Η ανυπαρξία ενδογενούς στρατηγικού παραγωγικού σχεδίου, για την αντιμετώπιση της ελλαδικής κρίσης

Ένα καλοκαίρι που θυμίζει βαρύ χειμώνα.

Tου Ανδρέα Κυράνη

Μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα, ή ο ορισμός στην πράξη της φυγής προς τα μπρός.

Ιστορικό

Ανήκω σε εκείνους που είχαν επιφυλάξεις για την ορθότητα της επιλογής της εκλογικής αναμέτρησης του περασμένου Ιανουαρίου. Γνωρίζαμε ήδη από τότε οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ πως, τουλάχιστον στο κομμάτι “παραγωγική ανασυγκρότηση”, πόσο μάλλον “ενδογενής” αντίστοιχη, υπήρχε από τα καθ ύλη αρμόδια πολιτικά μας όργανα πλήρης σιγή ασυρμάτου. Παντελής έλλειψη συγκροτημένου σαφούς σχεδίου και στρατηγικής, πόσο μάλλον ενδογενούς εθνικής στρατηγικής. Αυτή η έλλειψη στρατηγικής και από μόνη της, συνιστούσε εκ των πραγμάτων, και πέρα από τις όποιες καλές προθέσεις, την αποδοχή της στρατηγικής των όποιων ξένων κέντρων έχουν την δύναμη να παρεμβαίνουν στον γεωπολιτικό μας χώρο.

Όταν κάποτε ρωτήσαμε τον σ. Δραγασάκη σε ανοικτή συγκέντρωση για το ζήτημα,  εισπράξαμε την φοβερή απάντηση πως το ζήτημα θα το επιλύσει “η ίδια η ελληνική κοινωνία”. Επρόκειτο άραγε για εκδήλωση αυξημένης δημοκρατικής ευαισθησίας, πλήρους αμηχανίας η και, ακόμη χειρότερα, πλήρους υποτίμησης και αδιαφορίας για το μόνο αληθινό ζήτημα που ταλανίζει την ελληνική κοινωνία; Πλήρους υποτίμησης και αδιαφορίας δηλαδή για την μητέρα όλων των προβλημάτων που καταστρέφουν την όποια εναπομείνασα αυθυπαρξία, ταυτότητα και παραγωγική υπόσταση αυτής της χώρας;

Ο πολιτικός μας χώρος,  “μιμούμενος” την “ιατρική βιομηχανία”, αναλώθηκε με την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της “κρίσης”, τον μαρασμό της δημόσιας σφαίρας, τους χαμηλούς μισθούς και συντάξεις κτλ, υποτιμώντας παντελώς τα αληθινά αίτια της ασθένειας, την αληθινή ρίζα του κακού. Με μοναδικό “εργαλείο παγίδα” τον  “ευρωπαϊσμό” μας, το ιδεολόγημα “της Ευρώπης των λαών”, οδηγηθήκαμε, παντελώς άοπλοι και απροετοίμαστοι επί της ουσίας, σαν κοινωνία και λαϊκό σώμα, σε μια κατά μέτωπο ανοιχτή σύγκρουση με το φάντασμα των “θεσμών” και την πραγματικότητα των  κυνικών και ανεγκέφαλων  ευρωπαϊκών μηχανισμών εξουσίας.

Οι μέρες και τα έργα της μικρής κυβερνητικής θητείας, επιβεβαίωσαν πέραν πάσης αμφιβολίας τους φόβους μας. Και δεν μιλάμε μόνο για τα δύσκολα, τις κατανομές των ελαχίστων διαθέσιμων κονδυλίων και πόρων. Πέρα από τα όποια μέτρα πρόσκαιρης αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης, βοηθήματα, 100 δόσεις κτλ.,  δεν καταγράφηκε το παραμικρό δείγμα πνοής μιας άλλης βούλησης, υπέρ ενός άλλου παραγωγικού μοντέλου και υποκειμένου. Η παραγωγικη ανασυγκρότηση έτσι συνιστά το πιο πικρό ανέκδοτο. Στις σπάνιες περιπτώσεις που ο δημόσιος διάλογος υπερβαίνει την “διαπραγματευτική” κοινοτυπία, οι αμήχανοι εκπρόσωποι της κυβερνητικής πλειοψηφίας αναμασούν την ξαναζεσταμένη πραμάτεια της ίδιας αδιέξοδης “αναπτυξιακής” συνταγής με σαντιγί περί δήθεν ανακατανομών και αριστερότροπης διαχείρισης. Μιλάμε και για τα εύκολα, την ΕΡΤ για παράδειγμα. Που στην νέα ΕΡΤ μιλά ο παλμός της εξαναγκασμένης σε πλήρη βουβαμάρα ελληνικής κοινωνίας; Που βρίσκεται η όποια υγεία και ικμάδα της; Τα ίδια η αντίστοιχα πρόσωπα, η ίδια γλυκανάλατη και επί της ουσίας αδιάφορη αντιμετώπιση και αποσιώπηση της σκληρής πραγματικότητας μιας βαθειά πληγωμένης ελληνικής κοινωνίας. Η ίδια παντελής απουσία ενός εναλλακτικού, οραματικού, πειστικού και ελπιδοφόρου αφηγήματος. Μια υποβόσκουσα μιζέρια, μια από τα ίδια και διαφυγή καμιά.

