το έθνος και η ελευθερία

το έθνος και η ελευθερία

«Τα πάντα ρει και ουδέν μένει», Ηράκλειτος

 

Το έθνος είναι μια ιστορική κατηγορία κοινότητας, η εξέλιξη μιας σειράς μετασχηματισμών της που βγαίνουν ο ένας από τον άλλον με τη συνέργεια οικονομικών, περιβαλλοντικών, πολιτικών και κοινωνικών παραγόντων. Είναι μια –σχετικά- σταθερά διαμορφωμένη κοινότητα ανθρώπων με συνείδηση ότι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο με δική του φυσιογνωμία και ψυχοσύνθεση, με υλικά και πνευματικά συμφέροντα. Είναι ένα συλλογικό υποκείμενο που μπορεί να φτάσει σε επίπεδο αναζήτησης αυτονομίας είτε ως κυρίαρχος είτε ως υποταγμένος παράγοντας σε γενικότερους σχηματισμούς πολιτικής οργάνωσης, να ενσωματώσει βίαια ή όχι άλλα συλλογικά υποκείμενα, να υποτάξει ή όχι άλλα έθνη ή να υποταχθεί σε άλλα, να δημιουργήσει κράτος, να απαιτεί τη δημιουργία κράτους ή αγωνιζόμενο για την αυτονομία του να απορρίπτει την κρατική πολιτική οργάνωση. Στην κατεύθυνση της έθνους-κράτους, μπορεί να συνδυάζει το ιστορικό έδαφος (χαμένο ή όχι-«μεγάλη ιδέα»), την εθνική κοινότητα, την κυριαρχία μιας τάξης, την εφικτή λίγο ως πολύ ενιαία διοίκηση ως ένα αποδεκτά σχεδόν αδιάσπαστο όλον.

Σε αντίθεση με τις θεωρήσεις, περί του έθνους ως νεωτερικής κατασκευής και μάλιστα μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 ή με άλλες που αναφέρονται σε αυτό ως μιας κατηγορίας ξεπερασμένης, το έθνος ως συλλογικό υποκείμενο το οποίο ταυτίζεται με μια κοινότητα που διατηρεί κοινές ιστορικές ρίζες και τις αποδέχεται ως τέτοιες, έδαφος, γλώσσα, τρόπο ζωής, πίστη σηματοδοτεί την εξέλιξή της ταυτίζοντας τη συλλογική της ύπαρξη ιστορικά με την ίδρυση ενός κράτους στη νεωτερική εποχή. Η δημιουργία κράτους με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, δηλαδή της οργάνωσης μιας γραφειοκρατίας υπό την επίβλεψη μιας άρχουσας τάξης που ελέγχει και την οικονομία σε ένα ικανοποιητικό βαθμό στην εδαφική του επικράτεια, πραγματοποιείται με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς χρόνους σε όλον τον πλανήτη. Κάθε περίπτωση είναι ιδιάζουσα κι αποτελεί μια σύνθεση του παραπάνω τύπου και των ιδιαίτερων ιστορικών παρακαταθηκών. Εξ’ άλλου αυτός ο τύπος δεν διαδίδεται παντού με τον ίδιο τρόπο εφόσον καταστέλλονται ή ξεπερνιόνται διαφορετικές τάσεις οργάνωσης, αν εξαιρέσουμε αυτούς της κλειστής φεουδαρχικής ή της δουλοκτητικής κοινωνίας-οικονομίας-πολιτικής. Ωστόσο, τάσεις διαφορετικές ως προς τον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας συνεχίζουν να παρατηρούνται ακόμα και σήμερα και έλκουν την καταγωγή τους από τις επιβιώσεις της πρωτόγονης κοινότητας στην οποία απουσιάζει το κράτος με τη σημερινή του μορφή και περιεχόμενο, προκαπιταλιστικές ή επαναστατικές επιβιώσεις. Άλλωστε αυτές οι παρακαταθήκες, προκαλούν ή έλκουν θετικά, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις από όλο τον κόσμο που επιδιώκουν με τις προτάσεις τους την αντικατάσταση του κράτους και της καπιταλιστικής οικονομίας.

