από την εκ εφημερίδα Πολίτης
«Απώλεια δεν είναι τα κτήρια. Είναι οι άνθρωποι που χάσαμε. / Εχάθηκεν μια ολόκληρη δομή πόλης τζι εμείς περιμένουμεν ακόμα να συμφωνήσουν κάποιοι ότι μπορούμε να επιστρέψουμε σε κάποιου είδους κανονική ζωή. / Φτάσαμεν στο σημείο, 41 χρόνια μετά, να μας αποκαλούν συμφεροντολόγους επειδή θέλουμε να πάμε πίσω. Πρόσφυγες 41 χρόνια που χάσαμε τα πάντα. / Να μας μιλούν συνωμοτικά ότι κάτι μπορεί να γίνει. Δηλαδή να μας κάμνουν χάρη ότι έν’ να πάμεν σπίτι μας. Τούτον εμένα με εξοργίζει. ‘Έν’ να πάτε νά βρετε τις περιουσίες σας’.
Ποιες περιουσίες; Τα κτήρια που έχουν λουβήσει; Πάλε δερμένοι έν’ να ’μαστε. / Άμα φύει τζι η δική μας η γενιά, που ήμασταν εικοσάρηδες τζι εξηνταρίσαμεν… / Που ήδη εφύαν αρκετοί. / Είμαστεν οι τελευταίοι της Αμμοχώστου. / Τζι είμαστε θυμωμένοι. Αν χαθεί τζι αυτή η ευκαιρία, εν θα επιστρέψουν τα άτομα που έχουν ταυτιστεί με την πόλη. Αν παν τα κοπελλούθκια μας, απλώς έν’ να κληρονομήσουν κάτι. Εν έχουν μνήμες. Εν θα τους λείπουν οι γείτονες, οι γειτονιές. Εμείς θα ανακαλύψουμε τις απώλειές μας. / Την τελευταία φορά που επήαμεν στην Αμμόχωστο κολύμπησα τζι επήα στο King George. Τζι είδα τζιείν’ το γυριλλάδικο, ίσια-ίσια που το ’θώρουν, όπως εκαμπούρκασα εγώ έτσι ήταν τζιαι το γυριλλάδικο, χάχα να πέσει. Έν’ τζειαμαί που ενώνεται η ψυσιή μας. Άμα λαλούμεν ότι θέλουμε την ψυσιή μας πίσω, εγώ εννοώ το».
Σκόρπια πόλη
«Η μεγαλύτερη απώλεια έν’ ότι εν μας αήκαν να κάτσουμεν ούλλοι μαζί σε έναν χώρο. Σπάσαμε. Έσπασαν τη δομή της πόλης, τις αντιστάσεις μας. Εν είπεν ο Μακάριος να παν να μείνουν κάπου κοντά στην Αμμόχωστο. Οι Λυσιώτες απαιτήσαν το τζιαι πάλε εν έγινεν αποδεκτό. Εν εμπορούσα να πάω να πω τον πόνο μου δίπλα. Επάλευκά το να βκω ’που πάνω. Εν εμπορούσαμε να βκούμε στον δρόμο να τους πούμε ‘είνταμ που πάτε να κάμετε;’ / Τους Τ/Κ εβάλαν τους μαζεμένους κάπου. Στο Τρίκωμο οι Λαρνακείς, εξ ου τζιαι κάμνουν τον κατακλυσμό. / Αν ήμασταν ούλλοι μαζί τζιαι συζητούσαμεν τα πράματα, η Ιστορία ήταν να γραφτεί διαφορετικά. / Και υπήρξαν ευκαιρίες. Το 1978 που πρότειναν στον Κυπριανού να πάει πίσω στις συνομιλίες άνευ όρων. Αν ήταν μαζεμένος ο κόσμος το ’78… ένας ψίθυρος στη γειτονιά, ήταν να δημιουργηθεί κάτι. Τα νέα εν επήαν πουθενά. / Τότε εν υπήρχαν ούτε τηλέφωνα ούτε κινητά, μόνο ένα κρατικό κανάλι που επέρναν προπαγάνδα. / Εν υπήρχαν τα μέσα να οργανωθεί ο κόσμος».
