Δεκαετία του 1970, σε μία από τις λεγόμενες Μεγάλες Σχολές της Γαλλίας, η έδρα της οποίας ακόμη βρίσκεται επί της λεωφόρου Maine, έφτασαν οι προδιαγραφές ενός προγράμματος, τμήμα του οποίου κλήθηκε να εκπονήσει άμεσα ομάδα καθηγητών, ερευνητών και μεταπτυχιακών σπουδαστών.
Το πρόγραμμα δεν έφτασε από τις… Βρυξέλλες (άλλες εποχές τότε, προ αλώσεως δηλαδή…), αλλά από την Αλγερία. Αντικείμενό του, η ανάλυση ενός καίριου ερωτήματος, τότε καθοριστικού για το νεαρό αυτό κράτος: «Να ξεριζώσουμε ή να μην ξεριζώσουμε τ’ αμπέλια;»…
Κοντολογίς, η απελευθερωμένη χθεσινή αποικία, υπό πραγματικά νέα -κι όχι επιτηδείως νεάζουσα- πολιτική και οικονομική ηγεσία, αναζητούσε τότε τα ριζικά ανατρεπτικά, αλλά συνάμα ρεαλιστικά, αναπτυξιακά της πλάνα. Αυτά που λέμε όλοι μας σήμερα εδώ Plan B, C, κ.λπ.
Σκοπός της, να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούσαν την απο-αποικιοποίηση της οικονομίας της, να σχεδιάσει και να προγραμματίσει την αυτοδύναμη (ενδογενή θα πρέπει να την πούμε σήμερα) ανάπτυξή της, με τρόπο που σύντομα θα της επέτρεπε να σηκώσει κεφάλι και να ορθοποδήσει… Κι ας υπήρχε, κάπου στο βάθος, και η μεγάλη εφεδρεία των υδρογονανθράκων…
Τρεις παρατηρήσεις, που παραπέμπουν ίσως σε παραλληλισμούς με τη σημερινή, τριτομνημονιακή, ελλαδική πραγματικότητα:
Εκείνοι προσέβλεπαν στην απεξάρτηση της εθνικής τους οικονομίας από τη μονοκαλλιέργεια των κρασαμπελιών και από τον μονομερή εξαγωγικό προσανατολισμό. Κύριος αγοραστής και μεταπωλητής ποιος άλλος; Η χώρα που την είχε καταστήσει αποικία, η Γαλλία…
Το πρόβλημα της Αλγερίας με τα αμπέλια ήταν τότε τόσο σημαντικό όσο η μονοκαλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου στην Κούβα, όσο η αποδιάρθρωση και η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα τού σήμερα…
Η κυβέρνηση της Αλγερίας γνώριζε ότι η αντικατάσταση των αμπελώνων με άλλες καλλιέργειες, βραχυπρόθεσμα, θα σήμαινε μείωση του εισοδήματος του αγροτικού πληθυσμού και έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Για τον λόγο αυτόν, προσβλέποντας παράλληλα με την απεξάρτηση και σ’ ένα βιώσιμο μέλλον, ζήτησε ένα πλάνο Β.
Το πλάνο αυτό, στο μέτρο που οι επιστήμες και τα οικονομετρικά, πληροφορικά εργαλεία εκείνου του καιρού το επέτρεπαν, θα διερευνούσε και θα αξιολογούσε τα πολλά εφικτά εναλλακτικά σενάρια του σχεδιαζόμενου -μετά βασάνου αλλά και πολλών αβεβαιοτήτων- εθνικού αναπτυξιακού της προγράμματος.
Αυτό που ζήτησε η κυβέρνηση της Αλγερίας τότε, είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο, επιστημονικό βάθος, δομή και ποσοτικο-αναλυτική τεκμηρίωση. Η εκπόνησή του έγινε βέβαια απολύτως φανερά και με σοβαρότητα, όχι τάχα μ’ στα κρυφά (εδώ σκεφτόμαστε τα σημερινά ημέτερα, γελάμε ή κλαίμε…) ίσα ίσα για ν’ ανεβαίνει κάποιων ονειροπαρμένων η αδρεναλίνη.
Δεν έγινε εντός λογικής κουτοπόνηρου διαπραγματευτικού παιγνίου (από κάποιον ειδικό στη θεωρία των παιγνίων, όμως απολύτως ανειδίκευτο περί τα πραγματικά οικονομικά) και βέβαια δεν ήταν το μοναδικό πρόγραμμα ή μελέτη για το αλγερινό οικονομικό ζήτημα που έτρεχε εκείνη την εποχή.
