Ο Νίκος Ψυρούκης και το εθνικό ζήτημα
«Για να πλουτίσει ένα εργοστάσιο στο Λάγκαστερ πρέπει να εξοντωθούν 500.000 Ινδοί»
Αχμέτ Μαουλεβί-Ινδία
Ο Νίκος Ψυρούκης στο έργο του «Το εθνικό ζήτημα», το οποίο γράφτηκε όταν ήδη είχε ξεκινήσει η κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, εξετάζει το έθνος από τη σκοπιά της σύνθεσης όλων των παραγόντων που διαμορφώνουν τη φυσιογνωμία κάθε λαού. Στον δε πρόλογο του βιβλίου που εκδίδεται εκ νέου το 2003 από τις εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ-ΚΟΥΚΚΙΔΑ, μετά τις καθοριστικές εξελίξεις αυτής της αποσύνθεσης, αναφέρεται και στις νέες τάσεις εκείνης της εποχής. Το «τέλος των ιδεολογιών», η πηγή στη μεταμοντέρνα πρόσληψη της παγκοσμιοποίησης όπως και στο έργο των Handt-Negri «Αυτοκρατορία», είναι ένα έργο που θα οδηγήσει σε ιδεολογικές διαμάχες, ως ενδεικτικό του κλίματος ανάπτυξης μιας παγκοσμιοποιημένης-εθνοαποδομητικής-«γκλομπαλιστικής», όπως την αναφέρει, αριστεράς. Ο ίδιος εδώ και δεκαετίες άλλωστε τονίζει ότι το εθνικό ζήτημα είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το αναλάβουν οι καταπιεσμένες τάξεις διευθετώντας τις τύχες του έθνους και συμπράττοντας με άλλα έθνη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Τονίζει στη μελέτη του: «η επίλυση των σύγχρονων κοινωνικών αντιθέσεων περνάει από την επίλυση του εθνικού ζητήματος και ταυτίζεται με την κύρια αντίφαση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος». Κάθετα ενάντιος στην αντίληψη της ασυνέχειας που ήδη από τη δεκαετία του ’90 είχαν ξεκινήσει ιστορικές -αριστερής έμπνευσης- «σχολές» να προβάλουν, πίστευε με μαρξιστικό σθένος ότι το έθνος είναι μια ιστορική κατηγορία με παρελθόν, παρόν και μέλλον και πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν όλα τα κοινωνικά ζητήματα στο συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Συνεπώς το έθνος για το ΝΨ δεν είναι μια νεωτερική κατασκευή. Όπως και ο Σβορώνος, διαχωρίζει το έθνος από το κράτος, εξηγώντας στο έργο του ότι το έθνος-κράτος είναι μόνο ένα σημείο μέσα στην εξελικτική πορεία του ίδιου του έθνους. Η αγάπη για την πατρίδα του και ιδιαίτερα για την Κύπρο όπως και η αγάπη του για τις καταπιεσμένες πατρίδες σε όλον τον κόσμο, με δράση πρωτοποριακή ήδη από τη δεκαετία του ’60 (έκδοση των περιοδικών «Αντιιμπεριαλιστής» και «Φίλοι των Νέων Χωρών») συνδυαζόταν με την επαναστατική θέση του “αντιιμπεριαλιστή” Μαρξ: «όταν το ένα έθνος καταπιέζει το άλλο δεν είναι και το ίδιο ελεύθερο». Για το Νίκο Ψυρούκη, προϋπόθεση για την εξάλειψη του έθνους είναι η αταξική κοινωνία και η κατάργηση της καταπίεσης έθνους από έθνος. Το εθνικό κράτος δεν προστατεύει την αυτοδιάθεση του έθνους διότι είναι η κατεξοχήν έκφραση της ιθύνουσας τάξης στην περιφέρεια η οποία παίζει το ρόλο του υποστυλώματος της αποικιοκρατίας.
Με οδηγό τη μαρξιστική θέση για την ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων, ο Νίκος Ψυρούκης προσπαθεί να συνθέσει την ιστορική φυσιογνωμία του κάθε λαού. Σε κάθε περίπτωση ούτε υποτάσσεται στις ιδιαιτερότητες αλλά ούτε στην “αντικειμενική”-δογματική θέαση των παραγωγικών σχέσεων. Έτσι, ενώ μιλά για την εθνογένεση και τη σχέση της με τη δημιουργία του έθνους-κράτους εν τούτοις εντοπίζει το φαινόμενο από την ανάπτυξη ιδιαιτεροτήτων του κάθε λαού ήδη από την νεολιθική περίοδο. Εκεί και τότε διαμορφώνονται ξεχωριστά και σε διαφορετικούς χρόνους, με επικοινωνία των ίδιων των λαών και οι ξεχωριστές λαότητες, εθνότητες οι οποίες πέρα από κάθε μύθο θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο την εποχή που τελειοποιείται το αποικιακό σύστημα φανερώνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις του για το ρόλο της κατεχόμενης περιφέρειας.
H διαλεκτική εξέλιξη της κοινωνίας από τον πρωτόγονο κομμουνισμό στην αταξική κοινωνία τον βοηθάει να διαμορφώσει μια ευέλικτη τυπολογία για τη γένεση του έθνους συμπεριλαμβάνοντας συνθετικά και όλους αυτούς τους παράγοντες που το διαμορφώνουν μέσα στο συγκεκριμένο χρόνο και μέσα στο συγκεκριμένο χώρο. Ο ίδιος γράφει ότι κάθε θέση «πρέπει να παίρνεται α)ιστορικά β)σε συνάρτηση με τα άλλα μέρη γ)σε σχέση με την ιδιαίτερη πραγματικότητα». Για αυτό και στην εν λόγω μελέτη του που τη χτίζει και τη θεμελιώνει πάνω στις βασικές παρακαταθήκες της ταξικής πάλης έχει αναφορές στο χρόνο και στο χώρο που κάνουν εντελώς διαφορετική την κάθε περίπτωση. Οι «εδαφικές σχέσεις», όπως τονίζει σε άλλο έργο του («Ιστορικός χώρος και Ελλάδα», εκδόσεις ΑΙΓΑΙΟΝ 1993) δηλαδή η διαμόρφωση της γλωσσικής, οικονομικής, πολιτικής κοινότητας που ωθεί στην εθνική αποκρυστάλλωση σε συνθήκες που το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα είναι ήδη δομικά αποικιοκρατικό, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο δίπλα στην ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων. Και μάλιστα στο χώρο της περιφέρειας, η αστική τάξη δεν είναι παρά ο φορέας της νέας εθνικής συνείδησης «στη βάση της επιστασίας της από το ξένο κεφάλαιο».
Σήμερα, σε μια περίοδο αναθέρμανσης του εθνικού ζητήματος τόσο στην ευρύτερη ιστορική περιοχή της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων η σημασία της ανάγνωσης και εξέτασης του έργου του ΝΨ είναι σχεδόν επιτακτική. Όχι μόνο διότι ο ΝΨ στην ανάλυσή του συνθέτει τους δυο αυτούς παράγοντες, εθνικό και κοινωνικό, στην πιο ολοκληρωμένη τους απελευθερωτική προοπτική αλλά και διότι η ίδια η πραγματικότητα είναι ιδιαιτέρως επιτακτική. Οι απειλές της Τουρκίας από την Ανατολή (Ελλάδα, Κύπρος, Συρία, Ιράκ) δίπλα στις νεο-Ισλαμικές απόπειρες δημιουργίας ενός σκοταδιστικού Κράτους στη Μέση Ανατολή από τη μια πλευρά. Από τη Δύση, η στρατιωτική-πολιτική-οικονομική επέκταση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ δίπλα στη διαρκή συνθήκη εξάρτησης από τους δανειστές, σε ένα περιβάλλον ολοένα και μεγαλύτερης ρευστότητας και ασάφειας από την ανάδυση πολλών ηγεμονικών πόλων, συμπληρώνει μια διαχρονία κατοχής αυτού του ιστορικού χώρου όπου το εθνικό ζήτημα εμπερικλείει όλες τις κοινωνικές αντιφάσεις.