Από το fb στη Γλώσσα
«Τωρά όμως οργανωθήκαμεν. Το facebook μας έφερεν ούλλους κοντά. / Η τεχνολογία αντικατέστησε τις αποστάσεις. / Έτσι ξεκίνησε ανθρωποκεντρική η ιστοσελίδα… η πόλη έν’ το κοινό μας χαρακτηριστικό, αλλά ο καθένας ως άτομο έν’ τα κομμάθκια της πόλης. Ο καθένας μας έν’ το κομμάτι του εαυτού του που κουβαλά στην ομάδα, τα συναισθήματα, τις αναμνήσεις, την ιστορία του. / Τζιείνο που πέτυχε η ομάδα ήταν τα άτομα που ενώθηκαν. / Το αρχικό σκεπτικό ήταν να βάζαμε φωτογραφίες, να έβρισκα τους φίλους μου, να τους έκαμνα add, να μάθαιναν οι πιο νέοι πώς περνούσαμε πριν από το ’74 στην Αμμόχωστο. Μετά ήρταμεν σε επαφή με την αντίστοιχη ομάδα Famagusta Initiative τζι είπαμε να οργανώνουμε δειλά-δειλά ορισμένες εκδηλώσεις. Τζιαι συνεχίζουμε μέχρι σήμερα. Το μεγαλύτερο που έχουμε κάνει ήταν ο πρώτος Επιτάφιος το 2014 στις 18 Απριλίου, που δεν πίστευε κανένας ότι θα είχε τόσο μεγάλη επιτυχία. / Μας ξεπέρασε. Τζιαι μετά ρίξαμε σταυρό στη Γλώσσα. Η παπαδκιά είπεν μου ότι έν’ πιο μεγάλο ’που τον Επιτάφιο. ‘Ποιος εφαντάστηκεν ότι εμπορούσεν ο αρχιμανδρίτης να πάει στη Γλώσσα πά’ στο τέλι να σύρει τον σταυρό;’ / Τζιαι τούτα ούλλα έν’ μικρά βήματα για να φτάσουμε κάπου. / Ο σκοπός είναι ότι πρέπει να πηαίνουμε στην πόλη μας. Τούτο το μήνυμα θέλουμε να δώσουμε σε όλους τους Βαρωσιώτες. Να δίνουμε το παρών μας ότι η πόλη είναι δική μας. / Μία φορά τον μήνα, αν επηαίναν δκυο χιλιάδες Βαρωσιώτες, τζιαι να ανανεώνουνταν τζιαι να περπατούσαν ’που την Αγία Ζώνη στο Κάτω Βαρώσι, όπονθεν θέλουν ας επηαίναν, μία φορά τον μήνα, υποχρέωση προς την πατρίδα, προς τα αισθήματά τους, δκυο χιλιάδες να κάμνουν τούν’ τον περίπατο…»
Υπάρχει τέταρτη επιλογή;
«Μετά από 41 χρόνια αλλάξαν πάρα πολλά πράματα. Μιλούμε πλέον ποιος έχει δικαίωμα περιουσίας, αν έν’ ο ιδιοκτήτης, αν έν’ ο χρήστης. Υπάρχει μια πρόταση για το περιουσιακό που αφορά τον πρόσφυγα. Ανταλλαγή, αποζημίωση, αποκατάσταση. Υπάρχει τέταρτη επιλογή; Θέλω κάποιον να ’ρτει να πει η τέταρτη επιλογή ποια είναι αν δεν λυθεί το Κυπριακό; Και ποιος θα αποφασίσει για μένα τι θα κάμω εγώ την περιουσία μου στο Βαρώσι, στο Λευκόνοικο, στο Τρίκωμο, στη Γύψου, οπουδήποτε. Και ποια είναι η τέταρτη επιλογή που μας δίνουν; Έν’ να ’ρτει να μας αποζημιώσει το κράτος; Έν’ να ’ρτουν να κάμουν επιτροπή στα κατεχόμενα πάλε, τζιαι να λαλούν τον κόσμο προδότες;»
