Γιατί με το ΕΑΜ; Διότι το ΕΑΜ…
(Η σύνδεση του εγχώριου εξισωτικού κινήματος με τις εγχώριες ιστορικές του ρίζες)
Στα ιερά κόκκαλα του Άρη Βελουχιώτη
«…Κόσμος θανάτου ξαπολούνται οι Γερμανοί
τ’ άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί
οι κρεμασμένοι στα δεντριά μπαίγνια τ’ ανέμου.
Κι απέ Δεκέμβρης στην Αθήνα και φωτιά
τούτο της γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι.
Λιάνιζε κάτω απ’ τη δρυ και την ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη».
Αντίσταση, του Νίκου Καββαδία
έκδοση «ελευθεριακό γυρολόι»
Γιώργος Κυριακού
Γιατί με το ΕΑΜ; Γιατί όχι με το ΕΑΜ;
«Δε μας τρομάζουν των Γερμανών τα βόλια,
ούτε του Ράλλη τα άτιμα σπαθιά.
Το `χουμε γράψει βαθιά μες στην καρδιά μας,
λαοκρατία και όχι βασιλιά».
Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί και αναρίθμητες ώρες έχουν αφιερωθεί για την αφήγηση του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας και των υπολοίπων βαλκανικών χωρών, από την ιδεολογικά «ρευστή» φάση-στις απαρχές του, μέχρι οριστικά να κυριαρχήσει στη δεκαετία του ‘30 ο «ορθόδοξος» μαρξισμός. Ως στόχος της κρατικής αριστεράς-στην όποια εκδοχή της, το κράτος το εργατικό, ως συνέχεια του προηγούμενου, ενισχυμένου δε από την προβλεπόμενη ταξική πάλη θα είναι το πραγματικό έδαφος για το μαρασμό του μέχρι τα έσχατα: την οριστική του κατάργηση. Μέσα σε αυτόν τον πραγματικά οδυνηρό περίπλου ανάγνωσης και έρευνας της τραγωδίας της στον ελλαδικό χώρο, πρόσωπα και πολιτικές επιλογές, ιστορικές περίοδοι και αντικειμενικές συνθήκες, τομές και συνέχειες έχουν πραγματικά καταστεί πρωταγωνιστές ποικίλων και ενίοτε αντικρουόμενων συνταγών για την ευτυχία της πανανθρώπινης κοινωνίας ή απλά της χώρας ή της εργατικής τάξης ή όλων αυτών εν τέλει. Το σημαντικό όμως παραμένει ότι το κράτος ή το «άλλο κράτος»-πάντως το κράτος οπωσδήποτε, έχει καταστεί ο βασικός παράγοντας λύτρωσης και απόδοσης της δικαιοσύνης στο συλλογικό φαντασιακό της αριστεράς και αργότερα ενός πολύ σημαντικού εθνικού-κοινωνικού κινήματος που εξέφρασε, μια δεκαετία αργότερα, το ΕΑΜ.
Ιστορικός σταθμός για τα ελλαδικά δεδομένα στη ρευστή περίοδο της δεκαετίας του ’30 είναι η, εκ μέρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οιονεί πραξικοπηματική τοποθέτηση του Νίκου Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ μετά από μια περίοδο «φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές» και μάλιστα σε μια περίοδο που το άστρο του πατερούλη Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς λάμπει όσο ποτέ άλλοτε. Η σοβιετοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος εκείνη την περίοδο είναι αυτονόητη πράξη. Αν συνδυαστεί με την άνοδο του φασισμού στις όποιες εκδοχές του- σε όλη την Ευρώπη (δυτική, κεντρική, ανατολική και Βαλκάνια) είναι αυτή, η αριστερά, που τοποθετείται ως το αντίπαλον δέος του και ιδιαίτερα μετά την συντριπτική καταστολή του αναρχικού κινήματος κι από τις δυο αυτές αντίρροπες δυνάμεις. Η συμβολική ηρωοποίηση του Ντιμιτρόφ απέναντι στο φασισμό, η Σοβιετική πατρίδα της παγκόσμιας αριστεράς απέναντι στον καπιταλισμό και στο ναζισμό αποτυπώνεται εναργέστατα για την ημετέρα κομμουνιστική ενατένιση στο ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Η μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου»: «…Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη…».
Έτσι, οι τάσεις του ανεξάρτητου, του μη κρατικού, του αντιεξουσιαστικού σοσιαλισμού, του ελευθεριακού σοσιαλισμού, αναρχικές, αριστερές, συμβουλιακές, μαρξιανές τάσεις-σαφώς αντικρατικές, η πολλαπλότητα μιας κινηματικής συζήτησης στο πλαίσιο της επανάστασης και του αγώνα έχουν δώσει τη θέση τους μετά από μια ιστορική ήττα, «σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη». Η «λύση» ήδη υπάρχει από την εποχή του Λένιν: η Σοβιετία όλων των εκδοχών. Αυτή τροφοδοτεί ηθικά, ιδεολογικά, εκπαιδευτικά κάθε προσπάθεια που θα μπορέσει να ισχυροποιήσει το προλεταριακό κράτος στη συνείδηση των ήδη ενταγμένων σε σοσιαλδημοκρατικά και στη συνέχεια κομμουνιστικά κόμματα ή οργανώσεις, διεθνώς. Η «λύση» επινοεί την ημετέρα μακεδονική σαλάτα στέλνοντας στο θάνατο, στις φυλακές και στις εξορίες την αφρόκρεμα της ελληνικής νεολαίας, η «λύση» ωθεί τους βούλγαρους «στενούς» σε απονενοημένες εξεγέρσεις και στις εκατόμβες νεκρών τους, η «λύση» κατασπαράσσει το πλειοψηφικό εργατικό-αναρχικό κι άλλων αδέσμευτων τάσεων κίνημα της Ισπανίας στα κελιά των πρακτόρων της Γκεπεού, αργότερα επί ηγεσίας «πατερούλη». Το ποτάμι ήδη έχει κυλήσει «σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη» κι όχι μόνο σε πείσμα του «Κυρ-Μέντιου». Κάθε διαφωνία ονοματίζεται με διάφορους χαρακτηρισμούς, αντιμετωπίζεται ως ύψιστο έγκλημα κατά του «αληθινού» σοσιαλισμού ακόμα κι αν εμφορείται από διαθέσεις «εσωτερικής αντιπολίτευσης» κι αποδεχόμενη το ίδιο σχεδόν πολιτικό πλαίσιο πάλης. Ποσώ δε μάλλον αν επρόκειται για τάσεις αυτονομίας, αυτοκαθορισμού ή «αναρχικές» οι οποίες ετίθενται εις το πυρ το εξώτερον ως μικροαστικές-οπορτουρνιστικές ή και με το πρόθεμα του «φασισμού» από την άποψη της ιδεολογικής πάλης. Κι από την κοινωνική απομόνωση και την συστηματική συκοφαντία στις φυλακές, στις εξορίες, σε δολοφονίες, σε εκκαθαρίσεις, από την άποψη της πραγματικής τους αντιμετώπισης, εκεί που «άλλος ήλιος έχει βγει».
Στον ελλαδικό χώρο τα πράγματα όμως αλλάζουν δραματικά, αμέσως μετά την επιβολή της γερμανικής κατοχής. Σύσσωμο, σχεδόν, το πολιτικό σύστημα, το σύνολο των εκφραστών της αστικής τάξης αποχωρεί από την κατεχόμενη Ελλάδα επιδιώκοντας να σωθεί στις αγκαλιές του αγγλικού παράγοντα που έχει πιάσει τα πόστα στην Αίγυπτο για να δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις ασφαλούς επαναφοράς του, στη χώρα ή συνεργάζεται με τις αρχές κατοχής. Αυτό το τεράστιο κενό είναι που σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, καλύπτεται από την ηγεμονική φυσιογνωμία του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και των άλλων δομών του που αναδύθηκαν στη συνέχεια και εξέφραζαν την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια επανάστασης μετά το 1821. Για το σύνολο του λαού η μεταξική τυραννία, η μοναρχία και η κατοχή έγινε ένα. Η αναπόφευκτη ριζοσπαστικοποίηση με ηγετικό πυρήνα το ΚΚΕ των λαϊκομετωπικών προδιαγραφών αντίσταση ήταν μονόδρομος που αν και συγκυριακά εξαρτάται από τις παλινωδίες της Κομουνιστικής Διεθνούς, το λαϊκό μέτωπο αποκτά μια ραγδαία ανάπτυξη. Ένα μεγαλειώδες κίνημα εξαπλώθηκε απ’ άκρη σε άκρη της κατεχόμενης χώρας το οποίο ενεργούσε πολύπλευρα και πολυδιάστατα με στόχους την απελευθέρωση της χώρας από την κατοχή όπως και για τον πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό μετασχηματισμό της. Ήταν αυτό που έδωσε τις ένοπλες μάχες με τους κατακτητές, ήταν αυτό που έδωσε τη μάχη κατά του λιμού, που έδωσε τις μάχες για την προστασία της παραγωγής, ήταν αυτό που έδωσε την ιδεολογική μάχη για ένα ιερό πατριωτικό και διεθνιστικό σκοπό: «θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά». Είναι ένα κίνημα γεμάτο αντιφάσεις αφού πολιτικά στηρίζεται και καθοδηγείται από ένα κόμμα που μόλις άγγιξε ένα 6% στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση του 1936 και το οποίο είχε ήδη αποδεκατιστεί στη δικτατορία του Μεταξά. Είναι ένα κίνημα που κυρίως ακμάζει στην περιφέρεια και διαψεύδει σχεδόν την προλεταριακή πάλη, παρ’ όλο που είναι υποδειγματικές οι απεργίες του ενάντια στην πείνα και την επιστράτευση.
