Σταμάτησε άραγε η ταξική πάλη, ώστε ο Νίκος Μπελογιάννης, ένας επαναστάτης κομμουνιστής, να τοποθετηθεί σ’ ένα μουσείο της αστικής τάξης ως εθνικός ήρωας; Η απάντηση είναι αυτονόητα αρνητική. Οι κουτοπόνηροι του Περισσού, βέβαια, που συνέπραξαν εν πλήρη συνειδήσει στο ανοσιούργημα της περασμένης Δευτέρας, 65 χρόνια μετά από το ανοσιούργημα της δολοφονίας του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, θα μας πουν ότι το μουσείο δεν είναι της αστικής τάξης, αλλά του λαού. Μόνο που τα γεγονότα είναι πεισματάρικα για να τα φέρουν στα μέτρα τους. Αν αυτοί εκπροσωπούν την εργατική τάξη και το λαό και ήθελαν ένα τέτοιο μουσείο αφιερωμένο στον Μπελογιάννη, θα έβρισκαν τρόπο να το κάνουν ανεξάρτητα από τον κρατικό μηχανισμό.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πατρικό σπίτι του Μπελογιάννη ανήκει στο Δήμο (ο οποίος μάλιστα -με αφάνταστο θράσος- έχει εγκαταστήσει στο ισόγειό του τη Δημοτική Αστυνομία!) και το μουσείο χρηματοδοτήθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων. Ο Περισσός επέλεξε να συμπράξει με αυτούς και να υποστεί όχι μόνο τη συνύπαρξη του Κουτσούμπα με τον Τσίπρα, αλλά και μια αισχρή επιστολή του γιου του Μπελογιάννη (τη διάβασε ο δήμαρχος), στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ υποστήριζε ότι για το θάνατο του Μπελογιάννη ευθύνονται εξίσου η «ξενόδουλη δεξιά» και η «κοντόφθαλμη Αριστερά της εποχής», που «ήταν εξ ορισμού καχύποπτη απέναντι σε όποιον τολμούσε να σκέπτεται»!
Είναι γνωστές οι απόψεις του εν λόγω κυρίου (και της μητέρας του, που έχει πεθάνει) και δεν ευθύνεται ο κομμουνιστής ήρωας για την κατάντια ενός γιου που δεν πρόλαβε καν να γνωρίσει. Από πότε, όμως, αναγνωρίζονται οποιουδήποτε είδους κληρονομικά δικαιώματα στα παιδιά των κομμουνιστών; Αυτό δεν έγινε ποτέ στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, όμως ο Κουτσούμπας και η ηγεσία του Περισσού έχουν μ’ αυτή την ιστορία μόνο σχέσεις καπηλείας και σκύλευσης.
Από εκεί και πέρα, τα «νάζια» με την αποχώρηση την ώρα που μιλούσε ο Τσίπρας δε θα τα έπαιρνε κανείς χαμπάρι, αν δε φρόντιζε να τα μεγαλοποιήσει ο αντι-ΣΥΡΙΖΑ αστικός Τύπος, για τους δικούς του λόγους. Αλλωστε, το πιστόλι του Μπελογιάννη ο Κουτσούμπας το παρέδωσε έχοντας δίπλα του τον Τσίπρα, ο οποίος -επιστρατεύοντας όλη την υποκριτική του δεινότητα- ρωτούσε πληροφορίες. Είχε κι αυτή η ενέργεια το δικό της συμβολισμό: το πιστόλι του πολιτικού επιτρόπου του ΔΣΕ μπαίνει στο μουσείο (μαζί με τον ένοπλο αγώνα ως προοπτική για την κατάκτηση της κοινωνικής απελευθέρωσης, φυσικά). Και η τηλεοπτική εικόνα έστελνε το δικό της μήνυμα: δίπλα-δίπλα οι ηγέτες της Αριστεράς, με τις μεγάλες διαφορές τους, ενωμένοι όμως απέναντι στην ιστορία του κινήματος, που τους ανήκει εξίσου!