Η διαλεκτική μιας εύκολης ελπίδας

Η πρώτη ομιλία του πρωθυπουργού στην Βουλή, μέσα στην ειλικρινή της συγκίνηση, αναπτέρωσε ηθικό και συνειδήσεις. Για κάποιες λίγες μέρες όλοι οι έλληνες ένοιωσαν γεμάτοι εθνική υπερηφάνεια αρκετούς πόντους ψηλότεροι. Σύντομα όμως αποκαλύφθηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο η “γύμνια του βασιλέα”.

Στις μέρες μας έρχεται και το κλείσιμο της πρώτης αυλαίας του δράματος. Μέσα σε ένα απόλυτο  αδιέξοδο, μέσα σε ένα απόλυτο “μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα”, μέσα σε μια ακόμη χειρότερη σύγχυση και απελπισία από εκείνην της αρχικής πολύχρωμης και πολύβουης παράστασης, “συσκευάζεται” ο κατ αρχήν λογαριασμός. Η χώρα  άβουλη, ανήμπορη και μοιραία, οδηγείται σε μια φυγή προς τα μπρος, φυγή η οποία χάρη στην απουσία κάποιου στρατηγικού σχεδίου, έχει ήδη την οσμή μιας πλήρους υποταγής στους σχεδιασμούς και τις βουλές των ξένων κέντρων εξουσίας. Εκείνα διαθέτουν δεκάδες εναλλακτικά σενάρια πίεσης και επιβουλής, ιδιαίτερα όσον αφορά στα οικονομικά και τα ανοικτά εθνικά μας θέματα. Εμείς άραγε ποιες από τις εφεδρείες μας έχουμε εγκαταστήσει σε θέση μάχης πέρα από έναν υπαρκτό αλλά απονευρωμένο υπονομευμένο και θολό από την περιρρέουσα σύγχυση πατριωτισμό;

Το ΝΑΙ η στο ΟΧΙ στο τί;

Η όψιμη επίκληση στην λαϊκή κυριαρχία μέσω ενός θολού διλήμματος, μέσω ενός ΝΑΙ η ΟΧΙ, στις προτάσεις των “θεσμών”, στα χρονικά όρια των ορίων, χωρίς την παραμικρή σαφή και ειλικρινή περιγραφή “του πως” και “του τι” της “επόμενης μέρας”, δεν συνιστά παρά έναν ακόμη αδιέξοδο αλλά και απολύτως επικίνδυνο τακτικισμό, είδος στο οποίο από ότι φαίνεται διαθέτουμε ιδιαίτερο τάλαντον. Αναρωτηθήκαμε άραγε το τι πολιτικά και θεσμικά θα σήμαινε ένα, όχι μεγάλο, αλλά οριακό 50,1 ΝΑΙ; Είναι δυνατόν σε αυτή την τόσο επικίνδυνη για τη χώρα συγκυρία, μια στοιχειωδώς σώφρων κυβέρνηση, να θέτει ένα δίλλημα με μια υποβόσκουσα υπόσταση τόσο επικίνδυνα διχαστική; Την ίδια φυσικά ευαισθησία δεν επιδείξαμε στο θέμα της ιθαγένειας. Ένα τέτοιο ζήτημα δεν αφορούσε φαίνεται στον ελληνικό λαό. Ο πρωθυπουργός της ελπίδας αποδεικνύεται καθηλωμένος από τα οραματικά και πραγματικά όρια, τόσο του ίδιου, όσο και του κεντρικού κυβερνητικού πυρήνα που τον περιστοιχίζει, από ένα ανάπηρο δυτικότροπο νεωτερικό φαντασιακό που αυταπατάται και αδυνατεί να διακρίνει τα αληθινά διακυβεύματα.