Ενδεικτικά, ο Α. Καστρινός, διευθυντής δικαστικού τμήματος του ΕΛΑΣ, στο έργο του «Λαϊκή Δικαιοσύνη και αυτοδιοίκησις 1941-1945» Ιστορική Επιθεώρησις, Αριθμός Τεύχους 1, 1963, αναφέρει ευκρινώς: «… Η λαϊκή εξουσία ανεπτύχθη αυτομάτως μέσα από τον λαόν, δίχως σαφή και οργανωμένην καθοδήγησιν… Και ούτω κατά πηγαίον και αυθόρμητον τρόπον ανδρώθηκε και επεκράτησεν. Ύστερα ήλθεν η οργανωμένη διοίκησις δια να συστηματοποιήση εκείνον το οποίον υπήρχεν ήδη… Βάση της λαϊκής κυριαρχίας ήταν η συνέλευση της ένοπλης αντάρτικης ομάδας, Αυτή εξέλεγε και καθαιρούσε τον καπετάνιο, το στρατιωτικό αρχηγό, τον πολιτικό καθοδηγητή. Και αυτή έκρινε την κάθε επιχείρηση… Η συνέλευση εδίκαζε και κάθε διαφοράν που ανέκυπτε εις τους αντάρτες και κάθε παράπτωμα αντάρτη και εδίκαζε με δρακόντειον αυστηρότητα… Η συνέλευσις των πολιτών του χωριού ήτο το κυρίαρχον όργανον, η Εκκλησία του Δήμου, η Βουλή. Και αυτή εξέλεγε ελευθέρα και εγκαθιστούσε την Διοικητικήν Επιτροπήν του χωριού. Η αντάρτικη ομάδα εξασκούσε ένα είδος ‘’προστασίας’’ προστατευτικής εποπτείας δια την περιφρούρησιν των οργάνων αυτών και δια την καλήν λειτουργία τους. Ως τοιαύτη η Ομάδα είχε και την ευθύνην της καλής απονομής του Δικαίου…». Όμως και ένας από τους κατ’ εξοχήν εχθρούς αυτής της επανάστασης ο άγγλος πράκτορας και αρχηγός της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα, Κρις Γουντχάους δε φείδεται χαρακτηρισμών και περιγραφών, στο βιβλίο του «Το μήλον της έριδος», εκδόσεις Εξάντας: «…To EAM αποκτώντας τον έλεγχο σε όλη σχεδόν την ύπαιθρο, εκτός από τις βασικές συγκοινωνιακές αρτηρίες που χρησιμοποιούσαν οι γερμανοί, πρόσφερε στους αγρότες άγνωστες έως τότε δυνατότητες. Ποτέ έως τότε, ή ακόμη και μετά την απελευθέρωση δεν ήταν τόσο ικανοποιητικά τα μέσα επικοινωνίας –τηλέφωνο ασύρματος- στις ορεινές περιοχές. Το ΕΑΜ επισκεύασε και χρησιμοποιούσε τους αυτοκινητόδρομους… Τα αγαθά του πολιτισμού έφτασαν για πρώτη φορά στα βουνά. Άρχισαν να λειτουργούν τα σχολεία, η τοπική διοίκηση, τα δικαστήρια και οι κοινωνικές υπηρεσίες που είχαν κλείσει με την έναρξη του πολέμου. Για πρώτη φορά άρχισαν να λειτουργούν θέατρα, εργοστάσια και να πραγματοποιούνται συνελεύσεις. Η κοινωνική ζωή οργανώθηκε καταργώντας τον παραδοσιακό ατομικισμό του έλληνα αγρότη: Η ΕΠΟΝ προσηλύτισε το παιδί του, η ΕΑ επίταξε την κλώσα του, το ΕΛΑΝ επίταξε το καΐκι του. Προχωρώντας μπροστά από τις μικρότερες οργανώσεις το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έβαζε τις βάσεις ενός οργανωμένου κράτους στα ελληνικά βουνά πράγμα που είχαν παραλείψει οι ελληνικές κυβερνήσεις…».
Δεν είναι παρά ο κώδικας «Ποσειδών», ένας θαλασσινός κώδικας για τα βουνά, που αποκαλύπτει με ουσιαστικές και τυπικές γραμμές ένα μέρος αυτού του πολύπλευρου αγώνα που εκφράστηκε στην ελεύθερη Ελλάδα. Στο «Εντολαί δια την Λαϊκήν Αυτοδιοίκησιν και την Λαϊκήν Δικαιοσύνην» αναφέρονται εν ολίγοις αυτές οι δημοκρατικές κατακτήσεις στην τελευταία ηττημένη επανάσταση:
-Ανώτατο Αποφασιστικό Όργανο είναι η Γενική Συνέλευση των κατοίκων που συγκαλείται μια φορά το μήνα και έκτακτα αν κριθεί απαραίτητο.
-Η Γενική Συνέλευση κάθε κοινότητας αποτελείται από όλους τους ενήλικες άνω των 18 ετών και εκλέγει με ψηφοφορία την πενταμελή ΕΛΑ ( Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης).
-Τα μέλη της ΕΛΑ είναι άμισθα και τιμητικά, υπόκεινται δε πλήρως στη λαϊκή θέληση και τη Γενική Συνέλευση που έχει πάντα τον πρώτο λόγο: σε αυτή απολογείται δημόσια η Επιτροπή και αυτή εγκρίνει ή ακυρώνει τις αποφάσεις της.
-Η Συνέλευση έχει τη δικαιοδοσία να καθαιρεί μέλη ή και ολόκληρη την Επιτροπή και εν συνεχεία να εκλέγει άλλη.
-Θεσπίζονται τριμελείς εξειδικευμένες λαϊκές υποεπιτροπές (σχολική, επισιτιστική, λαϊκής ασφάλειας, εκκλησιαστική) οι οποίες και αυτές λογοδοτούν άμεσα στη Συνέλευση.
Β) Όσον αφορά στη Δικαστική Εξουσία:
-Ασκείται από το εκλεγμένο Λαϊκό Δικαστήριο (ΛΔ) το οποίο αποτελείται από τα αιρετά μέλη της ΕΛΑ ή τον πρόεδρός της, μαζί με 4 λαϊκούς δικαστές εκλεγμένους από τη Συνέλευση των κατοίκων.
-Κατοχυρώνεται και o θεσμός του “λαϊκού επιτρόπου” o οποίος είναι ο υπεύθυνος του ΕΑΜ (με γνωμοδοτική μόνο αρμοδιότητα, άνευ ψήφου).
-Το Λαϊκό Δικαστήριο συνεδριάζει δωρεάν και δημόσια. Πρώτο μέλημά του η επίτευξη συμβιβαστικής λύσης μεταξύ των αντίδικων (“να δώσουν τα χέρια”), ώστε να εκλείψουν οι αντιπαραθέσεις, να επουλωθούν τα χρόνια μίση στα χωριά και να δημιουργηθεί μια νέα κοινοτική ενότητα. Δεν υπάρχουν δικηγόροι ούτε δικαστικά έξοδα, ακόμη και για τον καταδικασθέντα.
-Αν, παρά τις προσπάθειες, δεν υπάρχει συμβιβασμός, τότε το ΛΔ προχωρά σε δικάσιμο και στον ένοχο επιβάλλονται ποινές συνετισμού σε είδος (π.χ. καλαμπόκι, σιτηρά κλπ, και όχι σε άχρηστα κατοχικά χρήματα). Δεν προβλέπεται προσωποκράτηση.
-Το Λ. Δ. εκδίκαζε σχεδόν όλες τις υποθέσεις του χωριού εκτός της προδοσίας, της κατασκοπείας και της ληστείας που στις πολεμικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε, αφορούσαν στα Ανταρτοδικεία.
Ο Κώδικας «Ποσειδών» προχώρησε μέχρι το δεύτερο επίπεδο της Λαϊκής εξουσίας: Οι πρόεδροι των ΕΛΑ ενός δήμου ή γεωγραφικού διαμερίσματος συγκροτούν την Τομεακή Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης (ΤΕΛΑ) η οποία εκλέγει Πρόεδρο έναν εκ των μελών της. Μεταξύ των άλλων καθηκόντων της ΤΕΛΑ ήταν ο συντονισμός και η ενιαία εφαρμογή των «Εντολών». Σημαντικό: δεν έχει δικαίωμα επέμβασης στις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων των χωριών και των ΕΛΑ. Αντίστοιχα οι πρόεδροι των ΛΔ συγκροτούν το Τομεακό Λαϊκό Δικαστήριο. Προβλέπεται και η Ένωση Κοινοτήτων του νομού.
Από αυτές τις ενδεικτικές αναφορές μπορούμε να υποψιαστούμε τόσο τη δυναμική ενός λαού να επιβάλει τη λαοκρατία αλλά και ταυτόχρονα λόγω έλλειψης προτύπων για αυτήν μπορούμε να αντιληφθούμε την ισχύ που έχουν οι κομματικές αποφάσεις όταν αυτές αναιρούν επί της ουσίας της κατακτήσεις του κινήματος τις οποίες το ίδιο το κόμμα τις προσυπέγραψε. Αυτή η θεμελιακή αντίφαση ανάμεσα στην δύναμη που έχει το ίδιο το επαναστατικό κίνημα στην Ελλάδα και στην ταυτόχρονη εμπιστοσύνη του στον αντίποδα της δύναμής του που είναι η εκχώρηση των εξουσιών που μόλις έχει κατακτήσει είναι το κρίσιμο σημείο καμπής του. Το κράτος -όχι με την αρχαϊκή σημασία της πολιτικής ισχύος αλλά- με τη σύγχρονη σημασία ενός μηχανισμού απαλλοτρίωσης της εξουσίας του λαού, με στόχο μια αλλότρια οργάνωση της κοινωνίας, της πολιτικής και της οικονομίας έχει κομβική σημασία για την ιστορία αυτής της ανθρωποθυσίας στη δεκαετία του ’40 και των διδαγμάτων της σήμερα.