Η μελέτη του έργου του ΝΨ αυτήν την εποχή αποκτάει όλο και μεγαλύτερη σημασία, γίνεται και ένας χρήσιμος οδηγός κατανόησης της πραγματικότητας και για τη χώρα μας. Οι απειλές της Τουρκίας, οι βαλκανικές μας διενέξεις και διαμάχες στο μακεδονικό ή στην υπόθεση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία είναι μόνο ενδεικτικές ενός κλίματος που γίνεται μόνιμο με τάσεις διεύρυνσης σε αυτήν την αποσύνθεση. Ποια θα μπορούσε να είναι η εναλλακτική απέναντι την κατάσταση; Ίσως η νέα κουρδική αναγέννηση να μπορεί να μας δώσει κάποια φώτα. Όχι για να ακολουθήσουμε κατά γράμμα την Ανατολική Ουτοπία της Δημοκρατικής Αυτονομίας & Συνομοσπονδισμού αλλά για να προβληματιστούμε για την ελληνική εναλλακτική στη βάση της ελληνική ιδιοπροσωπίας. Δηλαδή να τεθούν οι βάσεις για το ξεπέρασμα δίπολων και διχοτομήσεων που τραβούν το σκοινί μια διελκυστίνδας με τις δήθεν αριστερές και δεξιές παρακαταθήκες τους. Ο Νίκος Ψυρούκης σε όλο του έργο αλλά και ιδιαίτερα στο «εθνικό ζήτημα», μας δίνει κάποια από αυτά τα εφόδια και στηρίζει ένα νέο προβληματισμό στο σήμερα.
Σε αυτήν την προσπάθεια παρουσίασης αυτής της μελέτης εντοπίστηκαν και κάποια σημεία τα οποία ίσως αξίζει τον κόπο να τεθούν κάτω από μια νέα οπτική, πλησιάζοντας το 2021 και αποκομίζοντας μια νέα τεκμηρίωση χωρίς τη φοβία για την παραβίασης της πολιτικής ορθότητας, κάτι που κι ο ίδιος ο Ψυρούκης τιμούσε. Έτσι, στοιχεία της μελέτης του σε ένα βαθμό θα μπορούσαν να επανεξεταστούν:
–«Το να κηρύττει κανείς μια ‘’δίκαιη μοιρασιά’’ του εισοδήματος σε μια τέτοια βάση είναι προυντονισμός, στενοκεφαλιά μικροαστού και φιλισταίου». Είναι γνωστή η εμπαθής κριτική του Μαρξ προς το “μικροαστισμό” του Π. Ζ. Προντόν. Λιγότερο όμως γνωστός είναι ο αρχικός του θαυμασμός και ιδιαίτερα για το έργο του “Τι είναι ιδιοκτησία” που μετατράπηκε στη συνέχεια σε πολεμική. Η σύνδεση του Προυντόν με το φιλισταϊσμό δηλαδή μεθερμηνευόμενος ως “στενότητα αντίληψης, άκριτος υποκειμενισμός, έκφραση τού τυφλού και μικρόψυχου εγωισμού” που μεταφέρεται από τον Λένιν δείχνει και την άγνοια του ΝΨ για την αναρχική γραμματεία αλλά και μια άκριτη υποστήριξη προς τα γραπτά του Λένιν που αποδίδει στον Προυντόν τη στενοκεφαλιά του μικροαστού-Φιλισταίου.
-Το ex orient lux του Λένιν που αφορά τις εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις και κινήματα της Ανατολής με πρώτη και κύρια την τουρκική επανάσταση του Κεμάλ, αφορά όχι τόσο ένα ανεπεξέργαστο όπως ομολογεί και ο ίδιος ο ΝΨ διακύβευμα αλλά μια επιλογή στρατηγικής. Από τη μια η ενίσχυση του Κεμάλ ενισχύει το μαλακό υπογάστριο της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας σε μια φάση που δέχεται πλήθος εσωτερικών και εξωτερικών επεμβάσεων και επιθέσεων. Από την άλλη δίνει τη δυνατότητα να απομειώσει του κραδασμούς από ένα μεγάλο τμήμα της πρώην αυτοκρατορίας που είναι μουσουλμάνοι-Τουρκμένοι κλπ., Τάταροι του Βόλγα και της Κριμαίας, Καζάχοι, Τουρκμένοι, Ουζμπέκοι, Κιργίζιοι, Αζέροι· επίσης, οι Τατζίκοι, ιρανικής καταγωγής, και διάφοροι γηγενείς λαοί του βορείου Καυκάσου, όπως οι Τσερκέζοι και οι Τσετσένοι. Πάνω σε αυτήν την ανάγκη δομήθηκε η υπεράσπιση των καταπιεσμένων εθνών απέναντι σε όλες τις αποικιοκρατικές δυνάμεις – και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και της Αντάντ.
-Ο Νίκος Ψυρούκης όπως και πολλοί της εποχής του αν και αντιλαμβάνονται το 1204 ως κατάκτηση και ως μια πρώιμη αποικιοκρατία εν τούτοις δίνουν την πιο μεγάλη σημασία στις κατακτήσεις από το 1492 και μετά, στην Αμερική. Η αλήθεια όμως είναι ότι και σύμφωνα με έναν όγκο πλέον τεκμηρίων, το 1204 αποτελεί το “ανατολικό” εργαστήρι πειραμάτων για την μετά από 2 ή 3 αιώνες επέκταση προς τη Δύση. Η πραγματικότητα της εποχής μας εξηγεί πως αφού έχει σχεδόν ολοκληρωθεί η Οθωμανική κατάκτηση στην Ανατολή (κάποια οχυρά και θέσεις ή νησιά μένουν ακόμα στους Βενετούς) τότε στρέφονται αποκλειστικά στις “Ινδίες” ανακαλύπτοντάς τες στην αμερικανική ήπειρο.