Τα προγράμματα αυτά ετίθεντο στη συνέχεια στη δοκιμασία της δημόσιας κριτικής και αξιολόγησης, τα δε ευρήματα της έρευνάς τους προσφέρονταν σε κάθε ενδιαφερόμενο κοινό θνητό…
Τα προκύπτοντα πλάνα Β, C κ.λπ., όσο κι αν δεν υποστηρίχτηκαν από τα σημερινά οικονομικο-μαθηματικά και πληροφορικά εργαλεία, ήταν αξιόπιστα και προπαντός απτά, γήινα και χρήσιμα στη λήψη αποφάσεων.
Δεν αποτελούσαν δηλαδή ασκήσεις οικονομικής θεωρητικολογίας που διεξάγονταν σε σφαίρες φαντασιώσεων (και όχι -της καλοδεχούμενης πάντοτε- φαντασίας) ούτε προέβλεπαν οικονομική τεχνογνωσία αστυνομο-κατασκοπευτικού ενδιαφέροντος.
Η τοτινή ειλικρινής προσπάθεια της αλγερινής κυβέρνησης δεν είχε βέβαια, δυστυχώς για εμάς, καμία σχέση με τη σπουδαιοφανή κενολογία Βαρουφάκη, με τις αμφίσημες χειριστικές δηλώσεις του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, όπως και με την όψιμη, αβάσταχτης ρηχότητας, περί δραχμής (πού είναι οι μελέτες της χαμένης τετραετίας που πέρασε σύντροφοι;) πλατφόρμα ενός εκκολαπτόμενου σήμερα αντιπολιτευτικού σχήματος…
Εάν η ημετέρα κυβέρνηση προετοίμαζε (τότε ήσαν «όλοι μαζί…») πραγματικό πλάνο Β, όπως είχε το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση, δηλαδή ένα εναλλακτικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης υποστηριζόμενο από συγκεκριμένες οικονομικές πολιτικές, μία από τις οποίες είναι η νομισματική, γιατί δεν το παρουσιάζει;
Μήπως γιατί δεν υπήρξε ποτέ πραγματικό-ολοκληρωμένο σχέδιο Β, αλλά απλώς κάποια προσχέδια (εάν υπήρξαν και αυτά) με μοναδικό ερώτημα το: «ευρώ ή δραχμή;»…
Ή μήπως γιατί εκτός από το πολύ «μυστήριο» που τα περιέβαλλε, είτε με τα περί κατάληψης των νομισματο-κοπτικών ανακτόρων είτε με τα πολύ φαιδρότερα περί σχεδιαζόμενης επιχείρησης τύπου «χάκερ του μεσονυχτίου» (με ικανή δόση οικονομικού «πραξικοπήματος της πιτζάμας») του κ. Βαρουφάκη και των συν αυτώ, τα πλάνα τους ήταν πουκάμισα αδειανά;
Μήπως γιατί κάθε πλάνο Β προϋπόθετε πλάνο Α, που κι αυτό πρόδηλα δεν υπήρχε…
Μήπως, τέλος, γιατί το μόνο «πλάνο» που υπήρχε ήταν: «κάτι πάει ν’ αλλάξει στην Ευρώπη», «εμείς είμαστε σαΐνια στη διαπραγμάτευση», «έχουμε και τον Βαρουφάκη που θα τους κουφάνει», «θα πάμε για τη μεγάλη μπλόφα», «εάν μας κάτσει, να ’μαστε καβάλα στ’ άλογο»…
Επιμύθιο: Είναι γνωστό στους κάπως, έστω, ενημερωμένους ότι η γερμανική κυβέρνηση διέθετε και προφανώς χρησιμοποιούσε σαν εργαλείο της διαπραγματευτικής της ταχτικής ένα ή περισσότερα εναλλακτικά πλάνα σχετικά με την ελληνική οικονομία και το ενδεχόμενο (συγκρουσιακό ή συναινετικό ή… τυχαίο) ενός Grexit.
Το ίδιο περίπου έπραξαν και οι λοιποί δανειστές, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί και οι περί τα χρηματο-οικονομικά διεθνείς «οίκοι».
Δεν είναι όμως ακόμη γνωστό πως η απάντηση είναι μόνο μία: Ενδογενής ανάπτυξη, ως μέσο και ως σκοπός μιας πραγματικής παραγωγικής ανασυγκρότησης. Ολα τ’ άλλα είναι αέρας κοπανιστός…
*δρ Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, συντονιστής διεθνών πρωτοβουλιών «Ενα Καράβι για τη Γάζα»
Πρόσφατα σχόλια