Το ΕΑΜ είναι ένα κίνημα εθνικό, με σοσιαλιστική προοπτική, και μόλο που έχει αναπτυχθεί με τις ίδιες του τις δυνάμεις, εν τέλει υποτάσσεται στην ηγεσία. Ένα άλλο κράτος είναι το ιδανικό, αυτό που μοιάζει με την «άλλη θάλασσα» κι «άλλη γη». Ένα άλλο κράτος μοιάζει να είναι το ιδανικό πεπρωμένο, δίπλα σε όνειρα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που αγωνίστηκαν και ονειρεύτηκαν μια άλλη Ελλάδα, ένα άλλο κόσμο. Αυτή είναι η χίμαιρα που κατατρώει όλον αυτόν τον αγώνα, τους ανθρώπους που οραματίστηκαν πριν οι ορδές των Αγγλοαμερικάνων και των ντόπιων μοναρχοφασιστών τσακίσουν τον αφρό αυτού του κινήματος. Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς να ερωτηθούν οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες του κινήματος: συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, που οι όροι τους ενοχοποιούν το ίδιο το κίνημα, εξισώνοντάς το με τα προδοτικά τάγματα ασφαλείας, οι στρατηγικές για μια σίγουρη αποτυχία στις μάχες του Δεκέμβρη, οι άγνοια για τις προσυμφωνίες με τη Μόσχα κι αργότερα η συμφωνία της Γιάλτας-Βάρκιζας που προέκυψαν. Έτσι από τη μια υπαγωγή στην άλλη, των ‘’αυθόρμητων’’ δομών στην ιεραρχία της αντίστασης, των δομών της αντίστασης στους Άγγλους -που διαρρηγνύει κάθε προσπάθεια μιας βαλκανική συνεργασίας- θέτουν τις βάσεις για την καταστροφή της επανάστασης. Μετά ο εμφύλιος και η ήττα. Οι εκτελέσεις, οι δολοφονίες, οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι αποκλεισμοί, οι δηλώσεις μετάνοιας, τα βασανιστήρια, οι σκευωρίες, ένα ατέλειωτο μαρτύριο για εκείνη την Ελλάδα που αγωνίστηκε και ονειρεύτηκε έναν άλλο κόσμο.
Τι είναι αυτό που συνεχίζει και μας αγγίζει; Τι είναι αυτό που μας απωθεί;
«… Στη ζωή του πληθυσμού των κατεχόμενων χωρών έχει επέλθει μια πολύ σημαντική αλλαγή. Όσα και να λένε οι δήθεν πατριώτες, ο πληθυσμός δέχτηκε με ανακούφιση το σταμάτημα του πολέμου στην περιοχή του… Θα μπορούσε να δει ότι εκείνοι που τον καλούσαν να σκοτωθεί για να υπερασπίσει το «πάτριο έδαφος», τα «ιδεώδη της ελευθερίας και της δημοκρατίας» ήταν αυτοί οι ίδιοι σαν άτομα και σαν τάξη που του ρουφούσαν το αίμα στο εργοστάσιο και στο χωράφι, που στους αγώνες του για ψωμί και δημοκρατία στη χώρα του, του απαντούσαν με σφαίρες, με τον υποκόπανο, με τα μπουντρούμια, τα βασανιστήρια, τη φυλακή και την εξορία. Μια οικειότητα ανάμεσα στον πληθυσμό και τους στρατιώτες της κατοχής θα ήταν φυσική και αναπόφευκτη και οπωσδήποτε θα δημιουργούνταν. Η οικειότης και οι συζητήσεις μέσα στον πόλεμο δε θα είχαν άλλο αντικείμενο από τον πόλεμο. Οι Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες ήταν παιδιά του χτες, ήταν στα εργοστάσια, στα χωράφια, στα θρανία. Ο στρατιώτης της Βέρμαχτ θα μπορούσε να ξαναγίνει εκείνο που ήταν πριν, ο ανθρακωρύχος του Ρουρ και εκείνοι τους οποίους αυτός φρουρεί να ξαναγίνουν στα μάτια του, οι συνάδελφοί του, οι σύντροφοί του, οι ταξικοί αδελφοί του. Ο Χανς θα μπορούσε να ξαναβρεί τον Φρανς και τον Πέτρο που δούλευαν μαζί στην ίδια φάμπρικα. Θα μπορούσαν να βρουν ξανά την κοινή ταξική τους γλώσσα και στις συζητήσεις τους να θέσουν αυτά τα καυτά ερωτήματα: Γιατί εμείς αδελφοί εργάτες εκμεταλλευόμενοι σκοτωνόμαστε μεταξύ μας; Τι διαφορές έχουμε; Ποιοι έχουν συμφέρον απ’ αυτήν τη σφαγή ανάμεσά μας; Και ασφαλώς θα έβρισκαν την απάντηση… Πόσοι γερμανοί στρατιώτες δεν παρακολουθούσαν με συμπάθεια τις εξορμήσεις των φτωχών λαϊκών μαζών και τη λεηλασία απ’ αυτές των καταστημάτων, το φθινόπωρο του 1943. Δε βλέπανε σε αυτές τους έλληνες εχθρούς τους, αλλά τους φτωχούς εργαζόμενους, τον ίδιο τον εαυτό τους, την ίδια την τάξη τους… Έπρεπε με τα οποιαδήποτε μέσα να εμποδιστεί αυτή η οικειότητα, η φιλική, η ανθρώπινη σχέση, η συναδέλφωση του πληθυσμού με τους ιταλούς και γερμανούς στρατιώτες, έπρεπε να διατηρείται και να βαθαίνει το μίσος και γι’ αυτό έπρεπε να επαναφερθεί ο πόλεμος, ο πόλεμος με την πιο βάρβαρη, την πιο άγρια και την πιο παράλογη μορφή του. Και αυτή ήταν η αποστολή που είχε αναλάβει και που γι’ αυτό δημιουργήθηκε η «εθνική αντίσταση»… Όλη η πολιτική και η πολεμική δραστηριότητα του ΕΑΜ εναντίον των αρχών κατοχής δεν είχε άλλο λογικό σκοπό απ’ αυτόν: να εμποδίσει την οικειότητα, τη φιλική επαφή, την ανθρώπινη σχέση ανάμεσα στον πληθυσμό και στους ιταλούς και γερμανούς στρατιώτες. Να πνίξει στη γέννησή του κάθε τι που θα μπορούσε να αφυπνίσει την ανθρώπινη ή την ταξική συνείδηση των σφαζόμενων μεταξύ τους μαζών για τα συμφέροντα των εκμεταλλευτών τους. Τίποτε απ’ ό,τι έγινε δεν ήταν αυθόρμητο, προϊόν ατομικής οργής ή εκδίκησης. Όλα ήταν υπεύθυνα, προγραμματισμένα, όλα γίνονταν κατόπιν αποφάσεων και διαταγών. Σκότωναν απομονωμένους ιταλούς ή γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Έστηναν παγίδες και εξόντωναν μια μικρή γερμανική ή ιταλική στρατιωτική περίπολο και η άμεση ή πολύ γνωστή σε αυτούς από προηγούμενα, συνέπεια αυτής τους της δράσης ήταν τα άγρια αντίποινα των αρχών κατοχής, μαζικές σφαγές αθώων, μαζικές εκτελέσεις ομήρων, μαζικές συλλήψεις, μαζικές αποστολές στη Γερμανία, απ’ όπου πολύ λίγοι γύριζαν ζωντανοί, εμπρησμοί χωριών, κλπ…» Άγις Στίνας, «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ», εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη
«Συμμετοχή στο κίνημα αντίστασης με οποιοδήποτε πρόσχημα και με οποιοδήποτε δικαιολογητικό σημαίνει συμμετοχή στον πόλεμο»… «Όλη η δράση του ΕΑΜ στην Ελλάδα ήταν βαθιά αντιδραστική» Άγις Στίνας, «Αναμνήσεις», εκδόσεις Υψιλον»
«Η προλεταριακή επανάσταση μέσα στη χώρα μας δεν είναι δυνατή χωρίς ν’ απομονωθεί το ΕΑΜ, δηλαδή το μέτωπο κεφαλαιοκρατίας – σταλινισμού, από τις μάζες, χωρίς να κερδηθούν οι εκμεταλλευόμενες μάζες στον ταξικό επαναστατικό αγώνα». Β’ Εθνική Συνδιάσκεψη του Κόμματος Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας – ελληνικό τμήμα της 4ης Διεθνούς («Διεθνιστής» φύλλο 9, 10 Φλεβάρη 1944)
«Από την αρχή ο Σπύρος (ΣΣ ο Στίνας) είχε χαράξει μια σωστή διεθνιστική γραμμή εναντίον της τροτσκιστικής γραμμής που υποστήριζε το λεγόμενο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Θυμάμαι, ακόμα, πως προσπαθούσαμε και κατορθώναμε γερμανικά γραμμένες διεθνιστικές προκηρύξεις να τις ρίχνουμε στους γερμανικούς στρατώνες που βρίσκαμε στην περιοχή Αττικής». Κ. Καστοριάδης στο πολιτικό μνημόσυνο για το Στίνα, Μάρτιος 1989
Είναι ολοφάνερο ότι για το ελλαδικό ελευθεριακό κίνημα της μεταπολίτευσης, το ζήτημα της κατοχής, της εθνικής αντίστασης, του εμφυλίου ήταν ένα ζήτημα δυσπρόσιτο, ήταν αγκάθι. Έθιγε τις ιδεολογικές καταβολές του χώρου στη σχέση του με το έθνος και τους αγώνες που προέκυψαν για αυτό. Ήταν ένα κίνημα «εξουσιαστικό», με ηγεσία, με δομές, με όργανα επιβολής. Ήταν, εξάλλου, βασική αναφορά των ανταγωνιστικών αριστερών κομμάτων και οργανώσεων και είχε ήδη μετατραπεί σε ένα κακοστημένο άλλοθι («και το βράδυ στις ταβέρνες, ρετσίνα κι αντάρτικα» που τραγούδησε ο Πανούσης) και πιο ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’80 που η εθνική αντίσταση αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος, οπότε γινόταν και ένα επιπλέον πεδίο αντιπαράθεσης. Λοιπόν, προς τα πού θα μπορούσε να στραφεί, ο χώρος, για να βρει τις αναφορές του όταν ξεκίνησε τη δράση του; Η εγχώρια αναζήτηση δεν θα μπορούσε να αρκεστεί για πολλά χρόνια από τις μικροϊστορίες των αναρχικών του μεταιχμίου 19ου-20ου αιώνα, των αναρχικών της Πάτρας, της Σερίφου του ’16, της Θεσσαλονίκης του ’36, των δολοφονημένων αρχειομαρξιστών του ‘44, του πρόσφατου Πολυτεχνείου του ’73 και τις όποιες «φάσεις» προέκυψαν αργότερα (Χημεία, Πολυτεχνεία κλπ). Πώς να φτιάξεις αφήγηση με τόσα λίγα και αποσπασματικά γεγονότα που δεν μπορούν να «δέσουν»; Επίσης, τα κινηματικά γεγονότα στις χώρες της Δ&Κ Ευρώπης ή στις ΗΠΑ (καταλήψεις, νέα υποκείμενα, αντιφασισμός κλπ.) ενώ εισάγονταν, δύσκολα μπορούσαν να αποκτήσουν μια ευρεία απήχηση, όχι μόνο για το γεγονός ότι ανταποκρίνονταν σε άλλες κοινωνικές δομές αλλά διότι δεν συγκροτούσαν μια ολοκληρωμένη αφήγηση. Έτσι ο ασφαλής τρόπος δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από την περίφημη ισπανική αναρχική εμπειρία αλλά και τους διευρυμένους αγώνες που προέκυψαν μετά ή πριν από αυτήν. Όμως και η Ισπανία είναι πολύ μακριά. Ακόμα πιο μακριά η Τσιάπας, αργότερα. Η πιο κοντινή Ροζάβα, σήμερα, είναι σχεδόν αμφισβητήσιμη για τις όψιμες ελευθεριακές διακηρύξεις της.
