθέτες να εξασφαλίζονται στο ακέραιο και όλες οι υπόλοιπες υποχρεώσεις να διαγράφονται ή να ικανοποιούνται με ότι περισσεύει. Να μη γίνει καμιά κατάσχεση πρώτης κατοικίας.
- Ανασυγκρότηση της κεντρικής και τοπικής διοίκησης, με εθελούσια μετακίνηση προσωπικού από γραφειοκρατικές δομές σε υποδομές κοινωνικής-περιβαλλοντικής προστασίας-που σήμερα είναι σχεδόν ανύπαρκτες-για ενίσχυση του κλάδου τηςκοινωνικής οικονομίας. Οι ΟΤΑ-όπως φαίνεται από την περίπτωση των «χαρατσιών»- μπορούν να πιεσθούν να βοηθήσουν στη δημιουργία των θεσμών της.
- Να απαιτήσουμε έκτακτα μέτρα εσόδων από τα υψηλά εισοδήματα για να στηριχθούν τα κλυδωνιζόμενα ασφαλιστικά ταμεία. Να προωθήσουμε και να αναβαθμίσουμε τα συλλογικά-κοινωνικά αγαθά(σιδηρόδρομος, ενέργεια, νερό, περιβάλλον, έρευνα-καινοτομία), ενάντια στην επιδιωκόμενη σημερινή ιδιωτικοποίησής τους, ώστε να λειτουργήσουν σαν παράλληλος «κοινωνικός μισθός», με στόχο να ξαναγίνει η ποιότητα ζωής δικαίωμα για όλους. Φορολογική μεταρρύθμιση με χαρακτήρα δικαιοσύνης και αναδιανομής, που θα χρησιμοποιεί τους φόρους και ως εργαλεία για ενθάρρυνση ή αποθάρρυνση δραστηριοτήτων ανάλογα με τις επιπτώσεις των τελευταίων στο περιβάλλον και την κοινωνία.
- Μέτρα διαφάνειας και πάταξης της μικρής και μεγάλης διαφθοράς-φοροδιαφυγής, τα οποία θα πρέπει να συνδυαστούν με αποκατάσταση της αίσθησης δικαιοσύνης.
Στη συνέχεια θα απαιτούνταν κάποια βήματα από σημαντικές κοινωνικές κατηγορίες για βελτίωση των εισοδημάτων τους μέσα από την προώθηση ομάδων παραγωγών, συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών για απευθείας διακίνηση τροφίμων και άλλων χρηστικών προϊόντων χωρίς μεσάζοντες, συνεταιριστικών μικρών μαγαζιών, δικτύων διανομής και τοπικών συστημάτων ανταλλαγών με δικό τους νόμισμα κ.λ.π.
Με προώθηση εναλλακτικών πιστωτικών συνεταιρισμών, που διαχειρίζονται αποταμιεύσεις μελών και πελατών τους χωρίς κερδοσκοπικές πρακτικές, και χωρίς την συνήθη αδιαφορία των τραπεζών για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις των δράσεων που χρηματοδοτούν.
Θα χρειαζόταν στη συνέχεια να επαναπροσδιορίσουμεγενικότερα τις βασικές μας ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους-όσο γίνεται λιγότερο μέσω των αγορών και της ατομικής κατανάλωσης- με στήριξη στα συλλογικά αγαθά και με μικρότερο κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα, επιδιώκοντας την «ευζωία με ατομική εγκράτεια και μέσα από τη συλλογική αφθονία».
Επιδιώκοντας περισσότερο την αυτοανάπτυξη-αυτοπραγμάτωσή μας σαν ανθρώπινα όντα μέσα από τη κοινωνικοποίηση της εκπαίδευσης και παιδείας και την ενσωμάτωσή της στην κοινωνική ζωή και στην παραγωγική διαδικασία-σε ισορροπία με τη φύση -και κάτω από τον έλεγχο των πολιτών και των άμεσων παραγωγών.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση τα βήματα θα μπορούσαν να ήταν σαν τα παρακάτω:
- Το πρώτο βήμα θα ήταν η εκπαίδευση ενός ευρέος δικτύου συνεργείων τεχνιτών, που θα ανασκεύαζε όλα τα κτίρια κάθε περιφέρειας της χώρας , καθιστώντας τα ενεργειακά αποτελεσματικά και όπου δυνατόν ενεργειακά αυτάρκη. Αυτή η πολιτική πέρα από την εξοικονόμιση ενέργειας που θα πετύχαινε, θα δημιουργούσε πελώριο αριθμό νέων θέσεων εργασίας για μηχανικούς, υδραυλικούς, μονωτές, ηλεκτρολόγους, οικοδόμους κ.ο.κ. Οι ευκαιρίες για απασχόληση και δημιουργία θα επεκτείνονταν σε όλες τις κοινότητες και τους δήμους της χώρας.
