του Κώστα Ράπτη
Για περισσότερο από μία δεκαετία οι Τούρκοι πολίτες επεφύλασσαν στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ολοένα και μεγαλύτερες πλειοψηφίες κινητοποιημένοι από ένα θετικό όραμα: οικονομική ανάπτυξη, απαλλαγή από την κηδεμονία του στρατού και του παλαιού κατεστημένου, ενταξιακή πορεία προς την Ε.Ε., αναγνώριση της μουσουλμανικής πολιτισμικής φυσιογνωμίας της πλειοψηφίας του πληθυσμού, επίλυση του Κουρδικού, “μηδενικά προβλήματα” με τους γείτονες. Όλες αυτές οι προσδοκίες έχουν πλέον εξαντληθεί, όπως έδειξε το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Ιουνίου -εξ ού και η οικοδόμηση πολιτικών συμμαχιών στην κοινωνία βασίσθηκε έκτοτε σε αρνητικά “υλικά”.
Οι Τούρκοι ψήφισαν την 1η Νοεμβρίου κινητοποιημένοι πρωτίστως από τον φόβο -για την ασφάλειά τους, για την ακεραιότητα της χώρας τους και για το οικονομικό τους μέλλον. Πρόκειται για ένα χαρτί το οποίο χειρίστηκαν επιδέξια οι Tayip Erdoğan και Ahmet Davutoğlu προκειμένου το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να ανακτήσει τη χαμένη αυτοδυναμία, προβάλλοντας ως εγγυητής της “σταθερότητας”.
Όμως η “σταθερότητα” δεν θα επιτευχθεί παρά με μία περιορισμένη έννοια – αυτήν που προορίζεται να υποβαθμίσει την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου περισσότερο και από όσο περιγράφεται στην ετήσια έκθεση προόδου της Τουρκίας την οποία η Κομισιόν απέφυγε να δημοσιοποιήσει στην ώρα της, σε ένα πρωτοφανές “ρουσφέτι” προς τους ιθύνοντες της Άγκυρας.
Αντιθέτως, τόσο στον τομέα της ασφάλειας, όσο και σε αυτόν της οικονομίας οι προοπτικές είναι μόνο αρνητικές – και η αίσθηση του “ακαταδίωκτου” που πλέον θα συνοδεύει τους κυβερνώντες δεν αποτελεί καλό σύμβουλο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που παραμονεύουν.
Βεβαίως, ο Tayip Erdoğan αποδεικνύει για άλλη μία φορά ότι είναι “γεννημένος μαχητής” και “πολιτική μηχανή”. Παρά το γεγονός ότι είχε απέναντί του την εγκατάλειψη από πρώην συμμάχους (το δίκτυο του ιεροκήρυκα Fethullah Gülen), καθώς και την επανεμφάνιση στο προσκήνιο της κουρδικής και τουρκικής αριστεράς με νέα αυτοπεποίθηση, ο Τούρκος πρόεδρος επέλεξε να τορπιλίσει τις θερινές διαπραγματεύσεις για σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης και να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν ότι δεν διέθετε πραγματικά άλλη επιλογή, στο φόντο των αποκαλύψεων για τα σκάνδαλα διαφθοράς του περιβάλλοντός του και τον σκοτεινό ρόλο των τουρκικών υπηρεσιών στην ενίσχυση του τζιχαντισμού στη γειτονική Συρία. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι “διάβασε” το αποτέλεσμα του Ιουνίου και τις μετεκλογικές τάσεις με μεγαλύτερη ακρίβεια από όλους τους δημοσκόπους και αναλυτές, διαπιστώνοντας ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης διέθετε εφεδρείες.
Πράγματι, το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης είχε την Κυριακή διαρροές προς το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης μεγαλύτερες των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων, σε μια απτή υλοποίηση του δόγματος της “τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης”, ενώ οι απώλειες του φιλοκουρδικού αριστερού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών αγγίζουν τις τρεις μονάδες. Η αναζωπύρωση τον Ιούλιο της ένοπλης αντιπαράθεσης με το ΡΚΚ έφερε τα αναμενόμενα βραχυπρόθεσμα οφέλη – για το μακροπρόθεσμο κόστος ούτε λόγος. Η Τουρκία είναι, όπως αποδεικνύει και το εκλογικό αποτέλεσμα, μια χώρα που διαπερνάται από ολοένα και πιο βαθιές διαιρέσεις, πολιτικές, πολιτισμικές και γεωγραφικές.
“Σκοτώθηκαν 400 άνθρωποι” στο διάστημα από τις εκλογές του Ιουλίου μέχρι τις χθεσινές, παρατήρησε με περίσκεψη ο ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κemal Kılıçdaroğlu. Περισσότερο όμως και από την πολιτική αποδοτικότητα του φόβου θα έπρεπε να τον απασχολήσει το γεγονός ότι το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει μεταβληθεί σε ένα “κεμαλιστικό γκέτο”, του οποίου η εκλογική επίδοση μένει, ανεξαρτήτως της εκάστοτε συγκυρίας, η ίδια.
Από την πλευρά του, ο Tayyip Erdoğan στις πρώτες του μετεκλογικές δηλώσεις εξέφρασε την “ευγνωμοσύνη” του προς το έθνος το οποίο “επέδειξε ωριμότητα” και θα πρέπει να σταθεί ενωμένο απέναντι στις “πλεκτάνες” που του επιφυλάσσονται. Παρατήρησε μάλιστα ότι “όλος ο κόσμος χρειάζεται να σεβαστεί το γεγονός ότι ένα κόμμα κατέλαβε την εξουσία στην Τουρκία με ποσοστό περίπου 50%”, αλλά ο ίδιος δεν διακρίνει ακόμη αυτόν τον σεβασμό.
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για αντιστροφή της ρήσης του Atatürk “ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο” – αν ο “σεβασμός” που αναμένει ο Τούρκος πρόεδρος από το εξωτερικό θεωρηθεί αντανάκλαση του γεγονότος ότι στη χώρα του επικρατεί έρπων εμφύλιος πόλεμος και η ατζέντα γράφεται από τους τζιχαντιστές που σφαγίασαν στην Άγκυρα 102 διαδηλωτές. Αλλά επ’ αυτού, ούτε στην Ουάσιγκτον, ούτε στη Μόσχα ή στην Τεχεράνη πρόκειται να βρει ευήκοον ούς ο Erdoğan καθώς η τράπουλα στην περιοχή ξαναμοιράζεται και η στήριξη των αυτονομημένων Κούρδων της Συρίας αποτελεί το μόνο βέβαιο μέχρι στιγμής κοινό σημείο των μεγάλων δυνάμεων. Ευτυχώς για τον ίδιο, υπάρχουν πάντοτε και οι περιδεείς Βρυξέλλες…
Πρόσφατα σχόλια