Πατρίδα είναι…
«Ένα πράμα έν’ οι περιουσίες τζιαι άλλο η πατρίδα. Οι μη πρόσφυγες πρέπει να μας πουν αν ανέχονται η πατρίδα τους να ’ν’ μισή. Εμείς εν τζιαι ζητούμε μόνο την Αμμόχωστο. Διότι μόνη της εν έν’ τίποτε. Εμείς ζητούμε να πηαίνουμε τζιαι στη Σαλαμίνα. / Εμείς ζητούμε λύση. / Να φύει το συρματόπλεγμα. / Η λύση όμως έν’ να φέρει κάποιες επιστροφές. / Η λύση θα φέρει τζιαι απώλειες. Τζιαι πρέπει να τις συνειδητοποιήσουμε. Τζιαι τούτο έν’ το κόστος. Εν θα χτυπούμε τον κόσμο. Έν’ να χτυπούμε τη ρίζα του κακού. Η ρίζα είναι η μη λύση. Θέλουμε να πάμε πίσω σε μιαν ενωμένη πατρίδα. Θέλουμε τα παιδκιά μας να ξέρουν πού επήεν σχολείο ο παπάς τους. / Ότι το ΓΣΕ έν’ η έδρα της ομάδας τους. Να του δείξω πού επήαιννα τεσσάρων χρονών να κόψω εισιτήριο να μπω μες στο γήπεδο. Να του δείξω πού ήταν οι οπαδοί της Σαλαμίνας. / Που έβρεσιεν πάντα ’που κάτω τζι ετρώαμεν τα νερά.»
Όχι σε εμπειρογνώμονες
«Μιλώντας με φίλους μου, λέουν μου ‘ούτε τα χόρτα εν θέλω να μου βκάλουν. Θέλω να βκάλω εγώ τα χόρτα που μες στην αυλή μου. Γιατί να πατήσουν μέσα;’ Επατήσαν τόσοι, εβεβηλώσαν τόσοι τα σπίθκια του καθενός. Γιατί πρέπει να μπει τζι οποιοσδήποτε άλλος εμπειρογνώμονας; Τον σεβασμό που μας εδείξαν, είδαμεν τον 41 χρόνια. Εν ήρτεν κανένας να μιλήσει με τον κόσμο. Κανένας εν έσιει το ανάστημα να μιλήσει με τον κόσμο. Λυπούμαι. Θέλουμε να μπούμε εμείς. Με ούλλα τα ρίσκα. Να πάει κάποιος να δει το σπίτι του. Να δει την απώλεια. Από πού ώς πού να μην αφήσεις τον κάτοικο να επουλώσει τις πληγές του; Μπορεί να θέλω να βάλω ένα τσιατίρι μες στην αυλή τζιαι να θωρώ το σπίτι μου. Πόσα χρόνια εμείναν του καθενός μας δηλαδή; / Το 2004, λίγο πριν από το δημοψήφισμα, στη Λεμεσό ήρτεν ο Άγγελος Δημητρίου τζιαι μας είχε πει ότι δεν θα πέσει το Βαρώσι. Δεν θα τα ρίξουμε όλα. Κανεί που αλλάξαμεν εμείς. Να κρατήσουμε τουλάχιστον τζιείνα που θυμούμαστε τζιαι σταδιακά να τα σάζουμε».