Η γέννηση του έθνους-κράτους, δηλαδή η ταύτιση της ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας που αντικαθιστά τις μικρές και κλειστές κοινότητες με ένα έθνος που αποκτά όλο και πιο συγκεκριμένα εδαφικά όρια περικλείοντας σε αυτά όλους τους εθνικούς πληθυσμούς του, πιθανόν μαζί με άλλους, είναι ένα γεγονός που αφορά την περίοδο συγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας ξεκινώντας από τις μητροπόλεις της. Βασικοί πρωταγωνιστές είναι η παραγωγική, η εμπορική τάξη και το τραπεζιτικό κεφάλαιο καθώς και τα ανταγωνιστικά στρώματα εργατών, αγροτών, τεχνητών, και δουλοπαροίκων. Το πρόσωπο του έθνους-κράτους υπό την αιγίδα μιας άρχουσας τάξης είναι αυτό που πλέον λαμβάνει βαθμιαία το ιστορικό βάρος μιας αυτονόητης έκφρασης συλλογικών ιστορικών αναφορών (ιδεολογία, θρησκεία, αγώνες, γλώσσα κλπ.) άρα και συλλογικών συμφερόντων. Τοιουτοτρόπως διοχετεύει τη δυναμική του ως πρότυπο τακτοποίησης και πολιτισμού σε όλο τον υποταγμένο κόσμο των άλλων εθνοτήτων, λαών οι οποίοι δε έχουν πάψει να αναζητούν την ταυτότητά τους στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, στην Ασία, στην Αμερική, παντού. Το κράτος με τη μορφή του έθνους ή και το αντίστροφο συντρίβει, σε όλο τους το εύρος, τις φεουδαρχικές μεσαιωνικές δομές της κλειστής οικονομίας και κοινωνίας. Οι ήττες δε των εξισωτικών χιλιαστικών κινημάτων μιας πρώιμης περιόδου σε όλη τη φεουδαρχική Ευρώπη ή οι ηττημένες προσπάθειες συνομοσπονδισμού των μερικώς αστικοποιημένων πόλεων με τις πρώιμες δημοκρατίες τους, υπογραμμίζουν ένα κενό που κατέλαβε η εθνική αστική τάξη των εμπόρων-βιοτεχνών και των νέων τοκογλύφων. Με άλλα μεγέθη κι άλλες παρακαταθήκες, οι ιθαγενείς λαοί των κατακτήσεων αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την στρατιωτική βία των αποικιοκρατών και ολοένα περιορίζονται ή προσαρμόζονται με βάση τις συνθήκες της κατάκτησης αντιστεκόμενοι. Επίσης συντρίβεται και η πληβειακή τάση στη Γαλλική Επανάσταση που αποτελεί μια ξεκάθαρη σχετικά πολιτική δύναμη που για ένα μικρό χρονικό διάστημα αντιτίθεται στο συγκεντρωτικό κράτος πραγματοποιώντας τη δημοκρατία της στο Παρίσι και αποδίδοντας στη γαλλική ταυτότητα ένα σαφή κοινωνικό χαρακτήρα. Από κει και πέρα οι επαναστάσεις και οι τάξεις με τις ιδεολογίες τους θα θέτουν σε διαπραγμάτευση το χαρακτήρα του έθνους αποδίδοντας σε αυτό, κάθε φορά, τις δικές τους προσδοκίες με μια οικουμενική εξάπλωσή τους.  Έτσι, πρωταρχικά, το κράτος στις μήτρες του καπιταλισμού, ως η κυρίαρχη έκφραση του έθνους είναι αυτό που ιστορικά αναδιανέμει την ιεραρχία στην πολιτική, στην κοινωνία και στην οικονομία επιδιώκοντας να δημιουργήσει νέες κοινωνικές ταξινομήσεις, ανατρέχοντας στην πρωθύστερη φεουδαλική του πυγμή απέναντι στις κυριαρχούμενες τάξεις. Με αυτόν τον τρόπο η άρχουσα, αστική τάξη αποκαθιστά εσωτερικά μια ενιαία αγορά που εξυπηρετεί το κέρδος της χρησιμοποιώντας τις σχετικά αποκρυσταλλωμένες αντιλήψεις πάνω στα κοινά ήθη, έθιμα, ιδεολογίες και γλώσσα που συνείχαν τις παλιές κατακερματισμένες συσσωματώσεις.