- Το ίδιο θα συνέβαινε με την εφαρμογή μιας στρατηγικής μείωσης και εκμηδενισμού των απορριμμάτων, που θα δημιουργούσε δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, από συλλέκτες-διαλογείς απορριμμάτων έως επιστήμονες που θα πρωτοπορούσαν στην εφεύρεση κι εφαρμογή νέων υλικών και μεθόδων.
- Η εκπαίδευση χιλιάδων νέων ανθρώπων, στα σχολεία και τις σχολές, στην κηπουρική και την οικο-γεωργία, με σκοπό να παραγάγουν σε τοπικό επίπεδο όλο και περισσότερα τρόφιμα, για τον εαυτό τους και για διάθεση στην τοπική αγορά, θα δημιουργούσε επίσης νέες θέσεις εργασίας. Το καλύτερο θα ήταν βέβαια αν μετατρέπαμε τη χώρα σε ζώνη οικο-βιο-γεωργίας και ζώνη ελεύθερη από μεταλλαγμένα με ποιοτικά προϊόντα που θα έχουν και συγκριτικό πλεονέκτημα για εξαγωγές.
- Να αναβλαστούσαμε τα καμένα δάση, να αποκαταστούσαμε τις λίμνες,τα ποτάμια, τους βιοτόπους και τις παραλίες.
- Να αναζωογονούσαμε την παράκτια αλιεία καταργώντας την εντατική με τα συρόμενα εργαλεία βυθού.
Με «επιστροφή προς τα μπρος» θα καταφέρναμε να αποκαταστήσουμε το περιβάλλον μας, ώστε να αξίζει να ζούμε σε αυτό, δίνοντας ποιότητα στη τροφή και τη ζωή μας.
- Να αποκαταστούσαμε στη διατροφή μας το μεσογειακό διατροφικό μοντέλο με μείωση της κατανάλωσης κρέατος.
- Να δημιουργούσαμε νέα (ή να μετατρέπαμε τα παλιά) τοπικά βιομηχανικά οικοσυστήματα(απόβλητα μονάδων, επεξεργάσιμη ύλη για άλλες). Να επανασυστήναμε τη κλωστοϋφαντουργία-βιομηχανίας ζάχαρης κ.λπ. και γενικά να αναπτύσσαμε τηνοικονομία της εγγύτητας.
- Να ενισχύαμε την εσωτερική μετανάστευση με συλλογικές μετεγκαταστάσεις ανέργων νέων των πόλεων στην περιφέρεια, σε χώρους αυτοπαραγωγής και αυτοδιαχείρισης, απαιτώντας τη στήριξή της από κεντρικούς ή τοπικούς πόρους(π.χ. για νέους ακτήμονες αγρότες διάθεση δημόσιας ή δημοτικής γης). Να προχωρήσαμε σε αστικές και περιαστικές καλλιέργειες για παραγωγή μέρους τουλάχιστον της τροφής του εναπομείναντος πληθυσμού των πόλεων.
- Να επιδιώκαμε ενεργειακή αυτοδυναμία μέσω ενεργειακού εφοδιασμού από δημοτικές-διαδημοτικές επιχειρήσεις, που παράγουν ηλεκ. ενέργεια από ΑΠΕ, κατέχουν τα τοπικά δίκτυα μεσαίας και χαμηλής τάσης και διαχειρίζονται τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές της περιοχή τους. Και όλα αυτά να συνδέονται με καμπάνιες και τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας.
– Να επιδιώκαμε επίσης-όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα, αφού αποσύρουν τις πιθανές οικονομίες από τις τράπεζες-να εγκαθιστούν φ/β συστήματα στις στέγες και ταράτσες των σπιτιών, στις στέγες των αγροτικών υπόστεγων και αποθηκών, σε μη παραγωγική γη.
– Να εγκαθιστούν μικρές ανεμογεννήτριες σε ευνοϊκά σημεία μη παραγωγικής γης. Να δημιουργούν μη κερδοσκοπικές εταιρείες και συνεταιρισμούς, εταιρείες λαϊκής βάσης( π.χ. ετερόρρυθμες) κ.λπ. για την παραγωγή ενέργειας από μικρές εγκαταστάσεις ΑΠΕ και διάθεσή της στα τοπικά δημοτικά δίκτυα. Το ίδιο με τον εφοδιασμό σε πόσιμο νερό μέσω συνεταιρισμών διαχείρισής των λεκανών απορροής και των πηγών του.