Γιώργος Κυριακού
[Στο παρόν φυλλάδιο επιχειρείται μια προσπάθεια ταξινόμησης του όγκου των πληροφοριών που άλλες φορές συντεταγμένα κι άλλες φορές διάχυτα βρίσκεται στο έργο του μεγάλου μας ιστορικού. Είναι φορές που κουράζει, δυσκολεύει και ίσως ξενίζει κάπως η επιμονή του στο να αναδείξει, λέξη προς λέξη-γραμμή προς γραμμή-παράγραφο προς παράγραφο, το έργο όλων αυτών των επαναστατών στοχαστών που τον ενέπνευσαν στη συγγραφή του έργου του αλλά και στις δράσεις που ο ίδιος ανέλαβε την ευθύνη τους. Μόνος κατάμονος, παραμερίζοντας ενδεχομένως την ορθή γραμμή για τη συγγραφή μιας ακαδημαϊκής εργασίας, ο Νίκος Ψυρούκης μας έδωσε αυτό το πολύτιμο έργο. Στο χέρι μας είναι να δημιουργήσουμε ευκαιρίες διάδοσής του. Αυτό επιδιώκεται στο παρόν φυλλάδιο. Με μπόλικο ερασιτεχνισμό έγινε μια προσπάθεια για την κατανομή όλων των στοιχείων της μελέτης σε δυο βασικά κεφάλαια. Το ένα αφορά την κριτική του ΝΨ στο σύνολο των επαναστατών θεωρήσεων που συνέβαλαν στην ανάδειξη του εθνικού ζητήματος κάτω από τις προτεραιότητες της ίδιας της εποχής και το άλλο αναφέρεται στη συσχέτιση του εθνικού ζητήματος -και- ως αυτόνομης κατηγορίας με τη διαλεκτική της ιστορίας, δηλαδή της πάλης των τάξεων και της μεταβολής των παραγωγικών σχέσεων. Είναι απλά μια πρόταση προς ένα διάλογο για το ίδιο το καυτό ζήτημα. ΓΚ]
«Το εθνικό ζήτημα» η αριστερά
«Στο κενό της της ιδιοποίησης και εκμετάλλευσης του σοσιαλισμού ποια είναι η ιδεολογία που θα ξεγυμνώσει την απάτη»; ΝΨ
Ήδη ο Hegel που επηρέασε τη σκέψη του του νεαρού Μαρξ, για την ύπαρξη του κράτους θεωρούσε ότι αν ένας λαός δεν συγκροτηθεί σε κράτος δεν μπορεί να έχει δική του ιστορία. Αυτή η πολύ ισχυρή “γερμανική” αντίληψη στο έργο ενός μεγάλου φιλόσοφου και μεγάλου δασκάλου για το ρόλο του κράτους στην «προαγωγή» του έθνους έμελλε να επηρεάσει το έργο των θεμελιωτών της θεωρίας του σοσιαλισμού. Ο Μαρξ επισήμανε το ρόλο που παίζουν οι εθνικές διαφορές για την άνιση εκμετάλλευση των προλεταρίων διαφόρων χωρών όπως και Έγκελς για τη σημασία που παίζουν οι καταπιεσμένες τάξεις στη δημιουργία των εθνών, όμως έδωσαν το κύριο βάρος της δουλειάς τους στο να εξερευνήσουν «τι είναι ο ανερχόμενος καπιταλισμός και να εντοπίσουν ποια είναι η βασική αντίφασή του που κινεί την εξέλιξή του». Συνεπώς «το έθνος το αντιμετώπισαν ως μια δευτερεύουσα ιστορική κατηγορία κι έτσι η άλλη πλευρά που αφορά την αντίθεση μητρόπολης και περιφέρειας έμεινε ανεξέταστη». Ο Νίκος Ψυρούκης μη βάζοντας νερό στο κρασί του από την άποψη της προσήλωσής του στα ιερά κείμενα των Μαρξ-Έγκελς-Λένιν εντοπίζει κενά, ελλείψεις ή ατοπήματα-«αυταπάτες», όπως λέει, στο έργο τους. Έτσι, παρόλο που στην αγγλική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου του 1888 οι Μαρξ-Έγκελς αναφέρουν πως πρέπει το προλεταριάτο να γίνει εθνική τάξη, ο ηγεμόνας του έθνους, και πως με την κατάργηση των ταξικών αντιθέσεων θα πάψει η αμοιβαία εχθρότητα ανάμεσα στα έθνη, «έχουν την αυταπάτη ότι με τον οικουμενισμό του καπιταλιστικού συστήματος θα εξαφανιστούν οι εθνικές διαφορές και οι εθνικές αντιθέσεις». Ο Μαρξ, «δεν έπαιρνε», γράφει ο Ψυρούκης υπόψιν του, στα σοβαρά, «τον αποικιοκρατικό χαρακτήρα του καπιταλισμού», ενώ ο Έγκελς πέφτει σε μια άλλη αυταπάτη πως «αν δεν υπάρχει ηγεμονική τάξη το έθνος δεν υφίσταται και θα εξαφανιστεί». Το έθνος «λανθασμένα ταυτίζεται με το αστικό κράτος» γράφει ο ΝΨ. Δεν είναι όμως ο Έγκελς, από την άλλη, γράφει ο Ψυρούκης, που συνιστά στους Πολωνούς «να δώσουν προτεραιότητα στην εθνική ανεξαρτησία»; Ο Έγκελς όμως είχε ως πρότυπο το γερμανικό εθνικισμό και υποβίβαζε κατά κάποιο τρόπο την επιδίωξη των Σλάβων να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα μέσα στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία, σε μια προσπάθεια των ιθυνουσών τάξεων να αυξήσουν τα εθνικά προνόμια με ένα πλαίσιο ισοτιμίας των εθνών της αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα γράφει ο ΝΨ «ήταν να χρησιμοποιήσουν τον Έγκελς» ακόμα και μαρξιστές στοχαστές προβάλλοντας την αντίληψη για τα μη «ιστορικά έθνη» «ωθώντας προς τον ευρωκεντρισμό», δηλαδή στον ευρωπαϊκό σοβινισμό.
Ο Λένιν είναι αυτός, διατείνεται ο Ψυρούκης, που συμπληρώνει τη θεωρία του Μαρξ για αυτήν την αντίφαση του καπιταλισμού. Ο Λένιν τεκμηριώνει «το πέρασμα απ’ το φιλελεύθερο καπιταλισμό στον ιμπεριαλισμό και διακρίνει μια επαναστατική τάση γύρω από το εθνικό ζήτημα που τείνει προς την αυτοδιάθεση, την ταξική πάλη και το διεθνισμό». Η αντεπαναστατική τάση είναι αυτή που «ρέπει προς το ρατσισμό, τον εθνικισμό και την κυριαρχία της αστικής τάξης» συμπληρώνει ο ιστορικός μας, «αυτό δηλαδή που ονομάζουμε αστικό εθνικισμό». Όμως και στον Λένιν εντοπίζει την ίδια αυταπάτη με τους προηγούμενους ότι «η καπιταλιστική ανάπτυξη σπάει τους εθνικούς φραγμούς και ότι η συνένωση του προλεταριάτου θα φέρει την ανατροπή». Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί, λέει ο Νίκος Ψυρούκης διότι «οι εθνικοί ανταγωνισμοί είναι προϊόν παράγωγο της ανταγωνιστικής φύσης του ιεραρχικού χαρακτήρα του καπιταλισμού και ότι ο ανταγωνισμός των εθνών είναι ένα γενικό φαινόμενο του καπιταλισμού». Και συνεχίζει ο ΝΨ αλλού: «οι ταξικοί και οι εθνικοί ανταγωνισμοί όσο προχωράει ο καπιταλισμός προς το λυκόφως του, συμπλέουν και αλληλοκαλύπτονται». Εδώ εντοπίζει ένα αδιέξοδο το οποίο αργότερα θα διαφανεί στις ιδεολογικές αγκυλώσεις του Στάλιν. Ο Λένιν περιόριζε το εθνικό ζήτημα σε κατ’ εξοχήν αντιφεουδαρχικό. Όμως η αστική τάξη ήταν βαθιά αποικιοκρατική και την προσδιόριζε ο αποικιοκρατικός χαρακτήρας της όπως αναφέρει ο ΝΨ και στήριξε ουσιαστικά τη φεουδαρχία.