Η άλλη διάσταση αυτής της κοσμογονικής αλλαγής με επίκεντρο την οικονομία, που κυριάρχησε ως εθνική-καπιταλιστική, είναι η εξωτερική, η επεκτατική της, με στόχο την αέναη ανάπτυξη της οικονομίας: νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές και νέες αγορές. Αντίστοιχη με την εσωτερική κυριαρχία κατά της εργατικής τάξης και των πληβειακών στρωμάτων είναι και η αναζήτηση νέων χωρών για την εξεύρεση πόρων και υπόδουλης εργατικής δύναμης. Η αποικιοκρατία, ως η  άμεση συνέπεια αυτής της εγγενούς τάσης του κεφαλαίου να επεκτείνεται και η οποία εκφράζεται κυρίως με την εξωοικονομική στρατιωτική βία κατά άλλων εθνών, με ιδεολογικές κατασκευές που ξεκινούν από τη διάδοση ενός ανώτερου πολιτισμού και φτάνουν στον ωμό ρατσισμό, δεν είναι ένα σύμπτωμα. Αποτελεί την ουσία του καπιταλισμού αφού η διαρκής επέκταση του κεφαλαίου αποτελεί τον ιδεολογικό και τον πρακτικό όρο της ύπαρξής του. «Ό,τι δεν αναπτύσσεται, πεθαίνει» διατείνεται μια καπιταλιστική παροιμία που βεβαίως φτάνει στην ωμή κατάκτηση των χωρών της περιφέρειας μεταφέροντας πρότυπα ή εγκαθιστώντας χρήσιμα καθεστώτα για την υποταγή τους. Χρησιμοποιεί τις εσωτερικές αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς προκειμένου να διασπά τις αντιστάσεις για να επιβάλλεται ως εκμεταλλευτής πόρων και εργατικής δύναμης -και αργότερα ως αποκλειστικός τροφοδότης της νέας περιφερειακής αγοράς- αφού έχει καταστρέψει σημαντικά την πολιτική και οικονομική αυτοδυναμία των κατακτημένων χωρών.

Κοντολογίς, ανεξάρτητα από τη μετάγγιση προτύπων οργάνωσης, στην πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία, η αποικιοκρατία, ενισχύει παράλληλα τις πρωθύστερες οργανωτικές δομές των κατακτημένων σε μια προσπάθεια να αίρει τις αντιστάσεις αλλά και να εκμεταλλεύεται τις διαφορές ενισχύοντας τη μια πλευρά. Αυτή είναι η εφαρμογή του «διαίρει και βασίλευε»-μια άλλη επιτυχημένη καπιταλιστική παροιμία. Οι ινδιάνικες φυλές στη Β. και Ν. Αμερική, οι μαύροι της Αφρικής, οι πολιτισμοί της Ασίας, οι σκλάβοι λαοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και στις αραβικές χώρες -ειδικότερα μετά την ανακάλυψη του πετρελαίου- ήταν οι χώροι απομύζησης των πλουτοπαραγωγικών πηγών και εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού καθώς και επέκτασης των αγορών για τα προϊόντα της μητρόπολης δίπλα σε μια κρίσιμη επιλογή χρήσης του ενός εθνικού παράγοντα εναντίον του άλλου. Σε αυτήν την -όπου γης- επέκταση χρησιμοποιήθηκε η εμπειρία των κατακτήσεων από τις σταυροφορίες και ιδιαίτερα του 1204 που προηγείται του 1492, έτος κατάκτησης της Αμερικής. Είναι, συμβατικά, η χρονολογία όπου ξεκίνησε το ‘’εργαστήρι’’ αποικιοκρατίας στην Ανατολή, στο Βυζάντιο, μετά την 4η σταυροφορία που θα παραδώσει την εμπειρία του στις άρχουσες τάξεις των νέων εθνικών κρατών όταν πλέον αυτές έχουν αρχίσει να διαρρηγνύουν το φράγμα της κλειστής φεουδαλικής οικονομίας και δημιουργούν συσσώρευση κεφαλαίου με τη συνακόλουθη ίδρυση πιστωτικών μηχανισμών. Οι κύκλοι της αποικιοκρατίας που ξεκινούν από τη Γένοβα, την Βενετία και την Πίζα θα συνεχίζονται μεταθέτοντας τα κέντρα από το ένα στο άλλο, μέχρι και τη σημερινή πολυπολική ρευστότητα, στη σκοπιμότητα της συσσώρευσης κέρδους και εξουσίας.