Ένας κατά κύριο λόγο μεταμοντέρνος χώρος με επιρροές κυρίως από το Μάη του ’68 δεν θα μπορούσε να υιοθετήσει ως καταγωγική του αναφορά το κίνημα της εθνικής αντίστασης, ούτε καν κριτικά. Η αντιπαράθεση με την κληρονομιά του ΕΑΜ κι έχοντας ως αναφορές του ανθρώπους όπως ο Στίνας ή ο Ταμτάκος, που αν και άφησαν μια ελάχιστη παρακαταθήκη, φτωχή περιεχομένου, εμμονική και εν πολλοίς άδικη, ήταν ωστόσο απαραίτητοι παράγοντες για έναν πιο ολοκληρωμένο διαχωρισμό με την «κυριαρχία». Πράγματι, ο Άγις Στίνας και ο Γιάννης Ταμτάκος ήταν όσο κανείς άλλος, οι άνθρωποι που συνέβαλαν με την παρουσία τους και τις διαθήκες τους στο χάσμα ανάμεσα στο οριζόντιο κίνημα και την προϊστορία των αγώνων στη χώρα. Όσο κανείς άλλος, ο Στίνας και ο Ταμτάκος, μέσα στις ιδεολογικές τους εμμονές, με τα λιγοστά γραπτά τους, απέναντι στο γιγάντιο όγκο της αντιστασιακής γραμματείας και ιστορικής κληρονομιάς αγώνων, συνέβαλαν στην αποστροφή των αναρχικών για την εθνική αντίσταση. Οι αυστηρές ιδεολογικές γραμμές όπου κάθε απόκλιση από αυτές βαφτιζόταν ως προδοσία της προλεταριακής επανάστασης και του επαναστατικού διεθνισμού, ειδικά μετά της δεκαετία του ’80-’90 που απ’ τη μια ο πατριωτισμός πέρασε στα χέρια της δεξιάς παράταξης και απ’ την άλλη η εθνοαποδόμηση στα χέρια της αριστεράς, απέκτησαν μεγάλο βάρος. Κι εδώ βλέπουμε μια αντινομία: παρόλο που το νεοαναρχικό αυτό ρεύμα, πλειοψηφικά δεν φημιζόταν για την υποστήριξη ή πρωταγωνιστική σχέση του με τους ταξικούς αγώνες, η προλεταριακή αυτονομία του Στίνα ενέπνεε για την αντεθνική της παράδοση. Από κει και η υιοθέτηση του οιουδήποτε αντεθνικού, ακόμα και του φιλελεύθερου-κοσμοπολίτικου ως οικείου ή τουλάχιστον πολύ κοντινού.
Η βασική αφήγηση του Στίνα βασίζεται σε δυο αλληλοσυμπληρούμενες παραδοχές που λειτουργούν ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες: -Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ αποσύνδεσε το γερμανικό-ιταλικό προλεταριάτο από τις εργαζόμενες μάζες των ελλήνων και είναι υπεύθυνο για την υποστολή της επαγγελίας για την κοινή ταξική επανάσταση. -Ο πατριωτικός αγώνας του ΕΑΜ είναι ένας αγώνας που αποκλειστικά γίνεται για τα συμφέροντα της εγχώριας αστικής τάξης-κάθε τέτοιος αγώνας είναι εξ ορισμού καταδικαστέος.
Ο Στίνας, ο τελευταίος σπαρτακιστής της Ευρώπης, προπαγανδιστής αυτής της μαγικής, ιστορικής στιγμής που το στρατευμένο προλεταριάτο πραγματοποίησε μεταβολή με τα εθνικά όπλα στρεφόμενα κατά των ταξικών του εχθρών για την εργατική επανάσταση, αρνήθηκε να εκτιμήσει την έγερση των μαζών στην κατεχόμενη Ελλάδα ως μια απελευθερωτική διαδικασία. Μεταφέροντας αυτούσιο το μοντέλο της σφαγής των εργατών για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των χωρών τους στην πιο στυγνή επέμβαση και κατοχή στην κατεχόμενη Ευρώπη, περίμενε τους «ανθρακωρύχους του Ρουρ» να ενωθούν με τους έλληνες εργάτες που εξοντωνόντουσαν ήδη από τους πρώτους μήνες από το λιμό και από μια απίστευτη καταστολή. Το γεγονός ότι ελάχιστοι γερμανοί αυτομόλησαν είναι αρκετό για να αντιληφθούμε και τις προθέσεις των πρώην «ανθρακωρύχων του Ρουρ». Η γερμανική εργατική αντίσταση είχε -συστηματικά και με σχέδιο- σφαχτεί, αφού αποδεκατίστηκε με μέθοδο και μάλιστα δημογραφικά. Η εργατική τάξη της Γερμανίας μέσα από τη σαγήνη στην οποία υποβλήθηκε υποτάχτηκε στον πιο μαζικό δολοφονικό ρόλο που πήραν ποτέ καταπιεσμένοι στην ιστορία της Ανθρωπότητας. Ήταν αδύνατον στις ασφυχτικές συνθήκες απόλυτου ελέγχου, προπαγάνδας και αφοσίωσης στον αρχηγό, να αντιταχθούν στον παραλογισμό. Μετά το απρόσμενο σοκ της Αλβανίας, και την απρόσμενη συνέχεια του Ρούπελ, η ευνοϊκή αντιμετώπιση προς τους παραδομένους έλληνες στρατιώτες, σε μια προπαγάνδα που προσδοκία είχε την απαλλαγή του ναζιστικού στρατού από την Ελλάδα για τη μεγάλη επιχείρηση Μπαρμπαρόσα στη Ρωσία, δεν άλλαξε καθόλου τις εχθρικές διαθέσεις των ηττημένων νικητών. Οι ηρωικές μάχες της Κρήτης, η ανυπακοή στις δημαγωγικές παραινέσεις της γερμανικής διοίκησης έδειξαν ξεκάθαρα ότι οι ναζί είχαν να κάνουν με έναν εχθρικό λαό ο οποίος με τη στάση του δικαίωνε εσχάτως αυτούς τους επιτελικούς ψευδοεπιστήμονες που μετά το Φαλμεράγιερ διατείνονταν ότι οι έλληνες δεν είναι έλληνες, δηλαδή Άρειοι. Όταν μάλιστα καταδίκασαν τον πληθυσμό στο λιμό για να μπορούν χωρίς ιδίοις εξόδοις να σιτίζουν τους πρώην «ανθρακωρύχους του Ρουρ» τότε με ποιους όρους θα γινόταν αυτή η συζήτηση για τον κοινό ταξικό αγώνα; Ποιοι θα ήταν άραγε που είχαν τα όπλα, οι πρώτοι που θα έπρεπε να εξεγερθούν κατά του δικού τους ταξικού εχθρού; Πόση σημασία μπορεί να αποκτούσαν οι προκηρύξεις συμφιλίωσης που πετούσε ο Στίνας με τον πνευματικό του γιο Κορνήλιο Καστοριάδη;
Ο πατριωτικός αγώνας που κήρυξε το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ΟΠΛΑ κλπ. για το Στίνα και τον Ταμτάκο δε θα μπορούσε να είναι διεθνιστικός. Η ιδεολογική συνταγή τους από άλλη περιοχή, από άλλη εποχή, δεν θα μπορούσε να πιάσει τόπο. Έτσι, μοιραία εξίσωσαν τις ευθύνες της Βέρμαχτ και των SS με αυτές του ΕΛΑΣ και ταύτισαν το ρόλο των ταγμάτων ασφαλείας με την ΟΠΛΑ-τις αντικατοχικές εκδηλώσεις με τις ελληνικές σημαίες τις ταύτισαν με τις σοσιαλπατριωτικές επεκτατικές υστερίες στην Ευρώπη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η σοσιαλσοβινιστική ιδεολογία του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ο τύπος που περιλάμβανε και την αντίσταση του ΕΑΜ. Η ιδεολογική ακαμψία μπροστά σε μια οφθαλμοφανή διαφορά και η απόλυτη –εκτός τόπου και χρόνου- συνέπεια είχε τη δημιουργία ενός ιδεολογικού εκτρώματος που παραμόρφωνε την πραγματικότητα προς χάρη της θεώρησης. Για το Στίνα, το ΕΑΜ αποσυνέδεε τους γερμανούς και τους έλληνες προλετάριους και η ΟΠΛΑ ήταν ένα κατασκεύασμα που ιδρύθηκε για τη σφαγή αρχειομαρξιστών και τεταρτοδιεθνιστών.
