«Η ειρηνική συνύπαρξη μπήκε επίσης σε δοκιμασία κατά κτηνώδη τρόπο στην Κύπρο, εξαιτίας των πιέσεων που ασκούν η κυβέρνηση της Τουρκίας και το ΝΑΤΟ. Ο λαός της Κύπρου και η κυβέρνησή του υποχρεώθηκαν να υπερασπιστούν ηρωικά την αυτοκυριαρχία τους…»
Από την ομιλία του Τσε Γκεβάρα, στον ΟΗΕ, στις 11-12-1964
Στις 20 Ιουλίου 1974, πριν από 41 χρόνια, ο τουρκικός στρατός πραγματοποίησε εισβολή στο έδαφος της κυπριακής δημοκρατίας. Η εισβολή ως «ειρηνευτική» επιχείρηση για τη διάσωση της ΤΚ κοινότητας η οποία έλαβε χώρα υπό την ανοχή των διεθνών παραγόντων των ΗΠΑ, της Βρετανίας αλλά και υπό την αδυναμία της ΕΣΣΔ να αναχαιτίσει όπως και το 1964 ήταν η τελική λύση μιας σειράς διεθνών και τοπικών μεθοδεύσεων. Το πρόσχημα δεν ήταν άλλο από το πραξικόπημα που πραγματοποίησε η κυπριακή εθνοφρουρά με την καθοδήγηση του χουντικού Ιωαννίδη ο οποίος σύμφωνα με όλες τις συγκλίνουσες καταθέσεις για το κυπριακό, τόσο στην Ελληνική Βουλή όσο και στο κυπριακό κοινοβούλιο, απέβλεπε σε μια από τις εφαρμογές του διχοτομικού σχεδίου Άτσεσον: 80% ένωση με την Ελλάδα και 20% ένωση με την Τουρκία, αντίστοιχα σχεδόν με τη δυσαναλογία των πληθυσμιακών δεδομένων. Αυτός ήταν άλλωστε και ο στόχος του Γρίβα και των συνοδοιπόρων του της ΕΟΚΑ β’ με το προπέτασμα καπνού για την «Ένωση με την Ελλάδα» που προέτασσε, όταν επέστρεφε στην Κύπρο για να χτυπήσει τη μακαριακή πολιτική του «ευκταίου» της ανεξαρτησίας της Κύπρου απέναντι στο «ανέφικτο» της Ένωσης. Ο εμφύλιος που προέκυψε (1971-1974) ανάμεσα στον «Κάστρο της Μεσογείου», Μακάριο Γ’, πρώην πολιτικό ηγέτη της ΕΟΚΑ 1955-59 και τον μοναρχοφασίστα Γ. Γρίβα δημιούργησε πολιτική κρίση την οποία εκμεταλλεύτηκε η ελλαδική χούντα, αξιοποίησε η τουρκική επεκτατική πολιτική και έδωσε στις ΗΠΑ, το πρόσχημα να καταστούν ο βασικός παράγοντας ομαλοποίησης της κρίσης μέχρι και σήμερα. Αυτό το σχέδιο όμως, της διπλής ένωσης, προσέκρουε βασικά στον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής την οποία προδιέγραψε η μελέτη του νομικού και πολιτικού Νιχάτ Ερίμ και η οποία ξεκίνησε δειλά, το 1954 με την προτροπή της Αγγλίας και του Σέλγουντ Λόιντ προκειμένου να αναχαιτίσει τον αντιαποικιακό αγώνα για την αυτοδιάθεση της Κύπρου όταν το ζήτημα τέθηκε για πρώτη φορά στον ΟΗΕ την ίδια χρονιά. Αυτή η πολιτική με όργανο την παρακρατική ΤΜΤ και μέλη διαπρεπείς παράγοντες της Άγκυρας όπως ο Ραούλφ Ντενκτάς από την περίοδο του αγώνα για την αυτοδιάθεση μέχρι και τα τραγικά γεγονότα του 1963-64, είχε στο βάθος της στρατηγικής της, τη διχοτόμηση του νησιού, εκμεταλλευόμενη τη διεθνή διπλωματία. Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε το 1963 μετά τα 13 σημεία της πρότασης για την αναθεώρηση του αποικιακού συντάγματος ήταν γεγονότα που εκμεταλλεύτηκε διεθνώς, η Άγκυρα, προκειμένου ένα γεγονός καθημερινής σημασίας και επιπέδου χωροφυλακής να το «περάσει» ως δικοινοτική διαμάχη. Είτε προς την πλευρά της Τουρκίας, είτε προς τις ίσες αποστάσεις, η διεθνής διπλωματία απέβλεπε προς το διχοτομικό σχέδιο με διάφορες παραλλαγές. Όταν αποσύρθηκε η ΤΚ διοίκηση και δημιουργήθηκαν οι πρώτοι θύλακες, το 1964, όπως και ο προειδοποιητικός βομβαρδισμός με βόμβες ναπάλμ στην Τυλληρία τον Αύγουστο του ιδίου έτους, δημιουργήθηκαν οι βασικές προϋποθέσεις για την ένωσή τους ως «συνοριογραμμής» με «προγεφυρώματα» τα οποία δημιουργήθηκαν με την πρώτη εισβολή της 20ης Ιουλίου και επεκτάθηκαν με τη δεύτερη εισβολή της 14ης Αυγούστου. Μέχρι σήμερα αυτό ονομάζεται «πράσινη γραμμή». Επρόκειτο για ένα σχέδιο που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και επιχειρείται να νομιμοποιηθεί με νέες επισημάνσεις στο ζήτημα της ΑΟΖ Κύπρου-Τουρκίας και Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτό εκφράστηκε από τη διεθνή κοινότητα με την πρόταση Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας υπό τον ΓΓ Ανάν το 2004, αυτό εκφράζεται μέχρι και σήμερα στις προτάσεις Γιούγκερ, αμερικανών και Μπαν Κι Μουν.