Τα εθνικά ζητήματα σε όλη αυτή τη διάρκεια της εξέλιξης του καπιταλισμού-αποικιοκρατίας θα είναι βασικοί τροφοδότες των εξελίξεων τόσο στους παγκόσμιους πολέμους, που σηματοδοτούν τους ανταγωνισμούς των ηγεμονιών για μια νέα νομή των αποικιών και του κόσμου, όσο και στους περιφερειακούς πολέμους-εθνικές επαναστάσεις που σηματοδοτούν τους ανταγωνισμούς των κυριαρχούμενων εθνών, που υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη δύναμη, στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Οι άρχουσες τάξεις της περιφέρειας απέβλεπαν στην αναβάθμιση της θέσης τους, δηλαδή να γίνουν ακόμα πιο ισχυροί κρίκοι της διεθνούς οικονομίας χρησιμοποιώντας τα διαχωρισμένα εθνικά δίκαια ως ανταγωνιστικά με άλλα, οικειοποιούμενες τους εθνικούς αγώνες και την ιστορία, υποσχόμενες ευημερία. Οι δυνάμεις της αποικιοκρατίας, ανταγωνιστικές ή συνεργαζόμενες, επιδίωκαν για λογαριασμό τους να χρησιμοποιούν τα περιφερειακά έθνη για την πολιτική, οικονομική και στρατιωτική τους επέκταση και ταυτοχρόνως να περιορίζουν άλλες ανταγωνιστικές δυνάμεις που αναιρούσαν τις επιθυμητές ισορροπίες. Τα εθνικά ζητήματα στην περιφέρεια είναι απόρροια αλλά και αναγκαίος όρος της ύπαρξης της αποικιοκρατίας στο βαθμό που αυτά δεν μπορούν να καταλήξουν μέσω των δυνάμεων που τα εκφράζουν στην πλήρη αυτοδιάθεση, δηλαδή σε ένα πλήρη έλεγχο του συνολικού εδάφους, της οικονομίας και της αυτεξουσιότητας στην πολιτική. Έτσι, οι μεγάλες δυνάμεις όταν προωθούσαν ή αναγκαζόντουσαν να προωθούν ξεχωριστά τα εθνικά ζητήματα επιδίωκαν αφενός να συνεργαστούν με μερίδες της άρχουσας τάξης κι από την άλλη να δημιουργήσουν συνθήκες περεταίρω κατακερματισμού της περιφέρειας ώστε να είναι πιο εύχρηστη η διαχείρισή της. Για αυτό το λόγο, τα εθνικά ζητήματα στις δεδομένες φάσεις των εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων πέρασαν σε μια νέα δυναμική ιδεολογία της ουσιαστικής ενοποίησης κράτους/εδάφους/εθνότητας, σε αμφισβητούμενες περιοχές, υπό την αιγίδα των εξαρτημένων και κατακερματισμένων αρχουσών τάξεων-από κει και η διαχρονική τους παράταση ως ιδρυτική πράξη των κρατικών οντοτήτων. Αυτός είναι και ο πολιορκητικός κριός που ενώ τεμαχίζει την περιφέρεια δημιουργεί νέους κύκλους αστάθειας που καταλήγουν σε έναν περεταίρω κατακερματισμό. Η απουσία αγροτικών πολιτικοκοινωνικών οργανώσεων σε μια περιφέρεια κατ’ εξοχήν αγροτική και πολυεθνική σε πολλές περιπτώσεις, η έλλειψη βιομηχανικής ανάπτυξης που υπονομεύτηκε από την ίδια την αποικιοκρατία, η έλλειψη εξισωτικών προτύπων για την οργάνωση των εθνικών αγώνων, η υπονόμευση της συνεργασίας των εθνών-πάντα με αφορμή και αιτία το εδαφικό, η προσκόλληση σε ανταγωνιστικές δυνάμεις της αποικιοκρατίας και του επεκτατισμού ήταν οι βασικές αιτίες αφενός του κατακερματισμού της περιφέρειας σε εξαρτημένα κράτη και αφετέρου της προσαρμογής τους στο νέο εθνικοκρατικό πρότυπο με δομικά τα εθνικά ζητήματα.