Ο Λένιν διέκρινε δυο τάσεις του εθνικού ζητήματος στο πλαίσιο του ιμπεριαλισμού: Α)Εθνική πάλη-εθνικό κράτος (περίοδος του φιλελεύθερου καπιταλισμού μόνο για την Ευρώπη) β)διεθνής κοινότητα κεφαλαίου (αντικαπιταλιστική-αντιμπεριαλιστική πάλη στην περίοδο διεθνοποίησης του κεφαλαίου). Επιγραμματικά παρατηρούνται δυο ιδρυτικά στάδια: το πρώτο στάδιο είναι η ολοκλήρωση της αγοράς που δημιουργεί ένα κράτος ενιαίο και το δεύτερο στάδιο είναι η καταπίεση έθνους από έθνος: «Ιμπεριαλισμός σημαίνει προοδευτικά αυξανόμενη καταπίεση των εθνών του κόσμου από μια χούφτα μεγάλες δυνάμεις, σημαίνει εποχή πολέμων ανάμεσα σ’ αυτές τις δυνάμεις για την επέκταση και τη στερέωση της καταπίεσης των εθνών, εποχή εξαπάτησης των λαϊκών μαζών από τους υποκριτές σοσιαλπατριώτες, δηλαδή από τους ανθρώπους που με πρόσχημα ‘’την ελευθερία των εθνών’’, το ‘’δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών’’ και την άμυνα ‘’της πατρίδας’’, δικαιολογούν και υπερασπίζουν την καταπίεση της πλειοψηφίας των εθνών του κόσμου από τις μεγάλες δυνάμεις…Ιμπεριαλισμός είναι η εθνική καταπίεση η οποία γεννά συνθήκες αντιιμπεριαλιστικές. Η ελπίδα για τις προλεταριακές εξεγέρσεις στην Ευρώπη όπως και για τις εθνικοαπελευθερωτικές στην Ανατολή (ex orient lux) τρέφει την επαναστατική κίνηση εκείνη την εποχή. «Οι διάφορες επιχειρήσεις, οι διάφοροι βιομηχανικοί κλάδοι, οι διάφορες χώρες στον καπιταλισμό υποχρεωτικά αναπτύσσονται ανισόμερα με άλματα… η ανισομερής οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απολύτως νόμος του καπιταλισμού… Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, στις συνθήκες του καπιταλισμού, θα ισοδυναμούσαν με συμφωνία για μοίρασμα των αποικιών. Στον καπιταλισμό όμως δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς, εκτός από τη δύναμη. Ο δισεκατομμυριούχος δεν μπορεί να μοιράσει με οποιονδήποτε άλλον το ‘’εθνικό εισόδημα’’ μιας κεφαλαιοκρατικής χώρας παρά μόνο: ‘’ανάλογα με το κεφάλαιο’’… Το να κηρύττει κανείς μια ‘’δίκαιη μοιρασιά’’ του εισοδήματος σε μια τέτοια βάση είναι προυντονισμός, στενοκεφαλιά μικροαστού και φιλισταίου. Το μοίρασμα δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά παρά ‘’σύμφωνα με τη δύναμη’’. Η δύναμη όμως αλλάζει με την πορεία της οικονομικής εξέλιξης.. Τα κοινά σπίτια νομοτελειακά κάθε τόσο θα συγκλονίζονται συθέμελα και το αδερφοφάγωμα των καταπιεστικών εθνών θα είναι γεγονός». Έτσι δίνει πολύ μεγάλη έμφαση στην περιφέρεια και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα διακρίνοντας τα έθνη σε καταπιεστικά και καταπιεσμένα. Αν και αντιλαμβάνεται γράφει ο Ψυρούκης τη δυσπιστία μεταξύ εργατών της περιφέρειας και της μητρόπολης εν τούτοις παραβλέπει αυτή τη διάσταση ή την υποβαθμίζει μπροστά στην προοπτική της ένωσής τους δια της οικουμενικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το ερώτημα του ΝΨ παραμένει σε όλη την εργασία του με αγωνία: πώς θα επέλθει η προσέγγιση της ακριβής και της φτηνής εργατικής δύναμης, όταν η πρώτη στηρίζει τον καπιταλισμό; «Ο αντιαποικιακός αγώνας θα τσακίσει τον καπιταλισμό» ήταν ο βασικός θεωρητικός πολιορκητικός κριός του Λένιν που στήριξε θεωρητικά τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα. Ο ίδιος όπως γράφει ο ΝΨ δεν είχε κατανοήσει ότι «οι χώρες της υπανάπτυξης ήταν καρπός του καπιταλισμού από την αποικιοκρατία οπότε δεν θα μπορούσε να έχει μέλλον μια μονόπλευρη αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού». Οι ανισομερείς σχέσεις δημιουργούν τις χώρες της ανάπτυξης και τις χώρες της υπανάπτυξης όπως αργότερα σημείωνε ο μεγάλος Αιγύπτιος στοχαστής Σαμίρ Αμίν.
Ο Ψυρούκης κι άλλοι ιστορικοί της Αριστεράς όπως ο ακαδημαϊκός Σβορώνος («Το ελληνικό έθνος», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) συνήθως χρησιμοποιούν τον ορισμό που έδωσε ο Στάλιν για το έθνος στο βιβλίο του «Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα» του 1913, ως τον πιο πλήρη: «Έθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας στη γλώσσα, στο έδαφος, στην οικονομική ζωή και στην ψυχοσύνθεση που εκδηλώνεται στην κοινότητα της κουλτούρας». Όμως στα 1929 ο Στάλιν διακρίνει το αστικό έθνος που έχει ως ιδεολογία του το σοβινισμό από το σοσιαλιστικό έθνος που έχει ως αντίληψή του το διεθνισμό. Ο Ψυρούκης αναφέρεται στον ορισμό αυτό ως «απολογία για τον απόλυτο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό», «απολογία»-ορισμό που χρησιμοποίησαν διαφόρων ειδών σοσιαλιστικά ρεύματα που άγγιξαν το σωβινισμό παραγνωρίζοντας τη βασική μαρξιστική αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας. Για αυτό και αναφέρεται στο διχασμό κυρίως στους κόλπους της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για το ζήτημα του έθνους. Για το “ερασιτέχνη” ιστορικό ΝΨ όπως και για τον συνάδελφό του ακαδημαϊκό Σβορώνο, το έθνος δεν ταυτίζεται με το κράτος. Είναι δυο διαφορετικές κατηγορίες. Η συνείδηση της ενιαίας αγοράς είναι αυτή που δημιουργεί τη συνείδηση του έθνους κράτους όπου το τυχαίο διαδραματίζει ένα πολύ σοβαρό ρόλο στην ποικιλομορφία που εντάσσεται στον κρατικό ενιαίο κανόνα: οι φυσικές ιδιομορφίες παίζουν ρόλο στη διάπλαση των χαρακτηριστικών ενώ παράλληλα η μετανάστευση (όχι η σύγχρονη τις οποίας οι αιτίες είναι ο διεθνής άνισος καταμερισμός εργασίας και οι διεθνείς άνισες ανταλλαγές) για το ζωτικό χώρο από την αρχαιότητα έχουν παίξει το ρόλο τους στις ιδιομορφίες αυτές. Για αυτό και το εθνικό ζήτημα υπάρχει και σε έθνη χωρίς κράτος. Έτσι υπογραμμίζει ως λανθασμένη την εκτίμηση ότι «το έθνος γίνεται ιστορική κατηγορία με τη μετάβαση στον καπιταλισμό».