Ο Δαυίδ δεν θα νικούσε ποτέ τον Γολιάθ αν δεν διέθετε σφενδόνη. Και η σφενδόνη στην περίπτωση μας θα ήταν ένα συγκροτημένο εναλλακτικό στρατηγικό σχέδιο που απουσιάζει. Το μόνο που φαίνεται είναι κάποιες αίολες νεοκεϋνσιανές διακηρύξεις, εργαλεία εις χείρας τρίτων, με πολύ φτωχά έως ανύπαρκτα ερείσματα στο ίδιο το πραγματικό της εποχής μας, με φτωχά έως ανύπαρκτα ερείσματα στην ίδια την γεωπολιτική μας πραγματικότητα.

Η ανυπαρξία ενδογενούς στρατηγικού παραγωγικού σχεδίου

Ποιο είναι άραγε το υπ αρ. ένα πρόβλημα της χώρας, πρόβλημα που αρνείται πεισματικά να αντιμετωπίσει το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό της; Δεν είναι άλλο από την ενδογενή η όχι δυνατότητα  της να παράξει πλούτο. Η μέγιστη δυστυχία του τόπου προκύπτει από το γεγονός του ότι η μέγιστη πλειοψηφία αυτού του πολιτικού προσωπικού δεν πιστεύει στην ύπαρξη μιας τέτοιας ρεαλιστικής δυνατότητας. Όλοι ψάχνουν την λύση των προβλημάτων μας μέσω και μόνο εξωγενών παραγόντων. Μικρή σημασία έχει αν ο παράγοντας αυτός ονοματίζεται αγορές η Ευρώπη των λαών. Όταν στηρίζεις τις ελπίδες σου κυρίως στους ξένους, δεν διαθέτεις παρά την υπόσταση του δούλου η του ζητιάνου όσο και αν σκούζεις περί του αντιθέτου.

Τέτοιο σχέδιο παραγωγής ενδογενούς πλούτου δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Αυτό συνιστά και την δραματική έλλειψη εθνικής παραγωγικής στρατηγικής, είτε στα πλαίσια του ευρώ είτε και εκτός αυτού. Συστατικό αυτής της δυστυχούς συγκυρίας είναι το ότι, και αυτοί ακόμη που μιλούν για παραγωγικη ανασυγκρότηση, μιλούν μεγαλόσχημα για ορυκτό πλούτο και πρωτογενή τομέα με όρους εσωστρέφειας. Δεν έχουν αντιληφτεί πως το κατ εξοχήν προνομιακό χαρτί του τόπου στην συγκεκριμένη διεθνή συγκυρία είναι η ενδογενής εξωστρέφεια και μάλιστα στον τομέα της δύσκολης και υψηλής ιδιαιτερότητας μεταποίησης.

Είμαστε ένας μικρός λαός που θα μπορούσαμε να κάνουμε θαύματα εκεί που οι άλλοι σήμερα λόγο μεγέθους αδυνατούν. Εκεί και μόνο εκεί κατοικεί η δυνατότητα μας να υπερβούμε την κρίση.