Ιστορικά, η διασπορά και η μετάδοση αυτού του προτύπου απελευθέρωσης, τακτοποίησης, δικαιοσύνης και πολιτισμού βασίζεται σε μια σειρά δίκαιων ενστάσεων αντιρρήσεων και μαχητικών αντιστάσεων, αγώνων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων τοπικών και γενικών, συνδεόμενων ή όχι, συνεργατικών ή ανταγωνιστικών μεταξύ τους. Σε όλη την περιφέρεια του ανταγωνισμού των ηγεμονιών και των νέων ηγεμονικών δυνάμεων που αναδύονται, καραδοκούν για την υγεία του «μεγάλου ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την οποία διεκδικούν ως βάση τους για τη σταθεροποίηση της ηγεμονίας τους στην Ανατολή. Από κει προκύπτει το ανατολικό ζήτημα και οι αντιφάσεις του. Η Οθωμανική αυτοκρατορία ένα τεράστιο κράτος που αποτέλεσε εξαρτημένη πηγή πλουτοπαραγωγικών πόρων της Δύσης και έδαφος επέκτασης των αγορών της χρησιμοποίησε τον ενδιάμεσο κρίκο των πρώιμων αστών βιοτεχνών-εμπόρων ως «διαβαλκανική» τάξη για την προώθηση, σε αυτήν, της αγροτοβιοτεχνικής παραγωγής, κυρίως ελλήνων εμποροβιοτεχνών και αργότερα εφοπλιστών οι οποίοι στη συνέχεια πήραν στα χέρια τους ένα τεράστιο μερίδιο του διαμετακομιστικού εμπορίου στη Μεσόγειο. Έτσι και οι άλλες αστικές εθνικές τάξεις στα Βαλκάνια όπως και με πιο αργό ρυθμό οι γαιοκτητικές τάξεις-έμποροι στις αραβικές χώρες, οι οποίες επιβίωναν σε μια μεγαλύτερη ανεξαρτησία λόγω ταύτισης με την κυρίαρχη θρησκεία, έδειξαν τάσεις ανεξαρτησίας εντείνοντας με τις παράλληλες οικονομικές αναπτύξεις τις εθνικές ιδεολογίες τους. Οι μεγάλες δυνάμεις που έλεγχαν την οικονομική ροή προϊόντων και χρήματος επιδίωξαν να ελέγξουν τα εθνικά κινήματα, στα Βαλκάνια και στις αραβικές χώρες, προκειμένου να μην καταλήξουν σε συνεργασία που θα μπορούσε να ανατρέψει την ισορροπία μεταξύ οθωμανών-Δύσης όπως επιδίωξαν και την αναχαίτιση της Ανατολικής Ρωσίας που αποσκοπούσε σε έναν νέο βυζαντινό ορθόδοξο κράτος υπό την αιγίδα της. Η ανυπαρξία προτύπου πέραν του καθιερωμένου της Δύσης για την τακτοποίηση του έθνους σε ένα κράτος, με τις παράλληλες διαμάχες για τα εδάφη και την έλλειψη συνεργασίας των εθνών, σε μια παρελκυστική πολιτική ενθάρρυνσης και καταστολής, έφερε τις διαμάχες στο εσωτερικό των Βαλκανίων και στην αραβική ανατολή. Οι ιθύνουσες τάξεις τους έγιναν απαραίτητοι κρίκοι πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και στρατιωτικής επέκτασης της Δύσης στη βάση εθνικών ζητημάτων, χειραγωγημένων από τις ίδιες τις διμερείς ανταγωνιστικές συνεργασίες με την αποικιοκρατική μητρόπολη.