«Κόστος» ανοικοδόμησης
«Τούν’ το σενάριο του πόσο θα κοστίσει η ανοικοδόμηση δεν αφορά κανέναν, μα κανένα,. Εμείς απλώς θέλουμε να πάμε πίσω. Τι τους ενδιαφέρει το κόστος της ανοικοδόμησης; Απορώ γιατί το συζητούμε; Γιατί έν’ απειλή τούν’ το πράμα; / Δηλαδή άμα έν’ να χτίσω ένα σπίτι στη Λευκωσία εν θα κάμω το δάνειό μου; Με την ίδια λογική να πάω να χτίσω στο Βαρώσι. / Έσιει κάποιον που έν’ να σκεφτεί το κόστος να πάει να δει το σπίτι του; Την ευτυχία να περάσει ’που δωμάτιο σε δωμάτιο; / Θέλουμε να αναπνέουμε Βαρώσι. / Τζιαι πάλε για λεφτά μιλούσιν. / Τζιαι τωρά είναι πρόκληση να θέλεις να πας σπίτι σου. / Να συζητούμε το κόστος της ανοικοδόμησης; / Με τούν’ τον πόνον ούλλον; / Να μεν θωρούν ότι έσιει άλλη μισή Κύπρο;»
Ο «επίσημος» Τούρκος
«Επέρνουν το οδόφραγμα. Εδίουν την ταυτότητα μου. Εμίλουν άσχημα μες στο αυτοκίνητο. Τζιαι τούτο που έκαμε η ομάδα σιγά-σιγά είναι ότι με το να πηαίννουμεν ποτζεί, συνειδητοποιούμεν ότι έν’ σαν εμάς τζιαι τζιείνοι. Για μένα το μεγαλύτερο μάθημα ήταν η Αγία Παρασκευή. Τζειαμαί εππέσαν ούλλες οι άμυνές μου σε σχέση με τους Τούρκους. Αν δεν επηαίνναμεν σε τζιείν’ την παλιοεκκλησιά να την καθαρίσουμε, να γινούμε πόξυλοι, χωματένοι, λέσι-φτώμα… για μέναν τζιείν’ τα δκυο τα καροτσούθκια που μας εδώσαν οι Τ/Κ ήταν καροτσούθκια του παραδείσου. Μες στη ζέστη είπα, ας πεθάνω, παραδίδω το πνεύμα. Εν υπάρχει κακία. Εφυτέψαν μας την».
Οι γείτονες που απορρίψαμε
«Εγώ ήξερα πολλούς Τούρκους. Αλλά εν τζι εδίεννα σημασία. Εσυνηθίσαμεν ότι στο φαρμακείο έρκουνταν τζιαι Τούρτζιοι. Είχαμεν τζιαι φαρμακευτική που εψουμνίζαν, [ο παπάς μου] ήταν ο μόνος που τους εδίαν πίστωση. Είπαν μου ύστερα. Αλλά αφού η ε/κ κοινότητα εν αθθυμάτουν τζι εν είσιεν μνήμες, επερίμενα ότι η τ/κ κοινότητα ήταν να ‘σιει μνήμες; Επήα το ’04. Ήταν μεγάλη η έκπληξη. Έβρισκα αθρώπους που ηλικιακά ήταν αγέννητοι το ’74, εν υπήρχε περίπτωση να τους είχα γνωρίσει προσωπικά. Μπήκα σε μαγαζιά τζι εθέλαν να πιάω πράματα. Τον Νιόβρη του ’05 εκάμαμεν συγκέντρωση στην πλατεία. Τζι εκαρτερούσαν οι γέροι πάσ’ στα παγκούθκια ’που η ώρα 12 τζι εμείς επήαμεν η ώρα τρεις. Εθέλαν να δουν τους Βαρωσιώτες που ήταν να ’ρτουν. Στην Έγκωμη είσιεν ανθρώπους που εν εβκαίναν που το σπίτι άμαν έρκετουν ένας γείτονας. Τζιαι άμα επήαιννα εγώ εβκαίναν έξω. / Τζι εμείς στην Ευριπίδου είχαμεν Τούρκο γείτονα, τζι ήταν ο καλλύττερος γείτονας. / Τους καλύτερους γείτονες απορρίψαμεν τους./ Οι πέντε-δέκα Τ/Κ που έρκουνται στις λειτουργίες στον Άγιο Εξορινό – έν’ να το κάμναμε το αντίστοιχο να πηαίννουμε στο τζαμί τους να στεκούμαστε π’ όξω; / Εν θα πηαίνναμε».
* Σ.σ. Το κείμενο της συνέντευξης αναπτύσσεται με βάση την κοινότητα που διαμορφώνουν οι εμπειρίες και η δράση των εφτά Βαρωσιωτών. Γι’ αυτό και χωρίζει τις διαφορετικές φωνές τους με την ένδειξη «/», παραλείποντας να προσδιορίζει ποιος ή ποια μιλά κάθε φορά.
ΦΩΤΟ: ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Τούλα Ιακώβου
Νίκος Νικολάου
Γιώργος Ιεροδιακόνου
Μαρίνα Κοκκίνου
Μιράντα Παναγίδου
Παύλος Ιακώβου
Νίκος Κάρουλλας
ΜΙΧΑΛΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
Πρόσφατα σχόλια