Στην παραγωγή πολύτιμων μονάκριβων πραγμάτων υψηλής προστιθέμενης αξίας, συμβατών με την ιδιοπροσωπεία μας, από τον πρωτογενή έως τον τριτογενή τομέα, που θα συνδυάζουν υπερσύγχρονη τεχνολογία και υψηλή μαστορική δεξιότητα. Δεν έχουμε κανένα μέλλον στην μαζική παραγωγή. Δεν μπορούμε και δεν μας παίρνει. Το δυστύχημα της χωράς είναι το ότι οι κρατούντες αδυνατούν να κατανοήσουν πως παραγωγή στην σημερινή διεθνή συγκυρία δεν είναι μόνο η μαζική παραγωγή αλλά και η μικρή σύγχρονη και ευέλικτη αντίστοιχα. Οφείλουμε να γεννήσουμε μεγέθη μέσα από την συνέργεια μικρών και πολύ μικρών πολύτιμων και σπάνιων δραστηριοτήτων. Ο τόπος μας προσφέρει άπειρες τέτοιες δυνατότητες. Δεν χρειαζόμαστε “απασχόληση”, είδος που ανήκει σε ένα ήδη νεκρό για την Ευρώπη παραγωγικό πρότυπο. Χρειαζόμαστε χιλιάδες μικρούς η και αυτοαπασχολούμενους παραγωγούς, διαδικτυωμένους  μεταξύ τους σε διεθνώς αναγνωρίσιμο μέγεθος. Όλα τα παραπάνω βρίσκουν εμπόδιο στις ιδεοληψίες των κυβερνώντων όχι σήμερα αλλά εδώ και 40 χρόνια. Δυστυχώς οι μορφωμένες ελίτ αυτού του τόπου μιλούν με όρους κυρίαρχου Δυτικού μοντέλου, παραβλέποντας πως η όποια ικμάδα του τόπου δεν εγγράφεται σε αυτό το μοντέλο. Αυτή η εγγραφή, αυτές οι περίφημες μεταρρυθμίσεις για τις οποίες μιλούν τα απανταχού παπαγαλάκια, μόνο παραπέρα καταστροφή μπορούν να επιφέρουν, μια και ισοπεδώνουν το όποιο ενδογενές “κοινοτικό” υπόδειγμα υπέρ ενός εξωγενούς αντίστοιχου.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας, στην πρώτη επίσημη επίσκεψη του στο Βερολίνο μίλησε για ενδογενή αίτια της κρίσης. Παρέλειψε να μιλήσει για ενδογενείς δυνατότητες. Είπε δηλαδή την μισή αλήθεια, και η μισή αλήθεια συνήθως συνιστά δυστυχώς ένα μεγάλο ψέμα.

Με την κραυγαλέα έλλειψη ενός τέτοιου σχεδίου, η πολιτική ατζέντα εξαντλείται στο πως δήθεν θα προασπιστούν οι κατακτήσεις των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Το ζήτημα όμως αυτό δεν επιλύεται κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, αν η χώρα δεν υπερβεί την παρασιτική της πραγματικότητα και χαράξει τον δικό της παραγωγικό δρόμο και τρόπο. Σε αυτό το τελευταίο τα μνημόνια δεν είναι εκείνα που γεννούν από μόνα τους την καταστροφή, παρά την παράνομη φύση τους. Αυτό και συνιστά την ψευδεπίγραφη υπόσταση του πρόσφατου δήθεν κύριου πολιτικού διακυβεύματος στον τόπο. Η αποσιώπηση και υποτίμηση δηλαδή του γεγονότος του ότι τα μνημόνια συνιστούν κυρίως αποτέλεσμα και όχι αιτία. Η καταστροφή σε υπνώζουσα κατάσταση προϋπήρχε και τα μνημόνια δεν έκαναν τίποτε άλλο από τον να την “αφυπνίσουν”, διευθετώντας τις συνθήκες της επόμενης μέρας επ ωφελεία σύγχρονων ξένων αποικιοκρατικών κέντρων, κέντρων τα οποία διαθέτουν τόσο στρατηγική όσο και δυνατότητα υλοποίησης. Αν δεν αντιληφτούμε αυτή την αδήριτη πραγματικότητα, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο από να την εκβιάζουμε αδιέξοδα σαν αφελή νεογνά, αντιδρώντας σπασμωδικά και χωρίς σχέδιο στον δικό της εκβιασμό. Τότε, η επίκληση του πατριωτισμού των Ελλήνων απλά εκφυλίζει και εκμηδενίζει την αληθινή αξία του. Πόσο μάλλον όταν αυτή η επίκληση έρχεται εγκληματικά αργά και άδοξα, πόσο μάλλον όταν τούς παγιδεύει σε ένα διχαστικό ψευτοδίλημμα, διχαστικό και ψευτοδίλημμα ακριβώς επειδή έρχεται “κατόπιν εορτής” με πολύ λάθος τρόπο, χάρη στην αστοχία των κυβερνώντων.