Το τέλος των αυτοκρατορικών πολυεθνικών κρατών ή η καίρια αμφισβήτησή τους σηματοδότησε μια νέα παγκόσμια συνθήκη και συνοχή, διαδοχικά μετά από δυο πολέμους που απέκτησαν παγκόσμιο χαρακτήρα και εξάπλωση ειδικά στα υπόδουλα έθνη ή σε περιοχές που δεν είχαν την τύχη της αυτοδιάθεσης. Ύστερα από εθνικούς και διεθνιστικούς αγώνες, αγώνες που απέκτησαν διεθνή χαρακτήρα μέσα στον κυκεώνα αντιφάσεων του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου κι αργότερα του ψυχρού πολέμου των ηγεμονιών, ύστερα από επαναστάσεις και αγώνες για την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία, τον κομμουνισμό και την κοινωνική ισότητα, βρισκόμαστε σε μια τομή όπου οι επαναστατικές διεκδικήσεις είτε στην προοπτική του έθνους κράτους είτε σε πολυεθνικές ομόσπονδες κρατικές οντότητες είτε στο πλαίσιο ηγεμονιών έχουν διαψευστεί. Ο καπιταλισμός ως η άγρια εκμεταλλευτική λαίλαπα, ο εθνικισμός ως η ανολοκλήρωτη προσπάθεια έκφρασης ενοποίησης εδαφών, η κατάρρευση των οικονομιών όλης της περιφέρειας και η μετατροπή τους σε δευτερογενείς μοχλούς των ηγεμονιών, η καθολικοποίηση της τριτογενούς οικονομίας ή η καταστροφή της από το νεοαποικισμό -μετά την ίδρυση νέων χωρών στην Αφρική και στην Ασία-, οι γραφειοκρατίες ή και δικτατορίες που αναπτύχθηκαν στις νέες χώρες που ήταν υποτελείς στους δανειστές, η κυριαρχία του δυτικού πολιτιστικού προτύπου, η μετανάστευση που μαστίζει σήμερα χώρες προέλευσης και χώρες προορισμών, η προσφυγιά ως αποτέλεσμα απίστευτων γενοκτονιών και πολέμων, η περιβαλλοντική καταστροφή ήταν τα αποτελέσματα αυτού του συνδυασμού για την πραγματοποίηση της κρατικής χίμαιρας: αποικιοκρατία-εξάρτηση, κυριαρχία της αστικής τάξης, αλυτρωτισμός-εθνικοί ανταγωνισμοί. Με βάση λοιπόν αυτήν την αδιέξοδη προοπτική ο πλανήτης των εθνών σήμερα βρίσκεται στο «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα»: ή που θα γκρεμιστεί στη στεγνή προοπτική της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού που επιθυμεί να σβήσει τα έθνη ως εμπόδια στην ανάπτυξή του ή που θα πνιγεί στη νοσταλγία των εθνών, στην αναπόληση των απολεσθέντων θριάμβων και της χαμένης τους αίγλης κατρακυλώντας στο σοβινισμό. Σε κάθε περίπτωση αυτός ο παγκόσμιος πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει και μετράει εκατομμύρια θύματα. Διαφορετικά έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε ένα σταυροδρόμι: την αυτονομία-συνομοσπονδισμό ή την κρατική-ιμπεριαλιστική κηδεμονία. Οι κούρδοι στη Ροζάβα της Συρίας και οι ζαπατίστας στο Μεξικό φαίνεται πως έχουν επιλέξει.