- Να συρρικνώναμε το συγκεντρωτικό κράτος μεταφέροντας δικαιοδοσίες και πόρους προς μια όσο γίνεται πιο αποκεντρωμένη Τοπική Αυτοδιοίκηση(Τ.Α.) και κοινωνία.
- Παράλληλα η αισθητή βελτίωση των δημοσίων μεταφορών, ιδίως του σιδηρόδρομου, θα μείωνε τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων, θα συνέβαλε στην κοινωνικότητα των ανθρώπων-πράγμα που διέλυσε μεταξύ των άλλων και η αυτοκίνηση- και θα μείωνε το κόστος των μεταφορών που επιβαρύνει σήμερα όλα τα μεταφερόμενα προϊόντα. Οι ραδιοσυχνότητες, οι συχνότητες τηλεπικοινωνίας κ.λπ. θα μετατρέπονταν σε κοινωνικά-συλλογικά αγαθά-που είναι από τη φύση τους-και δε θα παρέμειναν σε ιδιωτικά χέρια, αλλά σε συνεταιρισμούς και συνεργατικές επικοινωνίας και ενημέρωσης.
Χρειάζεται λοιπόν ένα κίνημα, που θα οδηγήσει στη μετάβαση από την «ατομική απληστία» στη «συλλογική ωφέλεια», με πυλώνες την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινωνική και οικολογική βιωσιμότητα.
Γι αυτό χρειάζεται επειγόντως να αναπτυχθεί ένας ουσιαστικόςδημόσιος διάλογος-που ακόμα δεν γίνεται-ώστε ταυτόχρονα να επιδιώξουμε μια «πνευματική ανασύνταξη», όσο γίνεται πιο πλατιά. Για το πώς θα τιθασεύσουμε αρχικά, θα αντικαταστήσουμε στη συνέχεια, το σημερινό κυρίαρχο οικονομικό και πολιτισμικό μοντέλο του καπιταλισμού.
Χρειαζόμαστε ένα νέο πολιτισμό και ένα νέο είδος πολιτικής.
Η διαμόρφωση ενός τέτοιου προγράμματος «από τα κάτω» θα σήμαινε: αμεσοδημοκρατικές κινηματικές διαδικασίες του τύπουσυνελεύσεων γειτονιών- «πλατειών» των πόλεων, των χώρων εργασίας και εκπαίδευσης, των αγροτικών κοινοτήτων, των κοινοτήτων ενδιαφερόντων κ.λπ., που συνδεόμενες σε δίκτυα και λειτουργώντας σε ομοσπονδιακή βάση με εντολοδόχους, θα κατέληγαν στην καταρχήν διατύπωσή του.
Στη συνέχεια η υλοποίησή του θα προωθούνταν καλύτερα με τη δημιουργία τοπικών ριζοσπαστικών κινήσεων πολιτών που θα παρέμβαιναν στις τοπικές κοινωνίες και στην Τ.Α. και θα πίεζαν από τη μια να προωθήσει τα αιτήματα προς το κεντρικό κράτος, από την άλλη θα απαιτούσαν από τα όργανά της να καλούνσυνελεύσεις δημοτικών διαμερισμάτων, δήμων και των περιφερειών, για τη θεσμοθέτηση ενός -τοπικού στην αρχή-συμμετοχικού προϋπολογισμού με βάση τη δικαιοσύνη, τους τοπικούς πόρους και το μικρότερο οικολογικό αποτύπωμα. (Ο όρος συμμετοχικός με την έννοια ότι στη διαμόρφωσή του θα έχουν συμμετάσχει οι πολίτες-δημότες με τη διαδικασία των συνελεύσεων, όπου θα πρέπει να επιδιώκεται η όσο γίνεται μεγαλύτερη συμμετοχή).
Αυτή η διαδικασία θα οδηγούσε όχι μόνο μακροπρόθεσμα, αλλά και μεσοπρόθεσμα να αλλάξει ο συσχετισμός δυνάμεων στους θεσμούς της Τ.Α. Τώρα και το τοπικό πολιτικό προσωπικό λειτουργεί κατ εικόνα και ομοίωση του κεντρικού, αλλά εδώ είναι πιο εύκολο να αντικατασταθεί η εξουσία του από τους εντολοδόχους των συνελεύσεων των πολιτών.
Όταν γίνει αυτό σε αρκετούς δήμους, τότε θα είναι δυνατόν να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίουκαι η έκφρασή του σε ένα νέο σύνταγμα που δε θα στηρίζεται στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και το σημερινό κομματικό σύστημα, αλλά σε όσο γίνεται πιο αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς, με τη μορφή ίσως της ομοσπονδίας δήμων καισυνομοσπονδίας των περιφερειών. –
Πρόσφατα σχόλια