Έτσι, γυμνοί από παραγωγική στρατηγική, αγναντεύουμε τρομαγμένοι τα όποια οικονομικά μέτρα, τα οποία από μόνα τους δεν συνιστούν παρά την  κορφή του παγόβουνου, τη μικρή κορφή του που φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού. Ο κύριος όγκος του, σε πρώτη ματιά δυσδιάκριτος, εκείνος των μεταρρυθμιστικών ιαχών που προσδοκούν να αφανίσουν την όποια αληθινή μας δύναμη, την όποια πολύτιμη για την συγκυρία ιδιαίτερη παραγωγική μας υπόσταση, εκείνη που αντλεί την αξία της από το μικρό, αυθεντικό πολύτιμο και μονάκριβο, κρύβονται από κάτω, κάτω από μάσκες ανάπτυξης της πυρκαγιάς, κάτω από μάσκες  εκπόρνευσης του ότι μας έχει απομείνει, στο όνομα ενός φαντάσματος μιας δήθεν “αντιλιτότητας”.

Στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης αντιμετώπισης της λιτότητας, θυσιάζεται η όποια εναπομένουσα ταυτότητα.

Στο όνομα της απασχολισιμότητας, μιας απασχολισιμότητας της μιζέριας, θυσιάζεται η όποια δυνατότητα ενδογενούς ανάπτυξης, ανάπτυξης που δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε ένα παραγωγικό μοντέλο στην άλλη άκρη του κυρίαρχου, μοντέλου που δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην συνέργεια πολύ μικρών και μικρομεσαίων  επιχειρήσεων, συνέργεια που δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια ομότιμη συν-λειτουργία που προϋποθέτει συν-ευθύνη και δημοκρατία.

Αντ αυτού, δείχνουν να κυριαρχούν και πάλι σήμερα, με αριστερό η δεξιό προσωπείο παντελώς αδιάφορο, οι ίδιες αυταρχικές λογικές, λογικές που εύκολα και αβασάνιστα χαρακτηρίζουμε “νεοφιλελεύθερες”, αρνούμενοι ακόμη και τώρα να ενδοσκοπήσουμε στις βαθύτερες αιτίες τους, αιτίες που έχουν να κάνουν με το κυρίαρχο διεθνώς παραγωγικό πρότυπο. Αν και εμείς εννοούσαμε αυτό το πρότυπο σαν αναγκαστικό μονόδρομο θα προτείναμε η το Κούγκι η την υποταγή. Δεν το κάνουμε γιατί ακόμη πιστεύουμε πως έχουμε την δυνατότητα σαν μικρή και πολύ ιδιαίτερη ιστορικά χώρα, να αποτελέσουμε την εξαίρεση στον κανόνα. Αυτή είναι και η μοναδική αληθινή ελπίδα που διαθέτουμε σαν λαός και σαν έθνος.

Που βρισκόμαστε σήμερα;

Κανείς λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί μια προοπτική για τον λαό αυτού τόπου, στα πλαίσια των μνημονειακών δεσμεύσεων. Κανείς επίσης λογικός άνθρωπος δεν μπορεί να δει πως η χώρα θα μπορούσε εδώ και τώρα, με τον μηδενικό βαθμό αυτοδύναμης παραγωγικής προετοιμασίας αλλά και συναίσθησης που διαθέτει, να αντιμετωπίσει, με έναν λαό παντελώς άβουλο και σε σύγχυση, τον Αρμαγεδδώνα ενός εγχειρήματος “αποδέσμευσης” εδώ και τώρα. Το όποιο ενδογενές εφικτό μοντέλο προϋποθέτει ουσιαστική συμμετοχή, δηλαδή συν ευθύνη και δημοκρατία. Το εδώ και τώρα δραχμή ερήμην της μεγίστης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, δεν θα ευνοήσει παρά αυταρχισμούς κάθε είδους, από τεχνοκρατικούς έως νεοσταλινικούς και νεοναζιστικούς, αφανίζοντας δια παντός την όποια δυνατότητα αληθινής ενδογενούς ανάπτυξης, ανάπτυξης άμεσα συναρτημένης με βαθιά δημοκρατικές διαδικασίες και νοοτροπίες.

Πάω αργά γιατί βιάζομαι

Έναν και μόνο δρόμο διαθέτουμε και αυτός είναι πάρα πολύ δύσκολος. Μόνο μέσα από το κεφάλι της καρφίτσας μπορούμε να περάσουμε. Κινητοποιώντας όλη την φαντασία και ευρεσιτεχνία μας, δεν μπορούμε πάρα να βρούμε τρόπους να αναπτύξουμε αποκλειστικά δικές μας διεξόδους, αξιοποιώντας τις ρωγμές και αντιφάσεις των έξωθεν μεταρρυθμιστικών οδηγιών. Και αυτό προϋποθέτει πλήρη συναίσθηση και συνείδηση για πολύ σκληρή δουλειά έξω από εύκολες και εύπεπτες συνταγές.