Τα «λάθη» των μαρξιστών που υποβαθμίζουν τον αποικιακό χαρακτήρα του καπιταλισμού, συνέχεια της παραγνώρισης της αποικιοκρατίας ως βασικής αντίφασης, δημιούργησαν ένα κενό που καλύφθηκε από την παραδοχή ότι “η αστική δημοκρατία συνέβαλε στο να μην υπάρχει το εθνικό ζήτημα στην περιφέρεια”, συνέχεια της οποία θα μπορούσε να είναι η εξάλειψη των εθνών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένη αγοράς. Όμως οι εθνικές αγορές και η παγκόσμια αγορά εμφανίζονται ταυτόχρονα. Έκτοτε προκύπτουν οι έριδες όπως ο Γαλλογερμανικός Πόλεμος και ο 1ο ΠΠ για την αναδιανομή του κόσμου σε ένα πλαίσιο όξυνσης των ανταγωνισμών παρασύροντας την περιφέρεια στους σχεδιασμούς. Ο ευρωκεντρισμός έπαιξε ρόλο στο να ωραιοποιηθεί η αποικιοκρατία και σ’ αυτήν την ωραιοποίηση «οι σοσιαλιστές στοχαστές χρησιμοποιήθηκαν» λόγω της παραδοχής τους για την ταύτιση κράτους και έθνους. Αυτές οι ιδεολογικοπολιτικές εξελίξεις στο χώρο της αριστεράς είχαν και μια δεινή επίπτωση στην ίδια την ιδέα της διεθνούς επανάστασης εφόσον χωρίζεται το προλεταριάτο με βάση την αμοιβή του σε ακριβή εργατική δύναμη στη μητρόπολη και φτηνή εργατική δύναμη στην περιφέρεια. Ο Έγκελς βέβαια επικρίνει το αγγλικό προλεταριάτο το 1858 ενώ το 1882 αναφέρεται στην αντεπαναστατική του συνείδηση. Ο Μαρξ διέκρινε εθνικές διαφορές στους μισθούς: «Η εντατικότερη εθνική εργασία συγκρινόμενη με την λιγότερο εντατική παράγει στον ίδιο χρόνο περισσότερη αξία που εκφράζεται σε περισσότερο χρήμα… η πιο παραγωγική εθνική εργασία υπολογίζεται επίσης σαν εργασία πιο εντατική, κάθε φορά που το πιο παραγωγικό έθνος δεν εξαναγκάζεται από τον ανταγωνισμό να κατεβάζει την τιμή πώλησής του εμπορεύματος του ως την αξία του… τα κεφάλαια που επενδύονται στις αποικίες κλπ. μπορούν να αποφέρουν υψηλότερα ποσοστά κέρδους, γιατί λόγω του χαμηλότερου επιπέδου ανάπτυξης το ποσοστό κέρδους στέκει πιο ψηλά όπως στέκει πιο ψηλά ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασία». Στο ίδιο, ο Μαρξ, μιλάει για την καπιταλιστική περιφέρεια με τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, με την εφαρμογή μονοκαλλιεργειών και τη σκληρή εργασία στα ορυχεία με την μαζική χρήση ανθρώπινων χεριών. «Αυτό αλλάζει» γράφει ΝΨ «την εποχή του ιμπεριαλισμού με τη μεταφορά της ξεπερασμένης τεχνολογίας στην περιφέρεια» η οποία πραγματοποιείται μετά τον 2ο ΠΠ όπου αναζωογονήθηκε η βιομηχανία της περιφέρειας με μεροκάματα μικρότερα και κέρδη μεγαλύτερα. Βασικό όχημα ήταν η τεχνολογία και η έρευνα στην οποία δαπανώνται διπλάσια ποσά απ’ ότι στην παραγωγή. Η κατάρρευση του ολοκληρωτικού ΚΜΠΚαπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και η διαδοχή από τη νέα γραφειοκρατική αστική τάξη δημιουργεί ένα σημαντικό ερώτημα για τη συνέχεια του απελευθερωτικού κινήματος. Εδώ διατυπώνει την αγωνία του: «Στο κενό της της ιδιοποίησης και εκμετάλλευσης του σοσιαλισμού ποια είναι η ιδεολογία που θα ξεγυμνώσει την απάτη»; Στην πραγματική ιστορία τα πράγματα ήταν απογοητευτικά για το ΝΨ. Ούτε το ex orient lux λειτούργησε αλλά ούτε και η προλεταριακή επανάσταση στην Ευρώπη επετεύχθη. Η Κομμουνιστική Διεθνής ήταν το στήριγμα της ΕΣΣΔ η οποία ουσιαστικά μέσα από τις διενέξεις στο ΚΚΣΕ τροφοδότησε τις διασπάσεις στα ΚΚ της Ευρώπης. Έτσι δεν θεμελιώθηκε η αντιαποικιακή θεωρία και διαψεύστηκε το «κατά μέτωπο και μετόπισθεν» του Στάλιν.
Βασικές τομές στην εξέλιξη αυτής της θεωρητικής σύγχυσης είναι η σταθεροποίηση του καπιταλισμού και το σταμάτημα του σοσιαλισμού μέσω της ΝΕΠ. Την περίοδο αυτή η επίσημη κρατική θεώρηση είναι: Σοσιαλισμός=κρατικό κεφαλαιοκρατικό μονοπώλιο προς όφελος του λαού, Κομουνισμός=σοβιέτ και εξηλεκτρισμός. Έτσι συντελείται διχασμός ανάμεσα στο προλεταριάτο και τη συλλογική γραφειοκρατία που ιδιοποιείται την έννοια του προλεταριάτου. Αργότερα, επί Στάλιν προωθείται το σύνθημα: «επανάσταση σε μια χώρα», ολοκληρώνεται ο ΚΜΠΚαπιταλισμός με χαρακτηριστικά τη βιομηχανική ένταση και τη σκληρή εργασία-πλέον η μισθωτική εργασία είναι η μοναδική πραγματικότητα σε όλες τις διακρίσεις και ανισότητες. Ο «Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος, παρόλο που είναι αυτός που δίνει μια γενναία μάχη απέναντι στο ναζισμό είναι αυτός που δίνει ένα τέλος της επανάστασης. Το ’43 διαλύεται η Κομμουνιστική Διεθνής στο όνομα της διεθνούς συνεργασίας με τη Δύση. Ο προλεταριακός διεθνισμός γίνεται το ιδεολογικό επικάλυμμα του νέου ρωσικού επεκτατισμού στη μεταπολεμική εξουσία. Όμως όπως λέει ο ΝΨ όλα έχουν ξεκινήσει από πριν αναφέροντας τρανταχτά παραδείγματα: Άσκηση βίας για τη σοβιετική εξουσία στη Γεωργία και στην Κεντρική Ασία, στην Ουκρανία (ΣΣ: και στις Βαλτικές χώρες). Ως πρόσχημα χρησιμοποιήθηκε η θεωρία της «εξαγωγής της επανάστασης» του Τρότσκι δίπλα στην συμπαραδοχή του Στάλιν ότι η εθνική αυτοδιάθεση εξασφαλίζεται μέσω του σοσιαλισμού. Από την άλλη, οι θεωρητικοί του μπολσεβικισμού διατείνονταν ότι τα έθνη είναι αυτά που έχουν δημιουργήσει κράτη τροφοδοτώντας τον ευρωκεντρισμό των ΚΚ Ευρώπης-ακόμα και “η Κομιφόρμ είχε ευρωπαϊκό ενδιαφέρον”. Τονίζει: υπάρχει «αδυναμία κατανόησης της σύγκρουσης μεταξύ ιμπεριαλισμού-αντιμπεριαλισμού». Αφιερώνοντας, τέλος, αρκετές σελίδες στη μελέτη του για τη στάση του Στάλιν και των επιγόνων του απέναντι στην Κινεζική Επανάσταση καταδεικνύει ακριβώς την καθήλωση των ιδανικών του σοσιαλισμού σε μια γραφειοκρατική τάξη που ολοκλήρωσε τον ΚΜΠκαπιταλισμό. Ο ΝΨ είναι αμείλικτος στην κριτική του.