Ας είναι. Να ανάψουμε ένα κεράκι για το Στίνα, ένα κεράκι για τον μπαρμπα-Γιάννη. Αλλά να ανάψουμε μια φωτιά μέχρι τον ουρανό για τους χιλιάδες αγωνιστές και τις χιλιάδες αγωνίστριες που αδιαφόρησαν για τη ζωή τους και χάθηκαν για μια ελεύθερη πατρίδα και για μια πανανθρώπινη λευτεριά!
Γιατί λοιπόν με το ΕΑΜ;
«Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά,
θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα
και πανανθρώπινη τη λευτεριά»
Τα πράγματα ξεκινούν εκ νέου τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την κήρυξη της κρίσης, των εφαρμογών των μνημονιακών συμβάσεων με τους ξένους δανειστές, την επανεμφάνιση των φασιστών με ρόλο δήθεν αντισυστημικό. Την επανεμφάνιση της Γερμανίας ή των ΗΠΑ με ρόλο ενός νέου κατακτητή. Ποια άλλη ιστορική, εγχώρια αναφορά πέρα από το ΕΑΜ θα μπορούσε να καλύψει σε ένα μεγάλο βαθμό, σε αυτήν την εποχή, την ανάγκη να εμπνευστούμε, εδώ και τώρα, από το «εδώ και τότε»; Από πού αλλού μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα θάρρους, ηρωισμού, αυταπάρνησης, αγώνα; Αυτό συμβαίνει και σήμερα όταν το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και ο Μελιγαλάς Του, απαιτούν με ιστορική ατσαλοσύνη, ημιμάθεια και εφηβική ατσουμπαλιά «όχι άλλη Βάρκιζα» σε καρικατούρες «Δεκέμβρη». Αυτή την ιστορική αναφορά οφείλουμε πλέον να την ξαναδούμε σε όλο το μεγαλείο της, στις αντιφάσεις της, σε όλη την χιμαιρική της τραγικότητα. Από αυτήν προερχόμαστε, εγγόνια είμαστε της είμαστε, δισέγγονα αλλά όχι απλές προεκτάσεις της. Κι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για μια νέα ισορροπία της κόψης του ξυραφιού, στο σήμερα.
Η νέα αυτή προσήλωση τμήματος του ελευθεριακού κινήματος στην ιστορική περίοδο της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου ως συνέχειάς του και η ανάδειξη αυτής της εποχής ως μήτρας για τη σημερινή συνέχεια, χωρίς μια ενδελεχή κριτική αποτίμηση έχει πολλές σημασίες. Αποκαλύπτει τη θεωρητική γύμνια του ολιγόχρονου ελευθεριακού χώρου, αποκαλύπτει την πορεία της πρόχειρης, εμπειρικής του αναζήτησης χωρίς μπούσουλα-χωρίς σταθερό πεδίο σκέψης. Αποκαλύπτει τα όρια της απομάγευσης ή αποδόμησης για την ιστορική συνέχεια και του ιστορικού χώρου που έχουμε την τύχη ή ατυχία να ζούμε και είχαν την τύχη ή ατυχία να ζήσουν οι παλαιότεροι. Αποκαλύπτει τα όρια της ανυπαρξίας δομών, της έλλειψης δημοκρατίας και του προτάγματός της, της τυραννίας του να μην υπάρχει έστω και η άμεσα ανακλητή εξουσία για πρακτικούς λόγους-από κει και η αναζήτηση μιας οργάνωσης που θα μοιάζει με ένα αριστερό κόμμα, ως αντίδοτο. Αποκαλύπτει τα όρια του «εναντίον όλων» και «κάθε» μορφής εξουσίας. Το ζήτημα όμως είναι πιο βαθύ κι αυτό αντικατοπτρίζεται σε μια μεγαλειώδη αντίφαση: Η μη αναγνώριση του ελευθεριακού κινήματος ως συνέχειας από την εποχή της αντίστασης, η οποία στην αντίθετη περίπτωση θα προϋπέθετε μια σοβαρή ενδελεχή κριτική-άρα και συμπεράσματα για το σήμερα, κινδυνεύει να διαγράψει την πιο σημαντική εγχώρια πηγή έμπνευσης ή αντίρροπα να προετοιμάσει την αποδοχή μιας διαθήκης με τους όρους του παρελθόντος.
Η επανάσταση του 1940-1945
Και οι δυο χρονιές που εμπεριέχουν το διάστημα το οποίο θα τεθεί ως βάση, τόσο η αρχική όσο και η καταληκτική ακούγονται ενοχλητικά. Το αυστηρά δοσμένο χρονικό διάστημα απ’ όσους λίγους αλλά συντρόφους κοντινούς, για τη σύνδεση του αναρχικού προτάγματος με την επανάσταση της δεκαετία του ’40 δεν είναι άλλο από το 1941-49. Αυτό το χρονικό διάστημα απ’ τη μια αποκλείει τη λαϊκή έγερση κατά του ιταλικού φασισμού που έκαψε όμως από πρόθεση ή εν τοις πράγμασιν και τα χλωρά της μεταξικής προσπάθειας για τη δημιουργία φασιστικών δομών στην ελλαδική κοινωνία κι από την άλλη εντάσσει αυτονόητα στο εσωτερικό του τον εμφύλιο πόλεμο. Έτσι, αυτό που διακρίνει αισθητά την παρούσα πολεμική που εντάσσει τον εαυτό της σε μια ζωοφόρο σύνδεση με τον το ημέτερο χθες είναι το γεγονός ότι δεν επιθυμεί απ’ τη μια να αφήσει άθυρμα και πεδίο προπαγάνδας στη δεξιά, την 6μηνη, με πολλά στοιχεία αυτοργάνωσης, αντίσταση του λαού μας ώστε η ίδια να επενδύει ιστορικά στην εξάλειψη της επανάστασης υπό το ΕΑΜ που ολοκληρώθηκε στο πολιτικό, στο οικονομικό και το κοινωνικό πεδίο αργότερα μέσα στην πολλαπλή κατοχή. Από την άλλη δεν συμπεριλαμβάνει αυτή την απελπισμένη κινητοποίηση της επόμενης τριετίας μέχρι το 1949, χρονικό διάστημα μιας τραγωδίας χωρίς κάθαρση ακόμα, που ήδη εξυφάνθηκε από τα μέσα του 1943 από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές ηγεμόνες του αγγλικού μπλοκ και διεκπεραιώθηκε από τους υποστηρικτές της και τους κατοχικούς συνεργάτες. Η τραγωδία του Δεκέμβρη του 1944 δεν είναι παρά η αρχή του τραγικού επίλογου μιας επανάστασης που αφέθηκε στη μοίρα μιας ανερμάτιστης ηγεσίας, που εξουδετερώθηκε κάθε ίχνος οριζόντιας οργάνωσης και αυτενέργειας, που υποτάχθηκε απόλυτα στο διεθνή γεωπολιτικό σχεδιασμό ελπίζοντας απ’ αυτόν, που μη έχοντας άλλα πρότυπα επιδίωξε ένα αστικό κράτος, μια κοινωνική οργάνωση δηλαδή που βαθμιαία εκχωρούνταν σημαντικές εξουσίες του λαού στους αντιπροσώπους του. Κι όλα αυτά στο όνομα της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας, αξίες που μέσα σε ένα τεράστιο κενό έγιναν πράξη μέσα σε συνθήκες πολέμου. Όλα όσα κατακτήθηκαν μέσα στον πόλεμο, οι συνελεύσεις μαχητών που ψήφιζαν τους καπετάνιους τους, οι λαϊκές συνελεύσεις των χωριών, τα συμβούλια για τον επισιτισμό, οι εκατοντάδες τοπικές δομές της εθνικής αλληλεγγύης, τα κοινωνικά φαρμακεία και ιατρεία, η σύμπραξη λαού και ενόπλων μαχητών -απότοκα αυτενέργειας και υψηλής ευθύνης- βαθμιαία χάνονταν από την ανάπτυξη της ιεραρχίας, και την εκχώρηση της ευθύνης της αντίστασης στην κομματική εξουσία. Η επανάσταση λοιπόν είχε ηττηθεί και ένας πόλεμος από κάθε άποψη καταστροφικός χωρίς δομές επαναστατικές χωρίς την εθελούσια υποστήριξη του λαού ξεκίνησε στο Λιτόχωρο το 1946. Έτσι η 28η Οκτωβρίου είναι η εναρκτήριος ημερομηνία για ένα λαό που μόνος του αγωνίστηκε χωρίς σχέδιο και χωρίς προετοιμασία κατά ξένου φασισμού κι εμμέσως κατά του ημετέρου και κατάληξη συμβολική και συνάμα πραγματική δεν είναι παρά η 16η Ιουνίου 1945 όταν ο Άρης αφήνει την τελευταία του πνοή.
Γιατί με την 28η Οκτωβρίου;
Η αντίσταση του στρατευμένου καθώς και του μη στρατευμένου ελληνικού λαού τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι και το Απρίλιο του 1941 διέψευσε την πλημμελή και κακουργηματική έλλειψη προετοιμασίας αν εξαιρέσουμε και τις τάσεις για παράδοση και ήττα. Αν προσπεράσουμε τις μελίρρυτες αναφορές για τις πραγματικές νίκες και κακουχίες, αυτός ο λαός, με ελάχιστες δυνάμεις και ελάχιστα πολεμικά μέσα αντιμετώπισε την ιταλική φασιστική επίθεση. Όλα τα στοιχεία που επιμερίζονται σε επίσημες αναφορές, συγκεντρωτικές μελέτες, σε εκθέσεις και απομνημονεύματα κάποιων ανώτατων και ανωτέρων αξιωματικών, σε εκατοντάδες μαρτυρίες και ημερολόγια καταμαρτυρούν την πάνδημη συμμετοχή του λαού και τη σύμπραξή του με τους στρατευμένους που περίσσευαν για το μέτωπο, απροετοίμαστοι, άοπλοι, χωρίς σχέδιο απέναντι στην ιταλική υπεροπλία και υπεροψία. Αν συμπεριλάβουμε τις σκοπιμότητες οι οποίες άφηναν το ενδεχόμενο της ήττας ειδικά στον ελληνογερμανικό πόλεμο τότε μιλάμε και για μια εσκεμμένη προσπάθεια από πλευράς της στρατιωτικής ηγεσία να ηττηθεί ο ελληνικός στρατός. Η προσμονή για τη φιλική Γερμανία που θα μεσολαβούσε για μια ανακωχή και από την άλλη η διπλή τακτική των Άγγλων για έναν ουδέτερο χώρο και με μια συμμετοχή που άγγιζε τα όρια του συμβολικού διασάλευσε και υπονόμευσε και την πολεμική αναμέτρηση με τη Γερμανία.