Από κυβερνητικούς και άλλους θώκους διαρρέουν πληροφορίες για δήθεν επενδύσεις που περιμένουν έτοιμες στην πόρτα, τρομάρα μας. Επενδύσεις από ξένα κοράκια, προκειμένου να διαλυθεί με την δική μας συναίνεση και το ότι μας έχει απομείνει. Αυτά τα παραμύθια μας πουλάνε. Τουρισμός, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλα πράσινα άλογα. Όλα κινούνται επί της ουσίας στη σφαίρα της κατανάλωσης. Για να μην τους αδικώ υπάρχουν και εκείνοι που μιλούν για μονάδες που θα μοντάρουν τα κινέζικα προϊόντα. Για “μονταδόρους” των κινέζων μας έχουν. Μιλάμε για την πλήρη παραχάραξη της πλούσιας τεχνικής ταυτότητας αυτού του τόπου. Μιλάμε για την πλήρη ευτέλεια και απελπισία. Ο θεός να βάλει το χέρι του.

Όταν είμαστε παντελώς ανίκανοι στο να συνεισφέρουμε στη γέννηση ενός ενδογενούς πραγματικού πλούτου, έχουμε σαν γενικευμένη πανάκεια την φορολόγηση ενός φανταστικού μεγάλου πλούτου. Στην πραγματικότητα δεν φορολογούμε πάρα τον ήδη φτωχοποιημένο μέσο πολίτη,  ο οποίος, δεν θα είχε αντίρρηση να φορολογηθεί και στυφτεί μέχρι κεραίας, αν θα έβλεπε έναν ρεαλιστικό ορίζοντα διαφυγής για εκείνον και τα παιδιά του. Στο όνομα μιας νεφελώδους και επί της ουσίας ανύπαρκτης αναδιανομής, στο όνομα μιας διαπραγμάτευσης που σέρνεται χωρίς να καταλήγει κάπου, οι όποιοι εναπομείναντες μικροί παραγωγοί σιγά σιγά αφανίζονται εντελώς. Τι καλύτερη εθνομηδενιστική στρατηγική από αυτήν θα μπορούσαν να φανταστούν τα ξένα κέντρα για την χώρα;

Μετά τον πλήρη αφανισμό κάθε μικρής παραγωγικής δραστηριότητας, είτε από την υπερφορολόγηση είτε από την παντελή ανυπαρξία της παραμικρής πρόνοιας από το κράτος, ο δρόμος θα είναι ορθάνοικτος και η παραμικρή αντίσταση απούσα, για τα όποια ξένα σχήματα, υπό ελληνικό η όχι προσωπείο παντελώς αδιάφορο,  θέλουν να εισρεύσουν και να ψωνίσουν το οτιδήποτε για ένα κομμάτι ψωμί. Το πλήρες ξεπούλημα στο μεγαλείο του.

Αυτή όμως η αγωνία και αυτός ο παραγωγικός ορίζοντας δυστυχώς σήμερα απουσιάζουν παντελώς από τον κυβερνητικό πολιτικό σχηματισμό.Είναι πλέον αμφίβολο και το εάν θα μπορέσει ποτέ αυτός ο σχηματισμός να διατυπώσει ένα τέτοιο σχέδιο, αν δεν μεταλλαχτεί εκ βάθρων ο ίδιος. Η χώρα έχει ανάγκη όσο ποτέ από έναν πολιτικό φορέα που θα εκφράσει το όραμα και την πραγματικότητα της σύγχρονης δυναμικής παραγωγικής της υπόστασης. Αν δεν δυνηθεί να απαντήσει σε αυτό το στοίχημα, απλά θα πάψει να υφίσταται σαν αυτοδύναμο ιστορικό και εθνικό υποκείμενο. Τότε ξένα κάρα θα κληθούν να μαζέψουν τα εναπομείναντα πτώματα ενός εξαθλιωμένου λαού, προκειμένου να μην παρενοχλούνται οι τουρίστες περιηγητές.