«Πώς θα επέλθει η προσέγγιση της ακριβής και της φτηνής εργατικής δύναμης, όταν η πρώτη στηρίζει τον καπιταλισμό»; ΝΨ
«Το εθνικό ζήτημα» και η διαλεκτική της Ιστορίας
Ο Ψυρούκης προσπαθεί να εγγράψει τις αφετηρίες και τις πολιτισμικές ιδεολογικές εξελίξεις των συλλογικών υποκειμένων με βάση το σύστημα παραγωγής. Ακολουθώντας ως βασικό οδηγό τα επιστημονικά συμπεράσματα της Αρχαιολογίας και της Εθνολογίας του 20ου αιώνα σημειώνει για την πρώιμη εξέλιξη των ιδιαιτεροτήτων που οδηγούν στις εθνικές διαφορές μέσα από την εξέλιξη των οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων. Από την Παλαιολιθική και αργότερα από τη Νεολιθική εποχή, γράφει, «παρατηρείται η αλλαγή της φύσης και του ανθρώπου, των αισθητηρίων οργάνων του αλλά και του των νοητικών δυνατοτήτων». Αυτό συμβαίνει μέσω της μέσω της ανάπτυξης της εργασίας. Από αυτήν απορρέουν: λόγος>στοχασμός>τέχνες>μύθοι>ήθη>έθιμα. Έτσι περνάμε στη σκόπιμη βούληση>σκέψη>συνειδητή ενέργεια. Παρατηρείται επιπλέον ποικιλομορφία και διαφορές ανάμεσα σε κοντινούς οικισμούς. Στη Νεολιθική εποχή παρατηρούνται οι πρώτες διαμορφώσεις συλλογικών υποκειμένων, οι οποίες αποτελούν και τη βάση για τις μετέπειτα εξελίξεις. Από τότε ξεκινάει η ποικιλομορφία και η ξεχωριστή φυσιογνωμία των εθνών. Η εργασία είναι το στοιχείο αυτό που δίνει και τον τύπο του πολιτισμού κι ανάλογα με τις φυσικές ιδιαιτερότητες του τόπου αναπτύσσονται και οι παραγωγικές σχέσεις, «από το απλό στο σύνθετο». Κατόπιν έχουμε το καθεστώς των γενών (μητριαρχία-λαότητες) που πραγματοποιούν εμπόριο μεταξύ τους και αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Στη θέση των γενών και των φυλών παίρνουν τη θέση τους οι αρχαίες εθνότητες (ενιαία γλώσσα, έδαφος πολιτισμός). Με την αφετηρία της δημιουργίας των τάξεων οι πολιτισμοί ξεκινούν να διακρίνονται όχι μόνο μεταξύ τους ήδη από το παρελθόν αλλά και: στον πολιτισμό της άρχουσας τάξης και στον πολιτισμό των μαζών.
Ο Ψυρούκης μας δίνει κάποια δείγματα που αντιστοιχούν σε διαφορετικούς τύπους ανάπτυξης της εθνικής ιδέας από την πρωτόγονη κοινωνία μέχρι την περίοδο του νεοαποικισμού. Ξεκινώντας από τα αρχαία καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής, Μέσης Ανατολής και Ασίας όπου το συγκεντρωτικό κράτος είχε στα χέρια του την τεράστια αγροτική οικονομία (άρδευση, παραγωγή, διανομή, εμπόρευμα). Έτσι διαμορφώνονται σε αυτόν τον λίγο ως πολύ ενιαίο χώρο τα εξής χαρακτηριστικά: α)απόλυτη εξουσία ηγεμόνα β)συγκέντρωση της γης στο κράτος γ)κρατικός μηχανισμός-γραφειοκρατία δ)θεοποίηση του ηγεμόνα ε)δούλοι ως μέσα παραγωγής. Πρόκειται για μια κλειστή οικονομία με απλή εμπορευματική παραγωγή η οποία αναπτύσσεται. Την ίδια περίοδο τελειοποιούνται οι κρατικοί θεσμοί και παρατηρείται άνοδος του πολιτισμού: γραφή-λογοτεχνία-τέχνες-θρησκεία-κράτος-τεχνολογία-νόμοι. Μέσα σε αυτό το ευρύτερο περιβάλλον της ΝΑ Μεσογείου που τόσο αγάπησε ο ΝΨ, στον ελλαδικό χώρο έχουμε την ανάδυση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού: φιλοσοφία, πόλις-κράτος, δημοκρατία, εμπορευματικές συναλλαγές. Στην αλεξανδρινή περίοδο συνεχίζεται η ανάπτυξη των τεχνών, της επιστήμης και της γλώσσας αλλά έχουμε την παρακμή του δουλοκτητικού συστήματος και την παρακμή της έννοιας του πολίτη. Σε όλο το εύρος της αυτοκρατορίας υπάρχει εξαιρετική αδυναμία στο να δημιουργηθεί μια κοινή οικονομική ζωή. Την περίοδο του δουλοκτητικού συστήματος συμβαίνει η ανάπτυξη των αρχαίων εθνών τα οποία αναπτύσσονται ως δυνάμεις τοπικές ενώ ο πολιτισμός αναπτύσσεται όχι μόνο από την κυρίαρχη τάξη αλλά και από τους καταπιεσμένους που δημιουργούν τις δικές τους ανταγωνιστικές θέσεις μέσω των ταξικών αγώνων.
Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έχουμε την κρίση του δουλοκτητικού συστήματος που οδηγεί σε παρακμή την ίδια την αυτοκρατορία χωρίς να μπορεί να δημιουργήσει το νέο. Σε βάθος χρόνου και ειδικά μετά την κατάρρευση του δυτικού τμήματος συμβαίνουν ανακατατάξεις και νέες παραγωγικές σχέσεις κάνουν την εμφάνισή τους. Πλέον η γη μετατρέπεται σε μέσο παραγωγής κι ο δούλος μετατρέπεται βαθμιαία σε δουλοπάροικο. Η Φεουδαρχία στην Ευρώπη μετά την αποσύνθεση του Δυτικού ρωμαϊκού κράτους, χαλαρώνει τους εθνικούς δεσμούς και τους μετατρέπει σε τοπικούς. Η ανάπτυξη όμως των εμπορευματικών σχέσεων ωθεί σε έναν πρώιμο αστισμό, μια κατάσταση που διαρκεί αιώνες μέχρι την ενοποίηση των κλειστών τοπικών συστημάτων από μια ενιαία εθνική αστική αγορά. Με τη διάδοση του εμπορίου όσο μεγαλώνει η αλληλεπίδραση στους λαούς τόσο γίνεται το εθνικό ζήτημα πιο έντονο «κι αποτελεί τον παράγοντα της διαλεκτικής κίνησης των χρόνων μας». Από τον 11ο αιώνα ξεκινάει να σημειώνεται άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων και του καταμερισμού εργασίας. Η ρήξη άστεως-υπαίθρου το 12ο αιώνα δίνει τη δυνατότητα να αναπτυχθούν πρώιμες αστικές σχέσεις στις πόλεις κράτη της Δύσης. Οι ρυθμοί ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων της Δύσης είναι στενά συνδεδεμένοι με τις αποικιοκρατικές σχέσεις που αναπτύσσονται με τις επεκτατικές σταυροφορίες (1204 Βυζάντιο-Μ. Ανατολή-Κύπρος). Παράλληλα την ίδια εποχή στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο, παρατηρείται ανάπτυξη του άστεως (μανιφακτούρα στις πόλεις-εργάτες γης στην ύπαιθρο). Η ελληνική αναγέννηση του Βυζαντίου που προοιωνίζει μια αστικοποίηση όμως διακόπτεται βίαια από την τουρκική κατάκτηση δίνοντας έτσι το έδαφος να αναπτυχθεί η δυτική πλευρά. Σε αυτό το δυναμικό πλαίσιο η εθνική συνείδηση υπερβαίνει την πρωθύστερη, μεσαιωνική εθνοτική συνείδηση.