Το καθεστώς Μεταξά-Γεωργίου Β΄ ήταν ένα διπολικό καθεστώς. Όπως αφηγείται και ο ίδιος ο δικτάτορας στο ημερολόγιό του δεν θα μπορούσε παρά να ελπίζει στην υποστήριξη και όχι στην εισβολή από δυο φιλικά καθεστώτα, της Ιταλίας και της Γερμανίας. Η αγγλική εμπλοκή ήταν εκ των ως ουκ άνευ εφόσον η Ελλάδα αποτελούσε χώρο οικονομικής εμπλοκής της Αυτοκρατορίας αλλά όχι τέτοιος που θα μπορούσε να επιβάλει και τις συμμαχίες για έναν πόλεμο που θα έπαιρνε ασύλληπτες διαστάσεις. Τόσο η διπλωματία και προς τις δυο πλευρές όσο και οι συνεργασίες καθώς και η έκθεση διαπιστευτηρίων προς τις δυο πλευρές αποδυνάμωσαν κάθε δυνατότητα αντίστασης που θα προερχόταν από το ίδιο το καθεστώς. Ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ πειθήνιο όργανο της Αγγλίας, μονάρχης τοποτηρητής συμφερόντων, παρ’ όλο που προερχόταν από τη φιλογερμανική κλίκα-συμμέτοχο ενός πρωθύστερου διχασμού που απέκτησε διαστάσεις εμφυλίου πολέμου, κατακυρώθηκε τον καιρό της εξορίας του από το 1922 με το πλευρό της Αγγλίας και το 1935, μετά από ένα νόθο δημοψήφισμα επιβλήθηκε ως η ανωτέρα αρχή του ελληνικού κράτους συναινώντας και στο πραξικόπημα της 4η Αυγούστου καθώς και σε όλη την επιδίωξη εκφασιστικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Το ίδιο το καθεστώς ταξικής απομύζησης του λαού, πολιτικής ομηρείας, διώξεων κάθε ελεύθερης φωνής, φορέας εμπέδωσης ανταγωνιστικών ηγεμονιών κατάφερε να συντρίψει κάθε αντίσταση επιβάλλοντας ένα φασιστικό καθεστώς που ονόμασε Γ΄ Ελληνικό Πολιτισμό. Τα πρόσωπα του Μεταξά και του Γεωργίου Β΄ αποτελούν την επιτομή της ουδετεροφιλίας του καθεστώτος.
Τόσο η Αγγλία όσο και η Γερμανία στήριξαν το ουδετερόφιλο καθεστώς Μεταξά-Γεωργίου Β΄ επιδιώκοντας δημιουργία προσβάσεων ενώ το ίδιο το καθεστώς δεν αξίωνε καμιά αλλαγή στο χάρτη και είχε απεμπολήσει κάθε αλυτρωτική πατριωτική διάθεση. Από την άλλη λόγω αυτού του προσανατολισμού οι ίδιες οι ανταγωνιστικές δυνάμεις το άφησαν σχεδόν έκθετο. Έτσι η Ελλάδα μετά από την πραξικοπηματική ενθρόνιση του Βασιλιά και την 4η Αυγούστου, μετά τη διάλυση του ΚΚΕ όπως και κάθε δυνατότητας αντιδικτατορικής δράσης, μετά από αποτυχημένες ενέργειες αντίστασης βρέθηκε να υπερασπίζεται από τη μια τη χώρα ενάντια στη φασιστική Ιταλία κι από την άλλη να αποκτά δύναμη. Ήταν η επανεμφάνιση των μαζών αυτής της περιόδου στα βουνά της Ελλάδας και της Αλβανίας, αυτών που πλήρωσαν το ΟΧΙ το οποίο αναγκάστηκε να πει και ο Μεταξάς αναγκασμένος και διαψευσμένος όπως αναφέρουν οι πηγές της εποχής. Αυτό που εκφράστηκε άρρητα ήταν ο αντιφασισμός σε μια ενιαία δυναμική αποτίναξής του σε μια άμυνα που βασίστηκε όχι στα λιγοστά όπλα αλλά σε μια θέληση που είχε κατασταλεί με αυστηρό πρόγραμμα μέσα στην τετραετία της δικτατορίας. Ήταν ο άθλος ενός λαού που βγήκε από τον πάγο και ρετσινόλαδο της δικτατορίας και έπαιρνε κυριολεκτικά στα χέρια του την υπόθεση της άμυνας υπό την καταστροφική διεύθυνση της κυβέρνησης. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και η ηρωική και προδομένη από το καθεστώς αντίσταση, με την αγγλική συμβολική σύμπραξη, απέναντι στους Γερμανούς που εισέβαλαν από τη Βουλγαρία ήταν ο πρόλογος, το πρελούντιο μιας επανάστασης που θα ακολουθούσε.
Γιατί είναι κάτι άλλο ο εμφύλιος;
Ο εμφύλιος πόλεμος 1946-49 παρουσιάζεται ως η αναπότρεπτη αντίσταση στις διώξεις κατά του κυρίως κορμού της εθνικής αντίστασης-των μαχητών της ή και η συνέχειά της, ως μιας επανάστασης που ξεκίνησε από το 1941 και συνεχίστηκε μετά τη μάχη της Αθήνας. Σίγουρα η επαγγελία για μια σοσιαλιστική Ελλάδα που θα ανήκει ξεχωριστά με τη σοσιαλιστική «Μακεδονία» σε μια μελλοντική Βαλκανική Ομοσπονδία είναι επαναστατική. Αναντίρρητα τα λίγα εδάφη στα οποία ο ΔΣΕ είχε εγκαταστήσει τις δυνάμεις του ονομάστηκαν «Λαϊκή Δημοκρατία Βορείου Ελλάδας» και υπό την επιρροή και ισχύ του Νίκου Ζαχαριάδη οι δραστηριότητες του ένοπλων μαχητών υπερέβησαν τη στρατηγική των ατάκτων του Μάρκου Βαφειάδη και έγιναν οι δράσεις ενός τακτικού στρατού. Η δε ύπαρξη πολιτικού σκέλους του αγώνα που κάλυπτε όλη αυτή την «προλεταριακή» εξέγερση ικανοποιεί την αντίληψη για μια επαναστατική διεργασία. Όμως ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της και οι δυνατότητές της που τη συνιστούν ως συνέχεια της εθνική αντίστασης ή ως δεύτερο αντάρτικο όπως συνηθίζουμε να ονοματίζουμε τον εμφύλιο πόλεμο;
Ποιες είναι οι κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές δομές που μπόρεσε να στήσει αυτή η αντίσταση που θα τη βοηθούσαν να κυκλοφορεί σαν ψάρι μέσα στο νερό, όπως την περίοδο 1941-44; Ποια είναι η κοινωνική βάση στην οποία στηρίχθηκε για να αποτελεί συνέχεια, μετά από μια συντριπτική πολιτική και στρατιωτική ήττα ήδη από τις 12 Φεβρουαρίου ή 16 Ιουνίου του 1945; Ποια είναι η λογική που διέπει τα όργανα που παίρνουν τις αποφάσεις ερήμην του κινήματος για την αποτελεσματικότητα μιας σοσιαλιστικής εξέγερσης που κατέληξε σε ένα εμφύλιο πόλεμο; Πως γίνεται όταν ηττάται μια ριζοσπαστική πραγματικότητα πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού με το μετριοπαθές πρόγραμμα του ΕΑΜ και αργότερα της ΠΕΕΑ να μπορεί να προκύπτει μια σοσιαλιστική επανάσταση όταν μάλιστα ένα τεράστιο ποσοστό των μαχητών της είναι στις φυλακές, όταν έχουν παραδοθεί τα περισσότερα από τα όπλα της με βάση τους όρους της συμφωνίας της Βάρκιζας, όταν οι δομές που κατακτήθηκαν με αίμα και αγώνα έχουν διαλυθεί και στη θέση τους το αστικό μοναρχοφασιστικό καθεστώς έχει εγκαταστήσει τις δικές του με επικεφαλής πρότυπα και πρόσωπα από το παρελθόν της 4ης Αυγούστου και των συνεργατών της κατοχής;
Πέρα από τη δίκαιη, συναισθηματική σε περιστάσεις, φόρτιση που μας κάνει να υπερασπιζόμαστε μια απελπισμένη εποχή στο σύνολο των επιλογών των πρωταγωνιστών της επειδή σύσσωμος ο αστικός και φασιστικός εσμός παρουσιάζει αυτόν τον αγώνα ως αποκλειστικά υπεύθυνο της καταστροφής της χώρας καθώς και τις επιλογές των κυβερνήσεων που επακολούθησαν ως δικαιολογημένες, που συνεχίζει να τον παρουσιάζει ως μια επιδίωξη επιβολής ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος και ως μια προδοτική ενέργεια ξεπουλήματος της Μακεδονίας στους Σλάβους, πρέπει να σκύψουμε κριτικά στην Ιστορία Μας για να μπορέσουμε να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα στο σήμερα. Ίσως είναι ένας άλλος τρόπο να αποτίσουμε φόρο τιμής σε αυτούς που με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση έβαλαν μπροστά τα στήθη τους για μια ακόμα φορά υπακούοντας, χωρίς αντιλογία, σε μια ιερή και αναντίρρητη απόφαση της ηγεσίας τους. Κι εδώ πάλι σε αυτό το σημείο που αφορά στο ποιος παίρνει τις αποφάσεις εστιάζεται αυτή η κατάθεση για την περίοδο του 1946-49.