Υ.Γ. Νοιώθουμε την θλίψη ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Την ματαίωση μέσα από εγκληματικά άστοχους χειρισμούς του μόνου εναλλακτικού οράματος σήμερα ενός ολόκληρου λαού. Οράματος απόλυτα εφικτού και βάρβαρα χακαρισμένου. Ο καλός μαχητής γνωρίζει να χάνει μάχες προκειμένου να κερδίσει τον πόλεμο. Νοιώθουμε βαριά την αίσθηση μιας μεγάλης ήττας. Χάσαμε μια μάχη. Δεν χάσαμε ακόμη τον πόλεμο αρκεί να μην συντριβούμε από έναν ανόητο και άδοξο διχασμό προς όφελος τρίτων. Κάποιοι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα σχεδιασμών από εμάς. Και εμείς όμως δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών, ευθυνών που εδράζονται σε φαντάσματα εύκολων και ανώδυνων λύσεων. Φτάσαμε η γείτονας Τουρκία να προτείνει να καλύψει δικές μας διεθνείς οικονομικές υποχρεώσεις. Από αγάπη και αβρότητα άραγε; χωρίς ανταλλάγματα; Ας αναρωτηθούμε τι παιχνίδια παίζουν ξένες “φίλιες” δυνάμεις στην δική μας καμπούρα. Ποιος Έλληνας δεν θέλει να βροντοφωνάξει ένα μεγάλο όχι σε όλα αυτά;

Στο ψευδοδίλλημα όμως της εβδομάδας, σε αυτό το υπονομευμένο όχι, η ταπεινότητα μας θα απέχει με κρύα καρδιά, στο όνομα της ελαχίστης εναπομείνασας αυτοεκτίμησης και αξιοπρέπειας του ελληνικού λαού, ελπίζοντας στο θαύμα μιας όποιας “ευρωπαϊκής” λύσης, λύσης της απόλυτης ήττας σε αυτή τη μάχη,  σαν λύσης “μη απομόνωσης της χώρας”, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα “αχαρτογράφητα” νερά. Και θα το πράξουμε, γιατί δυστυχώς αποδεικνύεται πως δεν διαθέτουμε σήμερα εκφρασμένη, την κατάλληλη πολιτική ηγεσία για “να τα διαβούμε”, κι ας είμαστε πανάρχαιος ναυτικός λαός. Παρά την όποια πλήρη απογοήτευση μας από την κυβερνητική διαδρομή, δεν θα μπορούσαμε να δικαιώσουμε ούτε τους μεταλλαγμένους ποταμίσιους ούτε τους σαμαροβενιζέλους. Ας ελπίσουμε πως ο υπερψεκασμένος από τα media ελληνικός λαός, έστω και την ύστατη στιγμή, θα καταλάβει πως πρέπει να αλλάξει ριζικά ρότα. Πως πρέπει να εγκαταλείψει τον παρασιτισμό, το τέρας που λέγεται Αθήνα, να ξανακερδίσει την περιφέρεια και τα χωριά του, όπου τουλάχιστον θα μπορεί να λύσει καλύτερα το διατροφικό του πρόβλημα,  και να ξεκινήσει από το “υπό το μηδέν” να ξαναστήνει τον τόπο του στα δικά του πόδια.

Αφού πρώτα αποκτήσει αληθινή δημοκρατική πολιτική εκπροσώπηση, να ξαναγεννήσει πλούτο, παύοντας να περιμένει την επίλυση των προβλημάτων του δια της “ανάθεσης” σε “γοητευτικούς” τρίτους. Όταν και όποτε πάρει μια τέτοια απόφαση στ αλήθεια και στα σοβαρά, τότε θα αποκτήσει και την κατάλληλη πολιτική ηγεσία, προκειμένου να εκφραστεί οραματικά και πρακτικά. Αλλιώς, ας υποστείλει την σημαία του και ας γίνει υπήκοος των όποιων αποικιοκρατών της αρεσκείας του. Εξ άλλου, ελευθερία και υποτέλεια παίζουν σαν δυο αντιδιαμετρικοί πόλοι και από κοινού σε όλο το ιστορικό βάθος αυτού του έθνους.

Ανδρέας Κυράνης

Ιούνιος 2015

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://eleftheriako-giro-giro.espivblogs.net/2015/07/02/%ce%b7-%ce%b1%ce%bd%cf%85%cf%80%ce%b1%cf%81%ce%be%ce%af%ce%b1-%ce%b5%ce%bd%ce%b4%ce%bf%ce%b3%ce%b5%ce%bd%ce%bf%cf%8d%cf%82-%cf%83%cf%84%cf%81%ce%b1%cf%84%ce%b7%ce%b3%ce%b9%ce%ba%ce%bf%cf%8d-%cf%80/

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.