Οι κατακτήσεις στη Β. Αμερική μετά το 1492 και η εξάπλωση του εμπορίου στην Ευρώπη χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό ως αποικιοκρατικό. Διαμορφώνεται η αποικιοκρατική αγορά και ταυτοχρόνως ξεκινάει να διαμορφώνεται η εθνική αγορά σπάζοντας τα τείχη της τοπικής κλειστής οικονομίας. Είναι όμως ο ουμανισμός στη Δύση, η Αναγέννηση όπως και τα θρησκευτικά κινήματα της μεταρρύθμισης που είναι αρκούντως επαναστατικά για να περάσουμε από τις μεσαιωνικές εθνότητες στα έθνη. Με την Αναγέννηση ξεκινάει η καταστροφή του θεοκρατικού και φεουδαρχικού μοντέλου. Το ιδεολογικό κίνημα της, ο διαφωτισμός, έχει τα εξής χαρακτηριστικά: α)θετικές επιστήμες β)εμπειρικό υλικό γ)αντικειμενικός κόσμος δ)ορθολογισμός ωφελιμισμός-εγωισμός στ)αγνωστικισμός. Εκεί βρίσκεται, λέει ο Ψυρούκης, και “η βάση του ευρωπαϊκού εγωισμού όπου απορρίπτεται κάθε προσφορά άλλων πολιτισμών” που υποδουλώνονται από τους αποικιοκράτες. Η γέννηση των ρατσιστικών θεωριών και η υπαγωγή της κοινωνίας στους νόμους της Βιολογίας έρχεται να αιτιολογήσει την κατάκτηση και τη βία. Το αποτέλεσμα είναι ότι η αποικιοκρατία διχοτομεί την ανθρωπότητα σε κυρίαρχα και υπόδουλα έθνη. Αρωγός σε αυτήν την τομή είναι η δημιουργία της εθνικής αγοράς μέσω ενός συγκεντρωτικού κράτους που γεωγραφικά συνενώνει τα κατατεμαχισμένα εδάφη του έθνους και το εμπορικό κεφάλαιο μετατρέπεται σε βιομηχανικό μέσα από τη στήριξη της αποικιοκρατίας. Ηγεμόνας στην επεκτατική αυτή κίνηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό είναι η αστική τάξη που τη στηρίζουν σε αυτές τις αλλαγές τα αγροτικά και τα εργατικά μεσοστρώματα που αναβαθμίζουν το ρόλο τους.«Η αποικιοκρατία επιβάλει τον τύπο της ανάπτυξης και τον τύπο της υπανάπτυξης, έτσι γεννιέται το εθνικό ζήτημα» καταλήγει στο εν λόγω ζήτημα. Η επεκτάσεις όμως δεν αφορούν αποκλειστικά τους πρωτόγονους πολιτισμούς της Αφρικής, της Ασίας ή της Αμερικής, δηλαδή τον σημερινό τρίτο κόσμο, της λεγόμενης “υπανάπτυξης”. Οι δυτικές χώρες ολοκληρώνουν την εθνογενετική τους εξέλιξη κάτω από συνθήκες ανεξαρτησίας και μάλιστα σε συνθήκες που καταπιέζουν γειτονικούς ευρωπαϊκούς λαούς (Ιρλανδούς, Βρετονούς, Σλάβους κλπ.). Τα περιφερειακά ευρωπαϊκά έθνη εξελίσσονται μέσα σε συνθήκες σκλαβιάς. Αυτά ο ΝΨ τα ξεχωρίζει: α)τα ευρωπαϊκά καταπιεσμένα έθνη (Νορβηγοί, Φινλανδοί, Ουκρανοί, Εσθονοί, Λετονοί, Τσέχοι, Σλοβάκοι, Πολωνοί, Ιρλανδοί) β)τα έθνη που δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την εθνογένεσή τους (Βρετονοί, Ουαλοί, Κέλτες, Βλάχοι) γ)τα βαλκανικά έθνη που καταπιέζονται από μη ευρωπαϊκά έθνη. Στην ευρωπαϊκή ΝΑ περιφέρεια επιταχύνονται οι καπιταλιστικές σχέσεις μέσω της εμποροκρατίας αφυπνίζοντας τους αστικούς παράγοντες στον 17ο και 18 αιώνα των υπόδουλων εθνών στα Βαλκάνια όπως οι Έλληνες. Η αντιφεουδαρχική και αντιαποικιακή πάλη κορυφώνεται στο έργο του Ρήγα.
Τηρουμένων των αναλογιών στην περιφέρεια της Λατινικής Αμερικής αναπτύσσονται τα λατιφούντια: οι μονοκαλλιεργητές επιχειρηματίες εξυπηρετούν τους ξένους αποικιοκράτες έχοντας Αφρικανούς δούλους όπως και τους ντόπιους Ινδιάνους. Αυτή είναι η ντόπια άρχουσα τάξη (Ισπανοί-Πορτογάλοι έποικοι) που εξεγείρεται κατά των μητροπολιτικών κρατών και δημιουργεί τα πρώτα εθνικά κράτη με τη σύμπραξη των λαϊκών τάξεων. Αυτά περνάνε στην περιφέρεια αργότερα υπό την αιγίδα των μεγάλων δυνάμεων. Στη Βόρειο Αμερική κυριαρχούν οι Αγγλογαλλικοί πόλεμοι ως δείγμα ανταγωνισμού μεταξύ των δυο μεγάλων δυνάμεων της εποχής για την κυριαρχία στο εμπόριο. Οι αστοί έποικοι παίρνουν στα χέρια τους τον αγώνα κατά της μητροπολιτικής αγγλικής κυριαρχίας στο εμπόριο με τον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Μαζί με τους εποίκους πολεμούν εργάτες ελεύθεροι και σκλάβοι κατά της Αγγλοκρατίας. Δίπλα, στον Καναδά οι κυρίαρχοι Άγγλοι αναπτύσσουν τη βιομηχανία-εξόρυξη και εκτοπίζουν τα ιθαγενικά έθνη. Ο Μαρξ παραστατικά μιλάει για τον ανταγωνισμό των αποικιοκρατών στην Αμερική: «Η ανακάλυψη των χρυσοφόρων και ασημοφόρων περιοχών στην Αμερική, η εξόντωση, το σκλάβωμα και το παράχωμα στα μεταλλεία του ιθαγενούς πληθυσμού, η έναρξη της κατάκτησης και της λεηλασίας των Ανατολικών Ινδιών, η μετατροπή της Αμερικής σε περιφραγμένη περιοχή κυνηγιού των μαύρων για το δουλεμπόριο, χαρακτηρίζουν την αυγή της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ακολουθεί κατά πόδας ο εμπορικός πόλεμος των ευρωπαϊκών εθνών με θέατρο την υδρόγειο…». Αργότερα στην Αφρική και στην Ασία η εθνογένεση πραγματοποιείται σε συνθήκες κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού.
Ο Ψυρούκης αναφέρει ότι το 1ο στάδιο της εθνογένεσης ξεκινάει από την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου και ολοκληρώνεται το 1871 συμβολικά στην Κομούνα. Έτσι έχουμε: κατάλυση φεουδαρχίας, επικράτηση αστικών παραγωγικών σχέσεων, κατάκτηση πολιτικής εξουσίας, αστικοδημοκρατικά καθεστώτα. Το 2ο στάδιο αφορά την εξάπλωση του καπιταλιστικού συστήματος μέσω της αποικιοκρατίας: αποικιακή αυτοκρατορία, προμήθεια πρώτων υλών και χώρος διάθεσης προϊόντων της μητρόπολης. Αυτή η ανάπτυξη ξεχωρίζει και τις δυο μεγάλες τάσεις που αφορούν το έθνος, στη μητρόπολη και στην περιφέρεια του καπιταλισμού. Ο εθνισμός και ο εθνικισμός είναι οι δυο διαφορετικές αφηγήσεις, γύρω από τις ταυτότητες, που αναπτύσσονται: από τη μια ως κατ’ εξοχήν αντίσταση που συμπυκνώνει το κοινωνικό ζήτημα των ανισοτήτων κι από την άλλη ο εθνικισμός ως επεκτατική ταυτότητα. Εθνισμός σημαίνει: αυτοσυνείδηση, γλώσσα, έδαφος, πολιτισμός, αξίες παραδόσεις, αποδοχή άλλου, διεθνισμός. Εθνικισμός σημαίνει: ανταγωνισμός, αποικιοκρατία, κυνηγητό του κέρδους, διχοτόμηση εργατικής τάξης σε φτηνή (περιφέρεια) και ακριβή (μητρόπολη). Μέσω της αποικιοκρατίας σημειώνεται το πέρασμα του καπιταλισμού στον ιμπεριαλισμό: καταπίεση 4/5 της ανθρωπότητας, η αστική τάξη λειτουργεί ως φεουδαρχική και παρατηρείται μαζική αστικοποίηση των εργατών. Κατόπιν ο καπιταλισμός περνάει στη φάση του ΚΜΠΚαπιταλισμού: το κράτος είναι πλέον είναι ο οργανωτής της εκμετάλλευσης της συσσώρευσης. Παρεμβαίνει: α)στον καθορισμό μισθών β)στην προετοιμασία των τομέων της οικονομίας γ)στην ασφάλιση δ)στον καθορισμό των τιμών, στα επιτόκια και στις τράπεζες ε)στις υπηρεσίες στ)στο εμπόριο.