Αλλά και πάλι θα πρέπει για αυτό να κάνουμε ένα μνημόσυνο στο πιο τραγικό πρόσωπο αυτής της ηττημένης επανάστασης στο άγιο πρόσωπο του Άρη, του Άρη που μπόρεσε στην πράξη και στο λόγο να συνθέσει με το ημέτερο παρελθόν, του Άρη που όλες οι προφητείες του επαληθεύτηκαν, του Άρη που νομιμοποίησε αυτήν την εκτροπή της μεταβίβασης της λαϊκής εξουσίας στην ηγεσία κι από κει της παράδοσής της στους εγγλέζους, του Άρη που γνώριζε πως θα δώσει ραντεβού με τους συντρόφους και τους κυνηγούς του στα γουναράδικα. Οφείλουμε να βυθιστούμε στο παρελθόν αυτής της σημαντικής εποχής. Στο γιατί ένας λαός δίνει την εξουσία που κατέκτησε με αίμα και αγώνες, στην ηγεσία του κόμματος.
Θα πρέπει λοιπόν να δούμε την κατάσταση πριν και μετά τις συμφωνίες που προετοίμασαν τη «Βάρκιζα», συμφωνίες που όχι μόνο δεν αιτιολογούν το σύνθημα «λαοκρατία» στον επινίκειο λόγο του θυρωρού των σφαγέων του ελληνικού λαού, Γ. Παπανδρέου, στην Ακρόπολη τον Οκτώβρη του ’44, αλλά αντίθετα απομακρύνουν και καθησυχάζουν τις μάζες για την θεμιτή αλλαγή που θα προκύψει από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητα με την εγγύηση της Αγγλίας. Δεν είναι άραγε ο μεγάλος αυτός επαναστάτης Άρης, στο Λόγο του της Λαμίας, δυο μήνες πριν το Δεκέμβρη που έλεγε στο λαό: «…Μας κατηγόρησαν, ότι δε βοηθάμε το συμμαχικό αγώνα, αλλά θα υπακούσουμε μόνο στους Ρώσους. Κι απειλούσαν ότι όταν θα ‘ρθουν οι σύμμαχοι εδώ, θα μας κανονίσουν. Αυτοί, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, απειλούσανε ότι θα μας χτυπήσουν οι σύμμαχοι! Αυτοί που στα 1941 πρόδωσαν το συμμαχικό αγώνα. Αυτοί που μαγάρισαν τις Θερμοπύλες και τους Τριακόσιους μας κι άφησαν τους συμμάχους Άγγλους να μάχονται μόνοι τους εκεί, ενώ αυτοί είχαν παραδώσει την Ελλάδα με τη συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, μας κατηγορούσαν ότι δεν ενισχύουμε τον συμμαχικό αγώνα κι έβαζαν στο μυαλό των συμμάχων την άτιμη σκέψη, ότι δήθεν θα μας χτυπούσαν ερχόμενοι εδώ. Μα σε λίγο τους ήλθε το πρώτο χαστούκι! Η πρώτη ομάδα των Άγγλων αλεξιπτωτιστών έπεφτε, όχι σ’ αυτούς, μα στον Άρη, πάνω στη Γκιώνα. Και μαζί μ’ αυτούς τραβήξαμε κι ανατινάξαμε το Γοργοπόταμο. Ο αρχηγός των συμμαχικών στρατευμάτων της Μ. Ανατολής, στρατηγός Ουίλσον, δήλωνε ανοιχτά, ότι οι επιτυχίες των συμμάχων στην Αφρική οφείλονται κατά 80% στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, γιατί αυτή εμπόδισε την αποστολή γερμανικών ενισχύσεων και εφοδιασμού. Μα να κι ένα τελευταίο: Στην Πελοπόννησο προτείναμε στους τσολιάδες να καταθέσουν τα όπλα κι εμείς θα τους αφήσουμε ελεύθερους. Μα οι Άγγλοι το απέρριψαν αυτό και συνέλαβαν όλους τους τσολιάδες, τους έκλεισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους παραπέμπουν να δικαστούν από τα στρατοδικεία. Στο κάτω-κάτω, να τώρα οι Άγγλοι μπροστά σας. Διαβαίνουν τους δρόμους της Λαμίας και πάνε να χτυπήσουν τους Γερμανούς μαζί με μας. Μαζί τους θα πολεμήσουμε εμείς κι όχι αυτοί, μέχρι την ολοκληρωτική συντριβή του φασισμού…»
Μετά τις συμφωνίες Λιβάνου-Καζέρτας τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Κάθε έννοια δομών, που φτιάχτηκαν με την αυτενέργεια, τη σύνεση και την ανάληψη ευθύνης ενός λαού που βρέθηκε μόνος του να αντιστέκεται στην κατοχή της χώρας του, είχε μπει σε ένα δρόμο καταστροφής αφού το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΠΕΕΑ υπάγεται στρατιωτικά και πολιτικά σε μια ηγεσία άκαπνων πολιτικών που είτε είχαν θρονιαστεί στις αθηναϊκές τους επαύλεις είτε σκότωναν μύγες στα ξενοδοχεία του Καΐρου περιμένοντας τις αποφάνσεις και αποφάσεις της αγγλικής τους εργοδοσίας. Κι είχαν ήδη διαβεί το ποτάμι της ενότητας και έπλεαν στο ποτάμι του αντικομουνισμού όταν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχε την εξουσία στην Ελλάδα και σιγοντάριζαν στη βούληση για τον εμφύλιο πόλεμο του Τσόρτσιλ. Αυτή η διαδοχική υπαγωγή από το λαό στο επιτελείο κι από κει στους Άγγλους που ενίσχυαν όλες τις αντικομουνιστικές τάσεις ως αντιστασιακές, από τους αστούς φιλελεύθερους μέχρι τους συνεργάτες των ναζί είναι το κομβικό σημείο που επιβεβαιώνει το «ενός κακού, μύρια έπονται». Αν συμπεριλάβουμε και την αποτροπή ενός βαλκανικού μετώπου αντίστασης –όχι χωρίς προβλήματα, τότε έχουμε μια πλήρη εικόνα της καταστροφής μιας επαναστατικής διεργασίας.
Από αυτό το σημείο αν μπορεί να γίνει η πολιτική παραδοχή ενός εγγενούς λάθους που αφορά την τύχη όλης της ανθρωπότητας, δηλαδή να δίνει την εξουσία της σε ένα μικρό επιτελείο για να διαχειριστεί τις τύχες της, έχουμε τη δυνατότητα να δούμε ότι τα λάθη στο Δεκέμβρη κι από κει στη μετά τη Βάρκιζα κατάσταση κι από κει στον εμφύλιο και ούτω καθ’ εξής, δεν είναι λάθη στρατηγικής και προσώπων. Το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων θα μπορούσε να πάρει μέσα σε ένα 10ήμερο την Αθήνα «με τα τσαρούχια» πριν έρθουν μικρότερες δυνάμεις να καταλάβουν την Αθήνα, να απελευθερώσουν τους ταγματασφαλίτες και να φέρουν τους σφαγείς των δημοκρατικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής. Τα μονόπλευρα χτυπήματα προς τους μοναρχοφασίστες και τους αδίστακτους δολοφόνους του Γρίβα προστατεύονταν από τους άγγλους συνοδοιπόρους τους οι οποίοι είχαν εξασφαλίζει άσυλο με το άτυπο αλλά ουσιαστικό πρωτόκολλο ότι «δε χτυπάμε του Άγγλους» σε μια καίρια περίοδο πριν τη μεγαλύτερη συγκέντρωση αγγλικών δυνάμεων στον Πειραιά και στην Αθήνα εν μέσω συγκρούσεων του Δεκέμβρη. Η απουσία του Άρη και η ανοχή του Βαφειάδη προς του εγγλέζους στη Θεσσαλονίκη δεν είναι λάθη στρατηγικής και προσώπων αλλά απόρροια αυτής της κομβικής εκτροπής.
Έτσι με την ίδια κεκτημένη ταχύτητα της πολιτικής ευθύνης για ένα ολόκληρο λαϊκό και ένοπλο κίνημα που ωστόσο ακόμα και μετά το Δεκέμβρη κρατά, όχι απλά εφεδρείες αλλά, έναν ισχυρό στρατό και ένα λαό που δεν έχει ακόμα σκαλίσει το όνομά του στην ταφόπλακά του, παίρνουν την τελική απόφαση παράδοσης, χωρίς να ρωτήσουν τους μαχητές τις πολιτικές και κοινωνικές δομές που ακόμα επιζούν τα μέλη τους, που ακόμα δεν μπορεί να ξεκινήσει ένα κυνηγητό γιατί μπορούν να αντισταθούν. Κι όχι μόνο αυτό αλλά στο πλαίσιο της τήρησης αυτής της συμφωνίας στραγγαλίζουν την τελευταία πνοή ανάτασης στους φανοστάτες της πλατείας Τρικάλων.
Τι είναι αυτό που δικαιώνει ως συνέχεια επανάστασης ή «δεύτερο αντάρτικο» αυτή τη μαζική κι απελπισμένη αυτοκτονία; Η υποχρεωτική επιστράτευση στις περιοχές που επικρατούσε ο ΔΣΕ; Η μετέπειτα φιλολογική στάση διαμαρτυρίας της ΕΣΣΔ για την πρώτη πράξη ψυχρού πολέμου με τις βόμβες ναπάλμ; Η απελπισμένη φυγή των μισών στις λαϊκές δημοκρατίες για να συνεχιστεί η επανάσταση στην Ελλάδα και των άλλων μισών στα Μακρονήσια; Τι δικαιώνει μια επανάσταση που δεν ηττήθηκε απλά αλλά είχε ήδη ηττηθεί; Πώς μπορούμε να εμπνευστούμε σήμερα από αυτή την τραγωδία αν όχι να μάθουμε από τα πάθη και τα λάθη μας;
Ό γέγονε γέγονε; «Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες, πονηρούς συμβολαιογράφους.