Γιατί συνέπραξε η ηγεσία του Περισσού σ’ αυτό το ανοσιούργημα; Μα γιατί είναι ένα αστικό κόμμα, που θέλει να αναγνωριστεί ως τμήμα της εθνικής-αστικής παράδοσης. Τα ίδια δεν είχε κάνει με την αναγνώριση της ΕΑΜικής αντίστασης από το ΠΑΣΟΚ, που χρησιμοποίησε αυτή την τυπική πράξη ως σφραγίδα αριστεροσύνης; Τότε ήταν το ΠΑΣΟΚ, σήμερα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στον Τσίπρα, τον Βούτση, τον ΣΥΡΙΖΑ αξίζουν μερικοί στίχοι του μεγάλου Κώστα Βάρναλη: «Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες, / που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν, / και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!». Οπως μετά την απελευθέρωση οι δωσίλογοι μοστράριζαν σαν πατριώτες και οι αγωνιστές της Αντίστασης δολοφονούνταν, εξορίζονταν, φυλακίζονταν, έτσι και τώρα, οι σύγχρονοι δωσίλογοι, τα τσιράκια της ελληνικής αστικής τάξης και του διεθνούς ιμπεριαλισμού, οι συνομιλητές της τρόικας, οι σταυρωτήδες του ελληνικού λαού, μοστράρουν σαν αριστεροί, αποπατώντας στους τάφους των ηρώων, είτε πρόκειται για το Σκοπευτήριο της Καισαριανής είτε για το πατρικό του Μπελογιάννη.
Τέσσερις στίχοι του Βάρναλη, πάλι: «Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους! / Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι, / θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου».
Ο,τι και να κάνουν, ο Μπελογιάννης, οι Μπελογιάννηδες δε χωράνε στα μουσεία της αστικής τάξης. Το λένε οι στίχοι του Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή, που μελοποίησε ο Λάκης Χατζής: «Ζει σ’ όλους τους καιρούς, σ’ όλους τους τόπους / το κάθε σπίτι, σπίτι του δικό. / Ζει ο Μπελογιάννης, ζει με τους ανθρώπους / που χτίζουν έναν κόσμο σοσιαλιστικό. / Ο Μπελογιάννης ζει μες στην καρδιά μας, / ο Μπελογιάννης ζει πα στις κορφές / ο Μπελογιάννης ζει κι είναι κοντά μας / στων τραγουδιών τις λεύτερες στροφές».
Οταν η εργατική τάξη και ο λαός της Ελλάδας, ακολουθώντας το δρόμο των επαναστατών του ΔΣΕ, θα είναι σε θέση να χτίσει μια Ελλάδα του σοσιαλισμού, θα φτιάξει και το μουσείο του Μπελογιάννη. «Το μεγάλο μνημείο των ηρώων της επανάστασης», όπως έγραφε ο Ρίτσος κλεισμένος στα σύρματα της Μακρόνησος. Μέχρι τότε, ο Μπελογιάννης θα ζει στων τραγουδιών τις λέφτερες στροφές. Και θα συμβολίζει πάρα πολλά, χρήσιμα όχι μόνο ως ανάμνηση μιας επαναστατικής εποχής αλλά ως σχολείο για κάθε νέο επαναστάτη.
Ενας νέος, φοιτητής της Νομικής, με μια λαμπρή καριέρα μπροστά του, στρατεύεται στις ιδέες του κομμουνισμού και της επανάστασης. Οχι στην περίοδο της Κατοχής, που υπήρχε μια γενική στράτευση των ανθρώπων του λαού, αλλά αρκετά προτύτερα. Εν πλήρει συνειδήσει γι’ αυτά που εγκαταλείπει και γι’ αυτά που τον περιμένουν. Ο Μπελογιάννης αρνείται την αστική ζωή που έχει εξασφαλισμένη και «παντρεύεται» την παρανομία, τις στερήσεις, τις διώξεις, τον κίνδυνο της σύλληψης, των βασανιστηρίων, της φυλακής, της απειλής για την ίδια τη ζωή του. Αυτή η στράτευση αποπνέει την ίδια γενναιότητα με τη στάση του στα έκτακτα στρατοδικεία του μοναρχοφασισμού και εν τέλει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Αυτή την επαναστατική στράτευση του νεαρού φοιτητή ο Μπελογιάννης την υπηρέτησε με απόλυτη συνέπεια μέχρι το τέλος. Στον ένοπλο αγώνα ενάντια στους ναζιφασίστες εισβολείς, στο δεύτερο ένοπλο αγώνα ενάντια στους αμερικανοβρετανούς ιμπεριαλιστές και τα ντόπια τσιράκια τους, στην πολιτική προσφυγιά και μετά στην προσπάθεια να στήσει καινούργιο παράνομο μηχανισμό του κόμματος. Για επαναστάτες σαν τον Μπελογιάννη, η στάση στα στρατοδικεία, όπου τσάκισε πολιτικά τους μοναρχοφασίστες, και μπροστά στις κάννες του εκτελεστικού αποσπάσματος, ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου. Ηξεραν πολύ καλά πως η ζωή τους δεν πάει χαμένη. Οτι το αίμα τους δε χύνεται άδικα, αλλά ποτίζει το δέντρο της επανάστασης, που όλο το κουρεύουν κι όλο θεριεύει.
Πρόσφατα σχόλια