Μετά την επανάσταση των Ζαπατίστας και την κουρδική αναγέννηση, οι ελευθεριακές ιδέες έχουν αποδώσει στις εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες μια επαναστατική προοπτική στην πράξη και στη θεώρηση. Τόσο στην Τσιάπας όσο και στη Ροζάβα, με διαφορετικές αφετηρίες αλλά και συνθήκες, ξεπεράστηκε το κράτος-αγορά ως προσανατολισμός καθώς και η εθνική-θρησκευτική προσκόλληση των συλλογικών υποκειμένων. Ηγεμονικά, τόσο οι ζαπατίστας που επενδύουν απ’ τη μια στο μεξικανισμό κι από την άλλη στον ινδιανισμό, όσο και οι κούρδοι στη Ροζάβα που επενδύουν τόσο στη νέα συριακή ταυτότητα όσο και στην κουρδική αναγέννηση, έχουν δημιουργήσει, διεθνώς, πρότυπα διαχείρισης των εθνικών-θρησκευτικών ζητημάτων πραγματοποιώντας μια πολιτισμική αναγέννηση στην κατεύθυνση της ισότητας, αλληλεγγύης και δικαιοσύνης. Η αγάπη για την πατρίδα και η πίστη στο Θεό αλλάζουν νόημα εξεγειρόμενες κατά της παγκοσμιοποίησης που καταστρέφει και τα δυο αλλά και ενάντια στον εθνικισμό-μισαλλοδοξία που είναι χρήσιμο εργαλείο προώθησης της ιμπεριαλιστικής διαίρεσης. Οι επιδιώξεις ώστε το έθνος να αποκτήσει οικουμενική διάσταση και η θρησκεία μια εξισωτική προοπτική, η δημοκρατική αυτονομία-συνομοσπονδισμός είναι η νέα πρόταση που συνεργεί στην αλλαγή του πολιτισμού της οργάνωσης των κοινωνιών, εκσυγχρονίζοντας την παράδοση και αιτιολογώντας στο αίτημα των ανθρώπων για καλύτερη ζωή, ελευθερία, ισότητα, ενθαρρύνοντάς τους στη δοκιμή. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το παλιό σύνθημα και οι παλιοί αγώνες για ανεξαρτησία-αυτοδιάθεση έχουν βρει την έκφρασή τους στη δημοκρατία χωρίς κράτος.

Ένας νέος διεθνισμός, η συνεργασία των εθνών χωρίς κράτη, αποδίδει τις αναγκαίες ταυτότητες ενσωματώνοντας σε αυτές το παράδειγμα της ισότητας, της δημοκρατίας και της τόσο αναγκαίας οικολογικής ισορροπίας. Οι νέες εθνικές ταυτότητες είτε εκκοσμικεύοντας-γειώνοντας το αγαθό περιεχόμενο της άλλης ζωής-του επέκεινα, είτε αναγνωρίζοντας την επαναστατική διεκδίκηση μπορούν να δημιουργήσουν το έδαφος ή εδαφικούς διαδρόμους για τη διασπορά νέων προτύπων δημοκρατικής οργάνωσης. Έτσι, η αναγνώριση του έθνους και της ταυτότητας που εκβάλει από μια τέτοια συνάντηση μας δίνει τα νέα στοιχεία που συντείνουν σε μια ελευθεριακή οικουμένη. Οι φιλελεύθερες ή κομουνιστικές παραδόσεις που σηματοδοτούν αγώνες για την ελευθερία των εθνικών κοινοτήτων ή των καταπιεσμένων τάξεων μπορούν πλέον να τεθούν υπό τη σκέπη διεθνικών και διαθρησκευτικών συμβουλίων όχι για νέα εθνικά σύνορα, αλλά για μια νέα χάρτα συνεργασιών και συγκατοικήσεων. Όχι για να χαθούν οι ταυτότητες όπως συμβαίνει με τις πονηριές της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που κλείνει το μάτι στα κινήματα βάσης σε όλον τον κόσμο -όχι για να επιβληθούν σε άλλες όπως θα βόλευε το σοβινισμό αλλά αντίθετα: να σωθούν, να βελτιωθούν, να γίνουν οικουμενικές και ριζοσπαστικές. Μόνο μέσα από αυτό το ρεύμα τάσεων που συγκλίνουν σε μια δυναμική συγκρότησης διεθνικών-διαθρησκευτικών συμβουλίων που θα μπορέσουν να θέσουν την παραγωγική ανασυγκρότηση ως αλληλέγγυα οικονομία, την προστασία της φύσης από την καπιταλιστική μεγέθυνση, την απόδοση κοινωνικής ισότητας σε όλους τους ανθρώπους, την οικολογική διευθέτηση του τεχνολογικού πολιτισμού, την άμεση δημοκρατική ισότητα στις αποφάσεις, τα εθνικά ζητήματα θα βρουν την πλέρια λύτρωσή τους.

(προσθήκη υπογραφής 13/11/2018)

Γιώργος Κυριακού

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://eleftheriako-giro-giro.espivblogs.net/to-ethnos-kai-i-eleytheria/