Αυτή η εξέλιξη διαμορφώνει και το ρόλο της κυρίαρχης τάξης της περιφέρειας. Γράφει ο Ψυρούκης για τη “χάρη” της: «Ο συνολικός καπιταλίστας έχει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και ότι χάρη σε αυτόν η υπερεθνική εκμετάλλευση είναι απόλυτα δυνατή… Ως κράτος ο συνολικός καπιταλίστας φροντίζει πρώτιστα για τα λεγόμενα πολυεθνικά κέρδη του κοσμοπολίτικου κεφαλαίου. Το κλειδί και πάλι είναι ο αποικιοκρατικός διεθνής καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας, η αξιοποίηση των διαφορών στην τιμή της εργατικής δύναμης από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή, η μετακίνηση της εργατικής δύναμης από την περιφέρειας τις χώρες της μητρόπολης (για τις λεγόμενες «βρόμικες δουλειές») η αποστέρηση από τις χώρες της περιφέρειας του πιο αξιόλογου επιστημονικού και τεχνικού έμψυχου υλικού με την απορρόφησή του από τα μεγάλα κέντρα της μητρόπολης». Τα κράτη της περιφέρειας, κράτη του σύγχρονου ΚΜΠΚαπιταλισμού (τομέας υπηρεσιών, υπαλληλοκρατία σε βάρος της αγροτιάς και της εργατιάς) στην διεθνή άνιση κατανομή εργασίας, επιφορτίζονται κυρίως με τον εμπορομεσιτικό τους ρόλο. Η εκβιομηχάνιση της περιφέρειας είναι ένα μύθος. Ο εξωτερικός δανεισμός αποτελεί βασικό τους χαρακτηριστικό που απορρέει από τη θέση τους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας καθώς και της προοπτικής της διαρκούς εξάρτησης αλλά και της χρήσης τους στις γεωπολιτικές στοχεύσεις των ισχυρών. Όπως αναφέρει ο Ψυρούκης «τα κράτη αυτά γίνονται γενίτσαροι του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Παίζουν το ρόλο από το ‘45 και μετά όπως η Ελλάδα στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ”.
Η μελέτη του τελειώνει με το θρησκευτικό ζήτημα και την υποβόσκουσα θέση του εθνικού μέσα σε αυτό. «Το εθνικό αποτελεί έκφραση του ενιαίου της ανθρώπινης ιστορίας» γράφει και ονοματίζει τη Θρησκεία ως προαγωγό του έθνους και της εθνικής συνείδησης. Όμως «καμιά θρησκεία δε γεννάει συνείδηση άσχετη με όλους τους συντελεστές όπως η ταξική συνείδηση. Τα θρησκευτικά κινήματα έχουν κοινωνικό-ταξικό νόημα». Για αυτό και όπως είπε ο Έγκελς στα 1874 «η κήρυξη πολέμου στη θρησκεία είναι μεγάλη ανοησία». Από την άλλη η θρησκεία βόλεψε την άρχουσα τάξη της περιφέρειας για να αμβλύνει τις συνέπειες της εκβιομηχάνισης με τις παραγκουπόλεις και τη φτώχεια. Αναφέροντας ως κραταιό παράδειγμα το Βατικανό που επιδίωξε την εξάλειψη της εθνικής συνείδησης με παρούσα τη θρησκευτική, γεννήθηκαν τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα μετά το 2ο ΠΠ. Τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοια γράφει πως συνέβησαν στη Σοβιετική Ένωση όπου έχουμε «τη μετατροπή της θρησκεία σε μπολσεβικισμό». Τέλος, το Ισλάμ, σύνθεση Χριστιανισμού, Ιουδαϊσμού και Ζωροαστρισμού έχει μια ιστορία μέσα από την οποία διακρίνεται το Ισλάμ από τον Ισλαμισμό ο οποίος εκφράζει και εκφράζεται από το θρησκευτικό κράτος. Έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι η αντίσταση στις ισλαμικές χώρες απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αναλαμβάνεται από το κλήρο και τους φεουδάρχες σε συμμαχία με τους αποικιοκράτες με συνέπεια την εισβολή των χρηματιστικών σχέσεων-εμπορευματικών σχέσεων και την εμφάνιση της εθνικής συνείδησης στις αραβικές χώρες. Διανοούμενοι στη Μητρόπολη του καπιταλισμού εκσυγχρόνισαν το Ισλάμ ώστε η καπιταλιστική ανάπτυξη να δικαιώνει το Κοράνι. Οι Μωχάμεντ Αμπντού Τζελαλαντίν Αλ Αφγκανί-Κεμάλ Ατατούρκ είναι δυο βασικοί διανοούμενοι του κοσμικού Ισλάμ. Αυτό ως αντίδραση είχε τη δημιουργία αντιευρωπαϊκών κινημάτων. Οι αδερφοί μουσουλμάνοι είναι ένα τέτοιο δείγμα γραφής από τον ιδρυτή της οργάνωσης μέχρι και τα τελευταία χρόνια με τους Αγιατολάχ Χομεϊνί, Καντάφι και Σαντάμ Χουσείν. Η σύγχρονη ισλαμική ιδεολογία διευκόλυνε την εδραίωση του νεοαποικισμού.
Εν τέλει:
1)Το έθνος ως ιστορική κατηγορία διατηρεί τη δική του υπόσταση: α)συνδέεται με άλλους παράγοντες και διαδικασίες β)οι δυναμικές σχέσεις που συνιστούν το έθνος εκφράζουν μια ανεξαρτησία ταυτόχρονα.
2)Το εθνικό ζήτημα δεν το προκαλούν τα ίδια τα έθνη αλλά οι σχέσεις τους με την υλική βάση που είναι αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας.
3)Το εθνικό ζήτημα από την εποχή του νεοαποικισμού από ειδικό γίνεται γενικό. Η καταπίεση ενός έθνους από έθνος γενικεύεται αφού η επιβίωση του διεθνούς καπιταλισμού εξαρτάται από τη διαρκή επέκταση του καταμερισμού εργασίας: φτηνά εργατικά χέρια, φτηνές πρώτες ύλες. Δικαιώνει τη διάσπαση της εργατικής δύναμης σε φτηνή και ακριβή.
4)Το εθνικό ζήτημα σχετίζεται με τις διαφορές στο χρόνο και στην ποιότητα ανάπτυξης του καπιταλισμού και τις διάφορες φάσεις του. Στην περίοδο του φιλελεύθερου καπιταλισμού το έθνος παίζει το ρόλο της δημιουργίας και σταθεροποίησης της εθνικής αγοράς. Στην περίοδο του ιμπεριαλισμού λειτουργεί για την επεκτατική του εφαρμογή με επέκταση του αποικιοκρατικού καταμερισμού εργασίας. Για το ΝΨ ισχύει το σχήμα: φιλελεύθερος καπιταλισμός>μονοπωλιακός καπιταλισμός>ΚΜΠΚαπιταλισμός.
Για το εθνικό ζήτημα ο ΝΨ καταλήγει στη μελέτη του με τα οριακά διεθνή γεγονότα του καιρού του: Μέσα στον 20ο αιώνα έγιναν 2 Παγκόσμιοι Πόλεμοι και 150 Περιφερειακοί Πόλεμοι. Το ερώτημα είναι: Βαρβαρότητα ή αντιιμπεριαλιστική εθνική επανάσταση-πάλη για την αυτοδιάθεση των λαών και την κατάλυση του αποικιοκρατικού συστήματος;
Πρόσφατα σχόλια