Κόψανε φράσεις σημαντικές ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο.
Εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν, Τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα.
Τώρα καταλαβαίνω ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν στέκεις βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
Στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος: Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν». Το υστερόγραφο, Μιχάλης Κατσαρός
Ό γέγονε γέγονε; Ελπίζουμε πως όχι, αφού ως άνθρωποι του αγώνα και της αγωνίας μπορούμε να εμπνεόμαστε από προηγούμενους αγώνες στην ίδια μας τη χώρα, με τα ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά της, θέτοντας τις αδυναμίες της εποχής ως βασικές για τα όσα δεν συνέβησαν όπως «θα έπρεπε». Αγαπάμε την ανιδιοτέλεια των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου ή «δεύτερου αντάρτικου» αλλά πιστεύουμε ότι η δημοκρατία πρόσωπο με πρόσωπο και η ομόσπονδη δομή είναι απαραίτητη για να μη συμβούν τα ίδια λάθη. Σεβόμαστε την φιλοπατρία των αγαπημένων μας παππούδων και αναγνωρίζουμε πως ήταν διεθνιστές αλλά δεν ζητάμε σύνορα ή «νέα σύνορα» αλλά να χτίσουμε γέφυρες με όλους του λαούς που είναι γύρω μας, με «άλλους τρόπους». Αναγνωρίζουμε την αυταπάρνηση που είχαν και που έθεταν στόχο την υπακοή προς το κόμμα και την ηγεσία του, αλλά η ελευθεριακή μας αντίληψη επιβεβαιώνεται ιστορικά στην πράξη για τα αδιέξοδα της ιεραρχίας: δεν έχουμε ανάγκη από την κομματική γραφειοκρατία που μας ωθεί στο αδιέξοδο. Αγαπάμε ή λατρεύουμε ή σεβόμαστε ή τιμούμε όλους αυτούς τους ήρωες που έγιναν ηγέτες κυριολεκτικά μέσα στη φωτιά, όπως ο Άρης Βελουχιώτης αλλά πιστεύουμε ότι τμήμα του αδιεξόδου αποτελεί και η ανάδειξη ενός «φυσικού» ηγέτη σε αναντίρρητη παραδοχή όπως και η υπακοή στο κόμμα. Άλλωστε σε τι ωφελεί η παράδοση των αγώνων αν δεν υπάρχει η ανανέωσή τους, όχι απλά σε πρόσωπα αλλά, στις δομές και κυρίως στην αντίληψη που τις διέπει; Τι νόημα έχει η προσφυγή στην Ιστορία αν τιμούμε τους αγώνες των προγόνων μας για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, και δεν αντιληφθούμε τα «λάθη» τους, όχι ως εσκεμμένες πράξεις αλλά ως λάθη που ήταν αναπόδραστα και που δεν πρέπει να επαναληφθούν από εμάς;
Κι αυτά τα λάθη έχουν όνομα χωρίς επώνυμο: ιεραρχία, κάθετη οργάνωση, κράτος. Αυτά ήταν τα πρότυπα. Σήμερα όμως δίπλα μας, ο ελευθεριακός μετασχηματισμός στο Κουρδιστάν χωρίς να γνωρίζουμε το μέλλον του, μας δίνει την καλύτερη ίσως απάντηση στο ίδιο λάθος το οποίο φαίνεται να σταματά, συνειδητά, στο κοινωνικό, στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο. Η αλλαγή πλεύσης στη Ροζάβα και στο Μπακούρ δεν σημαίνει ότι λοιδορούμε τους αγώνες που έδωσε το ΡΚΚ στην Τουρκία, δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε το αίμα χιλιάδων αγωνιστών που έδιναν το αίμα τους για τον Οτζαλάν, για το κόμμα και για την αυτοδιάθεση-εθνικό κράτος του Κουρδιστάν. Τιμούμε αυτούς τους αγώνες, και σήμερα που οι κούρδοι στη Συρία και στην Τουρκία δίνουν τη μάχη για τη δημοκρατική αυτονομία και το συνομοσπονδισμό-κι όχι για ένα κράτος επιπλέον, αντιλαμβανόμαστε ότι πραγματοποιούν όπως μπορούν μια θεωρητική και έμπρακτη κριτική στο άμεσο παρελθόν τους. Εμείς γιατί δεν μπορούμε;
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Δ. Γληνός: Τι είναι και τι Θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, εκδ. Οργανισμός Ο ΡΗΓΑΣ, Αθήνα 1944 (http://www.imerodromos.gr/dhmhtrhs-glhnos-ti-einai-kai-ti-thelei-to-eam/) – Γιάννη Ανδρικόπουλου: 1944: Κρίσιμη Χρονιά, Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού – Κρις Γουντχάουζ: Το Μήλο της Έριδος – Ι. Ζέπου: Λαϊκή Δικαιοσύνη – Α. Κέδρου: Η Ελληνική Αντίσταση – Κούλας Ξηραδάκη: Κατοχικά – Κομνηνού Πυρομάγλου: Αρχείον της Εθνικής Αντιστάσεως – Χάγκεν Φλάισερ: Η Ελλάδα ’36-49 – Στέμμα και Σβάστικα – Θ. Χατζής: Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε – Οι ρίζες της εθνικής αντίστασης – Νίκου Ψυρούκη: Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1940-1974 – Σόλωνος Γρηγοριάδη: Η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974 – Δ. Χαριτόπουλου: Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων – Στέφανου Σαράφη: Ο ΕΛΑΣ – Συλλογικό τετράτομο του 1964: Στ’ Άρματα – Γεωργούλα Μπέικου: Η λαϊκή εξουσία στην ελεύθερη Ελλάδα – Βάσου Μαθιόπουλου: Ο Δεκέμβρης του ’44 – Φοίβου Οικονομίδη: Η επανάσταση στην Ελλάδα – έκδοση Λαοκρατίας 1944, ανατύπωση από τις εκδόσεις ΜΝΗΜΗ: σειρά ντοκουμέντων του ελληνικού προοδευτικού κινήματος – εκδόσεις «να υπηρετούμε το λαό», ανατύπωση του 1945: Εθνική Αλληλεγγύη – κείμενα του ΕΑΜ: Λευκή Βίβλος – Άγγελου Ελεφάντη: Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης – Γ. Μαργαρίτη: Η ιστορία του εμφυλίου πολέμου – θεματικά ιστορικά τετράδια της Ελευθεροτυπίας – περιοδικό «Εθνική Αντίσταση»
Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἔκαναν σύναξη μυστικὴ τὰ παιδιὰ καὶ λάβανε τὴν ἀπόφαση, ἐπειδὴ τὰ κακὰ μαντάτα πλήθαιναν στὴν πρωτεύουσα, νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε ἀπομείνει: μιὰ παλάμη τόπο κάτω ἀπό τ’ ἀνοιχτὶ πουκάμισο, μὲ τὶς μαῦρες τρίχες καὶ τό σταυρουδάκι τοῦ ἥλιου. Ὅπου εἶχε κράτος κι ἐξουσία ἡ Ἄνοιξη.
Καὶ ἐπειδὴ σίμωνε ἡ μέρα ποὺ τὸ Γένος εἶχε συνήθειο νὰ γιορτάζει τὸν ἄλλο Σηκωμό, τὴ μέρα πάλι ἐκείνη ὁρίσανε γιὰ τὴν Ἔξοδο. Καὶ νωρὶς ἐβγήκανε καταμπροστὰ στὸν ἥλιο, μὲ πάνου ὡς κάτου ἀπλωμένη τὴν ἀφοβιὰ σὰν σημαία, οἱ νέοι μὲ τὰ πρησμένα πόδια ποὺ τους ἔλεγαν ἀλήτες. Καὶ ἀκολουθούσανε ἄντρες πολλοί, και γυναῖκες, καὶ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια. Ὅπου ἔβλεπες ἄξαφνα στὴν ὄψη τους τόσες χαρακιές, πού ‘λεγες εἴχανε περάσει μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα.
Τέτοιας λογῆς ἀποκοτιές, ὡστόσο, μαθαίνοντες οἱ Ἄλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Καὶ φορὲς τρεῖς μὲ τὸ μάτι ἀναμετρῶντας τὸ ἔχει τους, λάβανε τὴν ἀπόφαση νὰ βγοῦν ἔξω σὲ δρόμους καὶ σὲ πλατείες, μὲ τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ τους εἶχε ἀπομείνει: μία πήχη φωτιὰ κάτω ἀπ’ τὰ σίδερα, μὲ τὶς μαῦρες κάννες καὶ τὰ δόντια τοῦ ἥλιου. Ὅπου μήτε κλῶνος μήτε ἀνθός, δάκρυο ποτὲ δὲν ἔβγαλαν. Καὶ χτυπούσανε ὅπου νά ‘ναι, σφαλῶντας τὰ βλέφαρα μὲ ἀπόγνωση. Καί ἡ Ἄνοιξη ὁλοένα τους κυρίευε. Σὰν νὰ μὴν ἤτανε ἄλλος δρόμος πάνω σ’ ὁλάκερη τὴ γῆ γιὰ νὰ περάσει ἡ Ἄνοιξη παρὰ μονάχα αὐτός, καὶ νά τον εἶχαν πάρει ἀμίλητοι, κοιτάζοντας πολὺ μακριά, πέρ’ ἀπ’ τὴν ἄκρη τῆς ἀπελπισίας, τὴ Γαλήνη ποὺ ἔμελλαν νὰ γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, καί οἱ ἄντρες, καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ οἱ λαβωμένοι μὲ τὸν ἐπίδεσμο καὶ τὰ δεκανίκια.
Καὶ περάσανε μέρες πολλὲς μέσα σὲ λίγην ὧρα. Καὶ θερίσανε πλῆθος τὰ θηρία, καὶ ἄλλους ἐμάζωξαν. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἐστήσανε στὸν τοῖχο τριάντα.
Οδυσσέας Ελύτης, «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΤΑ ΠΑΘΗ, ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ»
Πρόσφατα σχόλια