Στην κατεύθυνση αυτή βρίσκεται το πολιτικό σύστημα ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ της Κύπρου καθώς και ο νέος πρόεδρος της ΤΚ διοίκησης, Μουσταφά Ακιντζί. Σ’ αυτήν την ιμπεριαλιστική γραμμή της διχοτόμησης υπό το προπέτασμα καπνού της «Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας» βρίσκεται και η νέα μας υφυπουργός εξωτερικών Σία Αναγνωστοπούλου, η οποία θήτευσε ως «υπεύθυνη της ερευνητικής ομάδας του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου για θέματα που αφορούσαν την Τουρκία και την Τουρκοκυπριακή κοινότητα», την περίοδο που το κυπριακό βρισκόταν στην προετοιμασία του διχοτομικού σχεδίου Ανάν. Με την εργαλειακή χρήση του ιστορικού αριστερού λόγου και του ταξικού παράγοντα, οι όψεις ενός μεγάλου φάσματος από την ανανεωτική αριστερά που τάσσεται με την αμερικανική διευθέτηση μέχρι την άκρα αριστερά και τον ελευθεριακό χώρο, ομονοούν με διαφορετικές τακτικές και προτεραιότητες (ταξικό) στην διευθέτηση του ζητήματος έχοντας ως κεντρική αναφορά τις ίσες αποστάσεις, εξισώνοντας την εισβολή, κατοχή και εποικισμό με τις εθνικιστικές εξάρσεις ΕΚ ιστορικών παραγόντων. Εξισώνοντας, ιστορικά, τον επεκτατισμό της Τουρκίας με τον αλυτρωτισμό της συντριπτικής πλειοψηφίας της Κύπρου. Αντίθετα με αυτήν την ιμπεριαλιστική μεθόδευση και την εθνικιστική-φασιστική τακτική ελάχιστες δυνάμεις που μιλούν για την πλήρη απελευθέρωση της Κύπρου, για την επιστροφή των ΕΚ και ΤΚ προσφύγων στις εστίες τους μετά την εισβολή, για την απομάκρυνση όλων των στρατών, δίνουν το υπαρκτό έδαφος για μια νέα αναπροσαρμογή στην ελευθεριακή προοπτική. Η έννοια της ομοσπονδίας των μικτών εθνολογικά περιφερειών της Κύπρου κι όχι της ρατσιστικής διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας που εφαρμόστηκε σε όλες σχεδόν τις αποικιακές διχοτομήσεις στην Ασία και στην Αφρική, οφείλει να ξαναμπεί από το σύγχρονο κίνημα βάσης στον ελλαδικό και στον κυπριακό χώρο.
Η παγίδα της Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας υποκρύπτει επίσης κι άλλη μια μεθόδευση η οποία έχει κάνει τη διαδρομή της κυρίως μετά το 1990 με τη μεταμοντέρνα ιστορική αφήγηση των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στους «δυο εθνικισμούς». Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτή η παραπλανητική θεωρία της εξίσωσης βασίζεται στην ανιστόρητη αφήγηση που αγνοεί την ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον αλυτρωτικό πατριωτισμό και τον επεκτατικό σωβινισμό. Δυο καθόλα αντιθετικές τάσεις που τις συναντάει κανείς σε όλη την οικουμένη της αποικιοκρατίας και στις αντίστοιχες αποικιοκρατικές εγχώριες «προοδευτικές» απολήξεις τους. Από την Ινδία και τη ΝΑ Ασία μέχρι τη Βόρειο Ιρλανδία και τη Λατινική Αμερική, κι από την Νοτιοαφρικανική Ένωση μέχρι και τα Βαλκάνια, ο αλυτρωτισμός ως τάση για εθνική ολοκλήρωση συνάντησε απέναντί του αλλά και σύμμαχό του, τον ιμπεριαλιστικό επεκτατισμό, και στις τοπικές του εκδοχές εξελίχθηκε σε αδιέξοδο που συνεχίζεται μέσω των κρατικών συνόρων που εγκαταστάθηκαν με εκατομμύρια δολοφονίες ανθρώπων. Από την ελευθεριακή αντίληψη, σήμερα, εκλείπει μια σοβαρή προσέγγιση της απανταχού εθνικής πραγματικότητας ως αναπόσπαστη ιδιαιτερότητα. Από τις τάσεις για την «αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία» στο πλαίσιο του εθνοκράτους, εκλείπει στα σοβαρά η ελευθεριακή αυτοδιεύθυνση ως πολιτικός προσδιορισμός αληθινής πολιτικής συμμετοχής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Όμως, οι κούρδοι που πραγματοποίησαν τη σύνθεση, μας δείχνουν το δρόμο.
Πρόσφατα σχόλια